Ανακοινώθηκε ολόκληρη η απόφαση του ΣτΕ για τα μη Κρατικά Πανεπιστήμια.
"Φως" στην πολυσυζητημένη υπόθεση των μη κρατικών πανεπιστημίων έριξαν οι αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), που δημοσιεύθηκαν και ουσιαστικά ανοίγουν τον δρόμο για την εγκατάσταση παραρτημάτων αλλοδαπών πανεπιστημίων στην Ελλάδα.
Η πλειοψηφία των δικαστών έκρινε ότι το άρθρο 16 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει ότι η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με το ενωσιακό δίκαιο, και όχι αυτόνομα. Με αυτή την ερμηνεία, δεν τίθεται συνταγματικό εμπόδιο για τη λειτουργία παραρτημάτων πανεπιστημίων προερχόμενων από κράτη-μέλη της Ε.Ε. ή χώρες που συμμετέχουν στη συμφωνία GATS.
Η απόφαση με αριθμούς
Η απόφαση ελήφθη με πλειοψηφία 17 υπέρ και 8 κατά.
Ειδικά για το ζήτημα της εφαρμογής της GATS, η πλειοψηφία διαμορφώθηκε σε 14 υπέρ έναντι 11.
Οι προσφυγές είχαν ασκηθεί από πανεπιστημιακούς και την ΠΟΣΔΕΠ, ζητώντας την ακύρωση υπουργικής απόφασης σχετικά με τη διαδικασία αδειοδότησης των παραρτημάτων.
Το σκεπτικό του ΣτΕ: Συνταγματική ερμηνεία «σε αρμονία» με την Ευρώπη
Σύμφωνα με το πλήρες σκεπτικό, οι δικαστές επισημαίνουν ότι δεν πρόκειται για γενικό ζήτημα ερμηνείας του Συντάγματος, αλλά για συνταγματική ερμηνεία σε σχέση με το ενωσιακό δίκαιο.
«Το Σύνταγμα ερμηνεύεται σε αρμονία με το ενωσιακό δίκαιο, και εφόσον διασφαλίζονται η ακαδημαϊκή ελευθερία και το υψηλό επίπεδο σπουδών, δεν τίθεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Το Δικαστήριο επιπλέον δεν θεώρησε αναγκαία την αποστολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο της Ε.Ε., καθώς για τα κρίσιμα ζητήματα υπάρχει ήδη «πάγια ή πρόσφατη νομολογία» του ΔΕΕ.
Η έννοια της «εθνικής ταυτότητας» και η αναφορά στα ιστορικά Συντάγματα
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το σημείο του σκεπτικού που αφορά την εθνική ταυτότητα της Ελλάδας. Η Ολομέλεια απεφάνθη ότι η αποκλειστικότητα της ανώτατης εκπαίδευσης από δημόσια ΑΕΙ δεν αποτελεί διαχρονική και σταθερή αξία της ελληνικής έννομης τάξης: «Δεν διαπιστώνεται ότι η παροχή ανώτατης εκπαίδευσης αποκλειστικά από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου αντιπροσωπεύει μια μακρά και σταθερή αξία για τη χώρα.»
Στο ίδιο πλαίσιο υπενθυμίζεται ότι πολλά ελληνικά Συντάγματα (πλην εκείνων της δικτατορίας και του ισχύοντος) επέτρεπαν την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, γεγονός που αποδυναμώνει το επιχείρημα περί «παραδοσιακής συνταγματικής αρχής».
Παράλληλα παραδείγματα από την Ε.Ε.
Η απόφαση του ΣτΕ στηρίζεται και σε αντίστοιχες ευρωπαϊκές ερμηνευτικές προσεγγίσεις.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται η απόφαση 198/2012 του Ισπανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, η οποία έκρινε συνταγματική τη νομιμοποίηση των γάμων ομόφυλων ζευγαριών, παρά το ότι το ισπανικό Σύνταγμα μιλούσε ρητά για «ένωση άνδρα και γυναίκας».
Το ελληνικό Δικαστήριο φαίνεται να υιοθετεί παρόμοια λογική ευρωπαϊκής προσαρμογής, ερμηνεύοντας το εθνικό δίκαιο υπό το φως των εξελίξεων της Ε.Ε.
Τι σημαίνει πρακτικά η απόφαση
Η απόφαση ξεκαθαρίζει το συνταγματικό τοπίο και επιτρέπει στον νομοθέτη να διαμορφώσει ρυθμιστικό πλαίσιο για τη λειτουργία παραρτημάτων μη κρατικών ΑΕΙ, υπό την προϋπόθεση:
ότι διασφαλίζεται το υψηλό επίπεδο σπουδών,
ότι προστατεύεται η ακαδημαϊκή ελευθερία,
και ότι το κράτος έχει μηχανισμούς εποπτείας και αξιολόγησης.
Ο νομοθέτης, σύμφωνα με την απόφαση, διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια στη ρύθμιση του πλαισίου αυτού, με μόνο όριο την εκπλήρωση της αποστολής της ανώτατης εκπαίδευσης όπως ορίζει το Σύνταγμα.
Η κινητοποίηση του ΣτΕ έρχεται μετά τις αιτήσεις που κατέθεσε ο καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ, Παναγιώτης Λαζαράτος, με τις οποίες ζητάει την ακύρωση των αδειών εγκατάστασης και λειτουργίας τριών πανεπιστημιακών παραρτημάτων στην Ελλάδα, επικαλούμενος ελλείψεις στα προγράμματα σπουδών.
Ακολουθεί ολόκληρη η απόφαση του ΣτΕ
Αριθμός 1918/2025
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 11 Απριλίου 2025, με την εξής σύνθεση: Μιχαήλ Πικραμένος, Πρόεδρος, Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου, Διομήδης Κυριλλόπουλος, Κωνσταντίνος Κουσούλης, Μαρίνα Παπαδοπούλου, Χρήστος Ντουχάνης, Δημήτριος Εμμανουηλίδης, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Όλγα Ζύγουρα, Βαρβάρα Ραφτοπούλου, Κωνσταντίνα Φιλοπούλου, Δημήτριος Μακρής, Σοφία Βιτάλη, Παναγιώτης Τσούκας, Κωνσταντίνα Κονιδιτσιώτου, Ρωξάνη Γιαννουλάτου, Μαρλένα Τριπολιτσιώτη, Βασίλειος Ανδρουλάκης, Σταυρούλα Κτιστάκη, Ευσταθία Σκούρα, Αικατερίνη Ρωξάνα, Ελένη Γεωργούτσου, Άννα Μπόνου, Γεωργία Ανδριοπούλου, Βασιλική Μόσχου, Σουλτάνα Κωνσταντίνου, Χριστιάνα Μπολόφη, Οδυσσέας Σπαχής, Σύμβουλοι, Νικόλαος Μαρκόπουλος, Νικόλαος Σεκέρογλου, Βασίλειος Γκέρτσος, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Γεωργία Ανδριοπούλου και Οδυσσέας Σπαχής, καθώς και ο Πάρεδρος Βασίλειος Γκέρτσος, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Σταυρούλα Χάρου.
