Η ανακοίνωση των βάσεων εισαγωγής στα Πανεπιστήμια της χώρας κάνει ευκρινείς και στον πιο αδαή τις παθογένειες της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Η ανακοίνωση των φετινών βάσεων και τα συμπεράσματα που αβίαστα προκύπτουν θα οδηγήσουν για μια φορά ακόμα σε αλλαγές στο χώρο των Πανεπιστημίων. Για να είναι όμως οι αλλαγές αυτές επωφελείς για την κοινωνία θα πρέπει να είναι σαφές για ποιο λόγο βρισκόμαστε σε αυτό το σημείο. Θα πρέπει να απαντηθούν ορισμένα ερωτήματα: Ποιο μοντέλο απέτυχε τα προηγούμενα χρόνια και τι πάμε να διορθώσουμε; Σχεδιάζουμε το εκπαιδευτικό μας σύστημα για τις επόμενες εκλογές ή για τις επόμενες γενιές; Ποιο μήνυμα «εκπέμπει» ένα σύστημα, τόσο σε αυτούς που μοχθούν όσο και τους υπόλοιπους, όταν επιβραβεύει με την εισαγωγή του σε Πανεπιστημιακό Τμήμα ένα μαθητή που έγραψε μέσο όρο 7 ή 8, αντί να τον αναγκάζει να επαναλάβει (τουλάχιστον) τη Γ’ Λυκείου; Μπορεί να θεωρηθεί ότι «πέτυχε» την εισαγωγή του σε Τμήμα Πανεπιστημίου κάποιος που απλά έγραψε το όνομά του σε όλα τα μαθήματα; Με δεδομένο ότι ο χρόνος φοίτησης είναι πρακτικά άπειρος, πως φαντάζονται οι ιθύνοντες του Υπουργείου Παιδείας ότι ένας φοιτητής με μέσο όρο 7 θα κατορθώσει να ολοκληρώσει σπουδές πανεπιστημιακού επιπέδου;
Μια σύντομη ιστορική αναδρομή θα μας δείξει πως φτάσαμε έως εδώ. Από το 1998 έως το 2005 δεκάδες νέα Τμήματα ιδρύθηκαν στα τότε Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ. Για τη λειτουργία τους χρησιμοποιήθηκαν αποκλειστικά ευρωπαϊκοί πόροι ενώ δεν υπήρχε καμία πρόβλεψη για τη βιωσιμότητά τους μετά τη λήξη της χρηματοδότησης. Ακόμη χειρότερα, ιδρύθηκαν Τμήματα σε Πανεπιστήμια και ΤΕΙ χωρίς κεντρικό σχεδιασμό και με αμφιλεγόμενο σε κάποιες περιπτώσεις αντικείμενο σπουδών.
Η διεύρυνση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης έγινε με τους όρους του πελατειακού κράτους. Τα νέα Τμήματα κυριολεκτικά διασκορπίζονται σε όλη την ελληνική επικράτεια, σε (κωμο)πόλεις με ανύπαρκτες ακαδημαϊκές υποδομές χωρίς τις απαραίτητες προβλέψεις για τη στελέχωσή τους σε διοικητικό και εκπαιδευτικό προσωπικό και υποδομές. Το γεγονός είχε ως συνέπεια α) την αδυναμία παροχής εκπαίδευσης υψηλού επιπέδου στα νέα Τμήματα και β) επενδύσεις σε υποδομές και ανθρώπινο δυναμικό για τις νέες αυτές δομές, κάτι που οδήγησε σε έλλειψη πόρων για τις ήδη λειτουργούσες δομές Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης.
Όλα αυτά κρύβονταν επιμελώς κάτω από την φούσκα της πλαστής ευμάρειας που έσκασε το 2010. Έκτοτε οι προϋπολογισμοί των ΑΕΙ συρρικνώθηκαν τόσο που ίσα-ίσα καλύπτουν τα λειτουργικά τους έξοδα, ενώ η αναστολή προσλήψεων δημιούργησε σοβαρά προβλήματα τόσο σε στελεχωμένα όσο και σε νέα Τμήματα. Η απάντηση της πολιτείας σε αυτό ήταν το σχέδιο Αθηνά, ένα σχέδιο κατ’ ομολογία με λίγες και μικρού βάθους αλλαγές που δεν κατόρθωσε να αλλάξει τη συνολική εικόνα.
Η τελευταία «μεταρρύθμιση» ΣΥΡΙΖΑ, από το 2017 έως το 2019, παρά τα ήδη γνωστά συσσωρευμένα προβλήματα και την έλλειψη χρηματοδότησης, απέδειξε ότι τελικά δεν είχαμε πιάσει πάτο. Συνοπτικά, θεσμοθετήθηκαν τα ακόλουθα:
- Καταργήθηκε ο τεχνολογικός τομέας της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, χωρίς καμία επί της ουσίας μελέτη για την αναγκαιότητα ενός εγχειρήματος τέτοιας έκτασης και επίδρασης.
- Από τις αρχές του 2019, με συνοπτικές διαδικασίες, διαφορετικές κατά περίπτωση, και με φύλλο συκής «διάλογο» που διεξήχθη πίσω από κλειστές πόρτες, από επιτροπές που όρισε το ΥΠΕΘ (διάλογος που πολλές φορές κατέληξε σε συμπεράσματα αντίθετα από αυτά που θεσμοθετήθηκαν) υλοποιήθηκαν τα ακόλουθα: α) το ΤΕΙ Κρήτης μετατράπηκε σε Μεσογειακό Πανεπιστήμιο, β) τα ΤΕΙ Θεσσαλονίκης, Κεντρικής Μακεδονίας και Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης συναποτέλεσαν το Διεθνές Πανεπιστήμιο, γ) τα ΤΕΙ Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας, Δυτικής Μακεδονίας και Ηπείρου εντάχθηκαν στα αντίστοιχα Πανεπιστήμια, και δ) τριχοτομήθηκε το ΤΕΙ Στερεάς Ελλάδας και καταργήθηκαν τα Τμήματά του, καταργήθηκε το ΤΕΙ Θεσσαλίας και τα Τμήματά του, και το προσωπικό τους εντάχθηκε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
- Δημιουργήθηκαν 133 νέα τμήματα από τα οποία 105 αποτελούν μετεξέλιξη τμημάτων των πρώην ΤΕΙ ενώ 28 είναι εντελώς καινούργια. Και επιπλέον, 38 νέα Τμήματα, τα οποία θα λειτουργούσαν από το 2020-2021 των οποίων η λειτουργία ανεστάλη το Νοέμβριο του 2019.
Και ερχόμαστε στο σήμερα: το ακαδημαϊκό έτος 2020-2021 θα δεχτούν εισακτέους 459 τμήματα Πανεπιστημίων. Οι εισακτέοι για το ακ. έτος 2020-2021 με βάση τα στοιχεία του υπουργείου Παιδείας είναι 81.413 ενώ οι υποψήφιοι ήταν 105.420. Το 2018 λειτουργούσαν 924 μεταπτυχιακά στην Ελλάδα (665 με δίδακτρα και 259 δωρεάν), σήμερα είναι σαφώς περισσότερα.
Η επιλογή για λειτουργία πολλών Τμημάτων και σε μεγάλη διασπορά απαιτεί και μεγάλο αριθμό εισακτέων για να αποκτήσουν οι διασπαρμένες δομές φοιτητές, οι τοπικές κοινωνίες πελάτες και το πελατειακό κράτος ψήφους. Ωστόσο, οι φοιτητές που εισάγονται με βαθμό πρόσβασης (πολύ) μικρότερο του 10 εισάγονται συνήθως σε Τμήματα περιφερειακά, τα οποία είχαν πολύ χαμηλά στην προτίμησή τους και τα οποία, κατά κανόνα, έχουν πλημμελείς ακαδημαϊκές υποδομές και στελέχωση σε εκπαιδευτικό προσωπικό. (Σύμφωνα με τη δική μου οπτική, οι φοιτητές αυτοί πιθανότατα δεν θα έπρεπε να αποκτήσουν απολυτήριο Λυκείου και δεν είναι σε θέση να ολοκληρώσουν σπουδές Πανεπιστημιακού επιπέδου, αυτός όμως είναι ένας προβληματισμός που διατρέχει όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης).
Όπως είναι αναμενόμενο αρκετοί φοιτητές με χαμηλές επιδόσεις δεν επιλέγουν να φοιτήσουν στα Τμήματα της Περιφέρειας ή εγκαταλείπουν τις σπουδές τους και ακολουθούν άλλους «δρόμους». Έτσι όμως ακυρώνονται οι πενιχρές δημόσιες επενδύσεις για την υποστήριξη περιφερειακών δομών που ο κοινός νους επέβαλλε να μην ιδρυθούν. Ακόμα χειρότερα: σε καθεστώς παρατεταμένης οικονομικής κρίσης οι δημόσιες επενδύσεις θα μπορούσαν να είχαν διοχετευθεί για να αναβαθμίσουν τις ακμαιότερες δομές της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης.
Η χρόνια λοιπόν απαξίωση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, όπως είναι φυσικό, οδηγεί σε διαρροή μαθητών (σίγουρα υψηλού εισοδήματος και ενδεχομένως και επιπέδου) προς επιλογές εκτός των ελληνικών Πανεπιστημίων. Είναι ιδιαίτερα σοβαρό πρόβλημα που δεν θίγεται όσο θα έπρεπε. Ενδεικτικά:
- Η απαξίωση του ελληνικού Πανεπιστημίου και σειρά θεσμικών παρεμβάσεων υπέρ των κολεγίων οδηγούν ένα μέρος των υποψήφιων φοιτητών να επιλέγουν αυτά για τις σπουδές τους. Σημειώνεται εδώ ότι τα κολέγια πρακτικά λειτουργούν ανεξέλεγκτα από την πολιτεία για την ποιότητα σπουδών που παρέχουν.
- Ένας ιδιαίτερα ελκυστικός προορισμός για σπουδές είναι η Κύπρος, η οποία έχει 51.086 φοιτητές στα Πανεπιστήμιά της, με το 30% να προέρχεται από την Ελλάδα.
- Ένα τελευταίο στοιχείο που αξίζει να προσεχθεί: στην Ελλάδα προγράμματα International Baccalaureate (IB) οργανώνουν 13 ιδιωτικά σχολεία, από τα οποία αποφοιτούν ετησίως 800 με 1.000 μαθητές, ενώ τη δεκαετία του 2000 αποφοιτούσαν ετησίως 100-150 μαθητές. Τα προγράμματα αυτά ακολουθούν όσοι μαθητές έχουν αποφασίσει να μην δώσουν Πανελλαδικές εξετάσεις και να επιλέξουν τη φοίτησή τους σε Πανεπιστήμιο του εξωτερικού.
Ζητήματα σαν και αυτό της Παιδείας δεν θα πρέπει να αποδίδονται στην έλλειψη πόρων ή στη διεθνή επιτροπεία η οποία καθορίζει τις τύχες της χώρας. Οι αστοχίες ανήκουν εξολοκλήρου σε αυτούς που έβαλαν τη χώρα υπό διεθνή επιτήρηση αλλά και αυτούς που την «έβγαλαν» από αυτή. Σε όλους αυτούς που έστειλαν οικονομικούς μετανάστες εκατοντάδες χιλιάδες νέους, με τους περισσότερους από αυτούς να είναι νέοι επιστήμονες.
Η επόμενη μέρα εκτιμώ ότι θα είναι αμείλικτη: πολλά Τμήματα της Περιφέρειας δεν θα είναι βιώσιμα ακόμα και ενταγμένα σε Πανεπιστήμια διότι δεν διαθέτουν ακαδημαϊκές υποδομές, είναι υποστελεχωμένα ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να δημιουργηθεί μια ικανή ροή φοιτητών στα διετή προγράμματα επαγγελματικής εκπαίδευσης, κάτι που αποτελεί διακηρυγμένο (ορθά κατά τη γνώμη μου) στόχο του Υπουργείου Παιδείας.
Το όριο εισαγωγής στα ΑΕΙ, δηλαδή η αποκαλούμενη «βάση του 10», που θεσμοθετήθηκε το 2007 για να καταργηθεί το 2010, δεν λύνει το επείγον πρόβλημα. Ούτε φυσικά έχει ιδιαίτερο νόημα να ζητείται από τα Τμήματα να αποφασίσουν για τη βάση εισαγωγής. Με τον τρόπο αυτό η πολιτεία αποποιείται την ευθύνη της να σχεδιάσει την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Η βάση του 10 απλώς μεταθέτει χρονικά αποφάσεις που είναι ώριμες. Τέτοιου είδους παρεμβάσεις, αν και έχουν χαρακτηριστικά ορθολογισμού, χαρακτηρίζονται από έλλειψη πολιτικού θάρρους γιατί καθυστερούν αλλαγές που πρέπει να γίνουν άμεσα αλλά και από έλλειψη αποφασιστικότητας διότι τα μετέωρα βήματα που γίνονται μπορεί να ακυρωθούν από επόμενες παρεμβάσεις. Δεν υπάρχει χώρος για συνυπολογισμό του πολιτικού κόστους, θα πρέπει να υπολογιστεί κάποτε και το κόστος της αδράνειας.
Κατά τη γνώμη μου απαιτούνται άμεσες λύσεις στις παρακάτω κατευθύνσεις:
- Γενναία αναδιοργάνωση-αποκέντρωση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, με μείωση Τμημάτων και Ιδρυμάτων, που θα υπηρετεί τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας και ένα σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας. Η αναδιοργάνωση αυτή, θα πρέπει να συνοδεύεται και με ισχυρή ενίσχυση, τόσο σε οικονομικούς πόρους αλλά και σε ανθρώπινο δυναμικό (Διδάσκοντες, Διοικητικό προσωπικό, κλπ.), των εναπομεινάντων Τμημάτων και Ιδρυμάτων και φυσικά με εντατική και επί της ουσίας αξιολόγηση.
- Οι κάθε είδους αλλαγές θα πρέπει να μελετηθούν και να σχεδιαστούν από διακομματικές επιτροπές, με συμμετοχή κοινωνικών και παραγωγικών φορέων, με ταυτόχρονη δέσμευση από τα κόμματα πως ότι συμφωνηθεί θα θεσμοθετηθεί και οι βασικοί πυλώνες δεν θα αλλάξουν τουλάχιστον για μια 15ετία.
- Αξιοποίηση των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων για παράδειγμα στον πολιτισμό, την πρωτογενή παραγωγή, τη ναυτιλία.
*Καθηγητής Γενικού Τμήματος Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, πρώην Πρύτανης ΤΕΙ Στερεάς Ελλάδας
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση
Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό
ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)
Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 14/12
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ
2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη