kathigitis
«Τον καθηγητή μου Πολυχρόνη Ν. Σίδερη, είναι αλήθεια, τον γνώρισα πραγματικά στα ώριμα χρόνια της εκπαιδευτικής μου σταδιοδρομίας»

Μας είχαν προετοιμάσει για το δύσκολο πέρασμα από το δημοτικό στο γυμνάσιο. Δεν είναι απλώς μια παραπάνω τάξη, μας είπαν, είναι μια άλλη βαθμίδα εκπαίδευσης. Ηχούσε τόσο αυστηρή αυτή η διευκρίνιση, που συνηγορούσε σε ένα εντεινόμενο άγχος για την αναμέτρησή μας μαζί της. Κι αυτό σήμαινε λοιπόν πως θα πρέπει στο εξής να πραγματοποιήσουμε ένα άλμα-του μυαλού μας (νοητικό), των γνώσεων και της ωριμότητάς μας. Μέρος αυτού του νοητικού άλματος ήταν η μετάβαση από την «αριθμητική» του δημοτικού στα «μαθηματικά» του γυμνασίου. Αυτό το άλμα πραγματώθηκε με τον καθηγητή μας των Μαθηματικών Πολυχρόνη Σίδερη.

Ήταν ο πρώτος καθηγητής Μαθηματικών που γνωρίζαμε και που για μας υλοποιούσε στην πράξη τη στερεότυπη αντίληψη για τη στρυφνότητα και την «παραξενιά» του μαθήματος. (Τότε δεν υπήρχαν για μας επιστήμες, υπήρχαν μόνο μαθήματα). Και πώς να μην είναι παράξενη η πρώτη αυτή εμπειρία μας με τα μαθηματικά, αφού το οικείο περιβάλλον της (πρακτικής)αριθμητικής του δημοτικού σχολείου διαδεχόταν τώρα ο παράδοξος, ανοίκειος, στο πρώτο αντίκρισμα, κόσμος των μαθηματικών συνόλων και της Άλγεβρας. 
Ο καθηγητής μας είχε μιαν ολύμπια αταραξία-αυτό ήταν το χαρακτηριστικό του-, δεν έντυνε τις όποιες μεταπτώσεις κατανόησης ή ακατανοησίας με συναισθηματικές εκδηλώσεις. Πρόσφερε αυτή την εικόνα με τρόπο που να μην δραματοποιείται και η δική μας αναστάτωση στην πιθανή αδυναμία να κατανοήσουμε, να προσλάβουμε κάποιες από τις καινούριες μαθηματικές έννοιες και τους μεταξύ τους συσχετισμούς. Όμως ο καθηγητής μας υλοποιούσε ταυτόχρονα και την προσωποποιημένη εικόνα του δυσπρόσιτου και του αυστηρού χαρακτήρα των μαθηματικών. Ήταν δηλαδή όπως ακριβώς φανταζόμαστε έναν μαθηματικό. 

Πρόκειται, ως φαίνεται, για ένα στερεότυπο καθολικό στη συνείδηση των ανθρώπων.  «Ο κόσμος έχει μια σχέση αγάπης και μίσους με τα Μαθηματικά, από την εποχή του σχολείου», είχε πει σε συνέντευξή του ο Λατινοαμερικανός (Αργεντινός) μαθηματικός και συγγραφέας Γκιγιέρμο Μαρτίνες, απηχώντας μια κοινή, παγκόσμια μαθητική εμπειρία. Και προσπαθώντας να το ερμηνεύσει αναφέρθηκε στη σχέση των μαθηματικών με τη φιλοσοφία-άλλο μυθοποιημένο πεδίο της ανθρώπινης νόησης… Άλλωστε στο πρώτο του μυθιστόρημα ο Μαρτίνες «Σχετικά με τον Ροδερέρ» (1992), επεξεργάζεται και φτάνει στα ακρότατα όριά του το βίωμα της δραματικής μοναξιάς της διανοητικότητας, μέσω του ιδιοφυούς, στη μαθηματική σκέψη, ήρωά του Ροδερέρ, που στο όνομα λύσης ενός άλυτου-από τον Σπινόζα και τον ντε Κουίνσυ- θεωρήματος, θα αυτοθυσιαστεί-καταθέτοντας όχι μόνο τον σύνολο χρόνο του αλλά και την ίδια τη ζωή του. 

