Thumbnail
Γράφει ο Παναγιώτης Τσερόλας

Από την αρχή πρέπει να το ξεκαθαρίσουμε: Το Interstellar του Κρίστοφερ Νόλαν είναι μια πολύ σπάνια κινηματογραφική εμπειρία. Κατά πάσα πιθανότητα, θα είναι και μελλοντικό σημείο αναφοράς καθώς ‘’χωνεύει’’ στις περίπου τρεις ώρες της όλες τις δυνατότητες αλλά και ανισότητες του κινηματογραφικού μέσου σήμερα:  Τη φιλοδοξία και τα επικά μεγέθη των σύγχρονων παραγωγών (κρατήστε το ποσό του budget: 160.000.000$), τις απεριόριστες δυνατότητες του μέσου οπτικά και αισθητικά (σημειώστε ότι έχουμε την πρώτη ‘’επιστημονική’’ απεικόνιση Μαύρης Τρύπας μέσα από ταινία του Hollywood- ό,τι βλέπουμε είναι απεικονίσεις εξισώσεων του φυσικού Kip Thorne!) αλλά και ταυτόχρονα τα όρια της σύγχρονης παραγωγής μύθων και ιστοριών. Πολύ πριν από αυτά όμως, το Interstellar ενώνει το πιο ‘’παραδοσιακό’’ σινεμά (ξεχάστε 3D ή ψηφιακό φιλμ ή τις υπόλοιπες ‘’ευκολίες’’) με το μοντέρνο και κάνει αυτό που πρέπει πάντα να κάνει μια ταινία: Σε βάζει να συζητήσεις, να σκεφτείς, να διαφωνήσεις, να αναρωτηθείς, να ψάξεις. Αυτή ήταν και είναι πάντα η ουσία της κινηματογραφικής δημιουργίας. Έχουμε λοιπόν να πούμε πολλά, οπότε θα τα χωρίσουμε σε τρια μέρη: Το πρώτο μέρος είναι και spoiler – free, τα άλλα δυο είναι η συζήτηση για μετά την θέαση μιας συναρπαστικής ταινίας που δεν πρέπει να παραπεμφθεί στην μικρή οθόνη – υπάρχουν άλλωστε δεκάδες (σχεδόν το 95%) ταινίες που αξίζουν αυτήν την αντιμετώπιση από μια βιομηχανία που επαναλαμβάνει συνεχώς τον εαυτό της. Το Interstellar τουλάχιστον δοκιμάζει να ταξιδέψει ως τα σύνορα μέσου και μύθου (όπως και οι ήρωές του ταξιδεύουν στα σύνορα του γνωστού σύμπαντος) και το δίχως άλλο έχει την φιλοδοξία να τα διευρύνει, έστω και για λίγο. Τα καταφέρνει; (ή μήπως δεν έχει σημασία;)

Μέρος Πρώτο: Interstellar

Σε ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον, δηλαδή με μια ‘’συνέχεια’’ με το παρόν και χωρίς άλματα, η Γη φαίνεται να καταρρέει: Η καταστροφή της ωστόσο δεν γίνεται με θόρυβο (όπως έχουμε συνηθίσει) αλλά αργά και σταθερά, σχεδόν δυσδιάκριτα. Το οξυγόνο λιγοστεύει, η σκόνη ταξιδεύει και σκεπάζει τα πάντα, ο παγκόσμιος πληθυσμός συρρικνώνεται και παλεύει να διατηρήσει πρωτογενή παραγωγή (που συνεχώς φθίνει), όλα όσα συμβαίνουν συμβαίνουν αργά και σταθερά, χωρίς κάποια ταχεία λύτρωση αλλά με αργόσυρτη παρακμή. Μια ιδιαίτερα εύστοχη επί της αρχής επιλογή: Η ταινία ούτε μας λέει λεπτομέρειες ούτε πετάει την ευθύνη της καταστροφής σε κάποιον μετεωρίτη ή κάποιο άλλο φυσικό φαινόμενο. Απλά περιγράφει την καθημερινότητα μιας οικογένειας στην αμερικάνικη ενδοχώρα, όπου ο γεωργός πρώην μηχανικός και πιλότος Κούπερ (Μάθιου Μακόνεχι) μεγαλώνει τα παιδιά του κυνηγώντας παράλληλα ξεχασμένα drones για να διατηρήσει λίγο ανδρεναλίνη στην μάλλον απαισιόδοξη και συμβιβασμένη ρουτίνα που έχει ολόκληρη η ανθρωπότητα. ‘’Είμαστε εξερευνητές, όχι φροντιστές’’, λέει σε κάποια φάση κάνοντας μια εισαγωγή στο ουμανιστικό ζητούμενο που διατρέχει την ταινία από την αρχή μέχρι το τέλος. Η ανθρωπότητα (ή για να είμαστε ειλικρινείς, μια συγκεκριμένη εκδοχή της) περιμένει στωικά ένα τέλος που μπορεί να είναι μακρινό ή μπορεί και να κρύβεται σε κάποια ακόμα αμμοθύελα. Στο μεσοδιάστημα, διαχειρίζεται την ζωή που έχει απομείνει, διαχειρίζεται τις δομές της (οικογένεια, παιδιά, σχολεία, παραγωγή) και ονειροπολεί. 

