Γράφει o Σπύρος Αραβανής
«Να κάνω εντύπωση στον άντρα μου ήθελα. Να του τραβήξω την προσοχή. Γι' αυτό άρχισα να γράφω τραγούδια! Αστείο δεν είναι;». (1) Με αυτά τα λόγια ηΕλένη Βιτάλη εξηγεί τους λόγους που ξεκίνησε να γράφει τα τραγούδια από το «Απέναντι Μπαλκόνι» ο πρώτος δίσκος με δικές της δημιουργίες που κυκλοφόρησε το 1989 και αμέσως την κατέταξε στις σημαντικότερες Ελληνίδες τραγουδοποιούς μας. Αυτή ακριβώς η ειλικρινής και αυτοβιογραφική διάθεσή της είναι και το χαρακτηριστικό των στίχων της, οι οποίοι αν και λίγοι σε αριθμό -σε σχέση με τη δισκογραφία και τη μουσική της ιστορία- έχουν πλέον εδραιωθεί στη συνείδηση του κόσμου διεκδικώντας ισάξια θέση δίπλα στη σπουδαία φωνή της.
Τα πρώτα τραγούδια
Το πρώτο τραγούδι με δικούς της στίχους κυκλοφορεί λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1985, και είναι το Τώρα που σε βρήκα σε μουσική Χρήστου Νικολόπουλου από τον δίσκο «Μια γυναίκα μπορεί»: Σε βρήκα τι στιγμή που έλεγα/ πως η ζωή μ' αρνήθηκε/ σε βρήκα τι στιγμή που έκλαιγα/ κι ο πόνος μου νικήθηκε/ Είν' ωραία η ζωή όπως και νά 'ναι/ μ' αγαπάς και γι' αυτό δε φοβάμαι./ Έχω εσένανε, δε θέλω τίποτε/ Α!… Πάμε. Στίχοι απλοί, χωρίς κάποια ιδιαίτερη τεχνοτροπία, κοντά στο ύφος των αυθεντικών λαϊκών, διασκεδαστικών τραγουδιών, όπως αυτά που τραγουδούσε (και κυρίως τα δημοτικά) πολύ μικρή, στα πανηγύρια, δίπλα στον πατέρα της, τον δεξιοτέχνη του σαντουριού, Τάκη Λαβίδα και στη μητέρα της, Λούση Καραγεωργίου, επίσης τραγουδίστρια.
Ένα χρόνο, όμως, αργότερα στο δίσκο «Ώρα Ελλάδος», γράφει το Ελληνάκι πατριώτη σε μουσική Θοδωρή Καμπουρίδη, το οποίο αποτελεί προάγγελο της ιδιαίτερης στιχουργικής της η οποία σορροπεί στο προσωπικό και στο συλλογικό, της ανάγκης της, δηλαδή, να κοιτάξει πέρα από τον μικρόκοσμό της και να «κραγαύσει» για τα κακώς κείμενα της χώρας: Ελληνάκι πατριώτη η σημαία σου μπροστά/ ανεμίζει και σφυρίζει γυφτολαϊκά/ Τι Ελλάδα τι χυμός πορτοκαλάδα/ όλα είναι πουλημένα και με μένα και με σένα.
Υπενθυμίζουμε οτι είναι η περίοδος της αναβίωσης των νεανικών λαϊκών συγκροτημάτων (Τα παιδιά από την Πάτρα, Οπισθοδρομική Κομπάνία κ.ά.) τα οποία γνώριζαν τότε μεγάλη επιτυχία και φυσικά της ανόδου του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία με την πρόσκαιρη ευημερία που αυτή επέφερε. Όμως η Βιτάλη κοιτώντας πίσω από τη λάμψη της εποχής είχε τη διαίσθηση, το ένστικτο αλλά και την τόλμη να αντιληφθεί το μεγάλο παζάρι που γινόταν και που έφερε τα γνωστά αποτελέσματα που όλοι βιώνουμε στις μέρες μας.
Στον ίδιο δίσκο υπάρχει και το πρώτο τραγούδι που υπογράφει στιχουργικά και μουσικά και είναι το Τώρα ξέρω ότι φταίω, ένας «ύμνος στο μελό» όπως σαρκαστικά το περιγράφει η ίδια στην τηλεοπτική εκπομπή της αείμνηστης Λιλάντας Λυκιαρδοπούλου, «Πρόβα» (2): Τόσα χρόνια κουβαλάω το κορμάκι μου/ στα παζάρια του μυαλού μου τα αλύπητα/ και το παραχαϊδεμένο κεφαλάκι μου/ έχει ρίξει την καρδιά μου στα αζήτητα. / Τώρα κλαίω και δε θέλω να κρυφτώ από κανένα/ γιατί ξέρω ότι φταίω για τα χρόνια τα χαμένα/ κλάψε αν θες κι εσύ μωρό μου και δεν είναι αμαρτία/ να σε συγκινήσει λίγο μια ελληνική ταινία.
Αυτό το τραγούδι είναι θα λέγαμε προοικονομεί το περίφημο Εγώ τραγούδαγα τα βράδια στα σκυλάδικα που υπάρχει στο «Απέναντι Μπαλκόνι», «ένα κομμάτι σάρκα κομμένο με νυστέρι από την ίδια» όπως πολύ εύστοχα το περιέγραψε η δημοσιογράφος και ποιήτρια, Στέλλα Βλαχογιάννη (3), όπως και το επίσης αυτοβιογραφικό, Πιο πολύ για μένα, στον ίδιο δίσκο: Φόρεσα ρούχα-ρούχα της δουλειάς/ είπα τραγούδια-τραγούδια της χαράς/ κι έγινα ένα ολοκαύτωμα για σαςμα πιο πολύ για μένα, μα πιο πολύ για μένα/ όλα τα μαγεμένα τα κράτησα για μένα.
