Α. Η άσκηση της περίληψης (Θέμα Α)
Με τις Πανελλήνιες εξετάσεις του 2025 συμπληρώνονται έξι χρόνια από την καθιέρωση της συνεξέτασης στη Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία και την εισαγωγή του Θέματος Α. Αυτό το θέμα μείωσε τη βαρύτητα της περίληψης από 25 σε 20 μονάδες, μεταβάλλοντας ριζικά τον χαρακτήρα της. Πλέον, δεν ζητείται περίληψη ολόκληρου του κειμένου, αλλά επιλεκτική περίληψη αποσπάσματος ή εστιασμένη απόδοση απόψεων, σε 60-80 λέξεις.
Αν και αυτή η μεταβολή στόχευε στη βελτίωση του παλαιότερου τύπου περίληψης, δυστυχώς δεν οδήγησε σε καλύτερη επίδοση των μαθητών. Αντιθέτως, οι απαιτήσεις αυξήθηκαν, όπως φάνηκε από τα παραδείγματα των εξετάσεων 2020–2024. Ενδεικτικά: το 2020, η περίληψη έπρεπε να καλύψει εννέα θεματικά κέντρα σε μόλις 60-70 λέξεις. Το 2021, η περιορισμένη πυκνότητα του αποσπάσματος κατέστησε την άσκηση άνευ ουσίας, ενώ το 2022 η επιλογή μη κατάλληλου κειμένου οδήγησε σε απλή επαναδιατύπωση. Το 2023 η άσκηση ήταν ιδιαίτερα απαιτητική, καθώς οι μαθητές έπρεπε να συγκεντρώσουν και να συνθέσουν απόψεις σε ένα πυκνό και συνεκτικό κείμενο, ενώ το 2024 η άσκηση προσομοίαζε με αυτή του 2022.
Λόγω αυτών των προβλημάτων, η επίδοση των μαθητών δεν ήταν η αναμενόμενη. Η εμπειρία από την αξιολόγηση του Θέματος Α έδειξε ότι τα ποσοστά επιτυχίας σε αυτή την άσκηση παραμένουν χαμηλά. Οι βασικοί παράγοντες που συμβάλλουν στη χαμηλή βαθμολογία είναι κατά τη γνώμη μας:
Η επιφανειακή και μη προσεκτική ανάγνωση και κατανόηση των κειμένων.
Η μηχανιστική απόδοση πληροφοριών χωρίς γλωσσική επεξεργασία και λογική συνοχή.
Η δυσκολία εντοπισμού της πρόθεσης του συντάκτη και του επικοινωνιακού στόχου του κειμένου.
Επομένως, η διδασκαλία της περίληψης στο πλαίσιο του νέου τύπου άσκησης απαιτεί στρατηγικές καλλιέργειας της εις βάθος αναγνωστικής κατανόησης, εξάσκηση στη σημασιολογική και λογική σύνθεση νοημάτων και, κυρίως, έμφαση στην προθετικότητα του κειμένου. Μόνο έτσι η περίληψη μπορεί να καταστεί για τον μαθητή όχι μια τυπική εργασία παράφρασης των κύριων σημείων ενός κειμένου, αλλά μια ουσιαστική πράξη κατανόησης και αναδημιουργίας του νοήματος.
Β) Η πρόκληση των βιωματικών ερωτήσεων στην παραγωγή λόγου (Θέμα Δ)
Οι βιωματικές ερωτήσεις, αν και φαινομενικά πιο «εύκολες», συχνά παρασύρουν τους μαθητές σε απλοϊκές, επιφανειακές ή αυτονόητες διατυπώσεις, γεγονός που υπονομεύει την ποιότητα της απάντησης. Συνήθως καλούν τους μαθητές να εκφράσουν προσωπικές εμπειρίες, στάσεις ή συναισθήματα (π.χ. «Πώς βιώσατε...;», «Ποια είναι η δική σας εμπειρία από...;», «Έχετε αντιμετωπίσει...;»), κάτι που δημιουργεί την ψευδαίσθηση ευκολίας. Κι όμως, αυτή η ερώτηση κρύβει μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις του μαθήματος: πώς μπορεί το προσωπικό βίωμα να αποκτήσει νόημα καθολικό και ουσιαστικά επικοινωνιακό;
Η αυθόρμητη προσέγγιση οδηγεί συχνά σε γενικόλογες, κοινότοπες διατυπώσεις, όπως «το θεωρώ πολύ σημαντικό γιατί με κάνει να νιώθω όμορφα» ή «πιστεύω ότι όλοι πρέπει να το κάνουμε αυτό». Τέτοιου είδους απαντήσεις στερούνται βάθους και δεν αξιοποιούν τις δυνατότητες της προσωπικής έκφρασης ως γέφυρας προς τη θεματική ουσία, δηλαδή τη μετάβαση από το «τι βιώνω / βίωσα» στο «τι σημαίνει αυτό για τη ζωή μας». Ο μαθητής χρειάζεται να αντιληφθεί ότι το ζητούμενο δεν είναι να εκθέσει απλώς ένα περιστατικό, αλλά να στοχαστεί πάνω σε αυτό και να το συνδέσει με ευρύτερες έννοιες ή αξίες. Το προσωπικό βίωμα αποκτά νόημα όταν λειτουργεί ως αφετηρία ερμηνείας και γενίκευσης.
