Thumbnail
του Χρίστου Τσολάκη

Η πρω­ταρ­χί­α της μη­τρι­κής γλώσ­σας και η γλωσ­σι­κή παι­δεί­α
(Εν­νέ­α κα­τα­θέ­σεις και δέ­κα προ­τάσεις)

  Εί­ναι γνω­στό το σου­η­δι­κό θαύ­μα κα­τά τις τε­λευ­ταί­ες δε­κα­ε­τί­ες· η πιο φτω­χή χώ­ρα της Ευ­ρώ­πης έ­ως το 1945 γί­νε­ται τώ­ρα η πιο πλού­σια και η πιο α­να­πτυγ­μέ­νη: βιο­μη­χα­νί­α, ε­μπό­ριο, γε­ωρ­γί­α, κτη­νο­τρο­φί­α, κοι­νω­νι­κή και υ­γειο­νο­μι­κή πε­ρί­θαλ­ψη, παι­δεί­α και εκ­παί­δευ­ση τι­νά­ζο­νται στα ύ­ψη. Τα ερ­γα­τι­κά χέ­ρια των Σου­η­δών δεν ε­παρ­κούν πια. Το σου­η­δι­κό κρά­τος α­νοί­γει τις πύ­λες στο ξέ­νο ερ­γα­τι­κό δυ­να­μι­κό. Κα­τά χι­λιά­δες συρ­ρέ­ουν στο Βορ­ρά οι με­τα­νά­στες. Τα βιο­τι­κά προ­βλή­μα­τα λύ­νο­νται το έ­να με­τά το άλ­λο. Άλ­λα ό­μως α­να­δύ­ο­νται που α­πει­λούν τώ­ρα την ευ­η­με­ρού­σα κοι­νω­νί­α. Κυ­ρί­αρ­χο α­νά­με­σά τους εί­ναι το πρό­βλη­μα της έ­ντα­ξης των με­τα­να­στών και των ε­πι­γό­νων τους στη σου­η­δι­κή κοι­νό­τη­τα. Αν δε γί­νει η εν­σω­μά­τω­ση, οι ξέ­νοι, μι­κροί και με­γά­λοι, θα κιν­δυ­νέ­ψουν να βρε­θούν στο πε­ρι­θώ­ριο της κοι­νω­νι­κής ζω­ής με α­πρό­βλε­πτες συ­νέ­πειες και για τους ί­διους και για τη σου­η­δι­κή κοι­νω­νί­α. Πο­λι­τεί­α, λοι­πόν, και ε­πι­στή­μη α­να­ζη­τούν και βρί­σκουν τη λύ­ση του προ­βλή­μα­τος στη γλώσ­σα, στη μη­τρι­κή γλώσ­σα των ξέ­νων. Ψη­φί­ζουν νό­μους και εκ­χω­ρούν κον­δύ­λια, για να δι­δα­χθεί και να μά­θει ο κά­θε ξέ­νος, ερ­γά­της ή μα­θη­τής, τη μη­τρι­κή του γλώσ­σα. Έ­τσι φτά­νουν στην α­σύλ­λη­πτη για μας α­πό­φα­ση να α­μεί­βουν κά­θε ξέ­νο α­ναλ­φά­βη­το με­τα­νά­στη (και το δά­σκα­λο του) με ω­ριαί­α α­ντι­μι­σθί­α, για να (του) μά­θει τη μη­τρι­κή του γλώσ­σα. Κι αυ­τό για­τί ξέ­ρουν ό­τι μό­νο ε­κεί­νος που θα καλ­λιερ­γή­σει τη μη­τρι­κή του γλώσ­σα, θα μπο­ρέ­σει στη συ­νέ­χεια να μά­θει και τη Σου­η­δι­κή και να ε­ντα­χθεί στη νέ­α κοι­νω­νί­α που τον φι­λο­ξε­νεί. Η η­μι­γλωσ­σί­α τους εί­ναι πε­ποί­θη­ση ό­τι ο­δη­γεί σε δια­νο­η­τι­κή α­να­πη­ρί­α. Που ση­μαί­νει: α­ναι­μι­κό λε­ξι­λό­γιο, α­ναι­μι­κή σκέ­ψη, ευ­νου­χι­σμέ­νο ερ­γα­τι­κό προ­λε­τα­ριά­το, κα­ρι­κα­τού­ρες αν­θρώ­πι­νες-θύ­μα­τα κά­θε έκ­φυ­λης ρο­πής και ό­λων των υ­πο­προ­ϊ­ό­ντων του πο­λι­τι­σμού, που εί­ναι φυ­σι­κό να συ­νο­δεύ­ουν μια ευ­η­με­ρού­σα κοι­νω­νί­α. “Οι η­μί­γλωσ­σοι”, λέ­ει η Kangas, “η γνω­στή πια στο Βορ­ρά Φι­λαν­δή εκ­παι­δευ­τι­κός που με­λέ­τη­σε τα προ­βλή­μα­τα αυ­τά στις φι­λαν­δο­σου­η­δι­κές τά­ξεις του Linköping, χά­νουν τις δυ­να­τό­τη­τες να συμ­με­τέ­χουν σε πλή­ρη έ­κτα­ση στην κοι­νω­νι­κή ζω­ή και πο­λι­τι­κά και πο­λι­τι­στι­κά”8. Χω­ρίς τη γλώσ­σα δε θα υ­πήρ­χαν αν­θρώ­πι­νες κοι­νω­νί­ες, υ­πο­γραμ­μί­ζει o Hofstätter, και εί­ναι αμ­φί­βο­λο αν θα μπο­ρού­σα­με να σκε­φτού­με χω­ρίς αυ­τήν9.
Ο Βορ­ράς μι­λά­ει στο θέ­μα αυ­τό την ί­δια γλώσ­σα α­πό το 1910 α­κό­μη.
8. Μια α­κό­μη μαρ­τυ­ρί­α α­πό το Βορ­ρά. Γρά­φει ο F. Daumont: “Προ­τού με­τα­βι­βα­στεί σε άλ­λον η σκέ­ψη μας με το μέ­σο της ε­ξω­τε­ρι­κής λα­λιάς, έ­χει α­νά­γκη να ζυ­μω­θεί για μας σ’ έ­να ε­σω­τε­ρι­κό κα­λού­πι, που το ο­νο­μά­ζουν οι φι­λό­σο­φοι γλώσ­σα ε­σω­τε­ρι­κή. Συλ­λο­γι­ζό­μα­στε με φρά­σεις, με ει­κό­νες που θυ­μί­ζουν μη­χα­νι­κά τις λέ­ξεις που τις α­πο­δί­δουν στην τρέ­χου­σα ο­μι­λί­α. Μα οι λέ­ξεις που χρη­σι­μο­ποιού­με πά­ντα, για­τί τις κα­τα­λα­βαί­νου­με πιο κα­λά και πιο γρή­γο­ρα, εί­ναι οι λέ­ξεις της μη­τρι­κής γλώσ­σας… Ο άν­θρω­πος μι­λεί κα­νο­νι­κά τη σκέ­ψη του. Σύ­στη­μα που δε λο­γα­ριά­ζει κα­θό­λου το ψυ­χο­λο­γι­κό αυ­τό γε­γο­νός κά­νει α­πό τη δι­δα­σκα­λί­α ε­πι­χεί­ρη­ση μνη­μο­νι­κού και ρου­τί­νας… Η εκ­παί­δευ­ση, ό­μως, δεν εί­ναι α­πορ­ρό­φη­ση πα­ρά α­φο­μοί­ω­ση. Με το να πα­ρα­γε­μί­ζου­με το μυα­λό δεν το α­να­πτύσ­σου­με ού­τε το ε­κλε­πτύ­νου­με, πα­ρά πνί­γου­με την α­φρό­κρε­μα των δυ­νά­με­ών του…”10.

Μέρος Α΄
“ Ά­σχη­μα
σα μέ­λισ­σες σε ά­δειο πα­νέ­ρι
μυ­ρί­ζουν οι νε­κρές λέ­ξεις”.

Η χρή­ση της γλώσ­σας προ­ϋ-
ποθέ­τει σκέ­ψη1. Πράγ­μα που ση­μαί­νει ό­τι δεν μπο­ρεί κα­νείς να α­να­πτύ­ξει ε­σω­τε­ρι­κό ή φω­νού­με­νο λό­γο χω­ρίς να συλ­λο­γι­στεί. Αυ­τό φαί­νε­ται να γί­νε­ται α­πο­δε­κτό α­πό ό­λους. Το α­ντί­στρο­φο δη­μιουρ­γεί το πρό­βλη­μα, ό­τι δη­λα­δή η σκέ­ψη έ­χει την α­νά­γκη της γλώσ­σας. Έ­να πρό­βλη­μα που ί­σως για πολ­λά χρό­νια α­κό­μη θα εί­ναι α­ντι­κεί­με­νο έ­ρευ­νας και θα δι­χά­ζει τους ει­δι­κούς. Ό­ποια και αν εί­ναι ό­μως η α­λή­θεια, η πα­ρα­τή­ρη­ση λέ­ει και στον πιο α­δα­ή ό­τι συ­χνά σκε­φτό­μα­στε με τις λέ­ξεις. Αυ­τό ση­μαί­νει ό­τι κα­νέ­νας δεν αμ­φι­βάλ­λει σή­με­ρα για τη σχέ­ση σκέ­ψης και γλώσ­σας. Το θέ­μα εί­ναι ο βαθ­μός αυ­τής της σχέ­σης, που για κά­ποιους φτά­νει ως την ταύ­τι­ση. Η γλώσ­σα, λέ­νε αυ­τοί, ταυ­τί­ζε­ται με τη σκέ­ψη, εί­ναι σύμ­φυ­τη με τη σκέ­ψη·εί­ναι η ί­δια η σκέ­ψη φα­νε­ρω­μέ­νη. Γλώσ­σα και σκέ­ψη βλα­σταί­νουν μα­ζί α­πό την ί­δια ου­σί­α/ρί­ζα του νου και σβή­νουν μα­ζί· γλώσ­σα ση­μαί­νει σκέ­ψη και σκέ­ψη ση­μαί­νει γλώσ­σα. Ί­σως εί­ναι έ­τσι· ί­σως ό­μως και να μην εί­ναι. Δεν εί­ναι ού­τε εύ­κο­λο ού­τε φρό­νι­μο να πά­ρει κα­νείς θέ­ση. Άλ­λω­στε εί­ναι αρ­κε­τό για το θέ­μα μας έ­να minimum α­λή­θειας που το δέ­χο­νται ό­λοι: ό­τι η γλώσ­σα σχε­τί­ζε­ται με τη σκέ­ψη. Πά­νω σ’ αυ­τήν την ε­λά­χι­στη βά­ση, θα πα­ρα­θέ­σου­με κα­τα­θέ­σεις φι­λο­σό­φων και ε­πι­στη­μό­νων, για να πού­με κι ε­μείς, ύ­στε­ρα, α­πό την πλευ­ρά του δα­σκά­λου της γλώσ­σας, το δι­κό μας το λό­γο. Α­κο­λου­θούν, λοι­πόν, οι κα­τα­θέ­σεις:
1. Το πρό­βλη­μα α­πα­σχο­λεί ή­δη τον Πλά­τω­να. Στο Σο­φι­στή του (263 e) ο Ξέ­νος και ο Θε­αί­τη­τος συμ­φω­νούν ό­τι η σκέ­ψη και η γλώσ­σα εί­ναι το ί­διο πράγ­μα:
Ξέ­νος: Ου­κούν διά­νοια μεν και λό­γος ταυτόν πλην ο μεν ε­ντός της ψυ­χής προς αυ­τήν διά­λο­γος ά­νευ φω­νής γι­γνό­με­νος τούτ’ αυ­τό η­μίν έ­πω­νο­μά­σθη διά­νοια;
Θε­αί­τη­τος: Πά­νυ μεν ουν.
Ξέ­νος: Το δε γ’ απ’ ε­κεί­νης ρεύ­μα δια του στό­μα­τος ιόν με­τά φθόγ­γου κέ­κλη­ται λό­γος;
Θε­αί­τη­τος: Α­λη­θή.
Ξέ­νος: Λοι­πόν πρώ­τα πρώ­τα η σκέ­ψη και ο λό­γος εί­ναι το ί­διο πράγ­μα. Με μό­νη τη δια­φο­ρά ό­τι ο­νο­μά­στη­κε α­πό μας σκέ­ψη ο διά­λο­γος που κά­νει μέ­σα της η ψυ­χή με τον ε­αυ­τό της χω­ρίς να με­τέ­χει η φω­νή;
Θε­αί­τη­τος: Βε­βαιό­τα­τα.
Ξέ­νος: Και α­πό την άλ­λη με­ριά το ρεύ­μα που βγαί­νει απ’ ε­κεί­νην και περ­νά­ει α­πό το στό­μα ε­νω­μέ­νο με τη φω­νή, αυ­τό δεν έ­χει ο­νο­μα­στεί λό­γος;
Θε­αί­τη­τος: Βε­βαιό­τα­τα2.
Εί­ναι ε­ξάλ­λου γνω­στό ό­τι οι Αρ­χαί­οι Έλ­λη­νες χρη­σι­μο­ποιού­σαν την ί­δια λέ­ξη “λό­γος”, για να φα­νε­ρώ­σουν και την ε­σω­τε­ρι­κή σκέ­ψη και την έκ­φρα­σή της.
2. Το ί­διο πράγ­μα θα υ­πο­στη­ρί­ξει στις η­μέ­ρες μας και η ε­πι­στή­μη: Αν έ­να α­νά­πη­ρο παι­δί, λέ­νε οι σο­βιε­τι­κοί ε­ρευ­νη­τές, έ­να κω­φά­λα­λο π.χ. δεν α­πο­κτή­σει κά­ποιο σύ­στη­μα ση­μεί­ων, μια γλώσ­σα δη­λα­δή (ε­δώ εί­ναι α­νά­γκη να ση­μειώ­σου­με ό­τι γλώσ­σα δεν εί­ναι μό­νον η λε­ξί­γλωσ­σα· εί­ναι και η μι­μό­γλωσ­σα, η νο­η­μα­τι­κή γλώσ­σα κ.λπ.), τό­τε το παι­δί αυ­τό, αν και φυ­σιο­λο­γι­κό κα­τά τα άλ­λα και δυ­νά­μει ι­κα­νό να α­να­πτυ­χθεί πνευ­μα­τι­κά, εί­ναι κα­τα­δι­κα­σμέ­νο να μεί­νει δια­νο­η­τι­κά κα­θυ­στε­ρη­μέ­νο σε ό­λη του τη ζω­ή. “Δύ­σκο­λα θα έ­βρι­σκε κα­νείς ι­σχυ­ρό­τε­ρο και ε­ναρ­γέ­στε­ρο ε­πι­χεί­ρη­μα που να ε­πι­βε­βαιώ­νει την ε­νό­τη­τα σκέ­ψης και λό­γου και να α­να­σκευά­ζει τις με­τα­φυ­σι­κές θε­ω­ρί­ες για κα­θα­ρή σκέ­ψη. Το λο­γι­κό συ­μπέ­ρα­σμα εί­ναι ό­τι δεν υ­πάρ­χει σκέ­ψη χω­ρίς έ­να σύ­στη­μα ση­μεί­ων (ό­χι κατ’ α­νά­γκη φθογ­γι­κών)”3, λέ­ει ο Α. Schaff.
3. “Η γλώσ­σα”, λέ­νε οι Sapir-Whorf, “εί­ναι κοι­νω­νι­κό προ­ϊ­όν. Το γλωσ­σι­κό σύ­στη­μα στο ο­ποί­ο εκ­παι­δευό­μα­στε και στο ο­ποί­ο σκε­φτό­μα­στε δια­πλάσ­σει τον τρό­πο με τον ο­ποί­ο α­ντι­λαμ­βα­νό­μα­στε το γύ­ρω μας κό­σμο. Ε­ξαι­τί­ας των δια­φο­ρών α­νά­με­σα στα ποι­κί­λα γλωσ­σι­κά συ­στή­μα­τα, άν­θρω­ποι που σκέ­φτο­νται σε δια­φο­ρε­τι­κές γλώσ­σες α­ντι­λαμ­βά­νο­νται τον κό­σμο κα­τά δια­φο­ρε­τι­κούς τρό­πους. Οι δια­φο­ρές αυ­τές με­τα­ξύ γλωσ­σών α­ντα­να­κλούν τα δια­φο­ρε­τι­κά πε­ρι­βάλ­λο­ντα που τις πα­ρά­γουν”.
Ε­πι­στη­μο­νι­κά πει­ρά­μα­τα έ­χουν δεί­ξει πό­σο η γλώσ­σα, την ο­ποί­α μι­λού­με και με την ο­ποί­α σκε­φτό­μα­στε, ε­πη­ρε­ά­ζει τον τρό­πο με τον ο­ποί­ο α­ντι­κρί­ζου­με, α­να­λύ­ου­με και ερ­μη­νεύ­ου­με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Υ­πάρ­χει μια αμ­φί­δρο­μη κί­νη­ση α­πό την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στη γλώσ­σα και α­πό τη γλώσ­σα στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. “Ο Ιν­διά­νος”, λέ­ει ο Α. Schaff, “σκέ­φτε­ται σε ο­ρι­σμέ­νη γλώσ­σα· οι κα­τη­γο­ρί­ες και οι γραμ­μα­τι­κοί κα­νό­νες της γλώσ­σας του τον α­να­γκά­ζουν να βλέ­πει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κα­τά τέ­τοιον τρό­πο ώ­στε να λα­βαί­νει υ­πό­ψη με­ρι­κές συ­γκε­κρι­μέ­νες λε­πτο­μέ­ρειες, τις ο­ποί­ες δεν προ­σέ­χουν συ­νή­θως τα μέ­λη των ιν­δο­ευ­ρω­πα­ϊ­κών γλωσ­σι­κών κοι­νο­τή­των. Αυ­τό ση­μαί­νει ό­τι ό­χι μό­νο μι­λά­ει δια­φο­ρε­τι­κά αλ­λά και α­ντι­λαμ­βά­νε­ται δια­φο­ρε­τι­κά. Δεν υ­πάρ­χει τί­πο­τε το μυ­στη­ριώ­δες ή το αυ­θαί­ρε­το στο γε­γο­νός αυ­τό. Η γλώσ­σα δια­πλά­στη­κε α­πό μια ο­ρι­σμέ­νη κοι­νω­νι­κή πρα­κτι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα· α­ντα­να­κλά ο­ρι­σμέ­να γε­γο­νό­τα και κα­λύ­πτει πρα­κτι­κές α­νά­γκες. Α­πό τη στιγ­μή που δια­πλά­στη­κε, ε­πη­ρε­ά­ζει και την αν­θρώ­πι­νη γνώ­ση και παί­ζει ε­νερ­γό ρό­λο σ’ αυ­τήν”.
Δεν εί­ναι λί­γοι, πά­λι, ε­κεί­νοι που ε­πι­κα­λού­νται την πε­ρί­πτω­ση των Ε­σκι­μώ­ων οι ο­ποί­οι δη­λώ­νουν το χιό­νι με δε­κά­δες λέ­ξεις, ε­νώ οι άλ­λοι λα­οί το δη­λώ­νουν με ε­λά­χι­στες ή με μί­α μό­νον. Αυ­τό ση­μαί­νει ό­τι οι Ε­σκι­μώ­οι βλέ­πουν πολ­λά εί­δη χιο­νιού, με τα ο­ποί­α συν­δέ­ε­ται και α­πό τα ο­ποί­α ε­πη­ρε­ά­ζε­ται η ζω­ή τους. Έ­τσι η γλώσ­σα τους κα­το­πτρί­ζει μιαν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα α­πό την ο­ποί­α δια­μορ­φώ­νε­ται και την ο­ποί­α, με τη σει­ρά της, ε­ναρ­θρώ­νει4.
4. Στα πρώ­τα στά­δια της α­νά­πτυ­ξης του παι­διού, υ­πο­στη­ρί­ζει ο Lev Vy­gotsky, η σκέ­ψη και ο λό­γος α­να­πτύσ­σο­νται πα­ράλ­λη­λα, αρ­γό­τε­ρα συ­γκλί­νουν, και οι δύ­ο πο­ρεί­ες γί­νο­νται μί­α· η σκέ­ψη του αν­θρώ­που τό­τε γί­νε­ται λε­κτι­κή· το παι­δί α­να­κα­λύ­πτει τη ζω­ή, ό­ταν δια­πι­στώ­νει ό­τι τα πράγ­μα­τα έ­χουν ο­νό­μα­τα. Στην ί­δια γραμ­μή βρί­σκε­ται και ο A. Luria με τις έ­ρευ­νες και τις με­λέ­τες του τις σχε­τι­κές με το ρό­λο των λέ­ξε­ων “στη δια­μόρ­φω­ση ψυ­χι­κών διερ­γα­σιών στα παι­διά”. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά εί­ναι και τα πα­ρα­δείγ­μα­τα των δύ­ο λυ­κο­κό­ρι­τσων της Ιν­δί­ας, της Α­μά­λα και της Κα­μά­λα, που α­πό έλ­λει­ψη γλωσ­σι­κού/κοι­νω­νι­κού πε­ρι­βάλ­λο­ντος ή­ταν κα­τα­δι­κα­σμέ­να στην α­λα­λί­α και στη δια­νο­η­τι­κή κα­θυ­στέ­ρη­ση. Συ­γκλο­νι­στι­κά εί­ναι α­κό­μη και ό­σα εκ­θέ­τει ο F. Kainz για τον Caspar Hauser. “Στην αρ­χή”, γρά­φει, “α­ντι­λαμ­βα­νό­ταν τον κό­σμο ως συλ­λο­γή α­πό χρω­μα­τι­στές κη­λί­δες, και τον α­ντι­λή­φτη­κε τε­λι­κά ως κό­σμο πραγ­μά­των μό­νο ό­ταν έ­μα­θε τα ο­νό­μα­τα των πραγ­μά­των αυ­τών”5. Δεν εν­δια­φέ­ρει, ση­μειώ­νει ο Α. Schaff, κα­τά πό­σο αυ­τά εί­ναι ή ό­χι α­ξιό­πι­στα· πιο πο­λύ εν­δια­φέ­ρει η ση­μα­σί­α των προ­βλη­μά­των που θα μπο­ρού­σαν να ε­ρευ­νη­θούν στην πε­ρί­πτω­ση αυ­τή. Ό­πως, ό­μως, και αν έ­χουν τα πράγ­μα­τα, ό­σο και αν υ­πάρ­χουν α­ντι­τι­θέ­με­νες ή δια­φο­ρο­ποι­η­μέ­νες θέ­σεις, και υ­πάρ­χουν βέ­βαια, συ­νά­γε­ται πά­ντο­τε α­πό α­νά­λο­γες πε­ρι­πτώ­σεις, και πα­ρα­μέ­νει, η σχέ­ση σκέ­ψης και γλώσ­σας.
5. “Γλώσ­σα και σκέ­ψη”, γρά­φει ο Μ. Τρια­ντα­φυλ­λί­δης, “δεί­χνο­νται στε­νό­τα­τα και α­διά­σπα­στα ε­νω­μέ­να στο παι­δι­κό μυα­λό και σε στε­νή αλ­λη­λε­πί­δρα­ση, α­πό τό­τε που πρω­το­α­να­πτύσ­σε­ται η γλώσ­σα, ώ­σπου να δια­μορ­φω­θεί τε­λειω­τι­κά. Η γλώσ­σα κά­νει δυ­να­τό να σχη­μα­τι­στούν οι λο­γι­κές έν­νοιες και ο­ρί­ζει το χα­ρα­κτή­ρα τους· η γλώσ­σα με τη μορ­φή της κα­θο­ρί­ζει τη μορ­φή της σκέ­ψης. Σκέ­πτε­ται ο άν­θρω­πος με λέ­ξεις και με ει­κό­νες και μπο­ρεί να υ­πάρ­ξει και μια α­πλή ψυ­χο­λο­γι­κή α­νά­λυ­ση πως η σκέ­ψη και η γλωσ­σι­κή έκ­φρα­ση δεν εί­ναι χω­ρι­στά πρά­μα­τα, ό­πως πί­στευαν πολ­λοί, πα­ρά ό­τι η σκέ­ψη α­να­δύ­ε­ται μα­ζί και μέ­σα στη μορ­φή που την εκ­φρά­ζει”6.
Δεν μπο­ρού­σε πα­ρά έ­τσι να σκέ­φτε­ται για τη γλώσ­σα ο Μ. Τρια­ντα­φυλ­λί­δης, α­φού εί­ναι γνω­στό ό­τι δεν ή­ταν ο ψυ­χρός γλωσ­σο­λό­γος του γρα­φεί­ου που κυ­νη­γά­ει τις ρί­ζες και τους θε­μα­τι­κούς χα­ρα­κτή­ρες των λέ­ξε­ων· δεν ή­ταν δη­λα­δή ο σκυ­θρω­πός α­να­τό­μος που δι­υ­λί­ζει τους ή­χους και τα γρα­πτά τους στοι­χεί­α. Η λέ­ξη γι’ αυ­τόν εί­ναι πη­γή ζω­ής. Με τη μη­τρι­κή γλώσ­σα, θα πει, ξυ­πνού­με στη ζω­ή και ω­ρι­μά­ζου­με· μ’ αυ­τήν ε­ντασ­σό­μα­στε στην αν­θρώ­πι­νη κοι­νω­νί­α και ρί­χνου­με ρί­ζες στο γο­νι­κό μας πα­ρελ­θόν· οι λέ­ξεις της παίρ­νουν στη γλωσ­σι­κή μας συ­νεί­δη­ση χρώ­μα, συ­ναι­σθη­μα­τι­κό βά­θος, ψυ­χι­κό πλού­το, έμ­φα­ση εκ­φρα­στι­κή, συ­γκι­νη­σια­κή δύ­να­μη. Εί­ναι, λοι­πόν, α­να­ντι­κα­τά­στα­τη η α­ξί­α των λέ­ξε­ων της μη­τρι­κής γλώσ­σας για τον Μ. Τρια­ντα­φυλ­λί­δη. Κι ε­δώ συμ­φω­νεί με ό,τι πρε­σβεύ­ουν α­ξιό­λο­γοι ε­πι­στή­μο­νες και με ό,τι ε­φαρ­μό­ζουν σή­με­ρα προ­ηγ­μέ­νοι λα­οί. Η συ­νέ­χεια τον δι­καιώ­νει.
6. Τον Ια­νουά­ριο του 1978 ο Tadanobu Tsunoda, κα­θη­γη­τής της Ια­τρι­κής στο Πα­νε­πι­στή­μιο του Τό­κιο, δη­μο­σί­ευ­σε στην ελ­βε­τι­κή ε­φη­με­ρί­δα “La Suisse” έ­να άρ­θρο με το ο­ποί­ο προ­σπα­θεί να ερ­μη­νεύ­σει τον συ­γκι­νη­σια­κό χα­ρα­κτή­ρα των Για­πω­νέ­ζων.
Δέ­χε­ται ο Tsunoda, ό­πως και γε­νι­κό­τε­ρα οι ε­πι­στή­μο­νες σή­με­ρα, ό­τι οι αν­θρώ­πι­νες δρα­στη­ριό­τη­τες ε­δρά­ζο­νται/ε­ντο­πί­ζο­νται σε έ­να α­πό τα δύ­ο η­μι­σφαί­ρια του ε­γκε­φά­λου. Στο α­ρι­στε­ρό η­μι­σφαί­ριο ε­ντο­πί­ζο­νται κυ­ρί­ως οι λο­γι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες του αν­θρώ­που· ό,τι δη­λα­δή έ­χει σχέ­ση με τη λο­γι­κή, με την α­νά­λυ­ση, με την ε­πι­στή­μη. Στο δε­ξιό η­μι­σφαί­ριο ε­ντο­πί­ζο­νται κυ­ρί­ως οι συ­γκι­νη­σια­κές δρα­στη­ριό­τη­τες του αν­θρώ­που· ό,τι δη­λα­δή έ­χει σχέ­ση με το συ­ναί­σθη­μα, με τη διαί­σθη­ση, με την τέ­χνη. Έ­τσι το α­ρι­στε­ρό η­μι­σφαί­ριο υ­πο­δέ­χε­ται τον διαρ­θρω­μέ­νο λό­γο, ε­νώ το δε­ξιό υ­πο­δέ­χε­ται κά­θε εί­δους ή­χους, με­μο­νω­μέ­νους και ε­ναρ­μό­νιους, της έμ­ψυ­χης και της ά­ψυ­χης φύ­σης.
Στους Για­πω­νέ­ζους ό­μως, πα­ρα­τη­ρεί ο Tsunoda, συμ­βαί­νει κά­τι το ε­­ντυ­πω­σια­κό: στο α­ρι­στε­ρό η­μι­σφαί­ριο του ε­γκε­φά­λου τους ε­ντο­πί­ζο­νται, ε­κτός α­πό τις λο­γι­κές λει­τουρ­γί­ες, και κά­ποιες συ­γκι­νη­σια­κές δρα­στη­ριό­τη­τες που στους άλ­λους λα­ούς ε­δρά­ζο­νται στο δε­ξιό η­μι­σφαί­ριο. Τέ­τοιες δρα­στη­ριό­τη­τες λ.χ. εί­ναι: φυ­σι­κοί ή­χοι (θό­ρυ­βοι κτλ.), θό­ρυ­βοι ζώ­ων, κε­λα­η­δή­μα­τα που­λιών, η πα­ρα­δο­σια­κή για­πω­νέ­ζι­κη μου­σι­κή. Αυ­τά ση­μαί­νουν ό­τι στους Για­πω­νέ­ζους πα­ρα­τη­ρεί­ται μια λει­τουρ­γι­κή τρο­πο­ποί­η­ση του ε­γκε­φά­λου· το α­ρι­στε­ρό τους η­μι­σφαί­ριο, χω­ρίς να ε­γκα­τα­λεί­πει κα­μιά α­πό τις κύ­ριες ι­διό­τη­τές του, α­να­πτύσ­σει και λει­τουρ­γί­ες του άλ­λου η­μι­σφαι­ρί­ου.
Η αι­τί­α αυ­τής της λο­γι­κής τρο­πο­ποί­η­σης του ε­γκε­φά­λου, για τον Tsunoda, βρί­σκε­ται στη για­πω­νέ­ζι­κη γλώσ­σα. Υ­πάρ­χουν σ’ αυ­τήν κά­ποια με­μο­νω­μέ­να φω­νή­μα­τα-λέ­ξεις που α­νοί­γουν τις πύ­λες του α­ρι­στε­ρού η­μι­σφαι­ρί­ου στους θο­ρύ­βους και τους πο­λύ­πλο­κους ή­χους του συ­γκι­νη­σια­κού μας κό­σμου. Το φώ­νη­μα e λ.χ. ση­μαί­νει συγ­χρό­νως ει­κό­να και τρο­φή. Γι’ αυ­τό και λει­τουρ­γεί στο α­ρι­στε­ρό η­μι­σφαί­ριο. Λει­τουρ­γώ­ντας ό­μως ε­κεί, φέρ­νει μα­ζί του και τη συ­γκι­νη­σια­κή του λει­τουρ­γί­α της ο­ποί­ας η κα­νο­νι­κή έ­δρα βρί­σκε­ται στο δε­ξιό η­μι­σφαί­ριο.
Έ­τσι η λει­τουρ­γι­κή τρο­πο­ποί­η­ση του ε­γκε­φά­λου των Για­πω­νέ­ζων, που ο­φεί­λε­ται σε μια ι­διαι­τε­ρό­τη­τα της γλώσ­σας τους, ό­πως εί­δα­με, ερ­μη­νεύ­ει, κα­τά τον Tsunoda, τό­σο το συ­γκι­νη­σια­κό τους χα­ρα­κτή­ρα, ό­σο και το ε­λεγ­χό­με­νο αι­σθη­τή­ριο τους που φα­νε­ρώ­νε­ται πα­ντού: στις γνω­στές τε­λε­τές των λου­λου­διών, στη για­πω­νέ­ζι­κη ποί­η­ση haikus, στο θέ­α­τρο Νο και αλ­λού. Το ό­τι η ι­διο­τυ­πί­α αυ­τή των Για­πω­νέ­ζων δεν ο­φεί­λε­ται σε δια­φο­ρε­τι­κή α­να­το­μι­κή κα­τα­σκευ­ή του ε­γκε­φά­λου τους αλ­λά στην ε­πί­δρα­ση της γλώσ­σας τους, α­πο­δει­κνύ­ε­ται και α­πό το γε­γο­νός ό­τι τα παι­διά των Για­πω­νέ­ζων που με­γα­λώ­νουν έ­ξω α­πό την Ια­πω­νί­α, με μιαν άλ­λη γλώσ­σα, δεν α­πο­κτούν αυ­τές τις ι­διό­τη­τες, ε­νώ τις α­πο­κτούν παι­διά άλ­λων ε­θνι­κο­τή­των που με­γα­λώ­νουν στην Ια­πω­νί­α με τη για­πω­νέ­ζι­κη γλώσ­σα. “Το γε­γο­νός”, λέ­ει ο Solo­mon Marcus (κα­θη­γη­τής της μα­θη­μα­τι­κής α­νά­λυ­σης και της μα­θη­μα­τι­κής γλωσ­σο­λο­γί­ας στο Πα­νε­πι­στή­μιο του Βου­κου­ρε­στί­ου) “ό­τι η φύ­ση αυ­τής της ε­ξά­σκη­σης εί­ναι κυ­ρί­ως γλωσ­σι­κή, έ­χει με­γά­λη ση­μα­σί­α. Ε­πα­λη­θεύ­ει την υ­πό­θε­ση σύμ­φω­να με την ο­ποί­α, η α­φο­μοί­ω­ση του διαρ­θρω­μέ­νου λό­γου α­πο­τε­λεί για τον άν­θρω­πο τη βα­σι­κή δια­δι­κα­σί­α εκ­μά­θη­σης η ο­ποί­α προ­ε­τοι­μά­ζει και προ­σα­να­το­λί­ζει ό­λες τις άλ­λες δια­δι­κα­σί­ες εκ­μά­θη­σης και δη­μιουρ­γί­ας”7.
Ο ί­διος πά­λι, ο S. Μarcus, κα­τα­θέ­τει στο ί­διο έρ­γο (Ση­μεί­α για τα ση­μεί­α) τρεις α­κό­μη πο­λύ­τι­μες ει­δή­σεις για τη γλώσ­σα: η πρώ­τη α­να­φέ­ρε­ται στο γνω­στό διευ­θυ­ντή ορ­χή­στρας L. Bernstein, ο ο­ποί­ος υ­πο­στη­ρί­ζει ό­τι η μου­σι­κή κά­θε λα­ού σφρα­γί­ζε­ται α­πό τη γλώσ­σα του· η δεύ­τε­ρη στην Eleonora Masini, τη γε­νι­κή γραμ­μα­τέ­α της Πα­γκό­σμιας Ο­μο­σπον­δί­ας Μελ­λο­ντο­λο­γί­ας, η ο­ποί­α προ­τεί­νει να έ­χουν ως α­φε­τη­ρί­α τους οι με­θο­δο­λο­γι­κές δια­δι­κα­σί­ες τις λει­τουρ­γί­ες των δύ­ο η­μι­σφαι­ρί­ων του ε­γκε­φά­λου· η τρί­τη στον N. Chomsky, που με τη γε­νε­τι­κή του γραμ­μα­τι­κή ε­πι­χει­ρεί να προ­τυ­πο­ποι­ή­σει τη γλωσ­σι­κή ε­νέρ­γεια του αν­θρώ­που. Τα σχό­λια πε­ριτ­τεύ­ουν.
7. Εί­ναι γνω­στό το σου­η­δι­κό θαύ­μα κα­τά τις τε­λευ­ταί­ες δε­κα­ε­τί­ες· η πιο φτω­χή χώ­ρα της Ευ­ρώ­πης έ­ως το 1945 γί­νε­ται τώ­ρα η πιο πλού­σια και η πιο α­να­πτυγ­μέ­νη: βιο­μη­χα­νί­α, ε­μπό­ριο, γε­ωρ­γί­α, κτη­νο­τρο­φί­α, κοι­νω­νι­κή και υ­γειο­νο­μι­κή πε­ρί­θαλ­ψη, παι­δεί­α και εκ­παί­δευ­ση τι­νά­ζο­νται στα ύ­ψη. Τα ερ­γα­τι­κά χέ­ρια των Σου­η­δών δεν ε­παρ­κούν πια. Το σου­η­δι­κό κρά­τος α­νοί­γει τις πύ­λες στο ξέ­νο ερ­γα­τι­κό δυ­να­μι­κό. Κα­τά χι­λιά­δες συρ­ρέ­ουν στο Βορ­ρά οι με­τα­νά­στες. Τα βιο­τι­κά προ­βλή­μα­τα λύ­νο­νται το έ­να με­τά το άλ­λο. Άλ­λα ό­μως α­να­δύ­ο­νται που α­πει­λούν τώ­ρα την ευ­η­με­ρού­σα κοι­νω­νί­α. Κυ­ρί­αρ­χο α­νά­με­σά τους εί­ναι το πρό­βλη­μα της έ­ντα­ξης των με­τα­να­στών και των ε­πι­γό­νων τους στη σου­η­δι­κή κοι­νό­τη­τα. Αν δε γί­νει η εν­σω­μά­τω­ση, οι ξέ­νοι, μι­κροί και με­γά­λοι, θα κιν­δυ­νέ­ψουν να βρε­θούν στο πε­ρι­θώ­ριο της κοι­νω­νι­κής ζω­ής με α­πρό­βλε­πτες συ­νέ­πειες και για τους ί­διους και για τη σου­η­δι­κή κοι­νω­νί­α. Πο­λι­τεί­α, λοι­πόν, και ε­πι­στή­μη α­να­ζη­τούν και βρί­σκουν τη λύ­ση του προ­βλή­μα­τος στη γλώσ­σα, στη μη­τρι­κή γλώσ­σα των ξέ­νων. Ψη­φί­ζουν νό­μους και εκ­χω­ρούν κον­δύ­λια, για να δι­δα­χθεί και να μά­θει ο κά­θε ξέ­νος, ερ­γά­της ή μα­θη­τής, τη μη­τρι­κή του γλώσ­σα. Έ­τσι φτά­νουν στην α­σύλ­λη­πτη για μας α­πό­φα­ση να α­μεί­βουν κά­θε ξέ­νο α­ναλ­φά­βη­το με­τα­νά­στη (και το δά­σκα­λο του) με ω­ριαί­α α­ντι­μι­σθί­α, για να (του) μά­θει τη μη­τρι­κή του γλώσ­σα. Κι αυ­τό για­τί ξέ­ρουν ό­τι μό­νο ε­κεί­νος που θα καλ­λιερ­γή­σει τη μη­τρι­κή του γλώσ­σα, θα μπο­ρέ­σει στη συ­νέ­χεια να μά­θει και τη Σου­η­δι­κή και να ε­ντα­χθεί στη νέ­α κοι­νω­νί­α που τον φι­λο­ξε­νεί. Η η­μι­γλωσ­σί­α τους εί­ναι πε­ποί­θη­ση ό­τι ο­δη­γεί σε δια­νο­η­τι­κή α­να­πη­ρί­α. Που ση­μαί­νει: α­ναι­μι­κό λε­ξι­λό­γιο, α­ναι­μι­κή σκέ­ψη, ευ­νου­χι­σμέ­νο ερ­γα­τι­κό προ­λε­τα­ριά­το, κα­ρι­κα­τού­ρες αν­θρώ­πι­νες-θύ­μα­τα κά­θε έκ­φυ­λης ρο­πής και ό­λων των υ­πο­προ­ϊ­ό­ντων του πο­λι­τι­σμού, που εί­ναι φυ­σι­κό να συ­νο­δεύ­ουν μια ευ­η­με­ρού­σα κοι­νω­νί­α. “Οι η­μί­γλωσ­σοι”, λέ­ει η Kangas, “η γνω­στή πια στο Βορ­ρά Φι­λαν­δή εκ­παι­δευ­τι­κός που με­λέ­τη­σε τα προ­βλή­μα­τα αυ­τά στις φι­λαν­δο­σου­η­δι­κές τά­ξεις του Linköping, χά­νουν τις δυ­να­τό­τη­τες να συμ­με­τέ­χουν σε πλή­ρη έ­κτα­ση στην κοι­νω­νι­κή ζω­ή και πο­λι­τι­κά και πο­λι­τι­στι­κά”8. Χω­ρίς τη γλώσ­σα δε θα υ­πήρ­χαν αν­θρώ­πι­νες κοι­νω­νί­ες, υ­πο­γραμ­μί­ζει o Hofstätter, και εί­ναι αμ­φί­βο­λο αν θα μπο­ρού­σα­με να σκε­φτού­με χω­ρίς αυ­τήν9.
Ο Βορ­ράς μι­λά­ει στο θέ­μα αυ­τό την ί­δια γλώσ­σα α­πό το 1910 α­κό­μη.
8. Μια α­κό­μη μαρ­τυ­ρί­α α­πό το Βορ­ρά. Γρά­φει ο F. Daumont: “Προ­τού με­τα­βι­βα­στεί σε άλ­λον η σκέ­ψη μας με το μέ­σο της ε­ξω­τε­ρι­κής λα­λιάς, έ­χει α­νά­γκη να ζυ­μω­θεί για μας σ’ έ­να ε­σω­τε­ρι­κό κα­λού­πι, που το ο­νο­μά­ζουν οι φι­λό­σο­φοι γλώσ­σα ε­σω­τε­ρι­κή. Συλ­λο­γι­ζό­μα­στε με φρά­σεις, με ει­κό­νες που θυ­μί­ζουν μη­χα­νι­κά τις λέ­ξεις που τις α­πο­δί­δουν στην τρέ­χου­σα ο­μι­λί­α. Μα οι λέ­ξεις που χρη­σι­μο­ποιού­με πά­ντα, για­τί τις κα­τα­λα­βαί­νου­με πιο κα­λά και πιο γρή­γο­ρα, εί­ναι οι λέ­ξεις της μη­τρι­κής γλώσ­σας… Ο άν­θρω­πος μι­λεί κα­νο­νι­κά τη σκέ­ψη του. Σύ­στη­μα που δε λο­γα­ριά­ζει κα­θό­λου το ψυ­χο­λο­γι­κό αυ­τό γε­γο­νός κά­νει α­πό τη δι­δα­σκα­λί­α ε­πι­χεί­ρη­ση μνη­μο­νι­κού και ρου­τί­νας… Η εκ­παί­δευ­ση, ό­μως, δεν εί­ναι α­πορ­ρό­φη­ση πα­ρά α­φο­μοί­ω­ση. Με το να πα­ρα­γε­μί­ζου­με το μυα­λό δεν το α­να­πτύσ­σου­με ού­τε το ε­κλε­πτύ­νου­με, πα­ρά πνί­γου­με την α­φρό­κρε­μα των δυ­νά­με­ών του…”10. Οι α­πό­ψεις αυ­τές για τη σχέ­ση γλώσ­σας και σκέ­ψης δια­τυ­πώ­θη­καν το 1911. Ο κα­θέ­νας ό­μως α­ντι­λαμ­βά­νε­ται ό­τι εί­ναι τό­σο σύγ­χρο­νες ό­σο και οι α­πό­ψεις του Vygotsky (1966), του Tsunoda (1978), του Schaff (1980). Κι αυ­τό για­τί προ­έ­κυ­ψαν α­πό την προ­βλη­μα­τι­κή της σχο­λι­κής δι­γλωσ­σί­ας στο φλα­μαν­δό­γλωσ­σο Βέλ­γιο. Προ­έ­κυ­ψαν δη­λα­δή α­πό μια σκλη­ρή γλωσ­σι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, την ο­ποί­α ε­πι­στή­μο­νες της ε­πο­χής (ψυ­χο­λό­γοι, παι­δα­γω­γοί, γλωσ­σο­λό­γοι) α­ντι­με­τώ­πι­σαν με με­λέ­τη και συ­νέ­πεια. Μια παι­δα­γω­γι­κή λο­γι­κή α­παι­τεί να περ­νούν τα πρώ­τα σχο­λι­κά χρό­νια α­πο­κλει­στι­κά με τη μη­τρι­κή γλώσ­σα. Αυ­τό ή­ταν το συ­μπέ­ρα­σμα ό­λων των σχε­τι­κών υ­πο­μνη­μά­των στο Διε­θνές Συ­νέ­δριο των Βρυ­ξε­λών α­πό παι­δα­γω­γούς Άγ­γλους, Ρώ­σους, Γερ­μα­νούς, Βέλ­γους το 1910.
9. Κλεί­νου­με την κα­τά­θε­ση των μαρ­τυ­ριών με ό­σα α­να­φέ­ρει για τη μά­θη­ση της γλώσ­σας ο Hofstätter. Η εκ­μά­θη­ση, λέ­ει, της γλώσ­σας περ­νά­ει α­πό ο­ρι­σμέ­να στά­δια. Σ’ έ­να α­πό αυ­τά, το παι­δί συν­δέ­ει η­χη­τι­κά συ­μπλέγ­μα­τα με πράγ­μα­τα και γε­γο­νό­τα του πε­ρί­γυ­ρου. Αυ­τό ση­μαί­νει ό­τι αρ­χί­ζει η ο­νο­μα­το­δό­τη­ση και η α­νά­πτυ­ξη του λε­ξι­λο­γί­ου, το ο­ποί­ο σι­γά σι­γά πλου­τί­ζε­ται. Ό­σο ό­μως πλου­τί­ζε­ται, τό­σο και πα­ρου­σιά­ζο­νται, σε κά­θε χρή­ση ο­νό­μα­τος ο­λο­έ­να και πε­ρισ­σό­τε­ρες ε­ναλ­λα­κτι­κές λύ­σεις, οι ο­ποί­ες ε­πι­βάλ­λουν α­ντί­στοι­χα και νέ­ες α­πο­φά­σεις. Αρ­χί­ζει, έ­τσι, μια σιω­πη­λή ε­σω­τε­ρι­κή διερ­γα­σί­α που ί­σως εί­ναι, κα­τά τον Hofstätter, η ρί­ζα της σκέ­ψης.
Σύμ­φω­να μ’ αυ­τά “η δια­δι­κα­σί­α της σκέ­ψης βαί­νει πα­ράλ­λη­λα με τη δια­δι­κα­σί­α της γλώσ­σας· με τη γλώσ­σα το ά­το­μο α­πο­κτά μιαν ε­σω­τε­ρι­κή α­να­πα­ρά­στα­ση του πε­ρι­βάλ­λο­ντος, των α­ντι­κει­μέ­νων και των γε­γο­νό­των του, στο βαθ­μό που δια­θέ­τει ο­νό­μα­τα γι’ αυ­τά. Ο ά­φω­νος χει­ρι­σμός αυ­τών των συμ­βό­λων εί­ναι η συ­νει­δη­τή του σκέ­ψη. Η θέ­ση μας πα­ρα­πέ­ρα ση­μαί­νει πως ο ε­σω­τε­ρι­κός αυ­το­διά­λο­γος, η σκέ­ψη δη­λα­δή, πα­ρου­σιά­ζε­ται ό­ταν δεν μπο­ρού­με να α­πο­φα­σί­σου­με ποιο ό­νο­μα αρ­μό­ζει σε έ­να α­ντι­κεί­με­νο ή σε μια κα­τά­στα­ση. Ο μη εκ­φρα­σμέ­νος α­ντα­γω­νι­σμός, τό­τε, α­νά­με­σα στα πι­θα­νά ο­νό­μα­τα ξε­τυ­λί­γε­ται σαν σκέ­ψη, δη­λα­δή σαν δο­κι­μα­στι­κή ε­νέρ­γεια της ε­πι­κοι­νω­νια­κής γλωσ­σι­κής έκ­φρα­σης”11.

Ό­πως και στον πρό­λο­γο αυ­τής της σύ­νο­ψης το­νί­στη­κε, δεν εί­ναι εύ­κο­λο να πά­ρει κα­νείς θέ­ση α­να­φο­ρι­κά με τις α­πό­ψεις που πε­ριέ­χο­νται στα πιο πά­νω πα­ρα­θέ­μα­τα, και μά­λι­στα ό­ταν δεν εί­ναι ει­δι­κός ε­ρευ­νη­τής. Ε­ξάλ­λου έ­νας δεύ­τε­ρος συ­ζη­τη­τής θα μπο­ρού­σε να κα­τα­χω­ρί­σει πλή­θος πα­ρα­θέ­μα­τα θέ­σε­ων που δια­φο­ρο­ποιού­νται, άλ­λες λι­γό­τε­ρο και άλ­λες πε­ρισ­σό­τε­ρο, α­πό τις α­πό­ψεις των ο­κτώ ση­μεί­ων που εκ­θέ­σα­με. Έ­νας τρί­τος θα τις θε­ω­ρού­σε ί­σως υ­περ­βο­λι­κές. Έ­νας τέ­ταρ­τος α­να­χρο­νι­στι­κές. Έ­νας πέ­μπτος θα τις έ­κρι­νε ί­σως ρο­μα­ντι­κές και θα αμ­φι­σβη­τού­σε το κύ­ρος τους ε­πι­κα­λού­με­νος α­κό­μη και την ε­μπει­ρί­α του. Κα­νέ­νας ό­μως, και πο­τέ, δε θα έ­φτα­νε στο ση­μεί­ο να αμ­φι­σβη­τή­σει σο­βα­ρά τη σχέ­ση που υ­πάρ­χει α­νά­με­σα στη λέ­ξη και τη σκέ­ψη. Αυ­τός θα αμ­φι­σβη­τού­σε πια θε­με­λιώ­δεις πα­ρα­τη­ρή­σεις (ση­μεί­ον: ση­μαί­νον, ση­μαι­νό­με­νον κ.λπ.) πά­νω στις ο­ποί­ες στη­ρί­ζε­ται η νε­ό­τε­ρη ε­πι­στή­μη της γλωσ­σο­λο­γί­ας.
Η γλώσ­σα, για τον Saussure, δεν εί­ναι μια α­πλή δια­δι­κα­σί­α ο­νο­μα­το­θε­σί­ας, ού­τε και το γλωσ­σι­κό ση­μεί­ο συν­δέ­ει έ­να ό­νο­μα με έ­να πράγ­μα. Αυ­τές α­πο­τε­λούν πια ξε­πε­ρα­σμέ­νες και α­πλο­ϊ­κές για τη ση­με­ρι­νή γλωσ­σο­λο­γί­α θέ­σεις. Το ση­μεί­ο (η λέ­ξη) έ­χει δι­κή του ε­σω­τε­ρι­κή ζω­ή/υ­πό­στα­ση, α­πο­τε­λεί ψυ­χι­κή ο­ντό­τη­τα, α­φού δεν ε­νώ­νει έ­να ό­νο­μα με έ­να πράγ­μα, αλ­λά μια έν­νοια με μια α­κου­στι­κή ει­κό­να, που εί­ναι κι αυ­τή ε­σω­τε­ρι­κή ο­ντό­τη­τα. “Η σκέ­ψη, χα­ώ­δης α­πό τη φύ­ση της, υ­πο­χρε­ώ­νε­ται να αυ­το­κα­θο­ρί­ζε­ται α­να­λυό­με­νη. Δεν υ­πάρ­χει, λοι­πόν, ού­τε ε­ξυ­λο­ποί­η­ση των σκέ­ψε­ων ού­τε εκ­πνευ­μα­το­ποί­η­ση των ή­χων, αλ­λά πρό­κει­ται για το γε­γο­νός, μυ­στη­ρια­κό κα­τά κά­ποιον τρό­πο, ό­τι η ‘σκέ­ψη-ή­χος’ υ­πο­νο­εί διαι­ρέ­σεις και ό­τι η γλώσ­σα ε­πε­ξερ­γά­ζε­ται τις μο­νά­δες της το­πο­θε­τού­με­νη α­νά­με­σα σε δυο ά­μορ­φες μά­ζες. Ας φα­ντα­στού­με τον α­έ­ρα σ’ ε­πα­φή με μια με­γά­λη έ­κτα­ση ή­ρε­μου νε­ρού· αν η α­τμο­σφαι­ρι­κή πί­ε­ση αλ­λά­ξει, η ε­πι­φά­νεια του νε­ρού α­να­λύ­ε­ται σε μια σει­ρά διαι­ρέ­σεις, δη­λα­δή σε κύ­μα­τα· οι κυ­μα­τι­σμοί αυ­τοί θα δώ­σουν μιαν ι­δέ­α της έ­νω­σης και, για να το πού­με έ­τσι, της σύ­ζευ­ξης της σκέ­ψης με τη φω­νη­τι­κή ύ­λη”12.
Σημειώσεις
1. Α. Schaff, Γλώσ­σα και Γνώ­ση, μετ. Κ. Α­λά­τση, Α­θή­να, χ.χ., σ. 134 (εκ­δ. Ζα­χα­ρό­που­λος).
2. Πλά­των, Σο­φι­στής, ει­σα­γω­γή, με­τά­φρα­ση, σχό­λια Λ. Γλη­νού, Α­θή­να 1971, σ. 285. 3. Α. Schaff, ό.π., σ. 144.
4. Α. Schaff, ό.π., σσ. 104, 218.
5. Ό.π., σ. 143.
6. Μ. Τρια­ντα­φυλ­λί­δης, Οι ξέ­νες γλώσ­σες και η α­γω­γή, Α­θή­να 1946, σ. 42.
7. S. Μarcus, Ση­μεί­α για τα ση­μεί­α, μια ει­σα­γω­γή στη ση­μειω­τι­κή, μετ. Ν. Κο­σμά και V. Ivanovici. Α­θή­να 1981. σσ. 59-61, (εκ­δ. Πνευ­μα­τι­κός).
8.Tove Skutnabb-Kangas, Tvasprakig­het som mal I invandrarunder­vis­ningen Lärarhögskolan i Linkö­ping, 1978.
9. Ρ. Hofstätter, Ει­σα­γω­γή στην Κοι­νω­νι­κή Ψυ­χο­λο­γί­α, Α­θή­να 1978, σ. 227 (εκ­δ. Νέ­α Σύ­νο­ρα).
10. Μ. Τρια­ντα­φυλ­λί­δης, ό.π., σ. 177. Στις σε­λί­δες αυ­τές ο Τρια­ντα­φυλ­λί­δης κα­τα­χω­ρί­ζει α­πο­σπά­σμα­τα α­πό το πά­ντα ε­πί­και­ρο βι­βλί­ο του Ρ. F. Daumont,, Le mouvement Flamand (Βρυ­ξέ­λες) τ. 1, 1911.
11. Ρ. Hofstätter, ό.π., σσ. 229 κ.έ.
12. D. Saussure, Μα­θή­μα­τα Γε­νι­κής Γλωσ­σο­λο­γί­ας, με­τά­φρα­ση, σχό­λια, προ­λο­γι­κό ση­μεί­ω­μα Φ. Δ. Α­πο­στο­λό­που­λου, Εκ­δό­σεις Πα­πα­ζή­ση, 1979, σ. 151.
Το Β’ Μέρος του κειμένου θα δημοσιευθεί στο επόμενο τεύχος του περιοδικού.

Περιοδικό Φιλόλογος τ. 48

Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα

Παραιτήθηκε διευθυντής σχολείου που απειλήθηκε με καθαίρεση και πειθαρχικές ποινές επειδή αντιτάχθηκε σε αυτή στην αξιολόγηση

Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με μόνο 65Є εγγραφή - έως 17 Απριλίου

Μοριοδοτούμενο σεμινάριο Ειδικής Αγωγής (ΕΛΜΕΠΑ) με μόνο 50Є εγγραφή- αιτήσεις ως 17/4

2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη

Proficiency και Lower μόνο 95 ευρώ σε 2 μόνο ημέρες στα χέρια σας (ΧΩΡΙΣ προφορικά, ΧΩΡΙΣ έκθεση!)

ΕΥΚΟΛΕΣ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ και ΙΤΑΛΙΚΩΝ για εκπαιδευτικούς - Πάρτε τις άμεσα

Google news logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Google News Viber logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Viber

σχετικά άρθρα

hoynta.jpg
Μνήμες από την εκπαίδευση επί Χούντας: Το πειθαρχικό δίκαιο για τους εκπαιδευτικούς και το ποινολόγιο για τους μαθητές
57 χρόνια πριν τα σχολεία, οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές
Μνήμες από την εκπαίδευση επί Χούντας: Το πειθαρχικό δίκαιο για τους εκπαιδευτικούς και το ποινολόγιο για τους μαθητές
dictionary-lexiko-xenes_glosses-foreign_lagnuage.jpg
Πως λέμε στα ελληνικά: σέλφι, σπικάζ, ρίαλ εστέιτ ή μπίζνες πλαν;
Επειδή σε λίγο, για να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας ή για να δούμε τηλεόραση, θα χρειαζόμαστε πτυχίο αγγλικής φιλολογίας, μήπως είναι πιο εύκολο να τα...
Πως λέμε στα ελληνικά: σέλφι, σπικάζ, ρίαλ εστέιτ ή μπίζνες πλαν;