Νεοσυντηρητισμός και Νεοφιλελευθερισμός
Η κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019 ξεκίνησε προβάλλοντας ορμητικά ένα συντηρητικό πρόσωπο. Ο συντηρητισμός της νέας κυβέρνησης εκφράστηκε πολύ σύντομα με τα παρακάτω γεγονότα:
1. Στο μέτωπο της ισότητας των δύο φύλων χαρακτηριστική είναι η πολύ χαμηλή συμμετοχή γυναικών στη νέα κυβέρνηση. Μόλις έξι (6) γυναίκες και μάλιστα όλες σε θέση υφυπουργού.
2. Στο μέτωπο της εγκληματικότητας προβάλλεται, ήδη από την προεκλογική περίοδο, η λογική του «νόμος και τάξη», εστιάζοντας στην πάταξη της εγκληματικότητας, ως βασικής μέριμνας της Νέας Δημοκρατίας, όταν θα γίνει κυβέρνηση. Το ζήτημα της εγκληματικότητας προβλήθηκε και προβάλλεται έντονα από τα ΜΜΕ, διότι είναι κάτι που πουλάει. Ταυτόχρονα όμως έχει πολύ συγκεκριμένες ιδεολογικές, ψυχολογικές και πολιτικές λειτουργίες Δημιουργεί μια ζοφερή εικόνα της κοινωνίας καλλιεργώντας φόβο και ανασφάλεια. Αυτά με τη σειρά τους, διεγείροντας το συναίσθημα, εξασφαλίζουν την αναγκαία τηλεθέαση, ενώ στο πολιτικό-ιδεολογικό πεδίο ενισχύουν τις υπάρχουσες τάσεις συντηρητικοποίησης, αποσπώντας ταυτόχρονα συναίνεση για έντονη κρατική καταστολή, στο βαθμό που το κράτος και οι κατασταλτικοί του μηχανισμοί βιώνονται ως ασπίδα προστασίας.
Με αυτόν τον τρόπο αφενός μπαίνουν σε δεύτερο πλάνο οι πραγματικές αιτίες της ανασφάλειας των πολιτών που έχουν να κάνουν με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές αφετέρου το κράτος εξασφαλίζει την αναγκαία συναίνεση για έντονη καταστολή παρουσιάζοντας διογκωμένο και ταυτόχρονα αυθύπαρκτο το πρόβλημα της εγκληματικότητας – που εμφανίζεται χωρίς αναφορές στα αίτια – και εστιάζοντας στην καταστολή.
Ήδη από το πρώτο μετεκλογικό διάστημα τα ΜΜΕ σπεύδουν με εκτεταμένες περιγραφές έντονης παρουσίας της αστυνομίας σε περιοχές της Αθήνας με εικόνες πάνοπλων αστυνομικών με όπλα κρεμασμένα στον ώμο, σαν να αντιμετωπίζει η χώρα κατάσταση πολέμου. Ταυτόχρονα το μικρόφωνο και η κάμερα των καναλιών απευθύνεται στους περαστικούς που δίνουν το Ο.Κ. για όλη αυτή την κινητοποίηση των δυνάμεων ασφαλείας, που παραπέμπουν σε κατάσταση ανάγκης.
Στο ίδιο πεδίο, η κυβέρνηση έχει δηλώσει τη δέσμευσή της για επανίδρυση των φυλακών υψίστης ασφαλείας, των «φυλακών τύπου Γ΄», που είχαν ιδρυθεί το 2014 με τον νόμο 4274 για να καταργηθούν το 2015 με τον νόμο 4322 από την κυβέρνηση του Σύριζα.
Οι φυλακές αυτές, χωρίς να υπηρετούν πραγματικά ζητήματα ασφάλειας της κοινωνίας, αποδίδουν συμβολικά το δόγμα «Τάξη και Ασφάλεια». Απομονώνοντας κρατούμενους, οι οποίοι με αόριστες αξιολογήσεις, όπως λέει ο Φώτης Κουβέλης, «θα κρίνονται επικίνδυνοι και θα εγκλείονται σε αυτές», όπου θα στερούνται «από μέτρα και προγράμματα που υπηρετούν τον σωφρονισμό και την κοινωνική επανένταξη», μετατρεπόμενοι «σε στόχους και υποκείμενα μιας εκδικητικότητας αναντίστοιχης με ένα κράτος δικαίου και ανθρωπισμού, που πρέπει να αποτελεί συνεχή διεκδίκηση μιας δημοκρατικής κοινωνίας»#.
3. Στα εκκλησιαστικά ζητήματα κάνουν την εμφάνισή τους δύο γεγονότα που σοκάρουν:
Η επιτιμοποίηση του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Άνθιμου που έχει επανειλημμένως προκαλέσει με τον σκοταδιστικό, μισαλλόδοξο και εντέλει αντιχριστιανικό του λόγο. Στις 15 Ιουλίου 2019 αναγορεύτηκε κρυφίως επίτιμος διδάκτορας του τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ και μάλιστα σε χώρο εκτός του Πανεπιστημίου.
Το δεύτερο αναφέρεται στην εγκύκλιο 5721/ 2018 της Ιεράς Συνόδου της εκκλησίας της Ελλάδος που είδε το φως της δημοσιότητας στα τέλη Ιουλίου 2019 με την οποία καθιερώνεται “«ημέρα του αγέννητου παιδιού», αμφισβητώντας ευθέως το δικαίωμα στην άμβλωση”#.
Τέλος, ακούμε τον αρχιεπίσκοπο να λέει ότι δεν ισχύει πλέον η συμφωνία που είχε κάνει με τον προηγούμενο πρωθυπουργό, εκπέμποντας το μήνυμα ότι εκκλησία και ΝΔ πάνε πακέτο.
4. Στο ίδιο(!) χαρτοφυλάκιο με τα εκκλησιαστικά, τα θέματα της παιδείας κινούνται προς κατευθύνσεις που έχουν έντονες τις επιρροές από τους παραπάνω συντηρητικούς προσανατολισμούς. Για το μάθημα των θρησκευτικών ακούμε την υπουργό παιδείας να μιλάει για ιεροδιδάσκαλους, ενώ ένα από τα κεντρικά ζητήματα που έχει αναδείξει η νέα κυβέρνηση είναι το θέμα του πανεπιστημιακού ασύλου. Από την προεκλογική περίοδο το είχε προκρίνει ως μείζον ζήτημα και μετεκλογικά είναι από τα πρώτα ζητήματα που σπεύδει να ρυθμίσει.
Το πανεπιστημιακό άσυλο έχει πολλές διαστάσεις. Οι ρυθμίσεις που προτείνονται από τα κυβερνητικά στελέχη μιλούν στην ουσία για κατάργηση του ασύλου, αφού η αστυνομία θα μπορεί να επεμβαίνει πλέον στους πανεπιστημιακούς χώρους με τηλεφωνική καταγγελία από οποιονδήποτε φοιτητή ή απλό πολίτη. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τον συνολικότερο θόρυβο που έχουν ξεσηκώσει οι συντηρητικοί πολιτικοί και τα ΜΜΕ που τους στηρίζουν, δίνουν πλήθος μηνυμάτων, κάποια από τα οποία είναι λανθάνοντα αλλά εξίσου, αν όχι περισσότερο, σημαντικά.
Πρώτον, αποκρύπτεται το γεγονός ότι στο ισχύον νομοθετικό πλαίσιο η αστυνομία παρεμβαίνει αυτοδίκαια στο χώρο του πανεπιστημίου σε περίπτωση που διαπράττεται κακουργηματική πράξη.
Δεύτερον, αμφισβητείται το αυτοδιοίκητο του πανεπιστημίου και η ικανότητα των πανεπιστημιακών να ρυθμίσουν τα του οίκου τους. Προβάλλεται η καταστολή ως η λύση για τα προβλήματα που αναφύονται στο πανεπιστήμιο. Αποκρύπτεται έτσι το γεγονός ότι, πίσω από τις διαφορές αντιμετώπισης των διαφόρων γεγονότων που απασχολούν την πανεπιστημιακή κοινότητα, μπορεί να υπάρχουν, και συχνά υπάρχουν, διαφορετικές θεωρητικές και πρακτικές αντιλήψεις για τα ακαδημαϊκά προβλήματα, την πιθανή αξία και συνεισφορά τους μέσα στο ακαδημαϊκό πλαίσιο καθώς και τη λύση τους.
Η ακαδημαϊκή ελευθερία επομένως περιορίζεται μόνο στο θεωρητικό πεδίο, ενώ στο πεδίο της πράξης θεωρείται δεδομένη η κοινή αντίληψη που εστιάζει στην καταστολή αδιαφορώντας για τις αιτίες. Το μήνυμα που εκπέμπεται μέσα από μια τέτοια ρύθμιση είναι ότι ο πανεπιστημιακός χώρος είναι πνευματικός χώρος διακίνησης ιδεών, ιδεών όμως που τους αποδίδεται ένα καθεστώς απογείωσης από την πραγματικότητα, και, σε μια πιο χυδαία εκδοχή, της “αμπελοφιλοσοφίας”, ενώ ο χώρος της καθημερινής πράξης αποτελεί τον χώρο που προνομιακά ανήκει στις ρυθμίσεις των λιγότερο “φευγάτων” και πιο προσγειωμένων πολιτικών. Οι συνέπειες όμως στο ακαδημαϊκό πεδίο μπορεί να είναι πολύ σοβαρές, αφού προκρίνεται η θετικιστική προσέγγιση των πραγμάτων στις ανθρώπινες σχέσεις, ενώ απορρίπτεται η κριτική προσέγγιση ή οι πειραματικές λύσεις.
Τρίτον, ο πανεπιστημιακός χώρος εμφανίζεται από πολιτικά πρόσωπα και μέσα επικοινωνίας ως ένας χώρος ανομίας, καταγράφεται δε στη συνείδηση του κόσμου ως τέτοιος. Πρόκειται για μια εικόνα που εκπέμπει δύο ταυτόχρονα μηνύματα. Από τη μία ότι το πανεπιστήμιο είναι ένας χώρος που έχει κατακλυστεί από γενικευμένη εγκληματικότητα, κάτι που για ορισμένους δείχνει ως ένοχο την κριτική πανεπιστημιακή σκέψη που «αδυνατεί να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα», ενώ από την άλλη ότι το πανεπιστήμιο πρέπει να είναι ένας χώρος προαγωγής οργανωμένης γνώσης με σταθερό προσανατολισμό σε πρακτικούς σκοπούς και στην αποτελεσματικότητα.
Πρόκειται για έναν ακαδημαϊκό οικονομισμό, στο πλαίσιο της λογικής του οποίου το πανεπιστήμιο δεν είναι το εκπαιδευτικό ίδρυμα που ακτινοβολεί καλλιεργώντας τη θεωρητική σκέψη και παράγοντας κριτική γνώση με τις εφαρμογές της. Στα πλαίσια του γενικευμένου οικονομισμού από τον οποίο εμφορείται ο νεοφιλελευθερισμός, στο πανεπιστήμιο επιφυλάσσεται ο ρόλος του χώρου που είναι ολοκληρωτικά σχεδόν στραμμένος στην οικονομία, που λειτουργεί συμπληρωματικά και ενισχυτικά προς αυτήν, ένα ίδρυμα προορισμένο να παράγει καινοτομίες για οικονομική αξιοποίηση.
Ενδιαφέρον έχει να δούμε πώς ο φιλελευθερισμός στη σύγχρονή του μορφή συνδέεται με τον συντηρητισμό. Πώς γίνεται ο νεοφιλελευθερισμός – με δεύτερο συνθετικό του το φιλελευθερισμός – να συνδυάζεται, από την πρώτη του μάλιστα εφαρμογή στη Χιλή μέχρι σήμερα και μάλιστα όλο και περισσότερο, με τον αυταρχισμό και τον συντηρητισμό.
Μια πρώτη ερμηνεία είναι ότι η αντιλαϊκότητα των μέτρων με τα οποία συνδέεται η νεοφιλελεύθερη οικονομική αντίληψη απαιτεί σε κάποιο βαθμό αυταρχική αντιμετώπιση προκειμένου να τα επιβάλλει. Το κοινωνικό κράτος που ξηλώνεται, η φτωχοποίηση εκτεταμένων κομματιών της μεσαίας τάξης, η δημιουργία μεγάλου κοινωνικού περιθωρίου δημιουργούν μεγάλες κοινωνικές εντάσεις και απαιτείται επιβολή.
Απομακρύνοντας τον φακό από το χώρο της δράσης σε εκείνο των δομών, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο ολοκληρωτισμός των οικονομικών δομών μοιραία οδηγεί στον ολοκληρωτισμό σε πολιτικό επίπεδο. Όσο η οικονομική δύναμη συγκεντρώνεται στα χέρια μιας μικρής ελίτ, τόσο και η πολιτική δύναμη θα έχει μια τάση συγκέντρωσης σε ένα εξουσιαστικό κέντρο που θα λειτουργεί όλο και περισσότερο προς όφελος των συμφερόντων αυτής της ελίτ.
Πιο συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης άσκησης εξουσίας, έχει επέλθει, όπως λέει ο Κύρκος Δοξιάδης#, «η οικονομικοποίηση της πολιτικής» στο βαθμό που η πολιτική που ασκείται από τις κυβερνήσεις «δεν έχει να κάνει τόσο με εφαρμογή προγραμματικών διακηρύξεων που τίθενται στην κρίση των πολιτών … αλλά με μια δομή του κράτους και της κυβέρνησης που είναι λίγο πολύ η ίδια συγκροτημένη επί τη βάσει των προτύπων της οικονομίας της αγοράς – σύμφωνα με τις αρχές του “ορντοφιλελευθερισμού”, ήτοι της γερμανικής εκδοχής του νεοφιλελευθερισμού». Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι «το κέντρο βάρους της κυριαρχικής ισχύος μετατίθεται από καθαυτό πολιτικούς σε οικονομικούς μηχανισμούς».
Ο Θεόδωρος Γεωργίου μιλάει για «”συντηρητική επανάσταση” σε παγκόσμια κλίμακα»#, με την πολιτική να χάνει την αυτονομία της και να εξαρτάται από την οικονομία, και τους πολιτικούς να μην ασκούν πολιτική αλλά ως τεχνοκράτες να διεκπεραιώνουν το έργο τους. Ακόμα χειρότερα, λέει, «οι τεχνοκράτες υποκαθιστούν τους πολιτικούς στο έργο της επίλυσης των κοινωνικών προβλημάτων. Πρόκειται μάλιστα, όπως ισχυρίζεται, για έναν νέο συντηρητισμό που «δεν έχει καμία σχέση με τον συντηρητισμό των Ρέιγκαν και Θάτσερ. Εκείνος ήταν ιδεολογικός , επομένως εντασσόταν στην ορθολογική επιχειρηματολογία της δημόσιας σφαίρας. Ο δικός μας (σημερινός) συντηρητισμός είναι το προσωπείο του νεοφιλελευθερισμού, ως ιδεολογίας που ελέγχει και επιτηρεί την ανθρώπινη ζωή».
Πέρα όμως από τις παραπάνω γενικές παρατηρήσεις υπάρχει το ζήτημα μιας κοινωνίας που όλο και περισσότερο θρυμματίζεται και αποδιοργανώνεται χάνοντας κάθε δυνατότητα αντίστασης. Η εξατομίκευση των εργασιακών συνθηκών των εργαζομένων μέσω των ατομικών συμβάσεων εργασίας και των ελαστικών μορφών απασχόλησης – από εκείνες του μειωμένου ωραρίου μέχρι αυτές της εργασίας από το σπίτι μέσω του υπολογιστή – δημιουργεί μια αγορά εργασίας που είναι κατακερματισμένη και ανίκανη να οργανώσει συλλογική δράση, άρα και να προβάλει συλλογική αντίσταση.
Όλα τα παραπάνω συνοδεύονται στο ψυχολογικό επίπεδο από μια διάχυση του φόβου στα κοινωνικά μέλη. Η οικονομική κατά βάση ανασφάλεια δημιουργεί το κατάλληλο ψυχολογικό έδαφος που στηρίζεται στο φόβο για το αύριο, γεγονός που εξηγεί τη συντηρητικοποίηση των κοινωνιών. Στο σημείο αυτό βρίσκονται, κατά τη γνώμη μου, τα γενικότερα ζητήματα που συνδέονται με μεγάλα ερωτήματα για την αριστερά στον σημερινό κόσμο.
Το πρόβλημα της Αριστεράς σήμερα
Μετά τις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019 και την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε μια διαδικασία μετασχηματισμού του κόμματος, ενώ ταυτόχρονα άνοιξε μοιραία ένας διάλογος για την αριστερά και την κεντροαριστερά στη χώρα.
Ας συμφωνήσουμε κατ’ αρχήν σε κάποια δεδομένα ως βάση για την παραπέρα συζήτηση και για εκτιμήσεις:
Πρώτον, ο ΣΥΡΙΖΑ, την τετραετία που ήταν στην κυβέρνηση, δεν κυβέρνησε ως αριστερά τη χώρα αλλά διαχειρίστηκε την κατάσταση της κρίσης με μεγάλη μεν ευαισθησία, αλλά πάντα μέσα στο σαφές και στενό πλαίσιο που επέβαλαν οι δανειστές. Ήθελε να πράξει αλλιώς – το πώς είναι άλλο ζήτημα – αλλά δεν μπορούσε.
Δεύτερον, τότε (το 2015) όπως και τώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ψηφίστηκε μόνο από αριστερούς αλλά από μια μεγάλη ποικιλία ψηφοφόρων. Ποικιλία όσον αφορά την πολιτική τους καταγωγή και τις ιδεολογικές τους αφετηρίες. Αυτό βέβαια είναι κάτι που αφορά όλα σχεδόν τα πολιτικά κόμματα.
Από τα παραπάνω δεδομένα εύκολα καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κρίθηκε στις εκλογές του Ιουλίου 2019 ως αριστερό κόμμα αλλά ως διαχειριστής της κρίσης. Είναι φανερό ότι, μέσα στις συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και την απόλυτη επικράτηση της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, οι ελπίδες και τα οράματα για μια κοινωνία ισότητας και ανθρώπινης ευαισθησίας υποχωρούν μέχρι εξαφανίσεως. Μια γενικευμένη αποϊδεολογικοποίηση διαχέεται σε ολόκληρη την κοινωνική ζωή, αφού το κέντρο βάρους μεταφέρεται από το «τι κοινωνία θέλουμε να χτίσουμε, θέλουμε να έχουμε» στο «αφού η κοινωνική πραγματικότητα είναι δεδομένη, πώς θα μπορέσουμε να πορευτούμε καλύτερα μέσα σ’ αυτήν, πώς θα λειτουργήσουμε πιο αποτελεσματικά και ωφέλιμα για τον εαυτό μας και τους δικούς μας ανθρώπους».
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο μια σειρά ερωτημάτων προβάλλουν. Υπάρχει αριστερά σήμερα; Ποια είναι και τι είναι εντέλει η αριστερά; Τι είναι αυτός ο περίφημος συμβιβασμός της σοσιαλδημοκρατίας μέχρι συγχωνεύσεως με τα καθαρά συντηρητικά κόμματα; Είναι η αριστερά ανίκανη να αρθρώσει λόγο αντικαπιταλιστικό και γιατί; Υπάρχει συντηρητική στροφή των κοινωνιών κι αν ναι σε ποια θέματα και γιατί; Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα είναι απαραίτητη αν θέλουμε να μην κινούμαστε στον αφρό των ερμηνειών μιλώντας για τον ΣΥΡΙΖΑ, για τη σοσιαλδημοκρατία στη χώρα μας ή στο εξωτερικό, για τη ριζοσπαστική αριστερά κλπ. Η απάντηση προφανώς βρίσκεται στις σημερινές συνθήκες που ζούμε. Ας επιχειρήσουμε μια σύντομη προσέγγιση των συνθηκών αυτών.
Ο καπιταλισμός είναι αυτή τη στιγμή χωρίς αντίπαλο. Οι χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, όσο υπήρχαν, λειτουργούσαν ως μπαμπούλας απέναντι στον καπιταλισμό, ένας μπαμπούλας που επηρέαζε πολύ σημαντικά τις καπιταλιστικές διευθετήσεις στις πλούσιες χώρες της δύσης. Ταυτόχρονα η ισχυρή παρουσία ενός συνόλου χωρών, που όμνυαν στις αρχές του κομμουνισμού, αποτελούσε μια εγγύηση και νομιμοποιούσε, με τη δύναμη της ισχύος, τις ελπίδες και τα οράματα όσων προσδοκούσαν μια αλλαγή προς όφελος των εκμεταλλευομένων. Με την κατάρρευση του 1989 αυτή η συνθήκη παύει να υπάρχει. Το χειρότερο όμως είναι ότι η «αριστερή μελαγχολία», που προήλθε από την πτώση του πρώην σοσιαλιστικού παραδείσου, εκφράστηκε τις επόμενες δεκαετίες περισσότερο, όπως λέει ο Τάσος Τσακίρογλου, από μια «έλλειψη» παρά από μια «απώλεια». Από την «έλλειψη», όπως λέει ο Έντσο Τραβέρσο, «ενός κομμουνισμού έτσι όπως οι αριστεροί τον ονειρεύτηκαν και τον προσδοκούσαν, όχι όπως πραγματοποιήθηκε, με τη μορφή του κρατικού σοσιαλισμού»#.
Στην εποχή της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης που έχει διαμορφωθεί τις τελευταίες δεκαετίες, το κεφάλαιο κινείται πλέον υπερεθνικά, δεν έχει πατρίδα. Οι εθνικές νομοθεσίες αδυνατούν να βάλλουν κανόνες στο κεφάλαιο, αφού αυτό βρίσκεται παντού και πουθενά. Οι τεράστιας οικονομικής δύναμης πολυεθνικές επιχειρήσεις επιλέγουν με βάση το συμφέρον τους πού θα είναι η έδρα τους, πού οι εγκαταστάσεις και η παραγωγή τους – σε περιοχές για παράδειγμα με φθηνό εργατικό δυναμικό – κλπ., ενώ βέβαια απευθύνονται στους καταναλωτές της παγκόσμιας πλέον αγοράς. Μόνο μια παγκόσμια διακυβέρνηση θα μπορούσε να βάλει κανόνες σε τέτοιες επιχειρήσεις και να ελέγξει τη δραστηριότητά τους.
Στα παραπάνω θα πρέπει να συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι στον σημερινό κόσμο κυριαρχεί το χρηματιστικό κεφάλαιο, το κεφάλαιο που κερδίζει μέσω του δανεισμού κρατών επιχειρήσεων και νοικοκυριών ή μιας μεγάλης ποικιλίας τραπεζικών προϊόντων, γεγονότα που προσδίδουν μια καθαρά κερδοσκοπική και μη παραγωγική διάσταση στο σύγχρονο καπιταλισμό, κάνοντας ταυτόχρονα πιο έμμεση και λιγότερο ορατή την κερδοσκοπία και εκμετάλλευση.
Σε επίπεδο κοινωνίας και εργασιακών συνθηκών έχουμε μια πορεία κατακερματισμού των εργαζομένων. Απομακρύνονται έτσι οι προϋποθέσεις για οργανωμένη συλλογική δράση στη βάση κοινών συμφερόντων των εργαζομένων. Δεν υπάρχουν πλέον οι κοινωνικές τάξεις ως συμπαγείς κοινωνικές ομάδες με κοινά συμφέροντα, ενώ παρατηρείται μια τάση γενικευμένης υπαλληλοποίησης των διαφόρων κατηγοριών εργαζομένων, αλλά με έντονη διαφοροποίηση ή και εξατομίκευση των όρων και συνθηκών εργασίας.
Ταυτόχρονα δημιουργείται ένα μεγάλο κοινωνικό περιθώριο. Η κοινωνία του ενός τρίτου είναι παρούσα. Το ένα τρίτο έχει σταθερή και σχετικά καλά αμειβόμενη εργασία, ένα άλλο τρίτο περιστασιακή, μερικής απασχόλησης ή εποχική – εξαρτώμενη από εξωτερικές συνθήκες που δε διασφαλίζουν βεβαιότητα και σταθερότητα εισοδημάτων – και το τρίτο σε συνθήκες περιθωρίου προσπαθεί να επιβιώσει σε κατάσταση ανεργίας για μεγάλα διαστήματα ή και σε μόνιμη βάση.
Στο ψυχολογικό επίπεδο, ο φόβος για ένα αβέβαιο μέλλον και η ανασφάλεια της επιβίωσης είναι έντονα παρούσες τόσο στο κοινωνικό περιθώριο όσο και στους περιστασιακά εργαζόμενους, τους εποχικά εργαζόμενους, τους εργαζόμενους μειωμένου ωραρίου και τους χαμηλά αμειβόμενους.
Η απουσία εναλλακτικής πρότασης, οραματικής προοπτικής, έρχεται να συμπληρώσει το παζλ. Εάν πρόβαλε μια άλλη πρόταση κοινωνικής οργάνωσης πειστική και καλύτερη, ο κόσμος θα μπορούσε να στραφεί προς αυτήν αναζητώντας διέξοδο στα επιδεινούμενα προβλήματα της ζωής του. Η σημερινή πραγματικότητα όμως φαντάζει ως η μόνη δυνατή, όχι μόνο για σήμερα αλλά και για το ορατό μέλλον.
Ο φόβος και η ανασφάλεια επιτείνονται, διότι οι ανεπτυγμένες κοινωνίες στις οποίες αναφερόμαστε έχουν περάσει από το στάδιο της αφθονίας αγαθών και της υπερκατανάλωσης. Αυτό σημαίνει ότι πριν από κάποιες δεκαετίες ο Έλληνας ήταν προσαρμοσμένος σε συνθήκες οικονομικής στενότητας και ήταν συνηθισμένος να ζει μέσα σ’ αυτές θεωρώντας το ως μια κατάσταση φυσιολογική, μια κατάσταση κανονικότητας στην οποία μάλιστα το σύνολο του οργανωμένου κοινωνικού περιβάλλοντος, οι συνθήκες ζωής, οι προσδοκίες και οι φιλοδοξίες ήταν απολύτως προσαρμοσμένα. Σήμερα αντιθέτως εκτεταμένα τμήματα της κοινωνίας, έχοντας βιώσει τον καταστροφικό καταναλωτικό παράδεισο της επίπλαστης όσο και διαλυτικής αφθονίας των δεκαετιών του 1980, του ’90 και του 2000, που λειτουργούν ως σημείο αναφοράς, βιώνουν συνθήκες έντονης στέρησης, πολύ δε περισσότερο αφού ο καταναλωτισμός εξακολουθεί να χαρακτηρίζει τις σύγχρονες κοινωνίες, μόνο που αφορά περιορισμένα τμήματα του πληθυσμού τους.
Αν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι η σύγχρονη κοινωνική ζωή είναι οργανωμένη στη βάση της πληθώρας των καταναλωτικών αγαθών – πολλά από τα οποία γίνονται κατ’ αυτόν τον τρόπο απαραίτητα για την στοιχειώδη κοινωνική ένταξη ή και τη δυνατότητα να εργάζεται κάποιος και να ανταπεξέρχεται στα εργασιακά του καθήκοντα – καταλαβαίνουμε ότι η κατανάλωση ενός σημαντικού αριθμού προϊόντων γίνεται κομμάτι της σύγχρονης ζωής και εντάσσεται στις ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου, ανεβάζοντας το καταναλωτικό πρότυπο σε ύψη που λίγοι μόνο μπορούν να ανταποκριθούν με σχετική άνεση. Το σύνδρομο στέρησης και αποκλεισμού έτσι είναι γενικευμένο ψυχικό χαρακτηριστικό που πηγάζει από τις σύγχρονες δομές και εξυπηρετεί αφενός την αναγκαία υψηλή κατανάλωση, αφετέρου το αίσθημα αναξιότητας και έλλειψης ικανοτήτων που διαχέεται σε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, το οποίο, συνδυαζόμενο με την ιδεολογία της αξιοκρατίας και της αριστείας, εξασφαλίζει την αναγκαία συναίνεση σε μια κοινωνία έντονης ανισότητας.
Ο φόβος και η οικονομική ανασφάλεια αφορά και τους έχοντες σταθερή και πλήρη απασχόληση, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπως η σημερινή Ελλάδα, όπου οι οικονομικές επιβαρύνσεις είναι τόσο μεγάλες που προκαλούν αίσθημα οικονομικής ασφυξίας και έντονης αβεβαιότητας για το μέλλον, για κάθε έκτακτη ανάγκη ή σε περίπτωση αδυναμίας για εργασία από γεράματα, από ασθένεια κλπ. Αυτά αφορούν όχι μόνο τις ιδιαίτερες περιπτώσεις κρατών όπως η χώρα μας αλλά το σύνολο των ανεπτυγμένων χωρών, αφού το κοινωνικό κράτος υποχωρεί παντού. Και το χειρότερο είναι ότι, εφόσον δεν αμφισβητείται το χρηματιστικό καπιταλιστικό σύστημα, η δομικά ορθολογική λύση μέσα στις σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες δεν είναι παρά το ξήλωμα του κοινωνικού κράτους πρόνοιας.
Ο φόβος όχι μόνο παράγεται από τις παραπάνω συνθήκες αλλά ταυτόχρονα, σε συνδυασμό με την ιδιώτευση που οι ίδιες αυτές συνθήκες επίσης παράγουν, οδηγεί στην ενίσχυση του αρνητικού κλίματος, απομακρύνοντας τη δημιουργία οραματικών καταστάσεων. Δεδομένου ότι το οραματικό προϋποθέτει προοπτική και ελπίδες για κάτι καλύτερο, η έντονη παρουσία του φόβου και της ανασφάλειας σε μια κοινωνία συνδέεται με υποχώρηση της αριστεράς στην κοινωνία αυτή.
Σε αντίθεση με αυτό που πολλοί πιστεύουν, η εξαθλίωση δεν οδηγεί σε αύξηση της επαναστατικότητας. Το πολύ - πολύ να προκαλέσει ξεσπάσματα βίας που με την κατάλληλη διαχείριση μπορούν να αξιοποιηθούν από τις κυρίαρχες δυνάμεις και τους πολιτικούς εκφραστές τους για ενίσχυση της υπάρχουσας κοινωνικής κατάστασης.
Η αριστερά ως πολιτική δύναμη μπορεί να υπάρχει ως πραγματική αριστερά και όχι ως κακέκτυπο, μόνο εφόσον έχει αναφορές στην κοινωνία. Και για να έχει αναφορές στην κοινωνία πρέπει οι αξίες και τα οράματα για μια καλύτερη κοινωνία να έχουν διαχυθεί στα τμήματα εκείνα του κοινωνικού σώματος που έχουν την ανάγκη και την ευαισθησία να τα ακούν και να τα νιώθουν.
Όσο η ιδέα της προόδου ήταν παρούσα στο κοινωνικό φαντασιακό, η αριστερά άκμαζε. Η ιδέα μάλιστα της προόδου ήταν παρούσα τόσο στην κυρίαρχη ιδεολογία όσο και στην αριστερά. Ο σημερινός κόσμος δεν διαθέτει κάτι αντίστοιχο. Μπροστά στην ευφορία μιας ελίτ που πλουτίζει, ο υπόλοιπος κόσμος δεν μπορεί να φανταστεί κάποιο μέλλον αλλιώτικο και κυρίως καλύτερο.
Μέσα σε ένα περιβάλλον όπου: α) οι απρόσωπες, αόρατες και άπιαστες ελίτ κινούνται στον υπερεθνικό χώρο και δεν μπορούν να περιοριστούν από τους κανόνες καμίας επιμέρους εθνικής νομοθεσίας, β) το περιβαλλοντικό πρόβλημα επιδεινώνεται και πολλά επικίνδυνα σημάδια κάνουν την εμφάνισή τους, χωρίς αυτά να οδηγούν σε σοβαρή λήψη μέτρων για την εξισορρόπηση των μεγάλων ανισορροπιών που η ανθρώπινη δραστηριότητα έχει προκαλέσει στη φύση και γ) κανένα εναλλακτικό μοντέλο ζωής δεν κάνει την εμφάνισή του με αξιώσεις να αγκαλιαστεί από την κοινωνία και να γίνει προωθητική δύναμη προς τα εμπρός, μέσα σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, οι αρνητικές εξελίξεις φαντάζουν ως οι πιο πιθανές (όλο και μεγαλύτερη απομάκρυνση από τη φύση, φυσικές καταστροφές, πόλεμοι, ανισότητα, μηχανοποίηση του ανθρώπου).
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον λοιπόν οι αγώνες που μπορούν να δοθούν είναι αγώνες άμυνας απέναντι στα χειρότερα, τα οποία μάλιστα δείχνουν πως δεν μπορούν να αποφευχθούν. Είναι φανερό ότι σ’ αυτές τις συνθήκες δεν υπάρχει χώρος για την αριστερά. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ο ατομισμός και η προσπάθεια επίλυσης των προβλημάτων των ανθρώπων και διασφάλισης του μέλλοντός τους γίνεται με στροφή προς το άτομό τους και τους δικούς τους ανθρώπους#. Οι ατομιστικές λύσεις αποτελούν στρατηγικές επιβίωσης μέσα σε έναν κόσμο που έχουν θρυμματιστεί οι συλλογικότητες και στον οποίο βασιλεύει ο φόβος και η ανασφάλεια.
Όταν ο Σύριζα κέρδισε στις εκλογές το 2015 και σχημάτισε κυβέρνηση, όχι μόνο δεν πήρε την εξουσία, αλλά ήταν καταδικασμένος, παρά τις ελπίδες και την καλή θέληση κάποιων από τα στελέχη του, να λειτουργήσει ως μη αριστερά. Προφανώς τις εκλογές δεν τις πήρε επειδή οι αριστερές ιδέες ήταν πλειοψηφικές στην κοινωνία, γι’ αυτό και ενώ τα πήγε καλά στη διαχείριση των εξαιρετικών δυσκολιών της περιόδου της κρίσης, δεν εφάρμοσε και δε θα μπορούσε να εφαρμόσει αριστερές πολιτικές. Διότι ψηφίστηκε συγκυριακά. Διότι, ακόμη και αν του το επέτρεπαν οι δανειστές, δε θα μπορούσε να εφαρμόσει αριστερό πρόγραμμα, όχι μόνο λόγω των διεθνών συσχετισμών, αλλά και διότι, εξαιτίας αυτών, δεν είχε και δεν έχει αριστερούς πολίτες που να τον στηρίζουν.
Στην Εφημερίδα των Συντακτών της 26ης Ιουλίου 2019 ο Τάσος Τσακίρογλου σημειώνει πολύ σωστά: “Τα ερωτήματα «τι Αριστερά θέλουμε» και εάν μπορούμε να τη φανταστούμε δεν αφορούν την Ελλάδα, αλλά το παγκόσμιο αριστερό κίνημα … Το πραγματικό πρόβλημα της Αριστεράς σήμερα είναι ότι δεν αποτελεί συνδιαμορφωτή των κοινωνικών εξελίξεων. Δεν είναι μεταβλητή της εξίσωσης, δεν επηρεάζει τη λαϊκή βάση, δεν έχει ρόλο στο όποιο συνδικαλιστικό κίνημα, δεν παράγει ιδέες … ”#.
Είναι φανερό ότι στις σημερινές συνθήκες που ζούμε, οι οποίες χαρακτηρίζονται από έναν παγκοσμιοποιημένο, χρηματοπιστωτικό και άναρχο καπιταλισμό που διέπεται από την πλήρη επικράτηση της αγοράς και της λογικής της σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, με την ιδιωτικοποίηση, την εμπορευματοποίηση και την ανταγωνιστικότητα στο επίκεντρο των κοινωνικών σχέσεων κάθε μορφής, η Αριστερά εμφανίζεται όχι απλά αμήχανη αλλά μάλλον ανύπαρκτη. Μεμονωμένα η αριστερή αναζήτηση είναι υπαρκτή, όχι όμως ως συγκροτημένη πολιτική δύναμη. Το χειρότερο όμως είναι ότι έχει εξοβελιστεί από τη συνείδηση της κοινωνίας ως μια διέξοδος προόδου, δεν παράγει ιδέες, δεν μπορεί να διεκδικήσει το ρόλο της εναλλακτικής λύσης, δεν έχει κάτι να προτείνει μέσα σε ένα περιβάλλον μιας καταθλιπτικής πλήρους επικράτησης του δεδομένου, στο οποίο οτιδήποτε το εναλλακτικό δεν μπορεί να σταθεί με αξιώσεις.
Όλα όσα γράφτηκαν στο κείμενο αυτό δεν έχουν με κανένα τρόπο το νόημα ότι η αριστερά δεν έχει θέση στο σύγχρονο κόσμο και ότι είναι ένα μουσειακό είδος. Αντιθέτως όσο υπάρχουν ζωντανοί άνθρωποι η αριστερά είναι αυτή που καλείται να διαφυλάξει τη ζωντάνια. Αν όμως δεν αξιολογηθούν σωστά τα παραπάνω στοιχεία, η αριστερά όχι μόνο δεν θα παίξει το ρόλο της αλλά δε θα μπορέσει καν να υπάρξει. Δεν αρκεί που χρειαζόμαστε την αριστερά ή την θέλουμε. Πρέπει να βρούμε και τον τρόπο η ανάγκη αυτή να γίνει πραγματικότητα, ξεφεύγοντας από τις αναλύσεις και τις προτάσεις του παρελθόντος που μπορεί να ήταν πολύ καλές για την εποχή τους όχι όμως για τις σημερινές τελείως καινούριες συνθήκες, ταυτόχρονα όμως προσέχοντας τις παγίδες ενσωμάτωσης στο σύστημα που κρύβει μια εποχή σαν τη δική μας, μια εποχή που στηρίζεται στην επικοινωνία και την εντυπωσιακή συσκευασία.
*Ο Ηλίας Δασκαλάκης είναι εκπαιδευτικός σε σχολείο της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στην Κέρκυρα, με την ειδικότητα του κοινωνιολόγου
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
2ος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Η ύλη για 70.000 υποψήφιους ως 14/5 με τις λύσεις
Παν.Πατρών: Tο 1ο στην Ελλάδα Πανεπιστημιακό Πιστοποιητικό Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς
Πανεπιστήμιο Αιγαίου: Το κορυφαίο πρόγραμμα ειδικής αγωγής στην Ελλάδα - Αιτήσεις έως 15/05
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