Όταν μια σειρά ανεξήγητων, αρχικά, γεγονότων, οδηγούν τον Κούπερ και την κόρη του σε ένα κρυμμένο καταφύγιο της NASA (που λειτουργεί σε καθεστώς απόλυτης μυστικότητας και με κρυφές δαπάνες) αποκαλύπτεται ότι η ανθρωπότητα (ή μια εκδοχή της) δεν τα παράτησε ποτέ: Μια σκουληκότρυπα στην περιοχή του Κρόνου είναι σε θέση να φέρει ένα άλμα στο χώρο και το χρόνο και να αναζητήσουμε νέους πλανήτες ικανούς να μας φιλοξενήσουν: Γεννηθήκαμε στην Γη αλλά δεν είναι απαραίτητο να πεθάνουμε εκεί. Η ταινία μας δίνει μερικά ακόμα λεπτά της ‘’γήινης’’ οικογενειακής ζωής και του δύσκολου αποχαιρετισμού και μετά χωρίς άλλες προετοιμασίες ξεκινάει την αντίστροφη μέτρηση και η άτρακτος ταξιδεύει για την άκρη του σύμπαντος (ή για την άκρη του χρόνου; Ή είναι το ίδιο;) και η περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας ξεκινάει με όλη την αισθητική της μεγαλοπρέπεια. Ο Νόλαν βιάζεται να ταξιδέψει περίπου όσο ο θεατής.

Ότι ακολουθεί για δυο γεμάτες ώρες (αν θέματα τουαλέτας έχουν τακτοποιηθεί περνάνε εξαιρετικά γρήγορα) αφορά τόσο το χώρο και την απόσταση όσο και το χρόνο, αφορά την επιβίωση τόσο του ενός όσο και του συλλογικού υποκειμένου. Η ταινία απογειώνεται και ταξιδεύει σε ένα κρεσέντο, κάπως παράλληλα με την πολύ ισχυρή και οργανικά δεμένη μουσική του Hans Zimmer και καταλήγει σε έναν παροξυσμό όπου η πλειοψηφία των ερωτημάτων που ανοίγονται απαντάται για να ανοίξουν στην θέση τους άλλα τόσα, πιο δύσκολα. Ο Νόλαν κατασκευάζει πλανήτες (με γυρίσματα στην Ισλανδία), κατασκευάζει μαύρες τρύπες και χωροχρονικά ταξίδια, φτιάχνει περιπετειώδη σεκάνς τεράστιας κλίμακας και κάθε τόσο βγάζει την κάμερα στο διάστημα και την απόλυτη σιωπή και απεραντοσύνη για να υπενθυμίζει το κοντράστ. 

Οι ήρωες θα γεράσουν ή θα μείνουν νέοι, θα επιβιώσουν ή θα χαθούν, και θα αντιμετωπίσουν όχι μόνο τους κινδύνους του άγνωστου σύμπαντος αλλά και τους κινδύνους της ανθρώπινης πολύ ανθρώπινης ‘’αδυναμίας μας να πεθάνουμε’’. Είτε αυτό είναι από τα αδιέξοδα μυστικά του καθοδηγητή Μάικλ Κέιν (πάντα συνεργάτης του Νόλαν) είτε είναι από τον ωμό επιβιωτισμό της απρόσμενης εμφάνισης του Matt Damon, ξεχασμένου σε ένα παγωμένο πλανήτη (όλοι οι επιλαχόντες πλανήτες έχουν κοινό στοιχείο το νερό: Ο πρώτος όμως είναι μόνο νερό και ο δεύτερος μόνο ο πάγος). Τελικά, η αποστολή τους θα γίνει ακόμα πιο σύνθετη καθώς θα επιχειρήσουν να ταξιδέψουν και να αποκρυπτογραφήσουν τα μυστικά της βαρύτητας στο εσωτερικό μιας Μαύρης Τρύπας- άλλωστε, αν λύσουμε το θέμα της βαρύτητας λύνουμε σχεδόν ταυτόχρονα κάθε θέμα επιβίωσης του είδους. Μαζί και το χρόνο.

