1. Στο ιδρυτικό συνέδριό του τον Ιούλιο του 2013, ο ΣΥΡΙΖΑ περιέγραφε την εν εξελίξει κρίση ως «κρίση υπερσυσσώρευσης». Με την έννοια αυτή δεχόταν ότι (α) το κεφάλαιο είναι ανίκανο να εκμεταλλεύεται την εργασία στο βαθμό που απαιτεί η «υγιής», «ομαλή» καπιταλιστική ανάπτυξη, κυρίως όμως ότι (β) το ίδιο απαιτεί μιαν εκρηκτική αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης ώστε να αποκαταστήσει την αποτελεσματικότητά του, τον επιθυμητό δηλαδήβαθμό καθυπόταξης της εργασίας.
2.Στις κρίσεις υπερσυσσώρευσης, η απαίτηση για περισσότερη (καπιταλιστική) αποτελεσματικότητα δεν μπορεί να καλυφθεί με την αύξηση της ενεργού ζήτησης (ΑΕΠ). Και καθώς ο πόλεμος, ένας από τους μηχανισμούς καταστροφής κεφαλαίων που πλεονάζουν, δεν αποτελεί μέχρι σήμερα συζητήσιμη επιλογή, ο μηχανισμός που προορίζεται να οδηγήσει προς το νέο σημείο ισορροπίας είναι η λιτότητα. Στα χρόνια της κρίσης, τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά. Μεταξύ 2008 και 2013, η Ευρωζώνη των 19 βρέθηκε σε πλεονασματική θέση έναντι χωρών όπως οι ΗΠΑ, η Ελβετία, η Τουρκία, η Νορβηγία, η Βραζιλία κ.ά., ενώ περιόρισε τα εμπορικά ελλείμματα με χώρες όπως η Ιαπωνία. Αν και φαινομενικά «ανορθολογική», δηλαδή, η καταστροφή που συντελέστηκε εξαιτίας της λιτότητας αποδείχθηκε απολύτως δημιουργική – και από τον κανόνα αυτό δεν υπήρξε καμία ελληνική εξαίρεση. Η λογική του Μνημονίου εξυπηρέτησε άρρητα και εδώ τον ίδιο ακριβώς στόχο, την ανάταξη δηλαδή της κερδοφορίας – όχι χάρη στην αύξηση της περίφημης πίτας, αλλά μέσω της μείωσης των κατώτατων μισθών, της κατάργησης των μηχανισμών προστασίας της εργασίας, των ιδιωτικοποιήσεων και της διάλυσης του (όποιου) κοινωνικού κράτους[1].
3. Η προσαρμογή στους κανόνες αυτής της, κάθε άλλο παρά ουδέτερης, κανονικότητας επιτυγχάνεται μέσω διαδικασιών αξιολόγησης, που εποπτεύουν και ποσοτικοποιούν την επιδιωκόμενη «αποτελεσματικότητα». Στα καθ” ημας, με τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου, υπό τη δαμόκλειο σπάθη της διακοπής της ρευστότητας, οι ελληνικές αρχές αποδέχτηκαν το πλαίσιο αυτής της εποπτείας, δεσμευόμενες «να απόσχουν από την ακύρωση μέτρων και από μονομερείς αλλαγές των πολιτικών και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα επηρέαζαν αρνητικά τους δημοσιονομικούς στόχους, την ανάκαμψη της οικονομίας ή τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, όπως αυτά αξιολογούνται από τους θεσμούς». Παρά δε τον κεντρικό προεκλογικό ισχυρισμό του ΣΥΡΙΖΑ περί μη βιωσιμότητας του χρέους[2], οι ελληνικές αρχές υποσχέθηκαν να τιμήσουν (και τίμησαν…) «τις οικονομικές υποχρεώσεις τους προς όλους τους πιστωτές τους πλήρως και εγκαίρως». Κι ενώ ο επικεφαλής της ΕΚΤ υποσχόταν πως, «αν υπήρχε συμφωνία στο Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου, αυτό θα ήταν το σήμα που χρειαζόταν» για την εξασφάλιση ρευστότητας, η μεν δυνατότητα των συστημικών τραπεζών να αναχρηματοδοτούν την κυβέρνηση αποκλείστηκε – η δε εκταμίευση της δόσης προς την Ελλάδα αναμένεται από πέρσι τον Αύγουστο…