Με το Τώρα ξέρω οτι φταίω, λοιπόν, διαφαίνεται η ανάγκη της Βιτάλη να συγκρουστεί με -και εν μέρει να αποποιηθεί- το παρελθόν της καθώς και η διάθεσή της να αυτο-ψυχαναληθεί και να πάρει τη ζωή στα χέρια της. Εδώ ίσως έχει να κάνει και με αυτά που είχε δηλώσει σε μια συνέντευξή της στον Σωτήρη Κακίση, το 1996 (4):
Σ.Κ.: Είχατε ανέκαθεν κόντρα με το πώς είναι η πραγματικότητα του τραγουδιού μας πια, με το πώς αναγκάζεται να ζει όποιος κάνει καριέρα;
Ε.Β.: Κοιτάξτε να δείτε. Όταν τραγουδάει κανείς είκοσι οκτώ χρόνια και, το «ανέκαθεν» που ’πατε είναι λίγο! Όταν ζούνε οι άνθρωποι μέσον όρο εβδομήντα όλα κι όλα χρόνια, άντε εβδομήντα οκτώ οι γυναίκες, ποσοστιαία αν το δούμε, μιλάμε για σχεδόν μισή ζωή ολόκληρη. Δεν έχω παίξει εγώ ούτε κουτσό ούτε κυνηγητό. Δεν φλέρταρα, ρε παιδί μου, όσο θα έπρεπε. Δεν τους κατηγορώ όμως τους γονείς μου. Τόσο ξέρανε, τόσο κάνανε. Υπήρχε και φτώχεια μεγάλη τότε.
Σ.Κ.: Θέλατε να γίνετε από πολύ μικρή τραγουδίστρια, λέτε;
Ε.Β.: Όχι. Να τελειώσω το σχολείο ήθελα εγώ, που δεν το τελείωσα. Το λύκειο. Αλλά διέκοψα.
Το Απέναντι Μπαλκόνι
Έτσι, όπως είπαμε και στον πρόλογο, το 1989, η Βιτάλη, έχοντας ήδη συμμετάσχει ως τραγουδίστρια σε περισσότερους από σαράντα δίσκους -προσωπικούς και μη- εμφανίζεται στο μουσικό στερέωμα ως τραγουδοποιός με το σημαδιακό δίσκο, «Το Απέναντι Μπαλκόνι», με την καθοριστική συμβολή στην ενορχήστρωση από τον Γιάννη Σπάθα. Η ίδια σημειώνει χαρακτηριστικά για το δίσκο (5): "Ποτέ μου δεν είχα σκοπό να κάνω δίσκο. Με τα λίγα ακόρντα που ήξερα, έπαιρνα την κιθάρα και τη σκάλιζα, φτιάχνοντας μελωδίες και σιγομουρμουρίζοντας στιχάκια. Τα τραγούδια για «Το Απέναντι Μπαλκόνι» γράφτηκαν σε μια χρονική περίοδο περίπου 20 χρόνων. Πρώτη γράφτηκε η «Κιβωτός». Μόλις γέννησα το γιό μου. Ήμουν 20 χρονών. Οι φίλοι μου έλεγαν το παιδί έκανε παιδί κι εγώ σκεφτόμουν: Εξάρτημα εγώ της μηχανής, έκανα κι άλλο ένα. Έτσι προέκυψε το τραγούδι. Στο μαιευτήριο Λητώ. Στα χρόνια που ακολούθησαν, γράφτηκαν κι άλλα. Με μεγάλα διαστήματα σιωπής βέβαια. Οι φίλοι μου τα άκουγαν και μ' έσπρωχναν να τα βγάλω σε δίσκο. Δεν ήθελα όμως. Δεν θεωρούσα ότι έκανα κάτι σπουδαίο. Να κάνω εντύπωση στον άντρα μου ήθελα. Να του τραβήξω την προσοχή. Γι' αυτό άρχισα να γράφω τραγούδια !Αστείο δεν είναι;
Το τελευταίο τραγούδι αυτού του κύκλου ήταν το «Ένα χειμωνιάτικο πρωί». Είχα μαλώσει με τον Βαγγέλη και είχα βγει στο δρόμο και περπατούσα μέσα στο κρύο. Ήμουν πολύ φορτισμένη. Περπατούσα και μονολογούσα: «Ένα χειμωνιάτικο πρωί έφυγα απ' το σπίτι σαν τρελή...». Μετά, στο στούντιο, έγραψα και την μελωδία. Πάνω σ' έναν Γιαπωνέζο. Έτσι λέγαμε τότε τα μικρά αρμόνια.
