«Ρεζέρβα» σημαίνει οτιδήποτε κρατά κανείς ως ανταλλακτικό για εφεδρική χρήση ή ως απόθεμα. Ειδικότερα, χρησιμοποιείται για το εφεδρικό λάστιχο αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας, αλλά και για τον αναπληρωματικό παίκτη ομάδας, σύμφωνα με το λεξικό του Γιώργου Μπαμπινιώτη.
Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από το λατινικό ρήμα reservare που σημαίνει «σώζω, φυλάσσω», το οποίο στην Ιταλική γλώσσα έγινε riservare.
Η ελληνική λέξη που αποδίδει την έννοια είναι «εφεδρεία» ή «ανταλλακτικό».
Παραδείγματα:
- Έχει πάντα μαζί του ένα κλειδί ρεζέρβα για να μην κλειστεί έξω.
- Λόγω τραυματισμών, η ομάδα έπαιξε με τις ρεζέρβες.
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
Νέο Προσκλητήριο Προσλήψεων Εκπαιδευτών Ενηλίκων: Αφορά όλα τα πτυχία ΑΕΙ-ΤΕΙ - Πιστοποιηθείτε άμεσα
Παν.Πατρών: Tο 1ο στην Ελλάδα Πανεπιστημιακό Πιστοποιητικό ΤΕΧΝΗΤΗΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ για εκπαιδευτικούς
Πανεπιστήμιο Αιγαίου: Το κορυφαίο πρόγραμμα ειδικής αγωγής στην Ελλάδα - Αιτήσεις έως 12/9
Μοριοδοτούμενο σεμινάριο Ειδικής Αγωγής Πανεπιστημίου Πατρών με μόνο 60 ευρώ