Τελικά η ταινία επαναφέρει σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα τις βασικές θεματικές του σκηνοθέτη που συναντά κανείς από τα Batman μέχρι το Inception (που είχε επίσης βάλει ψηλά τον πήχη): Η ανθρωπότητα (ως έννοια μέσα από τους ήρωές) θα κερδίσει στο τέλος και την απόσταση και τον χρόνο. Αν εξαιρέσει κανείς τις αμήχανες στιγμές των ‘’επιστημονικών εξηγήσεων’’ (απαραίτητων ωστόσο στο ευρύ κοινό) και τις ακόμα πιο αμήχανες αποστροφές για ‘’την δύναμη της αγάπης’’ και όλα τα παρελκόμενα του ανθρωπισμού του Νόλαν (η αλήθεια είναι ότι η Αν Χάθαγουει χαραμίζεται παίζοντας πολύ χωρίς να λέει πολλά ουσιώδη, ενώ και η Τζέσικα Τσάστειν στο ρόλο της Μερφ, κόρης του Μακόνεχι, χαραμίζεται παίζοντας λίγο και λέγοντας όλα τα ουσιώδη) η ταινία δηλώνει ότι και θα κοιτάμε πάντα αλλά και θα κατακτήσουμε στο τέλος, τα αστέρια. Αν σκεφτεί κάποιος ότι η εποχή που ζούμε ‘’οδηγεί’’ την καλλιτεχνική δημιουργία (και του sci-fi) να κοιτάξει τα αστέρια με την συνθηκολόγηση της αποτυχίας μας και με πεσιμισμό, αν μη τι άλλο η ματιά του Νόλαν είναι ζωντανή και ελπιδοφόρα. 

Ο δυτικός πολιτισμός λοιπόν θα τα καταφέρει στο τέλος, αν και (επιτέλους) την λύση δεν την δίνει ούτε ο υπερήρωας ούτε ο all-american ήρωας- την δίνει, στην πραγματικότητα, η επιστήμη. Κάπου εκεί όμως, στο φινάλε, το Interstellar ακροβατεί συνεχώς στο όριο να το καταπιεί η ίδια η φιλοδοξία του- επιχειρώντας μάλλον να επανατοποθετήσει την αμφίσημη και πολυσυζητημένη τελική σκηνή του 2001: Η οδύσσεια του διαστήματος του Κιούμπρικ στο σήμερα, μπορεί να τα καταφέρνει αισθητικά αλλά μάλλον ρισκάρει πολλά νοηματικά, τελειώνοντας την ταινία με δέκα μάλλον αχρείαστα λεπτά ‘’καθυστερήσεων’’. (για λεπτομέρειες στα επόμενα μέρη, μιας και εδώ δεν έχει spoiler)

Ακόμα και έτσι όμως, η ταινία είναι ένα αστρικό ταξίδι άνευ προηγουμένου. Είναι μάλιστα και ένα ταξίδι στο χρόνο, ίσως και περισσότερο από ένα ταξίδι στο χώρο. Σε σημεία, κάθε λεπτό που περνούν οι αστροναύτες ισοδυναμεί με ένα έτος στον πλανήτη Γη- ο Μακόνεχι σε ένα σημείο αναγκάζεται να δει σε μια σειρά από βίντεο τα παιδιά του να μεγαλώνουν και το αρχικό κίνητρο της ‘’επιστροφής’’ μοιάζει αναπότρεπτα μάταιο. 

Με τις αδυναμίες του και τα ελαττώματά του αλλά και με την αυτοπεποίθηση που έχει οτιδήποτε πλησιάζει τα σύνορα της σύγχρονης δημιουργίας (τα οποία έχουν θέσει τεράστιοι πρόγονοι, από τον Κιούμπρικ μέχρι τον Ταρκόφσκι αλλά και τον Σπίλμπεργκ, στους οποίους αφήνει αρκετούς φόρους τιμής κατά την διάρκεια της ταινίας) το Interstellar είναι ένα εντυπωσιακό αντιφατικό μίγμα που αποζημιώνει τα μέγιστα. Αν μη τι άλλο, δεν μπορεί παρά να ορίσει τον πήχη για το εμπορικό mainstream σινεμά. Ίσως οι συγκρίσεις με το 2001:Η οδύσσεια του διαστήματος να λειτουργήσουν εις βάρος του, αλλά οι πραγματικές συγκρίσεις θα πρέπει να γίνουν με το είδος της ταινίας που ποτέ δεν αρνήθηκε: Αυτής του ψυχαγωγικού σινεμά, που όρισε ο Λούκας, ο Σπίλμπεργκ, ο Κάμερον. Όπως κάποια παιδιά όρισαν αναπόδραστα την κινηματογραφική τους αισθητική με τον E.T. ή το Jurassic Park ή την Άβυσσο ή και το Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου έτσι και η σημερινή γενιά θα προσδιορίζει την επιστημονική φαντασία με το Interstellar. 