Τον καθηγητή μου Πολυχρόνη Ν. Σίδερη, είναι αλήθεια, τον γνώρισα πραγματικά στα ώριμα χρόνια της εκπαιδευτικής μου σταδιοδρομίας. Από τα σχολικά μας χρόνια δεν αντλούμε παρά μια «γνωριμία» περιορισμένη στα μαθήματα, στις επιδόσεις-μαθητών αλλά και δασκάλων, και σε κάποια εξωτερικά χαρακτηριστικά, που δεν επιτρέπουν την πραγματική, βαθύτερη γνωριμία μαζί τους. Και οπωσδήποτε εκείνες τις δικές μας δεκαετίες ήταν στους κώδικες παιδαγωγικής ηθικής η τήρηση αποστάσεων και η απαγόρευση της εγγύτητας και της υπέρβασης των ορίων παιδαγωγικής οικειότητας. 

Είχε ήδη αφυπηρετήσει τότε, αρχές της πρώτης δεκαετίας του νέου αιώνα, όταν ένας προβληματισμός του, ιστορικού περιεχομένου, τον οδήγησε στο Γραφείο μου-στο Γραφείο Σχ. Συμβούλου, θέση από την οποία και ο ίδιος είχε περάσει (1985-1988), μετά από ευδόκιμη θητεία στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (1962-1985). Με την πρώτη εκείνη, έπειτα από δεκαετίες, συνάντηση με τον καθηγητή μου, έγινε η «αναγνώριση». Η διάγνωση μιας προσωπικότητας χαμηλότονα δυναμικής με κεκρυμμένα στοιχεία διαλεκτικής της γνώσης, που συνάρμοζαν την πειθαρχημένη άσκηση των μαθηματικών με τη λογοτεχνία και τη φιλολογία, στη στενότερη και ευρύτερη κατανόησή της. Ήταν η πιο ελεύθερη φάση της ζωής του, κυρίως από τη δεσποτεία του επαγγελματικού χρόνου, που του επέτρεπε να ανασυντάξει τις δημιουργικές του δυνάμεις, να αναμετρηθεί ελεύθερα πια με τους προβληματισμούς του και να στοχαστεί-παλεύοντας και με απαντήσεις-σε πεδία προβλημάτων της επιστήμης του, αλλά και ιστορικά και γλωσσολογικά και κοινωνικά πεδία, που συνιστούσαν ένα «ολοκλήρωμα» ωριμότητας από συσσωρευμένες γνωστικές και ερευνητικές εμπειρίες. 

Οι βασικές του σπουδές-στο Μαθηματικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών αλλά και στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Πειραιά-είναι ενδεικτικές τόσο του επιστημονικού προσανατολισμού του όσο και της  ευρύτητας των ενδιαφερόντων του πάνω σε θέματα γενικότερου κοινωνικού προβληματισμού. Το στοιχείο  αυτό αποτυπώθηκε, εκτός των άλλων, για μεγάλο χρονικό διάστημα και μέχρι την εκδημία του, και στη συνεπή και συχνή αρθρογραφία του στην τοπική εφημερίδα Τα Νέα της Λευκάδας. Εκεί, εναποθέτει τις ιδέες και τις προτάσεις του για χρονίζοντα ή επίκαιρα προβλήματα που συνδέονται με την ανάπτυξη του τόπου, την οικολογία, τις κοινωνικές σχέσεις, την αισθητική, την εκπαίδευση, ασκώντας πάντοτε μια διαυγή, θαρραλέα και ανιδιοτελή κριτική σε ό,τι άσχημο ή στρεβλό  έβλεπε να τεκταίνεται γύρω του. Απ’αυτή την άποψη, με σύγχρονους όρους, θα μπορούσε να τεκμηριώσουμε το εν πράξει στοιχείο της πολιτότητας-της αφυπνισμένης συνείδησης κριτικού πολίτη, επιτακτικό σήμερα ζητούμενο και αντικείμενο διδασκαλίας, για την «ανάσταση» της εξουθενωμένης μας δημοκρατίας, σε παγκόσμια κλίμακα.

Στον εκδοτικό χώρο θα εμφανιστεί με τη σειρά διαδραστικών τευχών Α’ και Β’  της Ευκλείδειας Γεωμετρίας-Βιβλίο του μαθητή, Βιβλίο του καθηγητή και Λύσεις των ασκήσεων-, που εκδόθηκαν σε συνεργασία με τους συναδέλφους του μαθηματικούς Ηλία Αργυρόπουλο, Παναγιώτη Βλάμο, Γεώργιο Κατσούλη, Στυλιανό Μαρκάκη για τη διδασκαλία των μαθηματικών στα Γενικά Λύκεια. Αξίζει να σημειωθεί ότι η θεώρηση της Ευκλείδειας Γεωμετρίας κάτω από μια ανανεωμένη οπτική υπηρετούσε αφενός τη μύηση του μαθητή στη στέρεα «συλλογιστική που εκφράζει το λογικό-επαγωγικό σύστημα του Ευκλείδη και αφετέρου την ανταπόκρισή του στις σύγχρονες εκπαιδευτικές επιταγές». 
Την αποκλειστικά δική του μαθηματική εργασία θα εκδώσει λίγο αργότερα, το 2017, με τον τίτλο: «Μαθηματικά στιγμιότυπα» (Αθήνα) και αφιέρωση «Στην αγαπημένη μου Δήμητρα». (Η γενιά μου γνώριζε τη ρομαντική ερωτική ιστορία της μαθήτριας και του καθηγητή, μιας σχέσης αμοιβαιότητας και δια βίου υποδειγματικού σεβασμού …) 
Η πρώτη επίσημη παρουσίαση του έργου θα πραγματοποιηθεί  στις 12 Αυγούστου 2017, ημέρα Σάββατο, στην κατάμεστη από κόσμο αίθουσα του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Λευκάδας, ένδειξη τιμής και αναγνώρισης του πολυεπίπεδου εκπαιδευτικού έργου, της κοινωνικής συνεισφοράς και της αυθόρμητης κοινωνικότητας του Πολυχρόνη Σίδερη. Στο έργο του αυτό ο Πολυχρόνης Σίδερης θα τολμήσει τη μαθηματική πράξη ως πρόβλημα που θα το ενθέσει σε περιβάλλον αφηγηματικό και θα παίξει θεατρικά τη λύση ή τις πιθανές λύσεις του. Μαθηματικά, φιλοσοφία και λογοτεχνία συναρθρώνονται αρμονικά μεταξύ τους και παράγουν ένα γοητευτικό σύνθεμα, που περιλαμβάνει: Τη ζωή και την πορεία σκέψης κάποιων δημιουργών της μαθηματικής επιστήμης (Πυθαγόρας, Ευκλείδης, Αρχιμήδης, Διόφαντος…). Τον πρωταγωνιστικό ρόλο των αριθμών {π,e.φ,1}. Την έννοια της αταξίας και της τάξης, που οφείλεται στο μηδέν και στο άπειρο. Τη γοητεία που ενυπάρχει στα άλυτα προβλήματα. 

Απευθυνόμενος με το έργο του αυτό σε κάθε αναγνώστη-πέρα από τον ενασχολούμενο επαγγελματικά με τα μαθηματικά-, ο συγγραφέας επιχειρεί να προσδώσει σε «στιγμιότυπα» των μαθηματικών  την αύρα μιας αφήγησης, που τα καθιστά «συμπαθή» και οικεία. Και ταυτόχρονα  ασκώντας αυτοκριτική από τα χρόνια του στην εκπαίδευση, έμμεσα υποβάλλει σε κρίση κάτι που μπορεί να θεωρηθεί και ως μία από τις αδυναμίες ή τις διστακτικότητες των εκπαιδευτικών: να υποτάξουν το γράμμα των αναλυτικών προγραμμάτων στο πνεύμα της μυστικής γοητείας του μανθάνειν. «Σαν δάσκαλος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση νιώθω τύψεις γιατί κάποια από αυτά που έπρεπε να διδάξω στους μαθητές μου δεν το έκανα, όπως και άλλα πολλά. Δειλός και άτολμος έμεινα εγκλωβισμένος στα αναλυτικά προγράμματα του σεβαστού υπουργείου «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενος». 

Ένα χρόνο μετά τα «Μαθηματικά στιγμιότυπα», το 2018, ο Πολυχρόνης Σίδερης θα δώσει, μια αυτοέκδοση λαογραφικού-αφηγηματικού περιεχομένου αυτή τη φορά, με τον τίτλο: Εξ Αθανίου. Εικόνες ζωής στην πραγματική της ανέλιξη, που ξεφυτρώνουν ατόφιες μέσα στο σκηνικό της αγροτικής πραγματικότητας, που τη γνώρισε και τη χάρηκε σε όλη την παιδική και την εφηβική του ηλικία. και που υπήρξε ο ακίνητος μέσα του πολιτισμός των απαρχών. 

Ένας αρχαιοπρεπής στη διατύπωσή του καταγωγικός όρος, όπως αποτυπώνεται, μέχρι τη μεταπολιτευτική γλωσσική μεταρρύθμιση και την παγίωση της δημοτικής, στη γραφειοκρατική αλλά και στην καθημερινή μας γλώσσα. Εξ Αθανίου! Εδώ θα αναδυθεί μια άλλη πλευρά της προσωπικότητας του συγγραφέα. Η μετάβαση, από την ανήσυχη, ερευνητική δραστηριότητα του επιστήμονα μαθηματικού, με την αυστηρά δομημένη επαγωγική σκέψη, στην ευαίσθητη πρόσληψη του γενέθλιου τόπου και την επιστροφή στις απαρχές: στις μνήμες και στα βιώματα που είχαν διαποτίσει τα κύτταρά του και που μαζί με τις πολλαπλές εμπειρίες τής μετέπειτα δραστηριότητάς του και τις πολιτισμικές του προσλαμβάνουσες, διαμόρφωσαν το ανθρώπινο –κοινωνικό και επιστημονικό του- πορτρέτο. 

Μέσα σε 108 σελίδες, αφιερωμένες Στους  απανταχού Αθανίτες, ο άξιος συντοπίτης τους ανασταίνει τη λαογραφία και τη λαϊκή ανθρωπολογία του χωριού, όπως το είχε εγκιβωτισμένο στον σκληρό δίσκο της ευρύχωρης μνήμης του, με σκοπό να παραδώσει ένα αυθεντικό σπάραγμα της χωριάτικης ζωής στη Νότια Λευκάδα, από την ποίηση μέχρι και την γκροτέσκα εκδοχή της ανέλιξής της. Πρόθεσή του είναι η αναζωογόνηση της αγαθοποιού και διδάσκουσας μνήμης, κίνητρό του όμως πιεστικό είναι ο νόστος, η λυτρωτική επαναφορά μιας χαμένης αθωότητας, που η ανάκλησή της συνιστά την παραμυθία, τη χαρά της δεύτερης νοερής επιστροφής. 

Το πώς βίωσε την αναγκαστική αποκοπή από το χωριό του ο συγγραφέας, μετά τις γυμνασιακές του σπουδές, και  γιατί επιστρέφει, το σημειώνει σε λίγες γραμμές πριν από τα Προλεγόμενα, συνδέοντας την προσωπική του εμπειρία με το συλλογικό βίωμα  του ξεριζωμού και  του λαϊκού πόνου της ξενιτιάς: «Ο εξαναγκασμός δια της βίας ενός λαού να εγκαταλείψει τη γη στην οποία γεννήθηκε και ζει, καταγράφεται στην ιστορία με τη χαρακτηριστική λέξη «ξεριζωμός». Για να εκφράσει στη συνέχεια, με τριτοπρόσωπη αναφορά, απέριττα και σχεδόν στραγγισμένα, για να μην προδοθεί από την υπερβολή του συναισθήματος, την προθετικότητα της συγγραφής του: «Αυτό το δέσιμο εκφράζει επίσης και η επιθυμία εκείνων που ζητούν όταν θα αναχωρήσουν από τη ζωή, να βρουν ανάπαυση στο χώμα του τόπου που γεννήθηκαν». 