Στα τέλη της δεκαετίας του ' 80 - γύρω στο 1987 - συνεργαζόμουν με τον ηχολήπτη Γρηγόρη Τακισιάν.Ο Γρηγόρης άκουσε κάποια από τα τραγούδια και ενθουσιάστηκε. Μου λέει : «Θα τα πάω στον Γιάννη ( Σπάθα)». Εγώ δεν ήθελα με τίποτα. «Μα, αυτά τα τραγούδια είναι σχεδόν παιδικά» του έλεγα αλλά εκείνος ανένδοτος. Πάει τα τραγούδια στον Γιάννη Σπάθα κι εκείνος μένει έκπληκτος. Συναντιόμαστε. Προσπαθούν να με πείσουν να τα κάνω δίσκο. Η γυναίκα του Γιάννη που ήταν μαζί μας μου λέει: Μα ποια γυναίκα σήμερα τολμά να βγει να πει « θέλω να γυρίσω πίσω μα ντρέπομαι να σου το πω»; Έτσι μ' έψησαν...
Τώρα, τόσα χρόνια μετά, τα αγαπάω όλα τα τραγούδια του δίσκου σαν παιδιά μου, έστω κι αν ακούγεται κλισέ αυτό. Το μόνο που δεν με εκφράζει πια είναι το «Εγώ τραγούδαγα». Το έγραψα σε μια στιγμή πολύ άσχημη, που ήθελα να ταπεινώσω, να κακοποιήσω τον εαυτό μου. Κι όταν ο κόσμος στα μαγαζιά μου ζητάει να το πω, προσπαθώ να το αποφύγω...."
Τα 10 τραγούδια αυτού του δίσκου, αν και στην αρχή δεν γνώρισαν την αποδοχή του κόσμου, πιθανόν επηρρεασμένος από το μουσικό της παρελθόν, θεωρούνται πλέον, από τα κλασικά του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού έχοντας γνωρίσει πολλές επανεκτελέσεις και διασκευές από πρόσωπα εντός και εκτός της περιοχής του επονομαζόμενου «έντεχνου» τραγουδιού (από τη Μελίνα Ασλανίδου μέχρι τη Χριστίνα Μαραγκόζη και τον Νότη Σφακιανάκη).
Τι βρίσκουμε, λοιπόν, σε αυτά τα τραγούδια; Κατ' αρχάς έναν ευθύβολο λόγο, αφηγηματικό, καθημερινό και όχι ποιητικό, μικρές, δηλαδή, ιστορίες όπως συνήθιζαν να τραγουδούν οι τροβαδούροι πρωτού η εσωστρέφεια και η φιλοσοφική ενδοσκόπηση γίνουν ο «κανόνας» της σύγχρονης τραγουδοποιίας. Τα τραγούδια, δηλαδή, της Βιτάλη ανήκουν κυρίως στο «ανθρωπογεωγραφικό τραγούδι-ιστορία», όπως το περιγράφει, σε ένα άρθρο του, ο Ηρακλής Οικονόμου, το οποίο «εννοιολογικά αντιπαραβάλλεται στο “διδακτικό τραγούδι-απόφθεγμα” Το πρώτο διηγείται μία ιστορία με το υποκείμενό της σαφώς τοποθετημένο μέσα στον κοινωνικό και γεωγραφικό χώρο. Το δεύτερο συνίσταται σε μία σειρά από φιλοσοφικές παραδοχές, οι οποίες συνήθως απευθύνονται από το υποκείμενο στον εαυτό του, στην ψυχή του, στη ζωή, κλπ». (6).
Οι θεματικές, λοιπόν, της Βιτάλη εντάσσονται μέσα σε αυτόν τον «κοινωνικό και γεωγραφικό χώρο», της επίπλαστης ευμάρειας και της ασφυκτιούσας πόλης. Αξίζει να σταθούμε σε ένα ένα από αυτά τα τραγούδια με τη σειρά που εμφανίζονται στο δίσκο και να επιχειρήσουμε μια υποκειμενική ανάλυση, όπως υποκειμενική είναι η κάθε προσπάθεια αξιολόγησης ενός έργου.
Κατ' αρχάς, εκτός των άλλων μηνυμάτων του τραγουδιού (η εναλλαγή των ρόλων, η ωρίμανση και η εξέλιξη της ανθρώπινης ζωής) περιγράφεται εύστοχα και η κοινωνική θέση της αποξενωμένης «γιαγιάς» και το τι σημαίνει «τρίτη ηλικία». Κι όλα αυτά πολύ πριν η ίδια η Βιτάλη αποκτήσει και αυτό το ρόλο στην προσωπική της ζωή: Τη γρια που χαιρετίζω/ Στο απέναντι μπαλκόνι/ Τόσο λίγο τη γνωρίζω/ Μα η ματιά της με πληγώνει. (Οι μοναχικές γιαγιάδες)
Συνομιλεί με το παρελθόν της, αλλά και με την λαϊκίζουσα υστερία και τον νεοπλουτισμό της εποχής: Σ' ένα υπόγειο της Βάθης κλαριτζίδικο/ μ' ένα γαρύφαλλο στ' αυτί καρικατούρα/ μισοτοιχία να βρωμάει το σουβλατζίδικο/ και η πελατεία ξαπλωμένη απ' τη μαστούρα/ μισοτοιχία να βρωμάει το σουβλατζίδικο/ και η πελατεία ξαπλωμένη απ' τη μαστούρα (Εγώ τραγούδαγα).