Επίσης, μια ταιριαστή σύγκριση δεν είναι άλλη από την τελευταία ταινία αυτού του είδους που προσπάθησε να κοιτάξει τα σύνορα κατάματα: Το Avatar του James Cameron ήταν μια εμπορική επιτυχία και μια μίνι επανάσταση στο μέσο, χάρη στο 3D. Ωστόσο το Avatar την μάχη με τον χρόνο την χάνει, καθώς η τεχνολογική εξέλιξη συνοδεύτηκε από αναπαραγωγή των ίδιων μύθων και των ίδιων εμμονών (από τους Ινδιάνους μέχρι τον οικοπασιφισμό). Τo Interstellar έχει να δώσει την δική του μάχη με το χρόνο: Σε αυτές τις μάχες η αισθητική αρτιότητα είναι μόνο μέρος της αλήθειας, το υπόλοιπο βρίσκεται στην καρδιά και την διαχρονικότητα της. Για την ώρα, το βλέπουμε μια και δυο φορές. 

Μέρος 2ο : Ο άνθρωπος, ο εξωγήινος και το αστρόπαιδο του Κιούμπρικ

Ο Νόλαν κλείνει το μάτι αρκετές φορές στην πινακοθήκη των ταινιών επιστημονικής φαντασίας και αστρικών ταξιδιών. Ιδιαίτερα εύστοχες είναι μάλιστα οι αναφορές του στο 2001:Η Οδύσσεια του διαστήματος που γίνονται μέσα από τα δικά του A.I. ρομποτάκια (το ένα, με την φωνή του κωμικού Irwin, προγραμματισμένο στο 70% χιούμορ δηλώνει πριν ξεκινήσει η αποστολή ότι θα τους σκοτώσει όλους, το φάντασμα του HAL πλανιέται ακόμα στην κινηματογραφική NASA). Όπως όμως και σε κάθε ταινία αυτού του είδους, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η προσέγγισή του στους ‘’άλλους’’, δηλαδή στην εξωγήινη ζωή. Εδώ μάλιστα βρίσκεται και μια ενδιαφέρουσα συγκριτική προσέγγιση με το 2001 του Κιούμπρικ, μια ταινία που φαίνεται να ταλαιπωρεί στη σύγκριση το Interstellar, αλλά μάλλον για λάθος λόγους. Παραθέτουμε μερικά λαθεμένα επιχειρήματα: 
 

• Ο Νόλαν είναι ψυχρός και το Interstellar είναι ψυχρό. Πράγματι ο Νόλαν είναι ένας αποστασιοποιημένος συναισθηματικά (ας πούμε συγκριτικά με τον Σπίλμπεργκ) σκηνοθέτης, αλλά είναι τόσο αποστασιοποιημένος που μάλλον ‘’τείνει’’ προς την εντελώς αποστασιοποιημένη με όρους χειρουργικής ακρίβειας σχολή του Κιούμπρικ! Πέραν του ό,τι προσπαθεί (στο Interstellar υπάρχουν μια δυο σκηνές ‘’δακρύων’’ και ας είναι πλην μιας άγαρμπες) και παραβλέποντας ότι έχει μια παράδοση σε μονοδιάστατους χαρακτήρες (πολλές φορές α-διάστατους. Ο Νόλαν ενδιαφέρεται περισσότερο για τις διαστάσεις του περιβάλλοντος, εδώ παίζει και με 5 ταυτόχρονα), το Interstellar όπως και το 2001 ‘’παίζουν’’ με αυτήν ακριβώς την αντίθεση σχεδόν εσκεμμένα: Ο ‘’μικρός’’ άνθρωπος στο άπειρο σύμπαν. Τα ψυχρά πλάνα του τελειομανή Κιούμπρικ εξυπηρετούν αυτόν ακριβώς τον σκοπό. 

• Το φινάλε είναι δυσνόητο. Ενώ το φινάλε του 2001 είναι επεξηγηματικό; Για την ακρίβεια, ο Νόλαν εδώ μάλλον θέλει να ορίσει μια ανάλογη αμφισημία και μια έκληση στο θεατή να βγάλει δικά του συμπεράσματα- η σύγκριση μεταξύ των δυο ‘’επιμυθίων’’ έχει ενδιαφέρον και θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Άλλωστε, και τα δυο αφορούν στους εξωγήινους.

• Το 2001 ήταν φιλοσοφικός στοχασμός, το Interstellar είναι περιπέτεια με μπόλικη επιστήμη. Και σωστό και λάθος: Το Interstellar χρηματοδοτήθηκε (160 εκ έναντι 10 εκ που είχε ο Κιούμπρικ) για να είναι ένα εμπορικό blockbuster. Και είναι. Μπορεί ο Νόλαν να τυγχάνει ανάλογων ελευθεριών που είχε κερδίσει ο Κιούμπρικ στην δημιουργία του, αλλά ποτέ δεν επεδίωξε να ξεφύγει από τα στεγανά της εμπορικής φόρμας- θέλει όμως να τα διευρύνει, απαιτώντας και ένα πιο σκεπτόμενο κοινό. Αυτή η ισορροπία είναι εξαιρετικά αντιφατική (δηλαδή για κάθε στοχασμό θες και ένα κλωτσομπουνίδι στο διάστημα) αλλά είναι σαφής. Από την άλλη όμως, θα ήταν λάθος να πει κάποιος ότι το Interstellar δεν έχει επιμύθιο. Έχει και παραέχει. Και εδώ όμως, το επιμύθιο έχει να κάνει με τους εξωγήινους και το φινάλε. Ας το επιχειρήσουμε: 

Στο φιλμικό γρίφο που λέγεται 2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος, όλα ξεκινούν με έναν μαύρο μονόλιθο που προσγειώνεται αφύσικα στην φωλιά πρώιμων homo sapiens σηματοδοτώντας  ένα εξελικτικό άλμα (καθώς ανακαλύπτουμε αμέσως μετά την άφιξή του τα εργαλεία). Χιλιάδες χρόνια μετά, τον ανακαλύπτουμε στη Σελήνη, ως προ εκατομυρίων χρόνων κατασκευή ενός εξωγήινου πολιτισμού. Στην πορεία, και πριν το σύστημα πλοήγησης HAL ξεπαστρέψει το πλήρωμα και στείλει τον Bowman στην άκρη χώρου και χρόνου, ο μονόλιθος φαίνεται να είναι το κάλεσμα μιας άλλης φυλής για ένα ακόμα εξελικτικό άλμα: Κάπου εκεί, μετά την ονειρική σεκάνς του τέλους, ο Bowman γερνά και αναγενάτται ως το ‘’αστρικό παιδί’’, μια νέα φάση του ανθρώπου. 

Πάμε τώρα στο Interstellar: Από την αρχή ακόμα του έργου και τα φαντάσματα που βλέπει η μικρή Μερφ, οι ‘’άλλοι’’ εμφανίζονται αργά και σταθερά. Φαίνεται μάλιστα πως οι ‘’άλλοι’’, ελέγχοντας την βαρύτητα, είναι αυτοί που ‘’καλούν’’ τον Μακόνεχι να ταξιδέψει με το πλήρωμα της NASA. Όταν μπαίνει το πλήρωμα στη σκουληκότρυπα, ένα ενεργειακό χέρι ακουμπάει το χέρι της Αν Χάθαγουει και τελικά καταλαβαίνουμε ότι όλα αυτά, οι σκουληκότρυπες, οι πλανήτες κλπ είναι ‘’βοήθειες’’ κάποιας ανώτερης φυλής για να σωθούμε. Όλα αυτά φυσικά, μέχρι το φινάλε. Στο φινάλε (είπαμε spoiler) ο Μακόνεχι και το ένα ρομπότ βουτούν στην μαύρη τρύπα και εκεί οι ‘’άλλοι’’ αποκαλύπτονται, αφού πρώτα αποκαλύπτουν τον χρόνο ως υλική διάσταση και κάθε χρονική στιγμή της Μερφ παίζει παράλληλα μπροστά στα μάτια του πατέρα της. Οι ‘’άλλοι’’ λοιπόν δεν είναι άλλοι, το φάντασμα είναι ο ίδιος ο Κούπερ που μιλάει μέσα από την παραμόρφωση του χρόνου με την κόρη του (αυτός εντάξει, το πώς το κατάλαβε αυτή βέβαια είναι άλλη ιστορία και λίγο σεναριακή ευκολία). Αφού όμως αυτός είναι και το χέρι που ακουμπάει την Χάθαγουει, τότε δεν μπορεί παρά να καταλάβει ότι όλα αυτά, ακόμα και η σκουληκότρυπα, δεν προέρχονται από κάποια άλλη φυλή αλλά από τον άνθρωπο: Όχι τον ίδιο άνθρωπο, αλλά έναν μελλοντικό άνθρωπο, που μέσω της επιστήμης έχει κατακτήσει τις εναπομείνουσες διαστάσεις. 

Πάμε λοιπόν και στα δυο μαζί: Ο Κιούμπρικ κάνει σαφές τι θέλει να πει, χρησιμοποιώντας από την αρχή την εμβληματική μουσική του Στράους και συγκεκριμένα το κομμάτι Τάδε Έφη Ζαρατούστρα. Τάδε έφη Ζαρατούστρα, δηλαδή η θεώρηση του Νίτσε ότι ο άνθρωπος δεν είναι παρά ο ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στον πρωτόγονο πίθηκο και τον υπέρ-άνθρωπο, η μετάβαση ανάμεσα σε αυτό που είμασταν και αυτό που θα γίνουμε κάποτε. Ο Bowman γερνάει σε ένα ενεργειακό επίπεδο απροσδιόριστο χωρικά στο διάστημα και με την βοήθεια του μονόλιθου αναγεννάται σε αστρικό παιδί, κοιτώντας την Γη. Είναι πλέον ο υπεράνθρωπος. Παρά την προδοσία του HAL (που πληρώνει ως Φρανκενστάιν την αλαζονεία των κατασκευαστών του, που τον προγραμματίζουν να είναι ειλικρινής και ψεύτης ταυτόχρονα, δηληδή άνθρωπος) οι ΄΄άλλοι’’ σηματοδοτούν με τον μονόλιθο το νέο μας πέρασμα σε αυτήν την ανθρώπινη/αστρική μορφή, όπως σηματοδότησαν το πέρασμά μας από την άναρθρη πιθηκίσια φύση στην χρήση των εργαλείων και το σύγχρονο εξελικτικό μας στάδιο (που είναι και πιο βίαιο, όπως έξοχα παρουσιάζει). Από την άλλη, ο Νόλαν όλα αυτά φαίνεται να τα ακούει βερεσέ: Με έναν ανθρωπισμό που ακροβατεί ανάμεσα στον στοχασμό αλλά και την αφέλεια (στους Batman αυτή η αφέλεια φάνηκε περισσότερο, ιδίως στο τελευταίο) αρνείται κάθε ‘’άλλη’’ ανώτερη μορφή και υπογραμμίζει ότι αν υπάρχει ανώτερη μορφή αυτή είναι η μελλοντική μας. Ακόμα και αυτή όμως, δεν είναι σε τομή με την υπάρχουσα, όπως διατείνεται ο Νίτσε, αλλά μια ομαλή εξελικτική μετάβαση, αφουγκραζόμενος μια σύγχρονη τάση που ναι μεν απαρνείται τον θεό αλλά αποδέχεται το θεικό και μάλιστα το τσοντάρει και στο δίποδο θηλαστικό που όσο εύκολα καταστρέφει πλανήτες άλλο τόσο μετακομίζει σε καινούριους. 

 

Ο άνθρωπος λοιπόν απελευθερώνεται, κινηματογραφικά, από τον Θεό του, αλλά παραδίδει τα κλειδιά είτε σε άλλους (Κιούμπρικ) είτε στον μελλοντικό εαυτό του, που κατακτώντας την γνώση και αποκρυπτογραφώντας το σύμπαν κυριεύει το χρόνο, οπότε πηγαίνει μπρος και πίσω κατά βούληση. Η υπαρξιακή και γλοιώδης, κατά τον Ρολάν Μπαρτ, αδυναμία να πεθάνουμε ωστόσο παραμένει μια διαχρονική σταθερά: Ο μελλοντικός άνθρωπος του Νόλαν λύνει το θέμα της θνητότητάς του με το να καμυπλώσει το χρόνο- ο Μακόνεχι ξαναβλέπει την κόρη του μόνο που η κόρη του τώρα είναι 100+ χρονών και αυτός 120+ αλλά αυτή είναι και φαίνεται και αυτός μοιάζει ακόμα 33. Η αιωνιότητα λοιπόν είναι θέμα βαρύτητας – Ο Νόλαν δεν είναι καθόλου φειδωλός στην αισιοδοξία του. Από την άλλη, μπορούμε μόνο να υποθέσουμε ότι οι αστρικοί άνθρωποι του Κιούμπρικ έχουν σίγουρα καλύτερη σχέση με το χρόνο, αλλά παραμένουν περατοί: Το μωρό είναι μωρό, ενώ οι ‘’άλλοι’’ που έχουν και το μονόλιθο έχουν εξελιχθεί πια τόσο που είναι πλέον καθαρή μορφή ενέργειας. 

Και τα δυο αστρικά trip λαμβάνουν χώρα θέτοντας συνεχώς αισθητικά και νοηματικά ερωτήματα. Αν κάποιος θέλει να είναι και λίγο αυστηρός, θα έλεγε ότι είναι η φόρμα του Νόλαν που του επιβάλλει να καταφεύγει σε σεναριακές ευκολίες: Και καλά να δεχτεί κανείς την μετατροπή του χρόνου σε υλική διάσταση (σάμπως μπορεί κάποιος να την φανταστεί καλύτερα;), αλλά το όλο happy end και η επιστροφή του Μακόνεχι στον Κρόνο (όπου βέβαια τα προβλήματα έχουν λυθεί σε διαστημικούς σταθμούς τύπου Inception) μάλλον είναι λίγο περιττό, ειδικά όταν ακολουθεί το κρεσέντο της καταβύθισης στην μαύρη έρημο της Μαύρης Τρύπας. Που εδώ που τα λέμε, για μια τόσο υπερφορτωμένη επιστημονικά ταινία, το πώς έζησε της βαρυτικής έλξης της Μαύρης Τρύπας και πως αυτή ήταν τελικά κοντά σε κάθε πλανήτη που πηγαίνανε (ενώ διαπραγματευόντουσαν για το που να πάνε με βάση την απόσταση και τα καύσιμα) δεν είναι ότι αφήνονται ανοιχτά, είναι ότι πολύ απλά προσπερνούνται για χάρην της αφήγησης. 

Μέρος 3ο: Ο κινηματογράφος του Κρίστοφερ Νόλαν

Ακόμα και αν σώζεται από ορδές fan-boys που λατρεύουν μια ερμηνεία ή ένα είδωλο (βλέπε Dark Knight Rises) και ακόμα και αν όλες οι αμφιβολίες υποκλίνονται στο οπτικό μεγαλείο (βλέπε Inception), ας παραδεχτούμε μια βασική διπλή πραγματικότητα του κινηματογράφου το Κρίστοφερ Νόλαν: Ο Άγγλος αυτός σκηνοθέτης έχει σήμερα καταφέρει να διαχειρίζεται τεράστια ποσά (από τα μεγαλύτερα) ενώ μάλιστα επιλέγει να μην τα σπαταλάει στις τάσεις τις μόδας (3D, ψηφιακό, CGI) αλλά στην τελειοποίηση του παραδοσιακού μέσου: Φιλμ, και σε πολλές σκηνές ΙMAX φιλμ, κάτι που έκανε και στο Batman σε δυο τρεις σκηνές. Από την άλλη όμως, ο κινηματογράφος του έχει ένα θέμα: Αν και είναι ο πιο αισιόδοξος ανθρωπιστής, στις ταινίες του φαίνεται συνεχώς να απουσιάζουν οι άνθρωποι. 

Ειδικά στο τρίτο Batman αυτή η προβληματική βγήκε στην πιο καθαρή μορφή της: Μια πόλη, η Γκόθαμ, ένας ήρωας και ένας κακός, μια σειρά δευτεραγωνιστών και από εκεί και πέρα το τίποτα. Οι πολίτες της Γκόθαμ δεν εμφανίζονται ποτέ, την μάχη την δίνουν οι κλέφτες και οι αστυνόμοι και όλοι οι ‘’κοινωνικοί ρόλοι’’. Ο Batman σχεδόν σε κάθε ταινία της σειράς κοροιδεύει στην κυριολεξία τους πολίτες της Γκόθαμ που τον λατρεύουν ή τον μισούν άβουλα και χωρίς ρόλο. 

Ακόμα και όταν οι ιστορίες είναι προσωποκεντρικές (όπως τα Prestige, Inception), οι χαρακτήρες του Νόλαν τείνουν να ακροβατούν πάνω στο μονοδιάστατο και το απλοικό: Συνήθως το βασικό μοτίβο είναι ένα μονοσήμαντο κίνητρο του τύπου οικογένεια, φήμη, απώλεια, έρωτας. Οι πορείες τους δεν είναι ότι χάνονται μπροστά στο οπτικό μεγαλείο, είναι στην πραγματικότητα ασήμαντες μπροστά στην ‘’γενική ιστορία’’. Αναφέραμε ήδη και τον ρόλο της Αν Χάθαγουει, ως Αμέλια Μπράντ, που προσπαθεί (στην μόνη δίλεπτη κοιλιά της ταινίας) να καθορίσει την πορεία του πληρώματος επιχειρηματολόγωντας για την ανεξερεύνητη ‘’δύναμη της αγάπης’’. Η πιλότος θέλει να σώσει την ανθρωπότητα αφού πρώτα σώσει τον έρωτά της, αντιστοίχως και ο Κούπερ θέλει να σώσει την ανθρωπότητα αφού σώσει την οικογένειά του. Το ότι τελικά όλα τα καταφέρνουν και όλοι δικαιώνονται δεν είναι ακριβώς ότι ο Νόλαν τους την χαρίζει: Είναι ότι αυτά τα εσωτερικά κίνητρα δεν είναι παρά μηχανισμοί πλοκής και ρυθμιστές της ‘’περιπέτειας’’ που λαμβάνει χώρα σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. Εξ’ ου και οι συνεχείς σεναριακές ‘’ευκολίες’’ που συναντά κανείς σε διάφορα έργα του- δεν είναι ακριβώς ευκολίες, είναι ότι ο Νόλαν βιάζεται να ‘’δείξει’’ και οι άνθρωποι που είναι οι αφηγητές του είναι ένα αναγκαίο κακό.  

Σε αυτή τη βάση, του κινηματογραφικού στυλ, το σινεμά του Νόλαν έχει ακόμα αχαρτογράφητες περιοχές, αν και στις ταινίες του χαρτογραφεί τα πιο απίθανα μέρη (το υποσυνείδητο στο Inception, το σύμπαν στο Interstellar, την μνήμη στο Memento). Η απόσταση ανάμεσα στο μεγαλείο του μέσου και το μεγαλείο του μύθου, που είναι μια σύγχρονη τάση του σινεμά, δεν θα μπορούσε να μην αφορά τον ίδιο. Ο ‘’προκάτοχός’’ του στην πρωτοπορία του μέσου, Τζέιμς Κάμερον, εισήγαγε σε είκοσι χρόνια όλα αυτά που σήμερα θεωρούμε δεδομένα σε μια κινηματογραφική βραδιά (από τα CGI του Terminator 2 μέχρι το 3D πολύχρωμο κόσμο του Avatar), αλλά ειδικά στο τελευταίο φάνηκε να χάνει την ατόφια κινηματογραφική εμπειρία που μπορεί να χάριζε με λιγότερα μέσα (όπως στην Άβυσσο που κόστισε το 1/3 των….240.000.000$ που κόστισε το Avatar).

Έχει ήδη φανεί ότι η ανάπτυξη του μέσου είναι δυνατόν να καταρρεύσει απουσία του μύθου: Είναι δεκάδες πλέον οι ταινίες 3D που κατασκευάζονται στην απόλυτη ελευθερία του υπολογιστή που δεν αντέχουν ούτε δέκα λεπτά μετά την θέαση (πόσο μάλλον στο χρόνο). Μην πάμε μακριά, ας δει κάποιος την χαοτική απόσταση της κινηματογραφικής εμπειρίας που λέγεται Hobbit από την προηγούμενη επίσκεψη στην Μέση Γη –δεν φταίει ότι η ιστορία του Τόλκιν είναι πιο αδύναμη, φταίει ότι μέσο ξεχειλώνει το μύθο αντί να τον εξυπηρετεί και να τον εξυψώνει. Ο κινηματογράφος φαίνεται να βαδίζει ταχύτατα σε μια κορυφή ενώ στην άλλη πλευρά της κορυφής το άλλο του πόδι κατρακυλάει. Ανακυκλώνει και δανείζεται με βουλιμία (κόμικς, βιβλία, παλιές ταινίες), ολοένα και περισσότερο απλοποιεί το ‘’υποθετικό κοινό’’ στο οποίο απευθύνεται. Ο Νόλαν αποτελεί μια ενδιαφέρουσα εξαίρεση του εμπορικού σινεμά, καθώς απαιτεί και ο ίδιος από το κοινό κάτι περισσότερο (όλες του οι ταινίες θέλουν προσοχή και συμμετοχή του θεατή).  Η φιλοδοξία του όμως δεν μπορεί παρά να βάζει και τον πήχη: Θα είναι ένας δημιουργός που θα σπάσει τα σύνορα και θα στρώσει το έδαφος για μια νέα σελίδα του σινεμά; Ο Κάμερον, ακολουθώντας τους Σπίλμπεργκ-Λούκας (στην παντοκρατορία του δυτικού κινηματογράφου παγκοσμίως πλέον) έχει παραδώσει την σκυτάλη προγραμματίζοντας πέντε-έξι sequel του Avatar. 

Περιμένουμε λοιπόν με αγωνία τον επόμενο κινηματογραφικό προορισμό του. 

 

 

Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα

Εσείς γνωρίζετε τι σημαίνει «νείρομαι»;

Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με μόνο 65Є εγγραφή - έως 24 Απριλίου

Μοριοδοτούμενο σεμινάριο Ειδικής Αγωγής (ΕΛΜΕΠΑ) με μόνο 50Є εγγραφή- αιτήσεις ως 24/4

2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη

Proficiency και Lower μόνο 95 ευρώ σε 2 μόνο ημέρες στα χέρια σας (ΧΩΡΙΣ προφορικά, ΧΩΡΙΣ έκθεση!)

ΕΥΚΟΛΕΣ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ και ΙΤΑΛΙΚΩΝ για εκπαιδευτικούς - Πάρτε τις άμεσα

Google news logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Google News Viber logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Viber

σχετικά άρθρα

μακρη
Σχολεία: Αλλάζουν οι ώρες αποχώρησης των μαθητών – Το νέο ωράριο από το σχολ. έτος 2024/25
Η ρύθμιση της ώρας αποχώρησης από τις σχολικές μονάδες για το σχολικό έτος 2024-2025,
Σχολεία: Αλλάζουν οι ώρες αποχώρησης των μαθητών – Το νέο ωράριο από το σχολ. έτος 2024/25