Έχει ήδη αρχίσει από την Κυριακή, λίγο νωρίτερα από την προβλεπόμενη ημερομηνία, η κανονική βαθμολόγηση των γραπτών της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας των υποψηφίων των Πανελλαδικών Εξετάσεων 2025.
Προηγήθηκε το Σάββατο η πειραματική βαθμολόγηση και καθώς δεν διατυπώθηκε κάποιο ερώτημα από τους βαθμολογητές η Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων (ΚΕΕ) έστειλε την επόμενη ( Κυριακή), στα Βαθμολογικά Κέντρα, τις ενδεικτικές απαντήσεις της για το μάθημα για να αρχίσει η κανονική βαθμολόγηση.
Κάθε χρόνο, με το τέλος της πρώτης ημέρας των Πανελλαδικών Εξετάσεων, οι εκπαιδευτικοί, οι υποψήφιοι και οι γονείς στρέφουν την προσοχή τους στις λεγόμενες «ενδεικτικές απαντήσεις» που δίνει στη δημοσιότητα η Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων. Οι απαντήσεις αυτές, ιδιαίτερα για το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας, αντιμετωπίζονται άλλοτε ως «ευαγγέλιο» για τη σωστή προσέγγιση των θεμάτων και άλλοτε ως πηγή αποπροσανατολισμού.
Ιδίως στην Έκθεση, το μάθημα που κατά τεκμήριο αποτιμά την προσωπική σκέψη, την κριτική ικανότητα και τη δημιουργική έκφραση του μαθητή, οι ενδεικτικές απαντήσεις αναδεικνύονται σε θεσμική αντίφαση: επιχειρούν να περιγράψουν το «ορθό» στον χώρο του υποκειμενικού. Και κάπου εκεί ξεκινά το πρόβλημα.
Αναρωτιέται, λοιπόν, κανείς: ποιος είναι ο πραγματικός ρόλος των ενδεικτικών απαντήσεων σε ένα μάθημα σαν την Έκθεση; Είναι εργαλείο υποστήριξης ή επιβολής; Ενισχύουν την ερμηνευτική ελευθερία ή την υπονομεύουν;
Το δίπολο της «ενδεικτικότητας»: Οδηγία ή κανονιστική επιβολή;
Καταρχάς, αξίζει να θυμίσουμε πως οι απαντήσεις που δίνονται δεν αποτελούν υποχρεωτικά τον μοναδικό τρόπο ορθής προσέγγισης του θέματος. Η λέξη «ενδεικτικές» εμπεριέχει την ιδέα της πολυτροπικότητας, της δυνατότητας ύπαρξης και άλλων ερμηνειών. Στην πράξη, όμως, το πνεύμα αξιολόγησης τείνει να εκτρέπεται προς μια νοοτροπία «μονόδρομου»: ό,τι δεν μοιάζει με το ενδεικτικό, απορρίπτεται ή βαθμολογείται φειδωλά.
Στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας, όπου το ζητούμενο είναι η ερμηνεία, η τεκμηρίωση, η προσωπική άποψη και η σύνθεση, μια τέτοια προσέγγιση μοιάζει να περιορίζει την αυθεντικότητα της σκέψης των μαθητών και να ευνοεί την αναπαραγωγή στερεοτύπων.
Βεβαίως το επιχείρημα της ΚΕΕ είναι ότι οι ενδεικτικές απαντήσεις «δεν είναι δεσμευτικές» και αποσκοπούν απλώς στην καθοδήγηση της βαθμολόγησης. Ωστόσο, η ψυχολογία του εξεταστικού συστήματος αποκαλύπτει κάτι πιο πολύπλοκο: σε ένα πλαίσιο πίεσης, άγχους και ανασφάλειας, η ύπαρξη ενός «μοντέλου» απάντησης μετατρέπεται σε κανόνα. Αυτός ο κανόνας δεν αφήνει περιθώρια για εναλλακτική προσέγγιση — όχι επειδή δεν επιτρέπεται, αλλά επειδή δεν ενθαρρύνεται.
Η λογοτεχνία δεν είναι μαθηματικά
Η λογοτεχνική προσέγγιση δεν μπορεί να παγιδεύεται σε μονοσήμαντες απαντήσεις. Ένα ποίημα ή ένα απόσπασμα πεζού λόγου μπορεί να «μιλήσει» διαφορετικά σε κάθε μαθητή. Οι προσωπικές συνδηλώσεις, οι αναγνωστικές εμπειρίες, ακόμη και τα βιώματα των υποψηφίων, νομιμοποιούν διαφορετικές και εξίσου βάσιμες αναγνώσεις. Η επιμονή στις ενδεικτικές απαντήσεις συχνά λειτουργεί ως εργαλείο συμμόρφωσης, και όχι εμβάθυνσης.
Το πρόβλημα οξύνεται όταν οι επιμορφώσεις των βαθμολογητών προσανατολίζονται περισσότερο στην τυπολατρική σύγκριση παρά στην ερμηνευτική ευελιξία. Έτσι, μαθητές με πρωτότυπη σκέψη, οι οποίοι επιχείρησαν μια μη αναμενόμενη προσέγγιση, μπορεί να βρεθούν «τιμωρημένοι» επειδή απλώς δεν αντέγραψαν το πνεύμα των «ενδεικτικών».
Το φαινόμενο της «αυτολογοκρισίας» των μαθητών
Μια επίσης ανησυχητική συνέπεια είναι η καλλιέργεια ενός πνεύματος «σωστής απάντησης» που οδηγεί στην αυτολογοκρισία. Οι μαθητές, από τον φόβο της απόρριψης, μαθαίνουν να σκέφτονται με «κουτάκια». Διστάζουν να επιχειρηματολογήσουν για κάτι που δεν έχει ειπωθεί σε φροντιστήρια, σημειώσεις, ή προηγούμενα θέματα.
Οι ενδεικτικές απαντήσεις ενίοτε μετατρέπονται σε άτυπο «πρότυπο σκέψης», και η δημιουργική έκφραση στραγγαλίζεται μέσα σε φόρμες.
Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να καταργηθεί η παροχή ενδεικτικών απαντήσεων. Το αντίθετο. Οι ενδεικτικές λύσεις μπορούν να είναι πολύτιμος οδηγός για την αποσαφήνιση του πνεύματος των θεμάτων, για την παροχή κατευθύνσεων στους διορθωτές και για τη διασφάλιση μιας σχετικής αντικειμενικότητας.
Το κρίσιμο, όμως, είναι να συνοδεύονται από σαφή διευκρίνιση ότι ΔΕΝ αποτελούν την αποκλειστική «ορθή» απάντηση και ότι οι διαφορετικές, τεκμηριωμένες προσεγγίσεις πρέπει να γίνονται δεκτές ισότιμα.
Η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και των βαθμολογητών πρέπει να στοχεύει περισσότερο στην ενσυναίσθηση, στην αναγνώριση της αυθεντικής μαθητικής φωνής, στη διακριτική ανάγνωση των γραπτών και όχι στη γραφειοκρατική αντιπαραβολή με τις «σωστές» απαντήσεις.
Συμπέρασμα: το ζητούμενο είναι η καλλιέργεια και όχι η πειθάρχηση
Οι ενδεικτικές απαντήσεις, όπως και κάθε εκπαιδευτικό εργαλείο, μπορούν να λειτουργήσουν ευεργετικά ή περιοριστικά – ανάλογα με τον τρόπο που χρησιμοποιούνται. Αν αφεθούν να λειτουργούν ως ερμηνευτικό «μανιφέστο», τότε αναιρούν την ίδια τη φιλοσοφία του μαθήματος.
Η Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία είναι, ή θα έπρεπε να είναι, χώρος ανάσας, δημιουργικής έκφρασης, πνευματικής διερεύνησης. Αν περιοριστεί σε αποστηθισμένες φόρμες, μετατρέπεται σε ένα ακόμη εξεταστικό μάθημα που μαθαίνει τους μαθητές όχι να σκέφτονται, αλλά να επιβιώνουν.
Ίσως το πραγματικό ζητούμενο δεν είναι να δώσουμε στους μαθητές τις «σωστές» απαντήσεις, αλλά να τους μάθουμε να κάνουν τις σωστές ερωτήσεις. Αυτές που γεννιούνται από την εμπιστοσύνη στη δική τους σκέψη – κι όχι από τον φόβο απέναντι στις ενδεικτικές.