Προβλέπει το αδηφάγο lifestyle και τις μεσημεριανές κουτσομπολίστικες εκπομπές που αποχαυνώνουν: Γεννήθηκα με ένα γιατί/ μες την καρδιά κρυμμένο/ ποιους μάγκες εξυπερετώ/ ποιοι μ' έχουν κουρδισμένο... Μαρία με τα κίτρινα/ με βάση τα δεδόμενα/ εδώ ο πλανήτης χάνεται/ κι εσύ το παίζεις γκόμενα (Η κιβωτός)
Εντοπίζει την αποξένωση των ανθρώπων και την τρομοκρατία: Κάθε σπίτι οχυρό κι ένας μπράβος στην πόρτα.....Γιατί ο άγγελος που έχω κρύψει στα στήθια/ χαφιές θα μου γίνει κι αυτός.... (Κάθε σπίτι οχυρό)
Τραγουδά τις τραγικές διαχρονικές αλήθειες της ελληνικής πολιτικής ζωής, «Βρώμικο '89» γαρ: Αυτό το έργο το 'χω ξαναδεί/ πιάνουν τον κλέφτη κι όλοι είμαστε εντάξει/ έτσι να γίνεται κουβέντα δηλαδή/ να μην χαλάσει η τάξη και να 'μαστε εντάξει/ δε θα χαλάσει η τάξη τίποτα δεν θα αλλάξει (Πιο πολύ για μένα)
Αφηγείται προσωπικές της ιστορίες, σαν να είναι μικρά διηγήματα με τη μορφή στίχων επιτυγχάνοντας με ιδιαίτερη μαεστρία να ξεπεράσει το ατομικό και να περάσει και «μηνυματα»: Περπατούσα αφηρημένη/ και δεν είδα το φανάρι/ Είδα μόνο, τρομαγμένη,/ ένα Honda να φρενάρει/ «Πρόσεξε θα σκοτωθείς!»/ μου φωνάζει ο οδηγός./ «Και τι έγινε που ζεις;»/ λέει μέσα μου ο Θεός. (Περπατούσα αφηρημένη)
Φυσικά δεν ξεχνά οτι εκτός από διάσημη και αγαπητή λαϊκή τραγουδίστρια είναι και γυναίκα, σύζυγος και μάνα αποδίδοντας με παιχνιδιάρικο και σαρκαστικό τρόπο τη δυσκολία της πολλαπλότητας των ρόλων: Τα προβλήματα τα άλλα τα μεγάλα τα τρανά/ τα 'χω κρύψει στην ντουλάπα και δεν τα 'πα πουθενά/ κι όταν μου 'ρχεται να κλάψω να φωνάξω να εκραγώ/ πάω ψωνίζω και γυρίζω με χαρούμενο καημό./ Είμαι εγγόνα είμαι κόρη είμαι μάνα και το λέω/ έχω γιο έχω μαμά και γιαγιά (Η εγγόνα)
Απογυμνώνεται και εξομολογείται, χωρίς το φόβο του δημόσιου προφίλ της, προσωπικές της στιγμές: Ήρθε η νύχτα η σκληρή κι' εγώ/ νοιώθω σαν απόκληρη εδώ/ θέλω πίσω να γυρίσω/ και συγνώμη να ζητήσω/ αλλά ντρέπομαι να σου το πω (Ένα χειμωνιάτικο πρωί)
Περιγράφει την άγρια ενηλικίωση, τις διαψεύσεις, τους φόβους και τις συνειδητοποιήσεις που αυτή φέρει, πάντα προσωπικά πάντα συλλογικά: Νυχτώνει/ κι εγώ σ' ένα καναπέ να ταξιδεύω/ με τσιγάρο και καφέ να σε γυρεύω/ εσένα που έχασα, εσένα πατέρα/ εσένα που έχασα, εσένα μητέρα/ εσένα που έχασα, Ελλάδα μου ξένη/ εσένα που έχασα, εσένα Ελένη (Νυχτώνει)
Και τέλος, με τη χαρακτηριστική μαγκιά της, συνοψίζει τη θέση και το χαρακτήρα της με γλώσσα που δεν χαϊδεύει ούτε εξωραϊνει καταστάσεις για να αρέσει στο πολυπληθές κοινό της: Εγώ δεν ψώνισα από οίκους τον καημό μου/ και δεν ανήκω στα παιδιά του φανφαρόνου/ νεοελλαδίτη του ξεβράκωτου βαρόνου./ Ούτε μπορώ να κάνω, να κάνω πως δε βλέπω/ τον σικ και δήθεν προβληματισμό μας / που μας ανοίγει κι άλλα τρύπα στον ποπό μας (Τι με κοιτάζετε)
Συμπερασματικά, η στιχουργική της Βιτάλη, στο δίσκο αυτό, φαίνεται να συγγενεύει τόσο με τη στιχουργική της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου (ως προς τη γυναικεία ματιά-ευαισθησία, θυμίζουμε το στίχο της «γριάς»:Αν είν' η αγάπη έγκλημα έχω εγκληματίσει/ και συνεχώς θα εγκληματώ/ αφού δεν το μετανοώ που σ' έχω αγαπήσει ) όσο και κυρίως με το λόγο του Άκη Πάνου (ως προς την στιγουργική αυθάδεια και τον τσαμπουκα) καθώς και με την καθημερινή εικονοποιία των τραγουδιών του Διονύση Σαββόπουλου. Αυτές οι αναφορές της και ειδικά ο Άκης Πάνου (η Βιτάλη τολμούμε να πούμε είναι το alter ego του στο στίχο) θα την ακολουθήσουν και στις κατοπινές της δημιουργίες.
Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ
Τον Φεβρουάριο του 1994 κυκλοφορεί ο δεύτερος, και μάλλον αδικημένος, δίσκος της Ελένης Βιτάλη,«Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ», ο οποίος περιέχει δικά της τραγούδια, τόσο συνθετικά (σε τρία από αυτά συνεργάζεται με τον σύζυγό τηςΒαγγέλη Ξύδη) όσο και στιχουργικά. Στο εισαγωγικό κείμενο του δίσκου σημειώνει η ίδια: "Ο Γιώργος Τσάμπρας είναι ο ηθκός αυτουργός που αυτά τα τραγούδια γίνανε βινύλιο. Η επιμονή του και το ότι “μου κράταγε κακία” που δείλιαζα, παίξανε το ρόλο τους. Τον ευχαριστώ."
Διαπιστώνουμε, δηλαδή, οτι μια έμφυτη ντροπαλοσύνη συνεχίζει να υπάρχει και μετά την κυκλοφορία του πρώτου δίσκου που μας συστήθηκε ως τραγουδοποιός δείγμα του πόσο προσωπικά και ιδιαίτερα θεωρεί τα τραγούδια της αλλά και δείγμα της αφαίρεσης κάθε ίχνους ναρκισσισμού και εγωπάθειας. Είναι αξιοσημείωτη αυτή η «δειλία» όπως και η ευθραυστότητά της τα οποία, όπως εμφανίζεται στις συνεντεύξεις αλλά και σε όσους τη γνωρίζουν προσωπικά, φαντάζουν εκ διαμέτρου αντίθετα με την στιβαρή σκηνική της παρουσία αλλά και τον ισχυρό και αντισυμβατικό λόγο που εκφράζει.
Τα δέκα τραγούδια αυτής της δουλειάς είναι ακόμα πιο «σκληρά» θα λέγαμε, αντιε-μπορικά ως φόρμα και περιεχόμενο, χωρίς λείες επιφάνειες και διάθεση υποστήριξης των τραγουδιών που συνήθιζε να εντάσσει στα προγράμματά της. Ο δίσκος βασίζεται πάνω σε τρεις, θα εντοπίζαμε, θεματικές: 1) Την ερωτική σχέση δυο ανθρώπων (Δον Κιχώτης, Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ, Ποιος είπε) 2) τον εξωτερικό κόσμο διαμέσου της προσωπικής της ματιάς (U.F.O., Τ' αδέσποτα, Αναλαμπή) και 3) την ενδοσκόπηση-εξομολόγηση (Κάνει κρύο, Ονόματα, Γενέθλια, Η ζωγραφιά). Λείπουν η αφηγηματική τεχνοτροπία και ο πλουραλισμός που υπήρχε στο«Απέναντι Μπαλκόνι»· η Βιτάλη γίνεται τώρα περισσότερο αποκαλυπτική χωρίς να χαρίζεται σε κανέναν:Και ήρθαν φίλοι αγαπημένοι/ με χαρές και πανηγύρια/ μα μου φάνηκαν σα ξένοι/ και τα γέλια τους σα φίδια(Κάνει κρύο).
Αιχμές του δόρατός της, κατ΄αρχάς, το ομώνυμο τραγούδι του δίσκου, «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ». Ο τίτλος φυσικά δανεισμένος από το γνωστό έργο του Εντουαρντ Άλμπι και οι στίχοι του κοντά στο πνεύμα του έργου: Οι αποκαλύψεις του μεσήλικου ζευγαριού (Τζωρτζ και Μάρθα) και των νεαρών καλεσμένων του (Νικ και Χάνι), καταγγέλλουν το ψέμα και «την υποκρισία, τη βία, τη διολίσθηση του ήθους, τις οδυνηρές εκπτώσεις, τη φυγή στις φαντασιώσεις, το τέλμα των ανθρώπινων σχέσεων, τη χρεοκοπία, εντέλει, του αμερικανικού ονείρου αλλά και -ερήμην του- κάθε ονείρου μέχρι τις μέρες μας» (7). Στο ίδιο, λοιπόν, μήκος κύματος και η Βιτάλη: Κατεργάρη ψευταράκο μη μου κλαις/ τις δικές σου αυταπάτες κι ενοχές/ μη μου ρίχνεις μες στα μούτρα και μου λες/ πως αυτές σε τυραννάνε αφού τις θες/ Κατεργάρη ψευταράκο μη μου κλαις/ οι δικές σου αυταπάτες κι ενοχές/ σου καλλιεργούν της τέχνης τα δαιμόνια / και απ’ την άλλη θες αγάπη και ομόνοια/ Μα ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ/ και ποια είναι η Βιρτζίνια Γουλφ;/ κατεργάρη εσύ ξέρεις ποια είναι/ ποια είναι, ποια είναι η Βιρτζίνια Γουλφ.
Καταιγιστικό, επίσης, είναι το τραγούδι Αναλαμπή ένας παραληρηματικός μονόλογος-μανιφέστο από τα πλέον «σκληρά» τραγούδια της ελληνικής δισκογραφίας με το οποίο φανερώνει εκλεκτική συγγένεια με τον αιχμηρό, κοφτερό και ρεαλιστικό λόγο του Κώστα Τριπολίτη.
