Με ιδιαίτερη αυστηρότητα και υψηλό δείκτη δυσκολίας πραγματοποιήθηκε η φετινή εξέταση στα Μαθηματικά Προσανατολισμού των Πανελληνίων 2025, με τα πρώτα μηνύματα από βαθμολογικά κέντρα να επιβεβαιώνουν την εκτίμηση: Πάνω από 75% κάτω από τη βάση, για τους υποψήφιους του πολυπληθέστατου 4ου Επιστημονικού Πεδίου (Οικονομίας και Πληροφορικής) ενώ και για τους υποψήφιους του 2ου Επιστημονικού Πεδίου το ποσοστό κάτω από τη βάση αναμένεται να ξεπεράσει το 30%.
Τα στοιχεία που καθόρισαν την εξέταση
1. Κλιμακούμενη δυσκολία, με "παγίδες" υψηλής νοητικής απαίτησης
Το Β4, το Γ4 και κυρίως το Δ4 χαρακτηρίστηκαν ως κρυφές παγίδες, με υψηλές απαιτήσεις σε μαθηματική διαίσθηση και διαχείριση άγχους. Το Δ3–Δ4 ζητούσαν όχι μόνο γνώση αλλά ανθεκτικότητα στην πίεση.
2. Πλήρης κάλυψη ύλης αλλά με υψηλές απαιτήσεις βάθους
Το Γ θέμα απαιτούσε σύνδεση θεωρίας με ασυνήθιστες εφαρμογές, ενώ το Δ θέμα συνδύαζε πολλαπλές μαθηματικές περιοχές με έμφαση στην αφαιρετική και αναλυτική σκέψη.
Ερωτήματα
Εδώ τίθεται το κρίσιμο ερώτημα: είναι πράγματι τόσο δύσκολα τα μαθήματα ή μήπως σχεδιάζονται για να είναι δύσκολα; Γιατί το ποσοστό αποτυχίας παραμένει σταθερά υψηλό, ανεξαρτήτως εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων, μεθοδολογιών ή προγραμμάτων σπουδών.
Η «κατασκευή» της αποτυχίας: Ένα καλά σκηνοθετημένο παιχνίδι
Το εξεταστικό σύστημα δεν είναι ουδέτερο. Είναι ένας μηχανισμός που «κατασκευάζει» αποτελέσματα – όχι πάντα σε συμφωνία με την εκπαιδευτική πραγματικότητα. Τα διαβαθμισμένα θέματα δεν είναι ουδέτερα ερωτήματα γνώσης· είναι επιδέξια εργαλεία διαχωρισμού. Όπως ένας υδραυλικός ρυθμίζει τη ροή του νερού, έτσι και το Υπουργείο Παιδείας ρυθμίζει το ποσοστό επιτυχίας ή αποτυχίας μέσω του βαθμού δυσκολίας.
Στην πράξη, τα θέματα δεν σχεδιάζονται για να μετρήσουν τι έμαθαν οι μαθητές, αλλά για να επιβεβαιώσουν μια προκαθορισμένη κατανομή: λίγοι αριστούχοι, κάποιοι μέτριοι, πολλοί αποτυχόντες. Το ζητούμενο είναι να εμφανίζεται μια «ορθολογική κλιμάκωση» επιδόσεων, όχι να αξιολογείται ουσιαστικά η εκπαιδευτική διαδικασία.