4. Είναι για όλους αυτούς τους λόγους που η Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ χαρακτήρισε τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου «επώδυνη» – ενώ κορυφαία κομματικά και κυβερνητικά στελέχη, συμπεριλαμβανομένου του πρωθυπουργού, διατύπωσαν σε διαφορετικούς τόνους αυτοκριτική για το αντίτιμο της ανακωχής. Χάρη στην ανακωχή αυτή, από την άλλη, η κυβέρνηση προσπαθούσε να μείνει αριστερή και, ταυτόχρονα, κυβέρνηση: (α) αποκρούοντας την απειλή του «πιστωτικού γεγονότος» (στην πραγματικότητα μεταθέτοντάς τη για τη στιγμή της εξάντλησης των αποθεματικών του Δημοσίου…), (β) διεθνοποιώντας το ελληνικό πρόβλημα (έστω με πενιχρά αποτελέσματα), (γ) παγώνοντας την απαίτηση για εξωφρενικά πλεονάσματα και υφεσιακά μέτρα (παρότι το e-mail Χαρδούβελη επανέρχεται έκτοτε διαρκώς στις διαπραγματεύσεις) και (δ) κερδίζοντας χρόνο για κρίσιμες παρεμβάσεις στο εσωτερικό, που συχνά υπονομεύτηκαν ως «μονομερείς» ή ακραίες: ν/σ για την ανθρωπιστική κρίση και τη διαφθορά, 100 δόσεις, αποσυμφόρηση των φυλακών, νέα μεταναστευτική πολιτική και κώδικας ιθαγένειας, επαναπρόσληψη καθαριστριών και σχολικών φυλάκων, κατάργηση της επιστράτευσης απεργών, κατάργηση του 5ευρου στα νοσοκομεία, επανίδρυση ΕΡΤ, κατάργηση του ν. Διαμαντοπούλου-Γεωργιάδη για τα ΑΕΙ, αναστολή ρήτρας μηδενικού ελλείμματος για τις επικουρικές συντάξεις κ.ά. Με τις πρωτοβουλίες αυτές, αλλά και χάρη στην αποσύνθεση της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ καταγράφει σήμερα μια πρωτοφανή υπεροχή στην πρόθεση ψηφου (48,5% έναντι 21% της ΝΔ). Το ερώτημα, ωστόσο, είναι αναπόφευκτο: πώς θα αξιοποιηθεί στη συνέχεια, εν μέσω δεινών εκβιασμών, το πλεονέκτημα αυτό;
5.Μέχρι σήμερα, για τη δική μας πλευρά, ο χρόνος μετά την 20η Φεβρουαρίου αφιερώθηκε στην υλοποίηση μιας πολιτικής αναδιανομής εισοδημάτων και, κυρίως, δικαιωμάτων. Για την πλευρά των δανειστών, από την άλλη, ήταν χρόνος για να προσαρμοστεί ο ΣΥΡΙΖΑ στην πολιτική που το παλιό πολιτικό προσωπικό δεν διαθέτει νομιμοποίηση για να εφαρμόσει – με plan b, εδώ,το να παραχωρήσει ο ΣΥΡΙΖΑ τη σκυτάλη σε άλλο κυβερνητικό σχήμα υπό τον Αλέξη Τσίπρα, χωρίς το κόμμα-βαρίδι. Παρά τις σοβαρές κυβερνητικές υποχωρήσεις και μετά την 20η Φλεβάρη (μετάθεση της επαναφοράς του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, προσωρινή διατήρηση του ΕΝΦΙΑ, μη επαναφορά του αφορολόγητου στα 12.000 ευρώ, αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων, δηλώσεις για «δημοσιονομικά βιώσιμο ασφαλιστικό» χωρίς αναφορά στο δημόσιο χαρακτήρα του…), παρά τη στελέχωση υπουργείων και δημόσιων οργανισμών με λίαν επιεικώς αμφιλεγόμενες προσωπικότητες του παλαιόταταου κόσμου (από τις υποδομές, τα ΕΛΠΕ και την ΕΡΤ μέχρι το υπ. Δημόσιας Τάξης…), ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει αξιοσημείωτη αντοχή. Είναι γι” αυτό που εντείνεται ο ηθικός πανικός και, ταυτόχρονα, ξεφεύγουν από κάθε όριο οι προσπάθειες να διαρραγεί η ενότητά του: άλλοτε μέσω της τεχνητής διόγκωσης εσωτερικών διαφωνιών, άλλοτε με όπλο τις δημοσκοπήσεις και, τις τελευταίες μέρες, διά της αντιπαράθεσης του κομματικού προς το «εθνικό» συμφέρον. Ζητώντας του να προτάξει το εθνικόν έναντι του κομματικού, τα συστημικά ωδικά πτηνά ζητούν απ” τον ΣΥΡΙΖΑ να εγκαταλείψει τα κοινωνικά στρώματα που τον έφεραν στην κυβέρνηση, για να αναλάβει διαφορετικές κοινωνικές εκπροσωπήσεις – αφήνοντας τις δικές του βορά στη λαϊκιστική Ακροδεξιά που καιροφυλακτεί.