Το τρίτο τραγούδι που ξεχωρίζει στιχουργικά είναι ένα νανούρισμα προς το γιο της με τον τίτλο Γενέθλια. Οι στίχοι του φλερτάρουν με τη δημοτική παράδοση και με τη λαϊκή ποίηση και κατέχει ιδιαίτερη θέση μέσα στο σύνολο των δισκογραφημένων στίχων της: Να ‘ναι καλά που γέννησε σα σήμερα λιοντάρι/ και που σε μένα το ‘δωσε βασίλισσα να γίνω/ Λέαινα δε γεννήθηκα, γεννήθηκα λαφίνα/ μα ποιο αγρίμι την κυρά του βασιλιά θ’ αγγίξει/ / Σα σήμερα γεννήθηκες μα δε μετρώ σου χρόνια / δεν έχει χρόνια ο άνεμος δεν έχει χρόνια ο ήλιος/ μόνο φωτίζει τα φτωχά ελάφια σαν κι εμένα/ και ‘γω δοξάζω σου το φως σου προσκυνώ τη χαίτη.
Ιδιαίτερο είναι και το καταληκτήριο Η ζωγραφιά, τρυφερό, νοσταλγικό, ανθρώπινο με μια αισθητική που παραπέμπει σε ποιήματα εκπροσώπων της Νέας Αθηναϊκής Σχολής (Παλαμάς, Δροσίνης κ.ά.): Πόσο θα 'θελα να μπω σε μια βαρκούλα/ απ' αυτές που ζωγραφίζουν τα παιδιά/ να χαθώ μες στου ονείρου την λιμνούλα/ και να γίνω ένα με την ζωγραφιά/ Να χωρούσα μες στο ροζ το φουστανάκι/ και να μ' άντεχε του ήλιου η ματιά/ να τραγούδαγα για/ λίγο σαν παιδάκι/ και να πέθαινα σε μια ακρογιαλιά
Παρόντα και σε αυτό το δίσκο ο λόγος και η τεχνοτροπία του Άκη Πάνου με τις κοφτές καταλήξεις και την οξυδέρκειά του : Έλα πάρε μάτι έλα κοίτα χάλια/ έλα κάνε κάτι κι άφησε τα σάλια/ εδώ έχει γίνει της πουτά.... άστα βράστα/ και από βαζελίνη αμυγδάλου πάστα (U.F.O.)
Τέλος, στο τραγούδι Ονόματα συνειδητά ή ασυνείδητα αναφέρεται σε μια κατάσταση η οποία θα είναι η αιτία να «χαθεί» από το προσκήνιο για αρκετά χρόνια: Πάλεψες με τον εαυτό σου/ τον ισχυρότερο εχθρό σου/ και έζησες άνισους κανόνες / μα οι εξαιρέσεις στους κανόνες/ είναι αυτές που επιβιώνουνε/ σ’ όσους αντέχουν να πληρώνουνε.
Την αιτία αυτή την περιγράφει σε μια συνέντευξή της στους Θανάση Λάλα και Μάνο Τσιλιμίδη, το 2008 (8):
Θ. Λ.: Πες κάτι για το οποίο έχεις μετανιώσει.
Ε.Β.: «Που έχω το ελάττωμα να τρώω κι έχω παχύνει κι έγινα εκατό κιλά. Που θέλω συνέχεια ένα τσιγάρο στο χέρι μου. Που έπινα χάπια και εξαιτίας τους χάθηκαν δέκα χρόνια απ’ τη ζωή· σαν να μην υπήρξαν».
Θ. Λ.: Πώς χώθηκες σ’ αυτό το πηγάδι;
Ε.Β.: «Στην αρχή για να κοιμηθώ. Μπορεί να μην έπεσα στην κοκαΐνη και στην πρέζα, αλλά μαστουρόχαπα είναι κι αυτά, άρχισαν να μου δίνουν θάρρος και να με κάνουν να νιώθω πιο λυμένη. Και κόλλησα. Αρρώστησα πολύ βαριά».
Επτά... και να προσέχεις
Ο τρίτος, λοιπόν, δίσκος, με δικά της τραγούδια, κυκλοφορεί αισίως 20 χρόνια μετά το «Απέναντι Μπαλκόνι», το 2008. Βασικός συντελεστής και σε αυτή τη δουλειά, ο Γιάννης Σπάθας ο οποίος μοιράστηκε την ενορχήστρωση με τον Μανώλη Ανδρουλιδάκη.
Η ίδια γράφει στο κείμενο του δίσκου με το δικό της ξεχωριστό τρόπο: Διακόσμηση! Έχω πάψει να χαμουρεύομαι τα "ωραία πράγματα",τα ωραία λόγια,τις ωραίες ιδέες και... γενικά τα ωραία, που νόμιζα ή καλύτερα ένιωθα ωραία! Ίσως,"της μιας δραχμής τα γιασεμιά" να είναι πιο ωραία από τις Βερσαλλίες. Ίσως, η γκαζιέρα να είναι πιο ωραία από το φούρνο μικροκυμάτων ή ένας άντρας 70 χρονών να είναι πιο ωραίος από έναν σαραντάρη και πάει λέγοντας! Πάει λέγοντας ...πάει κλαίγοντας...πάει γελώντας..πάει γαμιώντας! Πάντως πάει! Που πάει; Μα κατευθείαν στην καρδιά, σα μαχαίρι κακόγουστου κουλτουριάρη σκηνοθέτη,για γρήγορες εντυπώσεις δίχως νόημα,αρχή, μέση και τέλος. Όμως πάει... και κάπου θα φτάσει. Και θα φτάσει γιατί έτσι πρέπει, αδιαφορώντας αν εγώ θα το φωτογραφίσω,για να διακοσμήσω τα αδιακόσμητα ή να δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα. Γιατί έτσι είναι τα τραγούδια. Αδικαιολόγητα. Όχι επειδή δεν έχουν δίκιο ούτε επειδή έχουν. Απλώς... είναι!Τι ωραίο που είναι το ..."είναι". Το "είναι" μου,το "είναι" σου,το "είναι"του,το "είναι" μας.Είναι εκεί και με λιακάδα και με βροχή και με όποιες συνθήκες. «Είναι»!...Και σε αυτό το «είναι» υποκλίνομαι, γιατί δεν μπορώ να το εξηγήσω. Γίνομαι πιο γελοία απ΄ό,τι είμαι, αν κάνω και την παραμικρή κίνηση...για να είμαι! Γιατί απλούστατα δεν είναι...«είναι».
Σε αυτή, λοιπόν, την τρίτη ολοκληρωμένη προσωπική της δισκογραφική εργασία επανέρχεται πια ως ώριμη γυναίκα, κυρίως όμως ως ώριμος άνθρωπος, εξετάζοντας περισσότερο τα πράγματα από μια απόσταση φύλου: Φυσιογνωμίες βιαστικές περάσανε/ σαν να μην ήταν ποτέ μες την καρδιά σου/ σου είπανε ψέματα και σε γελάσανε/ κι εσύ καθάρισες με ένα σκέτο γειά σου (Απ’ το παράθυρο)
Εμφανίζεται ωστόσο λιγότερο «θυμωμένη» και περισσότερο αισθάνεσαι την ανάγκη οτι θέλει να τραγουδήσει (εξ' ου και τα λαϊκά του δίσκου) παρά να «μιλήσει» μέσω των στίχων της όπως έκανε στις δυο προηγούμενες προσωπικές της δουλειές. Τα τραγούδια είναι πιο καλο-λειασμένα, πιο «τραγουδένια», πιο «ήρεμα». Κορυφαίες στιχουργικά στιγμές του δίσκου οι ακόλουθες:
Πρώτο το τραγούδι Η τρέλα: Δεν έχει η τρέλα όρια, γι'αυτό ν'αποφασίσεις/ πως θα πλανιέσαι στα τυφλά, αν την ακολουθήσεις/ Δεν είναι η τρέλα λευτεριά, όπως την είπαν μερικοί/ η τρέλα είναι μαχαιριά και σου ματώνει την ψυχή.
Για αυτό το τραγούδι λέει, σχετικά, η ίδια σε σύνενευξή της στον Νίκο Ράλλη (9): Η «Τρέλα» σάς θύμισε τον Άκη Πάνου γιατί έχει τσαγανό. Εγώ χαίρομαι να ακούω τραγούδια με τσαγανό, και ειδικά σήμερα που οι άνθρωποι με τσαγανό σπανίζουν. Ο Άκης Πάνου ήταν και είναι ένας απ΄ τους αγαπημένους μου. Το έργο του είναι άσχετο απ΄ την τραγική πράξη του, κι εξάλλου πιστεύω ότι όλοι οι άνθρωποι μπορούν να φτάσουν εκεί. Θύτες ή θύματα, δεν έχει σημασία, είναι το ίδιο. Αλλά δεν παραβλέπεται ο Άκης Πάνου, δεν παραβλέπεται ούτε ο Σαββόπουλος, ούτε ο Γκάτσος, όσον αφορά τον λόγο στο ελληνικό τραγούδι. Για να είμαστε ακριβείς, όμως, η «Τρέλα» βγήκε σε μια στιγμή που μοιραζόμουν ένα σπίτι με τέσσερις ανθρώπους, ο καθένας μας μάζευε τα κομμάτια του. Ανάμεσα μας ήταν και ένας τρελός, έπαιρνε φάρμακα ο άνθρωπος. Έπαιζε το όργανό του και προσευχόταν. Μόνο αυτό έκανε. Προσευχή και μουσική. Γι΄ αυτόν γράφτηκε το κομμάτι. Και μετά σκέφτηκα τον Άκη Πάνου και τον Σούκα με το «Ανοίξτε τα τρελάδικα».
Το δεύτερο κομμάτι που ξεχωρίζει είναι το εξαιρετικής τεχνοτροπίας Ποδήλατο γραμμένο με τη μαεστρία ενός ποιητή, ισορροπώντας στο ρεαλιστικό και το μεταφυσικό, θυμίζοντας ανάλογες στιχουργικές τουΟδυσσέα Ελύτη από Τα ρω του έρωτα: Ένα μικρό-μικρό ποδήλατο κι ένα μικρό-μικρό παιδί/ είδαν το πρόβλημα το άλυτο και κάναν βόλτα στη ζωή/ Ένα μικρό-μικρό ποδήλατο κι ένα μικρό-μικρό παιδί/ είδαν το πρόβλημα το άλυτο και κάναν βόλτα στη ζωή/ εν είναι δράκος, δεν είναι γίγαντας/ δεν είναι τίποτα καλέ τρομαχτικό/ είναι ό,τι είναι, γι' αυτό που είναι/ δεν το γνωρίζω ούτε εγώ
Κορυφαίο τραγούδι του δίσκου (μουσικά και στιχουργικά) είναι η Αρκούδα, με πολλούς γρίφους και συμβολισμούς: Ωχ, αμάν, και ω-λα-λα και ουφ και συννεφιές/ απ'τα μπαούλα βγάζω τις παλιές τις φορεσιές/ την ταξική συνείδηση τη βρίσκω στα ζιπούνια/ με πνίγει η συγκίνηση μου φτάνει ως τα μπούνια/ Στο τσίρκο που μεγάλωσα συνήθισα που λες/ να κάνω ακροβατικά και χίλιες ζαβολιές/ στο τεντωμένο το σκοινί με την ψυχή στο στόμα/ να παίζω τη μαχαρανή σε πουπουλένιο στρώμα. Για την Αρκούδα είχε δηλώσει σε συνέντευξή της στον υπογράφοντα αυτό το άρθρο 10):
Η αρκούδα είναι αυτή που με κάνει και τραγουδάω, η οποία όμως με τρώει κιόλας. Είναι δηλαδή όλα τα προβλήματα που έχω και,για να μην σκάσω,τραγουδάω. Είναι λίγο τραγικό όλο αυτό. Εσύ λες οτι περνάμε καλά εμείς. Αν αλλάξουμε όμως ρόλο, θα δεις πώς είναι να βρίσκεσαι σε τεντωμένο σχοινί, να έχει πάει η ψυχή σου στην Κούλουρη, να το παίζεις μαχαρανή και η αρκούδα να σου λέει "Τραγούδα ρε!"
Το καταληκτήριο τραγούδι του δίσκου, Ανάμνηση, συγγενεύει με το ύφος του μεγάλου μας στιχουργού, Νίκου Γκάτσου. Τρυφερό, ποιητικό, υμνεί τη ζωή μέσα από την τραγικότητά της: Ένα όνειρο, μια ανάμνηση/ φυτεμένη από ψηλά στης γης το χώμα/ βρήκε η λήθη ένα άσπρο αφρόψαρο/ κι απ' τη ράχη του είδε τ'ουρανού το χρώμα/ Και η λήθη έγινε αλήθεια/ γέμισαν ξανά τα άδεια στήθια/ τώρα η Περσεφόνη πάλι στο μπαλκόνι/ γεύεται φλισκούνι, άγρια μέντα και ακούει αμόνι
Πρόκειται φυσικά για μια ιδεαλιστική -αφού καμία θετική εξέλιξη δεν έχει υπάρξει- και υποθετική συνέχεια του περίφημου Ο εφιάλτης της Περσεφόνης των Χατζιδάκι-Γκάτσου: Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα/ κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο/ τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα/ και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο./ Κοιμήσου Περσεφόνη στην αγκαλιά της γης/ στου κόσμου το μπαλκόνι ποτέ μην ξαναβγείς.
Συμπερασματικά
Η αναδρομή, λοιπόν, στο στιχουργικό έργο της Ελένης Βιτάλη απέδειξε οτι είναι και πρέπει να συγκαταλέγεται μεταξύ των σημαντικότερων τραγουδοποιών μας, αφού πέραν των στίχων και οι μουσικές της -με την πολύτιμη βοήθεια πάντα των εκάστοτε ενορχηστρωτών και των μουσικών- είναι εναρμονισμένες με το πνεύμα της στιχουργικής και τη δυναμική της φωνής της υπηρετώντας με τον καλύτερο τρόπο το «έντεχνο-λαϊκό» τραγούδι. Η Βιτάλη, όπως και Χάρις Αλεξίου και η Αφροδίτη Μάνου, ανήκουν σε μια γενιά τραγουδοποιών με σημείο σύγκλισης το γεγονός οτι ξεκίνησαν ως τραγουδίστριες και συνέχισαν προσφέροντας σημαντικό τραγουδοποιητικό έργο. Ειδικά η Βιτάλη και η Αλεξίου αποτελούν θα λέγαμε μια αποκάλυψη αφού τόσο οι μουσικές τους κοινές καταβολές και ιστορία (γεννημένες στην επαρχία, σε περιβάλλον δημοτικο-λαϊκό, από νεαρή ηλικία σε ρόλο τραγουδίστριας κ.ά.) όσο και η μεγάλη τους δημοτικότητα στο λαϊκό τραγούδι δεν προοικονομούσαν την συνέχεια της καλλιτεχνικής τους πορείας, αυτές, δηλαδή, τις προσωπικές μπαλάντες με τη κοινωνική συνείδηση. Κλείνουμε αυτό το αφιέρωμα παρέχοντας δικαιωματικά τον τελευταίο λόγο πού αλλού παρά στον σαρκαστικό, δυναμικό, «αντρίκειο» λόγο της Ελένης Βιτάλη:
Σοφοί τη γη ρωτήσανε τι έχεις και ραγίζεις / μη σε βαραίνουν τα βουνά και όλα μας τα γκρεμίζεις
/δε με βαραίνουν τα βουνά και άλλα τόσα να’ ναι / κλαίω γιατί στην πλάτη μου κορόιδα περπατάνε
(Εσύ που ξέρεις τα πολλά)
Πηγή: musicpaper.gr
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
2ος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Η ύλη για 70.000 υποψήφιους ως 14/5 με τις λύσεις
Παν.Πατρών: Tο 1ο στην Ελλάδα Πανεπιστημιακό Πιστοποιητικό Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς
Πανεπιστήμιο Αιγαίου: Το κορυφαίο πρόγραμμα ειδικής αγωγής στην Ελλάδα - Αιτήσεις έως 12/05
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