Θα δώσει όμως τη συγκινησιακή ένταση του αποχωρισμού, στο εντελέστερο, ίσως, όσον αφορά το λογοτεχνικό του αποτέλεσμα, αφήγημα της συλλογής Εξ Αθανίου, Ο αποχαιρετισμός του Μετανάστη, αποθέτοντας διακριτικά τις πικρές τοξίνες του αποχωρισμού σε μια λαϊκή τελετουργία συλλογικού πόνου (σ. 46-47). Η «επιστροφή» ωστόσο του Πολυχρόνη Σίδερη στο χωριό του, δεν έχει τη μελαγχολία ή και τον πόνο μιας χαμένης για πάντα εποχής. Υπερτερεί το στοιχείο της χαράς, της ευφρόσυνης κοινωνικότητας των ανθρώπων, της σκληρής εργασίας αλλά και της συντροφικότητας, του γλεντιού που παράγεται από εθιμικές παραδόσεις αλλά κυρίως από το πηγαίο χιούμορ των χωρικών, από το οποίο τρέφεται και η σατιρική λαϊκή ποίηση. Δείγμα της αποτελούν και οι έμμετροι λαϊκότροποι στίχοι του ίδιου του Πολυχρόνη Σίδερη, στο βιβλίο του Εξ Αθανίου, ενταγμένοι στην παράδοση λαϊκών ακουσμάτων του προφορικού πολιτισμού. 

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν από λαογραφική άποψη οι ποιητικοί λόγοι και αντίλογοι μεταξύ του Πολυχρόνη (Σίδερη) και του Μάκη (Μελά), ένας ανταγωνισμός δυναμικός, σπιρτόζος, που αφομοιώνει και αναπαράγει λαϊκές φόρμες επικοινωνίας-φιλίας και αντιπαλότητας. Αυτή την ποιητική διαλεκτική μεταξύ φίλων ή αντιπάλων αλλά και μεταξύ χωριών έχει καταγράψει στη διδακτορική του διατριβή ο Σπύρος Βρεττός, με θέμα: Οι λαϊκοί ποιητές της Λευκάδας (1900-1985) ως κοινωνικό φαινόμενο» (εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1994). 

Τα ποιήματα ωστόσο του Πολυχρόνη Σίδερη αναδίνουν και έναν ζωντανό απόηχο του επικού βαλαωριτικού κλίματος-φερμένον όχι μόνο από τις σχολικές μνήμες, αλλά κυρίως από την οικείωση και τη συγκινησιακή επικοινωνία των λαϊκών ανθρώπων του αγροτικού κυρίως χώρου, με τον ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και τις εθνικές και λαϊκές αξίες που εκπροσωπεί. Τοπόσημα του χωριού: το πελώριο κυπαρίσσι στην πλατεία του χωριού, ο επιβλητικός πλάτανος στο Περαμάτι, ζωντανεύουν ρωμαλέα και σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση εκμυστηρεύονται, σε τόνο άλλοτε επικό και άλλοτε λυρικό, μια πλήρη ιστορία γέννησης, ακμής, και θανάτου, προσομοίωση της δημογραφίας των χωριών αλλά και της ανθρώπινης ζωής και των ανθρώπινων πολιτισμών. 

Άξιο παρατήρησης στα αφηγήματα του βιβλίου είναι-εκτός από το αυθεντικό χρώμα της εντοπιότητας, γλωσσικής, κοινωνικής, οικονομικής και πολιτισμικής-, η διάκριση των τρόπων με τους οποίους ζει και βιώνει η παιδική ηλικία των αγροτόπαιδων τον μόχθο, την πενία, την έλλειψη των μέσων ζωής, την ανασφάλεια, την καταστροφή της σποράς, τον θάνατο, σε σχέση με τους ενήλικες. Έτσι, καθώς οι αναμνήσεις του συγγραφέα προέρχονται από την παιδική του ηλικία, μεταφέρουν την ομορφιά και τον παλμό της ζωής, το παιχνίδι, το χιούμορ, την ανεμελιά, τις σκανταλιές, την επινόηση της χαράς, καθιστώντας την παιδική ηλικία το αρχέτυπο βίωμα αυτού που αποκαλείται διαχρονικά «χαρά της ζωής». Και που καταφάσκει σε κάθε αφορμή για παιχνίδι, για αστεϊσμούς, για «πλάκες», για απόδραση από ό,τι πονά ή λυπεί τους μεγάλους. Τα παραπάνω φαίνεται να ενισχύονται από ένα πνεύμα «υπονόμευσης» του άχθους της αγροτικής ζωής μέσω της σάτιρας, που δεν αποτελεί απλώς υφολογική ιδιαιτερότητα του δημιουργού αλλά και  σωτήριο μηχανισμό επιβίωσης και πνεύμα θετικής αντίδρασης στα κακώς κείμενα, πολιτικά, κοινωνικά, ανθρώπινων σχέσεων κ.λ.π. 
Μια ιδέα μοντερνισμού, συντελούμενη με την αντιστροφή του ομηρικού μύθου συναντάμε στην 25η ραψωδία:  η τίμια και καρτερική Πηνελόπη του Ομήρου, που στωικά περιμένει τον άντρα της είκοσι χρόνια, υφαίνοντας και ξηλώνοντας το πανί στον αργαλειό, τώρα, περασμένη από μια φαντασίωση του Πολυχρόνη Σίδερη, «εκσυγχρονίζεται» και προσαρμοζόμενη στα νέα ήθη,  με διάφορα στρατηγήματα και τεχνικές της ειρωνείας και της σάτιρας, εκπέμπει ένα κυνικό πνεύμα, αμφισβητεί και απορρίπτει τις δικαιολογίες του Οδυσσέα περί εμποδίων στο ταξίδι της επιστροφής του, και αποδομεί το αξιακό πρότυπο της ομηρικής Πηνελόπης. 

Ο καθηγητής της Λαογραφίας Μιχάλης Μερακλής, έχει γράψει ότι «η λαϊκή κουλτούρα, ο λαϊκός πολιτισμός, όχι μόνο της παλαιότερης παράδοσης, αλλά ο λαϊκός πολιτισμός εν γένει, συνίσταται από έλλογα αλλά και από συγκινησιακά φορτισμένα στοιχεία» (Μ. Μερακλής, Η συνηγορία της Λαογραφίας, Ίδρυμα Αγγελικής Χατζημιχάλη, Αθήνα 2004). Ο ίδιος έχει επίσης επισημάνει την ποιητική υποδομή της λαογραφικής επιστήμης. 

Ο Πολυχρόνης Σίδερης, δεμένος σε όλη του τη ζωή με τους αριθμούς και την αιχμαλωσία στην αυστηρή λογική τους, φαίνεται ταυτόχρονα να συμπράττει και με την ανήσυχη ελευθερία μιας ποίησης απόλυτης, αυτής που προσφέρει το μαθηματικό μυστήριο του σύμπαντος και της Δημιουργίας. Αλλά και η ευαίσθητη, φιλοσοφημένη ματιά στα ανθρώπινα.

Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα

Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 8/5

Μοριοδοτούμενο σεμινάριο Ειδικής Αγωγής (ΕΛΜΕΠΑ) με μόνο 50Є εγγραφή- αιτήσεις ως 8/5

2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη

Proficiency και Lower μόνο 95 ευρώ σε 2 μόνο ημέρες στα χέρια σας (ΧΩΡΙΣ προφορικά, ΧΩΡΙΣ έκθεση!)

ΕΥΚΟΛΕΣ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ και ΙΤΑΛΙΚΩΝ για εκπαιδευτικούς - Πάρτε τις άμεσα

Google news logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Google News Viber logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Viber

σχετικά άρθρα