Για παράδειγμα:
Ζητούμενο: Έχετε νιώσει ποτέ ότι ανήκετε πραγματικά σε μια ομάδα;
Απλοϊκή απάντηση: «Ναι, όταν ήμουν στην ποδοσφαιρική μου ομάδα, περνούσαμε καλά και ήμασταν φίλοι».
Πιο ώριμη / στοχαστική απάντηση: «Όταν συμμετείχα σε μια εθελοντική δράση του σχολείου, ένιωσα για πρώτη φορά ότι η προσωπική μου συμβολή είχε νόημα μέσα σε ένα σύνολο. Ήταν τότε που κατάλαβα πως η αίσθηση του "ανήκειν" δεν γεννιέται μόνο από κοινές δραστηριότητες, αλλά κυρίως από την κοινή επιδίωξη ενός στόχου».
Ορισμένες στρατηγικές που μπορούν να βοηθήσουν τον μαθητή να μετατρέψει το βίωμά του σε στοχαστική και καθολική προβληματική είναι οι εξής:
Κατανόηση του θεματικού πυρήνα της ερώτησης: Πριν ξεκινήσει να γράφει, ο μαθητής πρέπει να αναρωτηθεί: «Ποιο θέμα αφορά το ερώτημα;». Η απάντησή του πρέπει να εστιάζει σε αυτό το θέμα, όχι στο γεγονός καθαυτό.
Χρήση στοχαστικού, ερμηνευτικού λόγου: Διατυπώσεις που δείχνουν εσωτερική επεξεργασία («συνειδητοποίησα ότι…», «μου προκάλεσε προβληματισμό…», «διαπίστωσα πως…») μεταφέρουν το βίωμα σε επίπεδο ιδεών.
Συγκριτική αναφορά ή αντιπαραβολή εμπειριών: Η σύγκριση προσωπικών στάσεων με παραδείγματα από την κοινωνική ζωή ή η αναφορά σε αντιθετικές εμπειρίες ενισχύει τη γενίκευση και την καθολικότητα της σκέψης.
Σύνδεση με τα κείμενα αναφοράς ή τη γενικότερη θεματική: Το προσωπικό παράδειγμα αποκτά αξία όταν εντάσσεται οργανικά στον θεματικό διάλογο που προσφέρουν τα κείμενα. Π.χ.: «Όπως παρατηρούμε στην καθημερινή πραγματικότητα, η συλλογικότητα λειτουργεί ως ασπίδα απέναντι στον κοινωνικό αποκλεισμό – κάτι που βίωσα όταν...».
Η αξιοποίηση του πρώτου προσώπου ως φορέα στοχασμού, όχι εξομολόγησης: Η χρήση του α΄ προσώπου είναι θεμιτή και φυσική στις βιωματικές ερωτήσεις, εφόσον δεν οδηγεί σε μονοδιάστατες ή απλώς συναισθηματικά φορτισμένες αναφορές. Το ζητούμενο είναι η προσωπική ματιά, όχι η προσωπική εξομολόγηση.
Συνοψίζοντας, οι βιωματικές ερωτήσεις αποτελούν έναν ουσιαστικό χώρο έκφρασης προσωπικής σκέψης και στοχασμού. Ο μαθητής καλείται να είναι αυθεντικός, αλλά όχι αυθόρμητα απλοϊκός. Να μιλήσει για τον εαυτό του, με στόχο όμως να απευθυνθεί στον κόσμο. Η ωριμότητα της απάντησης μετριέται ακριβώς σ’ αυτή τη μετάβαση: από την προσωπική εμπειρία στο συλλογικό νόημα.
Όλα τα νέα και οι ειδήσεις που αφορούν τις Πανελλήνιες
Τα θέματα και οι λύσεις των Πανελληνίων εξετάσεων
Πανελλαδικές 2025: Ποιοι είναι οι δικαιούχοι του επιδόματος 350 ευρώ