6.Με διαδοχικές αποφάσεις της Πολιτικής Γραμματείας και της Κεντρικής του Επιτροπής, αλλά και περιφερειακές διαδικασίες (βλ. Νομαρχιακή Α” Αθήνας), ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει πως, παρά τις εσωτερικές διαφορές, παραμένει ένα λαϊκό κόμμα. Ακριβώς γι” αυτό, απορρίπτει ρητά μια μνημονιακή συμφωνία και προκρίνει την πληρωμή μισθών και συντάξεων, έναντι της αποπληρωμής δανείων και τόκων. Όμως, ενώ κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης (καλώς) επαναλαμβάνουν την πρόθεση για μονομερείς ενέργειες (μη αποπληρωμή της δόσης της 5ης Ιουνίου προς το ΔΝΤ, κατάθεση νομοσχεδίου για τα εργασιακά), ενώ πολύ μελάνι έχει χυθεί για να εξηγηθεί πως οι κόκκινες γραμμές δεν υπάρχουν χωρίς μιαν αξιόπιστη απειλή-αντίβαρο στους εκβιασμούς των δανειστών, ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ και συνολικά του κινήματος έχει τεθεί καιρό τώρα εκτός μάχης. Εν μέσω εκκωφαντικών σιωπών και θορύβου στα συστημικά ΜΜΕ, μηνυμάτων αισιοδοξίας που διαψεύδονται και δηλώσεων ετοιμότητας «για όλα» που ανακαλούνται, η διαπραγμάτευση μοιάζει όλο και πιο συχνά σαν ιδιωτική υπόθεση κυβέρνησης-δανειστών – άλλο αν το προϊόν της κατάληξής της θα πρέπει να υποστηριχτεί για λόγους εθνικού (sic) καθήκοντος. Ποια είναι όμως η συνθήκη που εξισορροπεί τις αφόρητες πιέσεις που δέχεται η κυβέρνηση, εντός και εκτός; Πώς αντιμετωπίζεται στην πράξη το καταφανές πια – ότι όριο στην αναπόφευκτη, υποτίθεται, αμοιβαία επωφελή συμφωνία, είναι η πρόθεση των δανειστών να διορθωθεί άρον-άρον η αριστερή κακοφωνία μέσα στο γενικό θρίαμβο της λιτότητας; Μπορεί άραγε να υποκατασταθεί η εγρήγορση του κόμματος και η κινητοποίηση της ελληνικής κοινωνίας από την (πολύ) ειδική σχέση της προέδρου της Βουλής με τη δημοσιότητα; Και σε τελική ανάλυση: μπορεί ένα κόμμα της Αριστεράς να ερμηνεύει την κρίση με ταξικούς όρους – ως κυβέρνηση, όμως, να απέχει από μέτρα πολιτικού ελέγχου του χρήματος, φορολόγησης του πλούτου, εκδημοκρατισμού του κράτους, κοινωνικού και εργατικού ελέγχου στους δημόσιους οργανισμούς; Καθώς στην κρίση ο χρόνος τρέχει με αμείλικτη ταχύτητα, μια δέσμη μέτρων αντικαπιταλιστικής πολιτικής είναι επειγόντως αναγκαία – και σίγουρα χρησιμότερη από διάφορα εθνικο-ενωτικά «πάμε και βλέπουμε».
Ο Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος είναι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ
[1] Πέτρος Σταύρου, «Η λιτότητα, το Grexit και η διαπραγμάτευση», του Πέτρου Σταύρου, RedNotebook 16.3.2015· Γαβριήλ Σακελλαρίδης, «Κι όμως υπάρχει λογική πίσω από τη λιτότητα», RedNotebook 9.10.2012
[2] ΟΔΔΗΧ: Αυτά χρωστάει η Ελλάδα μέχρι το 2057, Τα Νέα 21.5.2015 [http://goo.gl/D7TRQ7]
Αναδημοσίευση από το hitandrun.gr
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση
Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό
ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)
Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 14/12
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ
2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη