Η εισβολή κουκουλοφόρων στη Νομική Αθηνών, με βιαιοπραγίες εν μέσω της εκδήλωσης «Ημέρες Καριέρας», δεν αποτελεί ένα ακόμη επεισόδιο διατάραξης της πανεπιστημιακής ζωής. Είναι το σύμπτωμα ενός βαθύτερου εκφυλισμού του δημόσιου χώρου, μιας σκόπιμης υπονόμευσης της ακαδημαϊκής ελευθερίας και πολιτικής δειλίας που έχει καταστήσει τη δημοκρατία εύθραυστη στα θεμέλιά της. Το δημόσιο πανεπιστήμιο, αντί να προστατεύεται ως θεσμός καλλιέργειας λόγου, γνώσης και δημιουργικής σύγκρουσης ιδεών, μετατρέπεται σε πεδίο ατιμώρητης βίας και επιβολής.
Ωστόσο, το πρόβλημα δεν περιορίζεται μόνο στους δράστες κουκουλοφόρους. Η επανάληψη αυτών των φαινομένων υποδεικνύει ότι το έλλειμμα δεν είναι μόνο σε φύλαξη αλλά πρωτίστως σε πολιτική ευθύνη.
Η διαχρονική ατολμία του κράτους να σχεδιάσει και να εφαρμόσει ένα σταθερό και συνταγματικά συμβατό πλαίσιο προστασίας του πανεπιστημίου έχει αφήσει τον θεσμό εκτεθειμένο στη βία και την αυθαιρεσία. Οι κυβερνήσεις, διαδοχικά, επιλέγουν να λειτουργούν αμυντικά, δηλαδή υποκριτικά, αντιμετωπίζοντας κάθε περιστατικό ως μεμονωμένο επεισόδιο, ενώ πρόκειται για ένα δομικό φαινόμενο υπονόμευσης της δημοκρατικής λειτουργίας του ακαδημαϊκού χώρου.
Την ίδια στιγμή, διαμορφώνεται και μια επικίνδυνη επικοινωνιακή αφήγηση: ότι το πρόβλημα είναι το ίδιο το δημόσιο πανεπιστήμιο.
Δηλαδή αντί να ενισχυθεί, στοχοποιείται.
Αντί να θωρακιστεί θεσμικά, προσφέρεται ως πεδίο πόλωσης. Η συντήρηση αυτού του αφηγήματος επιτρέπει σε ορισμένους πολιτικούς κύκλους να αποποιούνται τις ευθύνες τους, να εξαγγέλλουν «λύσεις» χωρίς εφαρμογή και τελικά να αφήνουν το δημόσιο πανεπιστήμιο να φθείρεται ώστε να απονομιμοποιηθεί στα μάτια της κοινωνίας.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι κάποιες πολιτικές δυνάμεις το εργαλειοποιούν προσχηματικά, απαιτώντας «νόμο και τάξη» χωρίς όμως σοβαρό θεσμικό σχεδιασμό. Κάποιες άλλες παραμένουν αμήχανες και δέσμιες ενός παρωχημένου ιδεολογικού καθωσπρεπισμού που συγχέει την προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας με την ανοχή στην ανομία. Και βέβαια κάποιες άλλες, συχνά, υιοθετούν μια σιωπηλή συνδιαλλαγή με τη ρητορική των «εξεγερμένων», αδυνατώντας να διακρίνουν τη διαμαρτυρία από τη βία, τον ακτιβισμό από την αυθαιρεσία.
Όμως, η υποτίμηση του δημόσιου πανεπιστημίου, που κατ΄επανάληψη συμβαίνει, δεν είναι πολιτικά ουδέτερη ούτε αθώα. Αντιθέτως, λειτουργεί πολλαπλασιαστικά. Η συστηματική στοχοποίησή του, ως χώρου «ανομίας» και «χαμηλού επιπέδου», καλλιεργεί μια εικόνα κοινωνικής απαξίωσης, η οποία δημιουργεί εύφορο έδαφος για την ανάδυση και νομιμοποίηση ενός παράλληλου εκπαιδευτικού οικοσυστήματος, εκείνου των ιδιωτικών πανεπιστημίων, που ήδη θεσμοθετήθηκαν και προωθούνται.
Η πολιτική αυτή στρατηγική, θα έλεγα, είναι εξαιρετικά διαφανής. Αντί να διορθωθούν τα δομικά προβλήματα του δημόσιου πανεπιστημίου (έλλειψη πόρων, ασθενής θεσμική θωράκιση, υποδομές, κ.ά), δηλαδή η συστημική βία, επιλέγεται η συνειδητή απαξίωσή του ώστε να φανεί «αναγκαία» η ύπαρξη μιας εναλλακτικής αγοράς ανώτατης εκπαίδευσης.
Η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, ανεξάρτητα από την ποιότητά τους, θα έπρεπε να γίνεται στο πλαίσιο συμπληρωματικής ενίσχυσης της εκπαίδευσης και όχι ως ανταγωνιστικό υποκατάστατο του δημόσιου πανεπιστημίου. Όταν όμως το κράτος αφαιρεί από το δημόσιο πανεπιστήμιο τα εφόδια να λειτουργήσει και ταυτόχρονα προβάλλει τα ιδιωτικά ως λύση στο αδιέξοδο που το ίδιο προκαλεί, τότε δεν πρόκειται για επιλογή ακαδημαϊκής «πολυφωνίας» αλλά για κατασκευή ανισότητας.
Το αποτέλεσμα είναι διττό: από τη μια πλευρά, ένα δημόσιο πανεπιστήμιο υποστελεχωμένο, αβοήθητο, εκτεθειμένο στη βία και στη συκοφαντία, από την άλλη, ένας ανερχόμενος ιδιωτικός τομέας που αρχίζει να εμφανίζεται ως ασφαλής, αποτελεσματικός και απερίσπαστος.
Όμως η βία μέσα στα ανώτατα ιδρύματα δεν είναι ανεξέλεγκτο φυσικό φαινόμενο. Είναι αποτέλεσμα απουσίας πολιτικής πρόληψης και συνειδητής ολιγωρίας. Όταν δεν υπάρχει σαφές νομικό πλαίσιο λειτουργίας, όταν οι πρυτανικές αρχές μένουν μόνες χωρίς πόρους ή θεσμική στήριξη, όταν οι πειθαρχικές διαδικασίες είναι δυσκίνητες ή ανενεργές, όταν η φύλαξη είναι ανεπαρκής και αναποτελεσματική, τότε το πρόβλημα δεν είναι η όποια εξαίρεση, είναι η ίδια η κανονικότητα. Και σε αυτήν την κανονικότητα ευθύνεται όχι το ίδρυμα αλλά η Πολιτεία.
Η απάντηση στο πρόβλημα δεν μπορεί να είναι ούτε κατασταλτική ούτε ρητορική. Χρειάζεται ένα συνεκτικό, λειτουργικό και δημοκρατικό σχέδιο θεσμικής θωράκισης του δημόσιου πανεπιστημίου. Ένα σχέδιο που θα στηρίζεται σε τρεις αδιαπραγμάτευτους πυλώνες:
α. Δημιουργία θεσμικού μηχανισμού προστασίας της ακαδημαϊκής λειτουργίας
Απαιτείται ειδικός φορέας, μη αστυνομικού χαρακτήρα, υπεύθυνος για την πρόληψη κινδύνων και τη διαχείριση επειγόντων περιστατικών στους χώρους των ιδρυμάτων. Η στελέχωσή του πρέπει να γίνει με εκπαιδευμένο προσωπικό, σαφείς αρμοδιότητες και επιχειρησιακή αυτοτέλεια υπό την εποπτεία των πρυτανικών αρχών. Ο στόχος δεν είναι η ποινικοποίηση της διαφωνίας αλλά η εγγύηση της λειτουργίας του πανεπιστημίου. Όσον αφορά τις συνέπειες σε έκνομες πράξεις, που ακούσαμε χθες, είναι προσδιορισμένες με σαφήνεια από τον κοινό νομοθέτη και δεν χρειάζονται περιτύλιγμα για συγκυριακή εκμετάλλευση.
β. Σχέδια πρόληψης και διαχείρισης κρίσεων σε κάθε ίδρυμα
Η πρόληψη είναι θέμα θεσμών, όχι τύχης. Οφείλουν να υπάρχουν επιχειρησιακά πρωτόκολλα αντίδρασης σε περιστατικά βίας, με σαφείς ρόλους, χρονοδιαγράμματα και λογοδοσία
γ. Επαναπροσδιορισμός του δημόσιου λόγου γύρω από το δημόσιο πανεπιστήμιο
Η δημόσια συζήτηση πρέπει να φύγει από τα άκρα: ούτε δαιμονοποίηση των ιδρυμάτων, ούτε συγκάλυψη των προβλημάτων. Χρειάζεται ένας ώριμος, θεσμικός λόγος για το τι είδους δημόσιο πανεπιστήμιο θέλουμε. Αυτό δεν μπορεί να είναι υπόθεση μικροπολιτικής. Είναι υπόθεση δημοκρατικής ευθύνης.
Καταληκτικά,
Η ευθύνη της Πολιτείας είναι διπλή: αφενός να προστατεύσει το δημόσιο πανεπιστήμιο από τις πραγματικές απειλές που το αποδυναμώνουν και αφετέρου να το υπερασπιστεί πολιτικά απέναντι σε όσους επιδιώκουν τη σταδιακή του αντικατάσταση. Το δημόσιο πανεπιστήμιο δεν είναι μόνο χώρος μάθησης. Είναι ο πιο συμπεριληπτικός θεσμός παραγωγής κοινωνικής κινητικότητας και δημοκρατικής συγκρότησης που διαθέτει η ελληνική κοινωνία. Το να το αφήνει η Πολιτεία να φθαρεί, σημαίνει πως έχει αποδεχθεί ή επιδιώκει να χάσει αυτό τον ρόλο.
Ακαδημαϊκή ελευθερία και ασφάλεια χωρίς καταστολή και δημοκρατία χωρίς ανοχή στη βία είναι το ζητούμενο. Ίδωμεν…
Παναγιωτόπουλος Γιώργος
Καθηγητής,
Αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Πατρών