Με το θεματικό του έγγραφο, που απεστάλη στις 6 Μαΐου 2025, ο Συνήγορος του Πολίτη παρέμβηκε στο ζήτημα της άρνησης εγγραφής στο Μητρώο του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας (ΤΕΕ), για πολίτες που κατέχουν αναγνώριση επαγγελματικής ισοδυναμίας από το αρμόδιο κρατικό όργανο Α.Τ.Ε.Ε.Ν..
Στην παρέμβασή του, η Ανεξάρτητη Αρχή καλεί το ΤΕΕ να συμμορφωθεί πλήρως με τη νομολογία των ανώτατων δικαστηρίων, τονίζοντας τις συνέπειες της παραβίασης των δικαστικών αποφάσεων.
Δικαστικές αποφάσεις και νομολογία
Η παρέμβαση του Συνηγόρου στηρίζεται σε δύο καθοριστικές δικαστικές αποφάσεις:
Απόφαση 1933/2024 του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Απόφαση 824/2023 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Οι δύο αυτές αποφάσεις έχουν κρίνει ότι το ΤΕΕ δεν έχει το δικαίωμα να επανεξετάσει την ισχύ ή τη νομιμότητα των αποφάσεων του Α.Τ.Ε.Ε.Ν., οι οποίες έχουν το τεκμήριο νομιμότητας και παράγουν πλήρως έννομα αποτελέσματα.
Η Ανεξάρτητη Αρχή υπογραμμίζει πως η άρνηση συμμόρφωσης του ΤΕΕ προς τις δικαστικές αποφάσεις παραβιάζει το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος, καθώς και το νόμο 3068/2002, δημιουργώντας έννομες συνέπειες για τα διοικητικά όργανα που δεν εκτελούν ή συμμορφώνονται με τις αποφάσεις των δικαστηρίων.
Τα αιτήματα του Συνηγόρου του Πολίτη
Ο Συνήγορος του Πολίτη ζητά συγκεκριμένα από το ΤΕΕ να προχωρήσει στην άμεση εγγραφή όλων των αιτούντων που διαθέτουν αναγνώριση επαγγελματικής ισοδυναμίας από το Α.Τ.Ε.Ε.Ν. και των οποίων οι αιτήσεις είτε απορρίφθηκαν είτε παραμένουν σε εκκρεμότητα.
Παράλληλα, καλεί το ΤΕΕ να ενημερώσει εγγράφως για τις ενέργειες που προτίθεται να κάνει, προκειμένου να συμμορφωθεί με τις δικαστικές αποφάσεις.
Νέοι επιστήμονες παραμένουν αποκλεισμένοι
Η υπόθεση αφορά εκατοντάδες νέους επιστήμονες, απόφοιτους ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, οι οποίοι, παρά το γεγονός ότι έχουν κριθεί επαγγελματικά ισοδύναμοι από το Α.Τ.Ε.Ε.Ν., παραμένουν αποκλεισμένοι από το επάγγελμα του μηχανικού. Η κατάσταση αυτή δεν έχει νομική βάση και παραμένει σε εκκρεμότητα, παρά τις δεσμευτικές δικαστικές αποφάσεις υπέρ τους.
Το ζήτημα αυτό αναδεικνύει σοβαρά προβλήματα στην εκτέλεση των διοικητικών διαδικασιών, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αδικαιολόγητη αβεβαιότητα για τους νέους επιστήμονες, οι οποίοι αναμένουν να αποκτήσουν το δικαίωμα άσκησης του επαγγέλματός τους.
Ο Συνήγορος του Πολίτη επισημαίνει την ανάγκη άμεσης λύσης και καλεί το ΤΕΕ να αναλάβει τις ευθύνες του και να προχωρήσει στην εφαρμογή των αποφάσεων, προκειμένου να αποκατασταθεί η νομιμότητα και να προστατευθούν τα δικαιώματα των πολιτών.
Η αναφορά από τον Συνήγορο του Πολίτη
Αναφορικά με το σχολιαζόμενο ζήτημα - και με την επιφύλαξη τυχόν διατάξεων του κείμενου θεσμικού πλαισίου που δεν ανευρεθήκαν κατά τη σχετική έρευνα, καθώς και νομολογίας ή και άλλων στοιχείων που δεν έχουν τεθεί υπόψιν της Αρχής - θα θέλαμε να θέσουμε υπόψιν σας τα εξής:
α) Σχετικά με την υπ’ αριθμ. 1933/2024 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (Τμήμα Δ ́)
1. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, προσφάτως εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1933/2024 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (Τμήμα Δ ́) κατόπιν άσκησης έφεσης του Τ.Ε.Ε. κατά της υπ’ αριθμ. 824/2023 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Η απόφαση αυτή παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το σχολιαζόμενο ζήτημα και υπήρξε η αφορμή για την έκδοση του παρόντος.
2. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το ιστορικό της υπόθεσης, κάτοχος τίτλου σπουδών Πολιτικού Μηχανικού Ιδρύματος τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης του Ηνωμένου Βασιλείου υπέβαλε αίτηση για την εγγραφή της στο μητρώο μελών του Τ.Ε.Ε., προσκομίζοντας, μεταξύ άλλων, απόφαση του Α.Τ.Ε.Ε.Ν. περί αναγνώρισης της επαγγελματικής ισοδυναμίας του τίτλου σπουδών της με τους απονεμόμενους τίτλους των Τμημάτων Πολιτικών Μηχανικών των Ελληνικών Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων στο πλαίσιο του ημεδαπού εκπαιδευτικού συστήματος, με τους όρους και τις προϋποθέσεις της ισχύουσας στην Ελλάδα νομοθεσίας.
Η εν λόγω αίτηση απορρίφθηκε με σχετική πράξη του Προέδρου του Τ.Ε.Ε. με την αιτιολογία ότι για τα Τμήματα Σχολών Μηχανικών των Πανεπιστημίων (μεταξύ αυτών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, στο οποίο εξετάσθηκε επιτυχώς η εφεσίβλητη στα επιβληθέντα για τον σκοπό της ως άνω αναγνώρισης γνωστικά αντικείμενα), δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία του άρθρου 66 του ν. 4610/2019 και, ως εκ τούτου, τα εν λόγω Τμήματα Μηχανικών δεν είναι ισότιμα και αντίστοιχα με Τμήματα Πολυτεχνείων και Πολυτεχνικών Σχολών της Χώρας, οι δε απόφοιτοι των εν λόγω Τμημάτων Α.Ε.Ι. δεν δύναται να φέρουν τον τίτλο του Διπλωματούχου Μηχανικού, μέλους του Τ.Ε.Ε., και, συνακόλουθα, οι τίτλοι σπουδών, που λαμβάνουν, δεν παρέχουν ταυτόσημο πλαίσιο πρόσβασης σε επαγγελματικές δραστηριότητες βάσει προσόντων με τα απονεμόμενα διπλώματα από τα Πολυτεχνεία και τις Πολυτεχνικές Σχολές της ημεδαπής σύμφωνα με το π.δ. 99/2018.
3. Η αιτούσα κατέθεσε αίτηση ακύρωσης κατά της ως άνω απορριπτικής πράξης στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, το οποίο, με την υπ’ αριθμ. 824/2023 απόφασή του, αποδέχθηκε το αίτημά της. Κατόπιν τούτου, το ΤΕΕ άσκησε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά της ως άνω απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
4. Κατά την κρίση του Διοικητικού Εφετείου, το Τ.Ε.Ε. ήταν υποχρεωμένο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 3 του π.δ. 38/2010, όπως ισχύει, να χορηγήσει στην αιτούσα την άδεια άσκησης επαγγέλματος του Διπλωματούχου Πολιτικού Μηχανικού και να την εγγράψει στο μητρώο μελών του Τ.Ε.Ε., ως κατόχου επαγγελματικώς ισοδύναμου τίτλου με τους τίτλους των Τμημάτων «Πολιτικών Μηχανικών» των Ελληνικών Α.Ε.Ι. Επίσης, σύμφωνα με θεμελιώδη αρχή του διοικητικού δικαίου, η νομιμότητα της προαναφερθείσας, ατομικού χαρακτήρα, απόφασης του Α.Τ.Ε.Ε.Ν. δεν ήταν δυνατόν να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως από το Τ.Ε.Ε. κατά την εξέταση του αιτήματος εγγραφής της αιτούσας στο Μητρώο του Επιμελητηρίου.
Περαιτέρω, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός του Επιμελητηρίου ότι εγγράφονται ως μέλη του μόνο οι κάτοχοι ακαδημαϊκώς αναγνωρισμένων τίτλων ισότιμων σχολών του εξωτερικού με Τμήματα Πολυτεχνείων και Πολυτεχνικών Σχολών της Χώρας, προϋπόθεση που δεν συντρέχει στην κρινόμενη περίπτωση αφού το Α.Τ.Ε.Ε.Ν. πραγματοποίησε σύγκριση και αναγνώρισε την ισοδυναμία του ένδικου τίτλου σπουδών με το πτυχίο του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, το οποίο δεν παρέχει Διπλώματα λόγω της μη ολοκλήρωσης της διαδικασίας του άρθρου 66 του ν. 4610/2019, είναι αβάσιμος.
Και τούτο διότι, για την εγγραφή στο Τ.Ε.Ε, αρκεί η αναγνώριση της επαγγελματικής ισοδυναμίας τίτλου ανώτατης σχολής κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τρίτης χώρας με τους τίτλους των Τμημάτων «Πολιτικών Μηχανικών» των Ελληνικών Α.Ε.Ι., με τους όρους και τις προϋποθέσεις της ισχύουσας στην Ελλάδα νομοθεσίας. Τούτων δοθέντων, το Διοικητικό Εφετείο ακύρωσε την προσβαλλόμενη πράξη του Προέδρου του Τ.Ε.Ε. και ανέπεμψε την υπόθεση σε αυτό, προκειμένου να εγγραφεί η εφεσίβλητη στο μητρώο μελών του Επιμελητηρίου και να της χορηγηθεί η άδεια άσκησης επαγγέλματος του Διπλωματούχου Πολιτικού Μηχανικού.
5. Όπως, μεταξύ άλλων, νομολόγησε το Συμβούλιο της Επικρατείας στην ως άνω απόφασή του, με την προαναφερθείσα κρίση του το Διοικητικό Εφετείο «απέδωσε την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου επί του ζητήματος του παρεμπίπτοντος ελέγχου των ατομικών διοικητικών πράξεων, κατά την οποία, σύμφωνα με γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, οι διοικητικές αρχές οφείλουν να αναγνωρίζουν ως ισχυρές και να εφαρμόζουν τις πράξεις άλλων διοικητικών αρχών, εφόσον εξωτερικώς φέρουν τα κατά νόμον γνωρίσματα έγκυρων πράξεων, δεδομένου ότι οι υποστατές ατομικές διοικητικές πράξεις, και αν ακόμα δεν είναι νόμιμες, θεωρούνται ωστόσο έγκυρες και παράγουν όλες τις έννομες συνέπειές τους, εφόσον δεν ανακλήθηκαν διοικητικώς ή δεν ακυρώθηκαν δικαστικώς (βλ. Σ.τ.Ε. 1276/2021, 1288/2017, 2676/2015, 354/2013, 1624-5/2012, 1327, 2074/2008, 264/2005, 1287/2004, 4074/2001, 927, 2519/1982, 1555/1980 Ολ., 2120/1953 Ολ., 32/1947 Ολ.)». Επιπροσθέτως, κατά την κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι δικαστικές αποφάσεις που επικαλέστηκε το Τ.Ε.Ε. στην εν λόγω δίκη ουδόλως σχετίζονται με την προαναφερθείσα νομολογία περί της απαγόρευσης του παρεμπίπτοντος ελέγχου νομιμότητας ατομικής διοικητικής πράξης που φέρει το τεκμήριο νομιμότητας, την οποία επικαλέστηκε το Διοικητικό Εφετείο.
Τούτων δοθέντων, η έφεση του Τ.Ε.Ε. κρίθηκε από το Δικαστήριο ως απορριπτέα λόγω απαραδέκτου βάσει του εδ. β ́ της παρ. 1 του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989 (βλ. Σκέψη 9 της υπ’ αριθμ. 1933/2024 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας).
β) Σχετικά με το ζήτημα της συμμόρφωσης του Τ.Ε.Ε. προς τη νομολογία των Διοικητικών Δικαστηρίων
1. Λαμβάνοντας υπόψιν τα ανωτέρω, η Ανεξάρτητη Αρχή, στο πλαίσιο της διερεύνησης αναφορών κατόχων αποφάσεων του Α.Τ.Ε.Ε.Ν. περί αναγνώρισης της επαγγελματικής ισοδυναμίας των αλλοδαπών τίτλων σπουδών τους, θεωρεί κρίσιμο το ζήτημα της συμμόρφωσης του Τ.Ε.Ε. με το σκεπτικό της υπ’ αριθμ. 1933/2024 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας και, συνακόλουθα, με τα κατά τα ανωτέρω νομολογηθέντα από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών.
Κατά την άποψη της Αρχής, εφόσον τα κριθέντα με τις ως άνω αποφάσεις ταυτίζονται σε νομικό και πραγματικό επίπεδο με περιπτώσεις έτερων αιτούντων την εγγραφή τους στο Μητρώο του Επιμελητηρίου, των οποίων οι αιτήσεις είτε απορρίφθηκαν από το Τ.Ε.Ε. είτε ακόμη εκκρεμούν ενώπιόν του, νομοτελειακά τίθεται το ζήτημα της συμμόρφωσης του Επιμελητηρίου προς τις σχετικές με το κρίσιμο ζήτημα δικαστικές αποφάσεις, όπως, ιδίως, είναι οι υπ’ αριθμ. 1933/2024 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και 824/2023 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
2. Καταρχήν, υπενθυμίζεται σχετικά ότι, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 95 του Συντάγματος1 και το άρθρο 1 του ν. 3068/20022, όπως ισχύει, η Διοίκηση - δηλαδή το Δημόσιο, οι Ο.Τ.Α. και τα λοιπά ν.π.δ.δ. - έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται χωρίς καθυστέρηση προς - και να εκτελεί τις - δικαστικές αποφάσεις που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι αποφάσεις της Διοικητικής Δικαιοσύνης, καθώς και να προβαίνει στο σύνολο των ενεργειών που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής. Παράβαση της υποχρέωσης αυτής, πέραν του ακυρωσίμου των σχετικών διοικητικών πράξεων ή παραλείψεων, γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, ενώ νόμος ορίζει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της ως άνω συμμόρφωσης.
Τέλος, ως βασικές εκφάνσεις της ως άνω υποχρέωσης θα πρέπει να θεωρούνται: i) η αποκατάσταση της νομικής και πραγματικής κατάστασης που θα υπήρχε, αν η παράνομη πράξη ή παράλειψη δεν είχε εκδοθεί, και ii) η δημιουργία νέας νομικής και πραγματικής κατάστασης σύμφωνα με τους κανόνες δικαίου, των οποίων η παράβαση δημιούργησε την παράνομη πράξη ή παράλειψη3.
3. Περαιτέρω, ιδιαίτερη σημασία για τον τρόπο συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τις ακυρωτικές αποφάσεις των Διοικητικών Δικαστηρίων (ΣτΕ, Διοικητικών Εφετείων) έχουν και οι ακόλουθες επί της αρχής παρατηρήσεις, οι οποίες αντλούνται από τη θεωρία του Διοικητικού Δικαίου βάσει και της σχετικής νομολογίας του ΣτΕ4:
Στις αποφάσεις της Διοικητικής Δικαιοσύνης μετά από κρίση κατά την ακυρωτική διαδικασία, με τις οποίες γίνεται δεκτό το ένδικο βοήθημα της αίτησης ακύρωσης, απαγγέλλεται η ολική ή μερική ακύρωση της προσβληθείσας ρητής διοικητικής πράξης. Η ακυρωτική απόφαση εξαφανίζει την ακυρωθείσα πράξη ανατρέχοντας στην χρόνο έκδοσής της, η δε πράξη λογίζεται σαν να μην εκδόθηκε ποτέ και επαναφέρεται αυτοδικαίως η πραγματική και νομική κατάσταση που υπήρχε πριν από την έκδοσή της και δεν απαιτείται για τον σκοπό αυτό ρητή ανάκλησή της από την εκδούσα αρχή. Ακυρωτέα καθίσταται και οποιαδήποτε άλλη διοικητική πράξη, η οποία στηρίζεται στην ακυρωθείσα, εφόσον, βεβαίως, είχε συμπροβληθεί ή προσβάλλεται παραδεκτώς μεταγενέστερα.
Επίσης, από τις ακυρωτικές δικαστικές αποφάσεις πηγάζει δεδικασμένο, το οποίο καλύπτει, αφενός, την ακύρωση της προσβληθείσας διοικητικής πράξης σύμφωνα με το διατακτικό τους, αφετέρου, τα «διοικητικής φύσεως» ζητήματα που κρίθηκαν με σκέψεις του αιτιολογικού τους.
Το δεδικασμένο του ακυρωτικού αποτελέσματος μιας δικαστικής απόφασης ισχύει έναντι όλων, ενώ για εκείνο των «διοικητικής φύσεως» ζητημάτων πρέπει να συντρέχουν οι συνήθεις προϋποθέσεις του, δηλαδή η ταυτότητα προσώπου και η ταυτότητα διαφοράς (θεμελίωση στα ίδια πραγματικά ή νομικά δεδομένα). Το δεδικασμένο ισχύει για κάθε κατηγορίας Δικαστήρια, χωρίς να καλύπτει τα ζητήματα ιδιωτικού δικαίου που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως, καθώς και για κάθε διοικητική αρχή, ενώ παράβασή του με νέα διοικητική πράξη θεμελιώνει λόγο ακυρώσεώς της. Στο πλαίσιο αυτό, η Διοίκηση οφείλει να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει τις διοικητικές πράξεις που εκδόθηκαν κατά τη διάρκεια ισχύος το τεκμηρίου νομιμότητας μιας ακυρωθείσας πράξης και στηρίζονται σε αυτήν και, εφόσον απαιτείται, να εκδώσει νέες.
Τέλος, εάν ακυρωθεί δικαστικά μια διοικητική πράξη λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ορισμένης διάταξης, η Διοίκηση, στην οποία παραπέμπεται η υπόθεση, ανάλογα με τις σχετικές διατάξεις, οφείλει ή μπορεί να εκδώσει την πράξη κατά την ερμηνεία που έδωσε το Ακυρωτικό Δικαστήριο ή με ορθή εφαρμογή των διατάξεων.
Εάν, μετά την έκδοση της ακυρωθείσας πράξης, μεταβλήθηκε το νομικό καθεστώς που διείπε την έκδοσή της, για την έκδοση της νέας διοικητικής πράξης που απαιτείται για τη συμμόρφωση προς την ακυρωτική δικαστική απόφαση, λαμβάνονται υπόψιν από τη Διοίκηση τα πραγματικά περιστατικά και οι κανόνες ουσιαστικού δικαίου που ίσχυαν κατά την έκδοση της ακυρωθείσας πράξης, κάτι που δεν ισχύει σε περίπτωση που νεότερες διατάξεις καταλαμβάνουν και τις νομικές καταστάσεις που είχαν ήδη δημιουργηθεί με την εφαρμογή της προηγούμενης νομοθεσίας, είτε λόγω αναδρομικής ισχύος, είτε διότι από αυτές προκύπτει ότι ο νομοθέτης δεν ανέχεται πλέον την εφαρμογή των παλαιών διατάξεων. Ωστόσο, μετά την ακυρωτική απόφαση η Διοίκηση δύναται να εξετάσει την υπόθεση εξαρχής και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, να μεταβάλει την πραγματική βάση της ή να επιλέξει άλλους εφαρμοστέους κανόνες.
4. Τούτων δοθέντων, τονίζεται ότι η έννοια της συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις δεν εξαντλείται στην εκτέλεση μιας δικαστικής απόφασης. Ως προς το ζήτημα αυτό, η Αρχή συντάσσεται προς τα σχετικώς διαλαμβανόμενα σε σχετική απόφαση της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Ε.Δ.Α.)7, σύμφωνα με την οποία «... ο νόμος κάνει λόγο για συμμόρφωση και όχι για εκτέλεση, διάκριση σημαντική καθώς η έννοια της συμμόρφωσης είναι ευρύτερη από αυτήν της εκτέλεσης ... “Συμμόρφωση νοείται και μπορεί να προκύπτει από το όλο περιεχόμενο της δικαστικής απόφασης, δηλαδή και από τις αιτιολογίες της, ενώ η εκτέλεση αφορά μόνο το διατακτικό της απόφασης”».
5. Λαμβάνοντας υπόψιν τα ανωτέρω, η Διοίκηση, εν προκειμένω το Τ.Ε.Ε., οφείλει να συμμορφώνεται σε κάθε δικαστική απόφαση που παράγει υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστή κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που τάσσει, όχι απλώς εκτελώντας το διατακτικό αυτής εντός των ορίων του δεδικασμένου, αλλά συμμορφούμενη και προς το αιτιολογικό της και δη προς την νομολογηθείσα ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων της εφαρμοστέας νομοθεσίας, πολλώ δε μάλλον όταν πρόκειται περί αμετάκλητων αποφάσεων, οι οποίες παράγουν νομολογία. Η εν λόγω υποχρέωση πηγάζει ευθέως εκ του Συντάγματος και έχει θεμελιώδη σημασία για την τήρηση των αρχών της νομιμότητας και της ασφάλειας δικαίου, αλλά και για ίδιο το Κράτος Δίκαιου εν γένει (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), η δε ερμηνεία αυτή δέον να εφαρμόζεται επί του συνόλου των ομοίων περιπτώσεων, εφόσον τα κριθέντα με αυτές παρουσιάζουν ουσιώδη ομοιότητα σε νομικό και πραγματικό επίπεδο. Και τούτο, διότι τυχόν αντίθετη πρακτική οδηγεί σε εξατομικευμένη νομική αντιμετώπιση ομοίων περιπτώσεων και δη διά του κατ’ ουσίαν εξαναγκασμού των ενδιαφερόμενων να προσφεύγουν ξεχωριστά με ατομικά ένδικα βοηθήματα στη Διοικητική Δικαιοσύνη κατά των πράξεων ή των παραλείψεων της Διοίκησης που τους αφορούν και, κατόπιν, και με τυχόν άσκηση των προβλεπόμενων ενδίκων μέσων κατά των πρωτοβάθμιων αποφάσεων.
6. Κατά την άποψη της Αρχής, η σύμφωνη με τις ανωτέρω συνταγματικής περιωπής αρχές συμμόρφωση του Επιμελητηρίου προς τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών περί της απαγόρευσης του παρεμπίπτοντος ελέγχου νομιμότητας των αποφάσεων του Α.Τ.Ε.Ε.Ν. περί αναγνώρισης της επαγγελματικής ισοδυναμίας αλλοδαπών τίτλων σπουδών αιτούντων την εγγραφή τους στο Μητρώο του Τ.Ε.Ε. δέον να αφορά το σύνολο των αιτούντων που προσκομίζουν τέτοιου αποφάσεις και όχι αποκλειστικά και μόνο τους κατόχους τέτοιων αποφάσεων του Α.Τ.Ε.Ε.Ν., οι οποίοι τις απέκτησαν κατόπιν επιτυχούς εξέτασης σε πρόσθετα μαθήματα στα προμνησθέντα υπό Γ.α.2 του παρόντος Α.Ε.Ι. της Χώρας.
Το αίτημα της Ανεξάρτητης Αρχής
Κατόπιν τούτων, η Αρχή καλεί το Τ.Ε.Ε.:
1. Να προβεί σε συμμόρφωση, για τους λόγους που αναπτύσσονται στο παρόν, προς τα νομολογηθέντα με την υπ’ αριθμ. 1933/2024 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και την υπ’ αριθμ. 824/2023 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών σε ό,τι αφορά τους αιτούντες την εγγραφή τους στο Μητρώο του Επιμελητηρίου, οι οποίοι είναι κάτοχοι αποφάσεων του Α.Τ.Ε.Ε.Ν. περί αναγνώρισης της επαγγελματικής ισοδυναμίας αλλοδαπών τίτλων σπουδών και των οποίων οι σχετικές αιτήσεις είτε απορρίφθηκαν είτε βρίσκονται ακόμη σε εκκρεμότητα.
2. Να ενημερώσει εγγράφως την Αρχή για τις σχετικές ενέργειές του, θέτοντας υπόψιν μας τις απόψεις του επί του σχολιαζόμενου στο παρόν ζητήματος.
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
2ος Πανελλήνιος γραπτός διαγωνισμός: Βγήκε η προκήρυξη - Αιτήσεις από 29/4 έως 14/5
Παν.Πατρών: Tο 1ο στην Ελλάδα Πανεπιστημιακό Πιστοποιητικό Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς
Πανεπιστήμιο Αιγαίου: Το κορυφαίο πρόγραμμα ειδικής αγωγής στην Ελλάδα - Αιτήσεις έως 7/05
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