Για να δικάσει την από 28 Νοεμβρίου 2024 αίτηση:
των: 1. Γ.Κ., κατοίκου ..., ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (Α.Μ. 12908) και 2. σωματείου με την επωνυμία «ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΙΔΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΟΥ ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΑΝΩΤΑΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ» (Π.Ο.Σ.Ε.Ε.ΔΙ.Π. ΑΕΙ), που εδρεύει στον Δήμο Ζωγράφου Αττικής (Ηρώων Πολυτεχνείου 9), το οποίο παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο, που νομιμοποιήθηκε με τη συνυπογραφή του δικογράφου από τον Πρόεδρο του σωματείου Δ.Λ.,
κατά του Υπουργού Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού, ο οποίος παρέστη με τους: α) Περικλή Αγγέλου, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους και β) Νικόλαο Πουλάκο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
και κατά των παρεμβαινόντων: 1. νομικού προσώπου με την επωνυμία «...» (...), που εδρεύει ..., το οποίο παρέστη με τον δικηγόρο Γεώργιο Δελλή (Α.Μ. 15582), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, 2. Α.Φ., κατοίκου ... και 3. Α.Κ., κατοίκου ..., οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Γεώργιο Δελλή, που τον διόρισαν με ψηφιακές εξουσιοδοτήσεις.
Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 3ης Φεβρουαρίου 2025 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 8 παρ. 1, 14, 20Α, 21 παρ. 1 και 2 και 23 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύουν.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 7341/26.9.2024 (Β΄ 5460/1.10.2024) απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Κωνσταντίνας Κονιδιτσιώτου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πρώτο αιτούντα ως δικηγόρο και ως πληρεξούσιο του δεύτερου αιτούντος σωματείου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο των παρεμβαινόντων και τους αντιπροσώπους του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. I. Παραδεκτό.
Επειδή, λόγω κωλύματος του Συμβούλου Δ. Μακρή, τακτικού μέλους της σύνθεσης που δίκασε την υπόθεση, στις διασκέψεις μετείχε αντ’ αυτού ως τακτικό μέλος κατά το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008 (Α΄ 241), η Σύμβουλος Γεωργία Ανδριοπούλου, αναπληρωματικό μέλος της συνθέσεως. Η υπόθεση εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον της Ολομελείας, κατόπιν της από 3.2.2025 πράξεως του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω σπουδαιότητας, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδ. γ΄, όπως ισχύει, 20 και 21 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8).
2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (κωδικός πληρωμής ηλεκτρονικού παραβόλου ...) ζητείται η ακύρωση της 7341/26.9.2024 αποφάσεως του Υπουργού Παιδείας, Θρησκευμάτων και Πολιτισμού με τίτλο «Εκκίνηση διαδικασίας υποβολής αιτήσεων περί χορήγησης άδειας εγκατάστασης και λειτουργίας παραρτημάτων Νομικών Προσώπων Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης. Καθορισμός διεθνών αναγνωρισμένων οίκων που κατατάσσουν παγκοσμίως πανεπιστημιακά ιδρύματα» (Β΄ 5460). Ως συμπροσβαλλόμενη πρέπει να θεωρηθεί η 19243/Ζ1/19.2.2025 απόφαση του ιδίου ως άνω Υπουργού (Β΄ 721), η οποία εκδόθηκε μετά την άσκηση της αιτήσεως και τροποποίησε το άρθρο 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Οι προσβαλλόμενες πράξεις ερείδονται επί των διατάξεων του μέρους Δ΄ του ν. 5094/2024, ο οποίος προβλέπει τη δυνατότητα ίδρυσης στην Ελλάδα παραρτημάτων αλλοδαπών πανεπιστημίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τρίτων χωρών συμβαλλόμενων στη GATS, με τη μορφή συνεργασίας τους με ελληνικούς μη κερδοσκοπικούς εκπαιδευτικούς φορείς, τα ΝΠΠΕ, τα οποία παρέχουν τριτοβάθμια εκπαίδευση και χορηγούν πτυχία στο όνομα του αλλοδαπού ιδρύματος, τα οποία ισχύουν αυτομάτως στην Ελλάδα, παρέχοντας πλήρη επαγγελματικά και ακαδημαϊκά δικαιώματα.
3. Επειδή, με έννομο συμφέρον ασκεί την κρινόμενη αίτηση ο πρώτος αιτών, ο οποίος είναι καθηγητής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και ισχυρίζεται ότι η λειτουργία των παραρτημάτων-ΝΠΠΕ θα έχει βλαπτικές συνέπειες για τη δημόσια ανώτατη εκπαίδευση και, ιδίως, για τα περιφερειακά ΑΕΙ, όπως το Πανεπιστήμιο, στο οποίο υπηρετεί (βλ. και Σ.τ.Ε. 2046/2022 Ολομ., σκ. 10, βλ. και 653/2024 Ολομ., σκ. 4, πρβ. Σ.τ.Ε. 1501/1973 Ολομ.). Περαιτέρω, με έννομο συμφέρον ασκείται η κρινόμενη αίτηση και από το δεύτερο των αιτούντων, το οποίο αποτελεί συνδικαλιστική οργάνωση, μέλη της οποίας μπορούν να καταστούν, κατά το άρθρο 4 του προσκομισθέντος προαποδεικτικώς καταστατικού της, «οι πρωτοβάθμιοι Σύλλογοι Ειδικού και Εργαστηριακού Προσωπικού, ένας για κάθε Α.Ε.Ι.… Οι πρωτοβάθμιοι Σύλλογοι ΕΕΔΙΠ μέλη της Ομοσπονδίας οφείλουν καταστατικά, να παρέχουν την δυνατότητα εγγραφής ως μελών σε όσους κατέχουν οργανική ή προσωποπαγή θέση και ασκούν ειδικό ή εργαστηριακό διδακτικό έργο στα Α.Ε.Ι.…», στους καταστατικούς σκοπούς του οποίου (άρθρο 2 παρ. 1 και 6 του καταστατικού) περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η μελέτη και συμβολή στην επίλυση των προβλημάτων της ανώτατης παιδείας, καθώς, επίσης, η προάσπιση του δημόσιου και ακαδημαϊκού χαρακτήρα των Πανεπιστημίων (βλ. και Σ.τ.Ε. 2046/2022 Ολομ., σκ. 10, βλ. και 653/2024 Ολομ., σκ. 4, πρβ. Σ.τ.Ε. 1501/1973 Ολομ.). Εξάλλου, οι αιτούντες παραδεκτώς ομοδικούν, προβάλλοντας κοινούς λόγους ακυρώσεως.
4. Επειδή, υπέρ του κύρους των προσβαλλόμενων πράξεων παρεμβαίνουν η μη κερδοσκοπική εταιρεία με την επωνυμία ... και έδρα ..., καθώς και οι Α.Φ. και Α.Κ.. Η πρώτη παρεμβαίνουσα μη κερδοσκοπική εταιρεία επικαλείται, προς θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός της για την άσκηση της παρέμβασης, την ιδιότητά της ως «Δεξαμενής Σκέψης» (Think Tank) της ελληνικής ομογένειας και τον καταστατικό της σκοπό, που συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο τρίτο του από 9.1.2023, προαποδεικτικώς προσκομισθέντος σε μετάφραση, πιστοποιητικού σύστασής της, στη «μεταφορά ιδεών πολιτικής και βέλτιστων πρακτικών από την επιχειρηματική και επιστημονική και ελληνική διασπορά στους [ελληνικούς] φορείς χάραξης πολιτικής, στους ενδιαφερόμενους φορείς και στις κοινότητες». Ωστόσο, ο ανωτέρω σκοπός της παρεμβαίνουσας, εν όψει της ευρύτητας της διατυπώσεώς του και δεδομένου ότι δεν συνδέεται αμέσως με το ρυθμιστικό περιεχόμενο των προσβαλλόμενων πράξεων και των διατάξεων του ν. 5094/2024, δυνάμει των οποίων αυτές έχουν εκδοθεί, δεν αρκεί για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός της για την άσκηση της παρέμβασης (πρβ. Σ.τ.Ε. 3352/2013 Ολομ., σκ. 5, 3350/2013 Ολομ., σκ. 5, 1805/2020, σκ. 9). Ούτε, άλλωστε, αρκεί προς τούτο η προσκομιζόμενη από Φεβρουαρίου 2025 μελέτη που εκπονήθηκε από την εν λόγω εταιρεία, με τίτλο «Greek Academic Diaspora Survey: Is Brain Regain in Greek Academia Possible?», από την οποία προκύπτει το ενδιαφέρον ορισμένων εκ των ερωτηθέντων Ελλήνων ακαδημαϊκών που ζουν στο εξωτερικό -οι οποίοι, πάντως, δεν προκύπτει, ούτε άλλωστε ισχυρίζεται η παρεμβαίνουσα, ότι είναι μέλη της (πρβ. Σ.τ.Ε. 1326/2023, σκ. 8)- να εγκατασταθούν στην Ελλάδα και να αναλάβουν διδακτικούς ή ερευνητικούς ρόλους στον τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης. Υπό τα δεδομένα αυτά, η παρέμβαση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ως προς την πρώτη παρεμβαίνουσα μη κερδοσκοπική εταιρεία. Αντιθέτως, με έννομο συμφέρον, ασκούν την εν λόγω παρέμβαση ο δεύτερος και o τρίτος των παρεμβαινόντων, λόγω της ιδιότητάς τους ως διδασκόντων σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ, οι οποίοι προβάλλουν ότι η επιβεβαίωση της συμβατότητας των ρυθμίσεων του ν. 5094/2024 προς το Σύνταγμα θα διευρύνει τις επαγγελματικές τους επιλογές και θα τους προσφέρει τη δυνατότητα επαναπατρισμού και κατάληψης θέσης διδακτικού προσωπικού σε ΝΠΠΕ.
5. II. Σύνταγμα. α. Σύνταγμα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 16 παρ. 1, άρθρο 16 παρ. 5 και 8 και άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄. Κατοχυρώνεται η ελευθερία της εκπαίδευσης και η ακαδημαϊκή ελευθερία.
Επειδή, στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, στο οποίο ορίζεται ότι: «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας», θεμελιώνεται η προστασία της αξίας του ανθρώπου. Στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, στο οποίο ορίζεται ότι: «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας…», διασφαλίζεται η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας. Το άρθρο 16 του Συντάγματος, που εγγυάται την ελευθερία της τέχνης και της επιστήμης, εντάσσεται στο κεφάλαιο των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, μετά τα άρθρα για το δικαίωμα της ελευθερίας της γνώμης και της ελευθερίας του τύπου. Στην παρ. 1 του άρθρου 16 του Συντάγματος, στην οποία ορίζεται ότι: «Η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες, η ανάπτυξη και η προαγωγή τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους. Η ακαδημαϊκή ελευθερία και η ελευθερία της διδασκαλίας δεν απαλλάσσουν από το καθήκον υπακοής στο Σύνταγμα», κατοχυρώνεται η ελευθερία της εκπαίδευσης και η ακαδημαϊκή ελευθερία. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι το Σύνταγμα αναγνωρίζει τον άνθρωπο ως υπέρτατη αξία, χάριν της οποίας υφίσταται και οργανώνεται η έννομη τάξη και θεσπίζει τα επί μέρους ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα για τη διασφάλιση της επί ίσοις όροις ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του καθενός και την απόλαυση των εννόμων αγαθών που αντιστοιχούν στο περιεχόμενο των δικαιωμάτων αυτών (Σ.τ.Ε. 867/1988 Ολομ.). Η ελευθερία της εκπαίδευσης, στη φύση της οποίας προσήκει, κατ’ αρχήν, και η ποικιλομορφία της εκπαίδευσης, ως ελευθερία επιλογής του προσανατολισμού, της μορφής και του φορέα παροχής εκπαίδευσης, συντελεί στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και την αυτοπραγμάτωση του ατόμου, συνδέεται με την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών και την ελευθερία του λόγου, αποτελεί δε απόρροια της θεμελιώδους αρχής της αξίας του ανθρώπου (βλ. και Conseil Constitutionnel 77-88 DC 23.11.1977, πρβ. και αναφορικά με τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων την κατωτ. απόφαση ΔΕΕ Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, σκ. 222 έως 234, βλ. και κατωτ. σκ. 29, βλ. και Σ.τ.Ε. 134/1945 Ολομ., σύμφωνα με την οποία η διάταξη του Συντάγματος του 1911 περί της ιδρύσεως ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων αποβλέπει «εις την καλλιέργειαν της παιδείας υπό την σκέπην των ελευθέρων θεσμών»). Η ακαδημαϊκή ελευθερία, ως ειδικότερη πτυχή της ελευθερίας της εκπαίδευσης, περικλείει τόσο την ελευθερία της διδασκαλίας, που συνδέεται με την ελευθερία της έρευνας και της διάδοσης χωρίς περιορισμούς της γνώσης, όσο και την προστασία του πανεπιστημίου ως θεσμού, υπό την έννοια της οργανωμένης μονάδας και διαδικασίας παροχής παιδείας, στο πλαίσιο του οποίου πραγματώνονται οι ως άνω ελευθερίες (πρβ. Σ.τ.Ε. 653/2024 Ολομ., σκ. 10, Σ.τ.Ε. 2801/1984 Ολομ., σκ. 8, πρβ. και αναφορικά με τον Χάρτη την κατωτ. απόφαση ΔΕΕ Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, σκ. 222 έως 234). Περαιτέρω, το Σύνταγμα προβλέπει στο άρθρο 16 παρ. 8 τους όρους και τις προϋποθέσεις για την ίδρυση των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων ορίζοντας ότι: «Νόμος ορίζει τις προϋποθέσεις και τους όρους χορήγησης άδειας για την ίδρυση και λειτουργία εκπαιδευτηρίων που δεν ανήκουν στο Κράτος, τα σχετικά με την εποπτεία που ασκείται πάνω σ’ αυτά, καθώς και την υπηρεσιακή κατάσταση του διδακτικού προσωπικού τους». Το Συμβούλιο της Επικρατείας, ερμηνεύοντας τις ως άνω διατάξεις των παρ. 1 και 8 του άρθρου 16 του Συντάγματος, έκρινε ότι αναγνωρίζεται ατομικό δικαίωμα ιδρύσεως και λειτουργίας ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, διασφαλιζομένης με τον τρόπο αυτόν της από το άρθρο 2 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου πολυφωνίας στην εκπαίδευση, για την πληρέστερη ανάπτυξη της παιδείας, που αποτελεί κατά την παρ. 2 του αυτού άρθρου του Συντάγματος βασική αποστολή του Κράτους. Κατά τη ρητή, όμως, συνταγματική επιταγή της ως άνω παρ. 8 δεν παρέχεται απλώς η δυνατότητα ασκήσεως ιδιωτικής επιχειρήσεως στο πλαίσιο του άρθρου 5 του Συντάγματος, αλλά δημοσίου λειτουργήματος από ιδιωτικό φορέα υποκείμενο σε κρατικό έλεγχο και εποπτεία (Σ.τ.Ε. 2376/1988 Ολομ., πρβ. και Σ.τ.Ε. 1486/1960 Ολομ., 26/1951 Ολομ., 134/1945 Ολομ.).
6. Επειδή, περαιτέρω, εν σχέσει ειδικώς με την ανώτατη εκπαίδευση και την οργανωτική μορφή του φορέα παροχής της, στις παρ. 5 και 8 εδ. β΄ του άρθρου 16 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «5. Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. … 8. … Η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται» (εδ. β΄). Η ρύθμιση των παρ. 5 και 8 εδ. β΄ του άρθρου 16 του Συντάγματος, με την οποία τίθενται οργανωτικοί κανόνες σχετικά με τη νομική μορφή των φορέων παροχής ανώτατης εκπαίδευσης, έχει ως θεμελιώδη στόχο την παροχή υψηλού επιπέδου ανώτατης εκπαίδευσης, η οποία κατά τον χρόνο θέσπισης του Συντάγματος του έτους 1975, υπό την ιδιαίτερη συγκυρία και τις εξαιρετικές ιστορικές περιστάσεις, λόγω της προηγηθείσας δικτατορίας, θεωρήθηκε ότι διασφαλίζεται αποκλειστικά με τη λειτουργία πανεπιστημίων υπό τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (σύμφωνα με τον εισηγητή της πλειοψηφίας Δ. Νιάνια, «… διερχόμεθα μίαν μεταβατική περίοδον. Εξερχόμεθα από μίαν σκληράν δικτατορίαν και θέλομεν να κάνομεν νέον ελεύθερον βίον, δίδοντες ιδιαίτερη έμφασιν εις την Παιδείαν. … ακόμη είμεθα φορτωμένοι με πικρές εμπειρίες και, ίσως, η γραμμή την οποίαν θα τηρήσωμεν, να μην είναι τόσον επιστημονικώς ψυχρή και αντικειμενική, όσον εάν το πρόγραμμα της Παιδείας, οι σκοποί και η διάρθρωσίς της καθιερούντο εις άλλας ώρας», Πρακτικά Ολομέλειας της Βουλής, Συν. ΟΘ΄ της 26.4.1975, σελ. 488, 26.4.1975). Εξάλλου, στο άρθρο 25 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. … Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει … να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας (εδ. δ΄)».
7. Επειδή, η ρητή κατοχύρωση του κανόνα της ελευθερίας της τέχνης και της επιστήμης, καθώς και της ακαδημαϊκής ελευθερίας στην παρ. 1 του άρθρου 16 του Συντάγματος αποτελεί, εν σχέσει προς τα προϊσχύσαντα Συντάγματα, καινοτομία του Συντάγματος του 1975 (με την εξαίρεση ανάλογης ρύθμισης του Συντάγματος του 1927), η οποία απηχεί το πνεύμα της μεταπολίτευσης ειδικώς για τον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης, όπως διαμορφώθηκε μετά την εμπειρία της δικτατορίας. Εξάλλου, η ρύθμιση των παρ. 5 και 8 εδ. β΄ του ισχύοντος Συντάγματος, για την παροχή ανώτατης εκπαίδευσης αποκλειστικά από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, με την εξαίρεση των Συνταγμάτων του 1968 και του 1973 της περιόδου της δικτατορίας, δεν απαντάται σε κανένα από τα προϋφιστάμενα Συντάγματα. Αντιθέτως, στην πλειοψηφία αυτών, είτε γινόταν ρητά λόγος για το δικαίωμα ίδρυσης ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων (Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827, άρθρο 20, που προέβλεπε το δικαίωμα ίδρυσης «καταστημάτων», Σύνταγμα του 1844, άρθρο 11 και του 1864, άρθρο 16, στα οποία προβλεπόταν το δικαίωμα εκάστου «να συσταίνει εκπαιδευτικά καταστήματα συμμορφούμενος με τους Νόμους του Κράτους»), είτε οριζόταν ότι επιτρέπεται η ίδρυσή τους (Σύνταγμα του 1911, άρθρο 16, Σύνταγμα του 1925/1926, άρθρο 21, Σύνταγμα του 1927, άρθρο 21 και Σύνταγμα του 1952, άρθρο 16 παρ. 5, σύμφωνα με τα οποία «επιτρέπεται εις ιδιώτας και νομικά πρόσωπα η ίδρυσις ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων…» (βλ. και Σ.τ.Ε. 1486/1960 Ολομ., 26/1951 Ολομ., 134/1945 Ολομ. στην οποία ερμηνεύεται το άρθρο 16 του Συντάγματος του 1911 και γίνεται δεκτό ότι «ἡ περί ἱδρύσεως ἰδιωτικῶν ἐκπαιδευτηρίων διάταξις…, ἀποβλέπουσα εἰς τήν καλλιέργειαν τῆς παιδείας ἐν Ἑλλάδι ὑπό την σκέπην τῶν ἐλευθέρων θεσμῶν, ἔτι δε εις την ενίσχυσιν και βελτίωσιν τῆς δημοσίας ἐκπαιδεύσεως, τό μέν δια τῆς ιδρύσεως ἰδιωτικῶν σχολῶν, ἔνθα δέν ὑπάρχουσιν ή δεν επαρκούσιν αι κρατικαί ... τό δέ διά τῆς ἐναμίλλου πρός τα δημόσια λειτουργίας ἰδιωτικών ἐκπαιδευτηρίων»). Ανάλογες δε ρυθμίσεις, απαγόρευσης ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικών φορέων παροχής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, δεν απαντώνται σε άλλα ευρωπαϊκά Συντάγματα.
8. β. Σύνταγμα και σχέση με ενωσιακό δίκαιο. Άρθρο 28 παρ. 2 και 3, ερμηνευτική δήλωση. Υποχρέωση εναρμόνισης των συνταγματικών διατάξεων με το ενωσιακό δίκαιο.
Επειδή, στο άρθρο 28 του Συντάγματος με τίτλο «Κανόνες του διεθνούς δικαίου και διεθνείς οργανισμοί» ορίζεται ότι: «… 2. Για να εξυπηρετηθεί σπουδαίο εθνικό συμφέρον και να προαχθεί η συνεργασία με άλλα κράτη, μπορεί να αναγνωρισθούν, με συνθήκη ή συμφωνία, σε όργανα διεθνών οργανισμών αρμοδιότητες που προβλέπονται από το Σύνταγμα. Για την ψήφιση νόμου που κυρώνει αυτή τη συνθήκη ή συμφωνία απαιτείται πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών. 3. H Eλλάδα προβαίνει ελεύθερα, με νόμο που ψηφίζεται από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, σε περιορισμούς ως προς την άσκηση της εθνικής κυριαρχίας της, εφόσον αυτό υπαγορεύεται από σπουδαίο εθνικό συμφέρον, δεν θίγει τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις βάσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος και γίνεται με βάση τις αρχές της ισότητας και με τον όρο της αμοιβαιότητας», στη δε ερμηνευτική δήλωση του ιδίου άρθρου ότι: «Το άρθρο 28 αποτελεί θεμέλιο για τη συμμετοχή της χώρας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». Όπως ήδη έχει κριθεί, από την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 28 του Συντάγματος προκύπτει αφενός υποχρέωση εφαρμογής της ενωσιακής έννομης τάξης στην εσωτερική έννομη τάξη, περαιτέρω δε υποχρέωση εναρμόνισης των συνταγματικών διατάξεων με τους κανόνες του ενωσιακού δικαίου, «σύμφωνα και με την εκπεφρασμένη βούληση του αναθεωρητικού νομοθέτη επί του άρθρου 28…» (Σ.τ.Ε. 3470-1/2011 Ολομ., σκ. 9, 161/2010 Ολομ., σκ. 10, 435/2019 Ολομ., σκ. 7, 359/2020 Ολομ., σκ. 11, πρβ. και Σ.τ.Ε. 177/2023 Ολομ., σκ. 31-32). Στο 406/1980 Πρακτικό Επεξεργασίας το Συμβούλιο της Επικρατείας περιέγραψε την ιδιομορφία της κοινοτικής (ήδη ενωσιακής) έννομης τάξης, η οποία εντοπίζεται στην αυτόνομη δικαιοπαραγωγική διαδικασία και στην εγκαθίδρυση μιας κοινοτικής (ήδη ενωσιακής) δικαιοδοτικής λειτουργίας, στην οποία εντάσσεται όχι μόνο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και τα εθνικά δικαστήρια των κρατών μελών, όταν εφαρμόζουν κανόνες του ενωσιακού δικαίου. Στο ως άνω Πρακτικό Επεξεργασίας γίνεται αναφορά, για πρώτη φορά από το Δικαστήριο στη σχέση μεταξύ του εθνικού και του ενωσιακού δικαίου, διατυπώνονται σκέψεις για την εξελικτική πορεία της νομολογίας του ΔΕΚ από την απόφαση COSTA/ENEL (1964) μέχρι την απόφαση SIMMENTHAL (1978), σύμφωνα με την οποία «ο καλούμενος να επιλύσει μιαν σύγκρουσιν μεταξύ κοινοτικού και εθνικού κανόνος δικαστής, έχει την υποχρέωσιν να εξασφαλίσει την πλήρη εφαρμογήν του κοινοτικού δικαίου καταλείπων ανεφάρμοστον την διάταξιν του εθνικού νόμου» (σελ. 39 και 43). Τα ως άνω επαναλαμβάνονται και στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας 177/2023, στη σκ. 31 της οποίας αναφέρεται: «κατά τα ήδη κριθέντα από το ΔΕΕ (Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως, απόφαση της 24.6.2019, C-573/17, Popławski) «52. … Χαρακτηριστικά γνωρίσματα του δικαίου της Ένωσης είναι η προέλευσή του από αυτόνομη πηγή δικαίου την οποία αποτελούν οι Συνθήκες… . Βάσει των ουσιωδών αυτών χαρακτηριστικών έχει διαμορφωθεί ένα συγκροτημένο πλέγμα αρχών, κανόνων και εννόμων σχέσεων που τελούν σε αλληλεξάρτηση μεταξύ τους και δεσμεύουν αμοιβαία την ίδια την Ένωση και τα κράτη μέλη της, καθώς και τα κράτη μέλη μεταξύ τους … . 53. Με την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης κατοχυρώνεται η υπεροχή του δικαίου της Ένωσης έναντι του δικαίου των κρατών μελών … . 54. Η αρχή αυτή επιβάλλει, ως εκ τούτου, σε όλες τις αρχές των κρατών μελών να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων της Ένωσης, το δε δίκαιο των κρατών μελών δεν μπορεί να επηρεάσει την αποτελεσματικότητα που αναγνωρίζεται στους κανόνες αυτούς στο έδαφος των εν λόγω κρατών … . 55. … 58. ... σε περίπτωση που είναι αδύνατη η σύμφωνη προς τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας, το εθνικό δικαστήριο στο οποίο έχει ανατεθεί, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του, η εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της Ένωσης έχει την υποχρέωση να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητά τους, αφήνοντας εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, έστω και μεταγενέστερη, χωρίς να υποχρεούται να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνισή της είτε διά της νομοθετικής οδού είτε μέσω οποιασδήποτε άλλης συνταγματικής διαδικασίας». Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποκτά ολοένα και πιο συγκεκριμένη μορφή και αποτελεί σήμερα μια «ένωση κρατών» με υψηλό βαθμό ολοκλήρωσης, στην οποία συμμετέχει η Ελληνική Δημοκρατία σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος. Η εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων συνάδει με τις συμβατικές υποχρεώσεις, που απορρέουν από τις ευρωπαϊκές Συνθήκες, όπως αυτές εκφράζονται, ιδίως, στις ευρωπαϊκές θεμελιώδεις ελευθερίες (πρβ. Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, απόφαση της 19.7. 2011, 1 BvR 1916/09, σκ. 74).
9. III. Ενωσιακό δίκαιο. α. Άρθρα 6 και 165, 166 ΣΛΕΕ: εκπαίδευση και αρμοδιότητα κρατών μελών. Η εκπαίδευση δεν εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής των θεμελιωδών ελευθεριών: Τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν τις διατάξεις για την ελευθερία εγκατάστασης και στην ανώτατη εκπαίδευση.
Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 6 ΣΛΕΕ στους τομείς του πολιτισμού και της εκπαίδευσης η Ένωση έχει αρμοδιότητα να αναλαμβάνει δράσεις για να υποστηρίζει, να συντονίζει ή να συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών. Επίσης, κατά το άρθρο 165 παρ. 1 ΣΛΕΕ η δράση της Ένωσης στον τομέα της παιδείας πρέπει να σέβεται την αρμοδιότητα των κρατών μελών για το περιεχόμενο της διδασκαλίας και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος, καθώς και την πολιτιστική και γλωσσική τους πολυμορφία, κατά δε το άρθρο 166 παρ. 1 ΣΛΕΕ, η Ένωση σέβεται την αρμοδιότητα των κρατών μελών για το περιεχόμενο και την οργάνωση της επαγγελματικής εκπαίδευσης. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 6 ΣΛΕΕ: «η Ένωση έχει αρμοδιότητα να αναλαμβάνει δράσεις για να υποστηρίζει, να συντονίζει ή να συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών. Οι εν λόγω τομείς δράσης είναι στην ευρωπαϊκή τους διάσταση: α) …, ε) η παιδεία, η επαγγελματική εκπαίδευση…». Στο άρθρο 165 ορίζεται ότι: «1. Η Ένωση συμβάλλει στην ανάπτυξη παιδείας υψηλού επιπέδου, ενθαρρύνοντας τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και, αν αυτό απαιτείται, υποστηρίζοντας και συμπληρώνοντας τη δράση τους, σεβόμενη ταυτόχρονα πλήρως την αρμοδιότητα των κρατών μελών για το περιεχόμενο της διδασκαλίας και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος, καθώς και την πολιτιστική και γλωσσική τους πολυμορφία… . 2. Η δράση της Ένωσης, έχει ως στόχο: … -να αναπτύσσει την ευρωπαϊκή διάσταση της παιδείας…, -να ευνοεί την κινητικότητα φοιτητών και εκπαιδευτικών, μεταξύ άλλων και μέσω της ακαδημαϊκής αναγνώρισης διπλωμάτων και περιόδων σπουδών, -να προωθεί τη συνεργασία μεταξύ των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, …». Στο δε άρθρο 166 ΣΛΕΕ ορίζεται ότι: «1. Η Ένωση εφαρμόζει πολιτική επαγγελματικής εκπαίδευσης, η οποία στηρίζει και συμπληρώνει τις δράσεις των κρατών μελών, σεβόμενη ταυτόχρονα πλήρως την αρμοδιότητα των κρατών μελών για το περιεχόμενο και την οργάνωση της επαγγελματικής εκπαίδευσης».
10. Επειδή, από τις διατάξεις 6 και 165 ΣΛΕΕ, όπως ήδη ερμηνεύονται από το ΔΕΕ, προκύπτει σαφώς ότι ο χώρος της εκπαίδευσης και μάλιστα της ανώτατης δεν εξαιρείται της εφαρμογής των θεμελιωδών ελευθεριών, όπως είναι η ελευθερία εγκατάστασης. Οι διατάξεις αυτές της ΣΛΕΕ, επαναλαμβάνουν κατά βάση τις ρυθμίσεις, οι οποίες ετέθησαν για πρώτη φορά σε ισχύ με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το έτος 1992, και επαναλήφθηκαν στη Συνθήκη του Άμστερνταμ το έτος 1996 -στο προϊσχύσαν καθεστώς δεν υπήρχε ανάλογη αναφορά στον τομέα της παιδείας, πέραν της ρύθμισης που αφορούσε ειδικώς την επαγγελματική εκπαίδευση του άρθρου 128 της Συνθήκης της Ρώμης-, έκτοτε δε έχει σταδιακά εξειδικευθεί νομολογιακά το ρυθμιστικό πεδίο των διατάξεων αυτών. Ειδικότερα, όπως έγινε δεκτό για πρώτη φορά ρητά για τον χώρο της εκπαίδευσης, και δη της ανώτατης, με την πρόσφατη απόφαση Cilevičs εν σχέσει με την ελευθερία εγκατάστασης (απόφαση 7.9.2022, μείζων σύνθεση, C-391/2020, σκ. 58-59, που αφορά την τριτοβάθμια εκπαίδευση), η Ένωση έχει αρμοδιότητα κατά το άρθρο 6 ΣΛΕΕ να αναλαμβάνει δράσεις για να υποστηρίζει, να συντονίζει ή να συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών, μεταξύ άλλων, στον τομέα της παιδείας. Μολονότι, όμως, το δίκαιο της Ένωσης δεν θίγει την αρμοδιότητα αυτή των κρατών μελών όσον αφορά, αφενός, το περιεχόμενο της διδασκαλίας και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος, καθώς και την πολιτιστική και γλωσσική τους πολυμορφία και, αφετέρου το περιεχόμενο και την οργάνωση της επαγγελματικής εκπαίδευσης, όπως προκύπτει από το άρθρο 165 παρ. 1 και το άρθρο 166 παρ. 1 ΣΛΕΕ, εντούτοις, τα κράτη μέλη οφείλουν κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς τους αυτής, να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, τις διατάξεις για την ελευθερία εγκατάστασης (πρβ. και απόφαση της 4.7.2019, Kirschstein, C-393/2017, σκ. 21, εν σχέσει ειδικώς με την οδηγία 2006/123, που αφορά την ελευθερία εγκατάστασης στην ανώτατη εκπαίδευση, απόφαση της 21.12.2023, C-680/21, UL, SA Royal Antwerp Football Club, σκ. 69, που αφορά αντίστοιχα ζητήματα στον τομέα του αθλητισμού, απόφαση 18.12.2007, C-281/2006, Jundt, σκ. 86-87, που αφορά την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, απόφαση 11.9.2007, Schwarz και Gootjes-Schwarz, C-76/2005, σκ. 70, που αφορά αντίστοιχο ζήτημα σχετικά με την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών για τη σχολική εκπαίδευση, απόφαση της 16.5.2006, Watts, C-372/2004, σκ. 147-148, που αφορά την ανάλογη προβληματική στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης, πρβ. και, υπό την ισχύ της Συνθήκης της Ρώμης και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 128 για την επαγγελματική εκπαίδευση, απόφαση ΔΕΚ της 13.2.1985, Gravier, C-293/1983, σκ. 19, 23 και 24, που αφορά την επιβολή διδάκτρων στην ανώτατη εκπαίδευση για τους αλλοδαπούς φοιτητές και απόφαση ΠΕΚ της 11.2.1992, Τ-16/1990, Παναγιωτοπούλου, σκ. 58). Όπως επισήμανε ο Γενικός Εισαγγελέας επί της υποθέσεως αυτής (Cilevičs), «το γεγονός ότι ο πολιτισμός και η εκπαίδευση αποτελούν τομείς οι οποίοι εμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό στην αρμοδιότητα των κρατών μελών … δεν σημαίνει ότι οι τομείς αυτοί δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, ούτε σημαίνει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να ρυθμίζουν τους τομείς αυτούς κατά το δοκούν, εάν τούτο συνεπάγεται παράβαση διάταξης του δίκαιου της Ένωσης», καθώς και ότι «... ο πολιτισμός και η εκπαίδευση δεν είναι νησίδες άβατες από την επιρροή του δικαίου της Ένωσης» (σκ. 42-43 προτάσεων). Η αντίληψη αυτή, έστω και εν σπέρματι, απαντάται ήδη από τις πρώτες αποφάσεις, που αφορούσαν την εκπαίδευση (λ.χ. βλ. ανωτ. υπό την ισχύ της Συνθήκης της Ρώμης και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 128 για την επαγγελματική εκπαίδευση την απόφαση ΔΕΚ της 13.2.1985, Gravier, σκ. 19, 23 και 24, απόφαση ΠΕΚ, Παναγιωτοπούλου, σκ. 58, βλ. και κατωτ. σκ. 25), διατρέχει δε πλέον, κατά την πάγια νομολογία του ΔΕΕ, όλη τη σχετική προβληματική σε ανάλογους τομείς κρατικής δράσης (μεταξύ άλλων βλ. απόφαση ΔΕΕ της 29.4.2025, Επιτροπή κατά Μάλτας, C-181/2023, στην οποία κρίθηκε ότι «κατά πάγια νομολογία, μολονότι ο καθορισμός των προϋποθέσεων χορήγησης και απώλειας της ιθαγένειας κράτους μέλους εμπίπτει σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, στην αρμοδιότητα κάθε κράτους μέλους, η αρμοδιότητα αυτή πρέπει να ασκείται τηρουμένου του δικαίου της ένωσης», σκ. 81).
11. β. 49 Σ.Λ.Ε.Ε.: Ανώτατη εκπαίδευση και ελευθερία εγκατάστασης. Κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ η ελευθερία εγκατάστασης σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από υπήκοο ενός κράτους μέλους στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.
Επειδή, ειδικότερα, το ΔΕΕ, εν σχέσει προς την εφαρμογή του άρθρου 49 ΣΛΕΕ για το δικαίωμα εγκατάστασης στο πεδίο της ανώτατης εκπαίδευσης, έχει δεχθεί, όπως αναλυτικά παρατίθεται στη συνέχεια, ότι στο άρθρο αυτό κατοχυρώνεται η ελευθερία εγκατάστασης σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από υπήκοο ενός κράτους μέλους στο έδαφος άλλου κράτους μέλους. Η ελευθερία αυτή υπόκειται σε περιορισμούς, κατά τα γενικώς ισχύοντα, δηλαδή, επιτρέπονται περιορισμοί, εφόσον δικαιολογούνται από υπέρτερο λόγο γενικού συμφέροντος ή συντρέχει λόγος δημόσιας τάξης, συνάδουν δε με την αρχή της αναλογικότητας, και, υπό την προϋπόθεση ότι οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται από την ελευθερία εγκατάστασης δεν προσκρούουν σε τυχόν υφιστάμενη αντίθετου περιεχομένου εθνική ταυτότητα του κράτους μέλους. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ με τίτλο «Δικαίωμα εγκατάστασης» ορίζεται ότι: «… οι περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως των υπηκόων ενός κράτους μέλους στην επικράτεια ενός άλλου κράτους μέλους απαγορεύονται. …». Στο άρθρο 51 ΣΛΕΕ ορίζεται ότι: «Εξαιρούνται από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, όσον αφορά το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, οι δραστηριότητες που συνδέονται στο κράτος αυτό, έστω και περιστασιακά με την άσκηση δημόσιας εξουσίας». Όπως, ειδικότερα, κρίθηκε από το ΔΕΕ, η επ’ αμοιβή διοργάνωση μαθημάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι οικονομική δραστηριότητα που εμπίπτει στο κεφάλαιο της Συνθήκης, το οποίο αφορά το δικαίωμα εγκατάστασης (άρθρο 49), εφόσον ασκείται από υπήκοο ενός κράτους μέλους εντός άλλου κράτους μέλους με τρόπο σταθερό και συνεχή μέσω κύριας ή δευτερεύουσας εγκατάστασης εντός του τελευταίου αυτού κράτους μέλους (ανωτ. απόφαση Cilevičs, σκ. 52, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, απόφαση της 6.10.2020, C-66/2018, μείζων σύνθεση, σκ. 160-163, απόφαση της 13.11.2003, απόφαση Neri, C-153/2002, σκ. 39). Όπως, μάλιστα, έχει κριθεί, ο οικονομικός χαρακτήρας μίας δραστηριότητας είναι ανεξάρτητος από οποιαδήποτε επιδίωξη κέρδους (ΔΕΕ απόφαση της 23.2.2016, C- 179/2014, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, σκ. 154, και της 18.12.2007, C- 281/2006, Judt, σκ. 33), με αποτέλεσμα η άσκηση δραστηριότητας από φορέα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα να μην αίρει τον οικονομικό χαρακτήρα αυτής (ΔΕΕ απόφαση της 14.7.2022, C-436/2020, ASADE, σκ. 63, απόφαση της 19.6.2014, C-574/2012, Centro Hospitalar, σκ. 33 και απόφαση της 23.12.2009, C-305/2008, CoNISMa, σκ. 45). Εξάλλου, παγίως γίνεται δεκτό ότι η δραστηριότητα, που συνίσταται στην παροχή πανεπιστημιακής διδασκαλίας, δεν συνιστά δραστηριότητα που συνδέεται με την άσκηση δημόσιας εξουσίας (ανωτ. απόφαση Cilevičs, σκ. 57, που αφορά παροχή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, απόφαση Jundt, σκ. 38 κ.ά.). Επίσης, κρίθηκε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 49 παρ. 1 ΣΛΕΕ, απαγορεύονται οι περιορισμοί της ελευθερίας εγκατάστασης των υπηκόων ενός κράτους μέλους στο έδαφος άλλου κράτους μέλους (ανωτ. απόφαση Cilevičs, σκ. 60). Περαιτέρω, κατά τη νομολογία του ΔΕΕ, θεωρείται ως περιορισμός της ελευθερίας εγκατάστασης κάθε μέτρο το οποίο απαγορεύει, παρακωλύει ή καθιστά λιγότερο ελκυστική την άσκηση της ελευθερίας αυτής (ανωτ. απόφαση Cilevičs, σκ. 61 και Eπιτροπή κατά Ουγγαρίας, σκ. 167 και 170 και απόφαση της 6.9.2012, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, C-38/2010, σκ. 26). Σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΔΕΕ, τα ανωτέρω ισχύουν ακόμα και αν το εθνικό μέτρο που θέτει περιορισμό, εφαρμόζεται άνευ διακρίσεων λόγω ιθαγένειας (απόφαση της 11.7.2024 Societa Italiana Imprese Balneari, C-598/2022, σκ. 48, απόφαση της 11.2.2021, C-407/2019, 471/2019, Katoen Matie κ.λπ., σκ. 58, απόφαση της 19.12.2019, C-465/2018, AV, BV κ.λπ., σκ. 39, απόφαση της 4.11.2018, Memoria και Dall’ Antonia, C-342/2017, σκ. 48, απόφαση της 28.1.2016. Βλ. ομοίως, χωρίς ρητή σκέψη ανωτέρω αποφάσεις Cilevičs και Kirschtein. Η νομολογία αυτή αποτελεί πλέον πάγια νομολογία του ΔΕΕ, μετά την απόφαση της 30.11.1995, Gebhart, C-55/1994, με την οποία μετεστράφη η παλαιότερη νομολογία του Δικαστηρίου, που στηριζόταν στη γραμματική διατύπωση των Συνθηκών και προϋπέθετε για την εφαρμογή της ελευθερίας εγκατάστασης να υφίσταται διάκριση λόγω ιθαγένειας, βλ. και κατωτ. σκ. 24. Εξάλλου, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, κανένας περιορισμός της ελευθερίας εγκατάστασης δεν επιτρέπεται, εκτός αν δικαιολογείται από υπέρτερο λόγο γενικού συμφέροντος και συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας, το οποίο προϋποθέτει ότι είναι κατάλληλος να διασφαλίσει, κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό, την υλοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού και ότι δεν βαίνει πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού (ανωτ. απόφαση Cilevičs, σκ. 65, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, σκ. 178, απόφαση της 23.2.2016, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, C-179/2014, σκ. 166, ανωτ. απόφαση Memoria και Dall’ Antonia, σκ. 53, 59, 60 και 65). Περαιτέρω, σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΔΕΕ, στο πλαίσιο των θεμελιωδών ελευθεριών που κατοχυρώνονται στις Συνθήκες, χωρεί επίκληση λόγων δημόσιας τάξης μόνο σε περίπτωση πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής για κάποιο θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας (ανωτ. απόφαση Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, σκ. 181, απόφαση της 19.6.2008, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, C-319/2006, σκ. 50 κ.ά.). Έχει κριθεί δε ότι, ο σκοπός της εξασφάλισης υψηλού ποιοτικού επιπέδου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι ικανός να δικαιολογήσει περιορισμούς στην ελευθερία εγκατάστασης (ανωτ. απόφαση Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, σκ. 187, πρβ. ανωτ. απόφαση Neri, σκ. 46). Εξάλλου, η νομολογία την οποία επικαλείται η μειοψηφία (αποφάσεις της 27.9.1988, C-263/1986, Humbel, σκ. 17-19, της 7.12.1993, Wirth, C-109/1992, σκ. 15, της 11.9.2007, Schwarz και Gootjes-Schwarz, C-76/2005, σκ. 39, της 2.2.2023, Freikirche der Siebenten-Tags-Adventisten in Deutschland, C-372/2021, σκ. 21) δεν αντιμετωπίζει το κρίσιμο εν προκειμένω ζήτημα της παράλληλης οργάνωσης δημοσίου εκπαιδευτικού συστήματος και παραρτημάτων αλλοδαπών πανεπιστημίων, ούτε, πολλώ μάλλον, κρίνει περί της παροχής εκπαίδευσης αποκλειστικά από δημόσιους φορείς κατ’ αποκλεισμό των ως άνω παραρτημάτων. Αντιθέτως, από την ανωτέρω απόφαση C-76/2005 συνάγεται ότι δεν αποκλείεται μια τέτοια συνύπαρξη. Ειδικότερα αναφέρεται: «39. Το Δικαστήριο δέχτηκε ... ότι ο όρος “υπηρεσίες”, όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 50 ΕΚ, δεν καλύπτει τα μαθήματα που διδάσκονται σε ορισμένα ιδρύματα που εντάσσονται σε ένα δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα και χρηματοδοτούνται εν όλω ή εν μέρει από δημόσιους πόρους (βλ. συναφώς τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Humbel και Edel, σκέψεις 17 και 18, καθώς και Wirth, σκέψεις 15 και 16). Το Δικαστήριο διευκρίνισε συναφώς ότι το κράτος, δημιουργώντας και διατηρώντας αυτό το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο χρηματοδοτείται, κατά κανόνα, από τον δημόσιο προϋπολογισμό και όχι από τους σπουδαστές ή τους γονείς τους, δεν αποβλέπει στην άσκηση αμειβόμενων δραστηριοτήτων, αλλά εκπληρώνει την αποστολή του έναντι των πολιτών του στον κοινωνικό, πολιτιστικό και εκπαιδευτικό τομέα. 40. Αντίθετα, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τα μαθήματα που διδάσκονται σε εκπαιδευτικά ιδρύματα που χρηματοδοτούνται κυρίως από ιδιωτικούς πόρους, και μάλιστα κυρίως από τους σπουδαστές ή τους γονείς τους, αποτελούν υπηρεσίες κατά την έννοια του άρθρου 50 ΕΚ, δεδομένου ότι ο σκοπός στον οποίον αποβλέπουν τα ιδρύματα αυτά έγκειται στην προσφορά υπηρεσίας έναντι αμοιβής (απόφαση Wirth, σκέψη 17). 41. Στο σημείο αυτό επιβάλλεται να διευκρινιστεί ότι η ιδιωτική αυτή χρηματοδότηση δεν είναι αναγκαίο να εξασφαλίζεται κυρίως από τους σπουδαστές ή τους γονείς τους. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 50 ΕΚ δεν απαιτεί το τίμημα της υπηρεσίας να καταβάλλεται από τους αποδέκτες της (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 26ης Απριλίου 1988, 352/85, Bond van Adverteerders κ.λπ., Συλλογή 1988, σ. 2085, σκέψη 16, της 11ης Απριλίου 2000, C-51/96 και C-191/97, Deliège, Συλλογή 2000, σ. Ι-2549, σκέψη 56, καθώς και προπαρατεθείσες αποφάσεις Smits και Peerbooms, σκέψη 57, και Skandia και Ramstedt, σκέψη 24)». Εν όψει των προεκτεθέντων στη σκέψη αυτή, καθώς και τις δύο προηγούμενες σκέψεις σχετικά με την ερμηνεία των άρθρων 6, 165, 49 και 51 ΣΛΕΕ, σύμφωνα με τα οποία ο χώρος της εκπαίδευσης και μάλιστα της ανώτατης δεν εξαιρείται των θεμελιωδών ελευθεριών του ενωσιακού δικαίου, προκύπτει ότι η απόλυτη απαγόρευση κάθε ιδιωτικής δραστηριότητας παροχής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν συμβαδίζει με την ελευθερία εγκατάστασης, την ελευθερία ίδρυσης ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, καθώς και την αρχή της αναλογικότητας, που κατοχυρώνονται στο ενωσιακό δίκαιο. Συνεπώς, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί, επικαλούμενο εθνική ρύθμιση, ακόμα και συνταγματικού επιπέδου, η οποία προβλέπει τη δωρεάν παροχή ανώτατης εκπαίδευσης αποκλειστικά από δημόσια πανεπιστήμια, να αποκλείσει την παροχή, παραλλήλως προς τη δημόσια, οποιασδήποτε μορφής ιδιωτικής ανώτατης εκπαίδευσης.
12. Ελευθερία εγκατάστασης σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και σεβασμός της εθνικής ταυτότητας κράτους μέλους. Έννοια της εθνικής ταυτότητας κατά το άρθρο 4 παρ. 2 ΣΕΕ.
Επειδή, περαιτέρω, από τη νομολογία του ΔΕΕ προκύπτει ότι η εφαρμογή της ελευθερίας εγκατάστασης σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης προϋποθέτει ότι δεν θίγεται η εθνική ταυτότητα του κράτους μέλους, καθόσον κατά το άρθρο 4 παρ. 2 ΣΕΕ η Ένωση σέβεται την εθνική ταυτότητα των κρατών μελών της (ανωτ. απόφαση Cilevičs, σκ. 68, πρβ. αποφάσεις της 12.5.2011, Runevič-Vardyn και Wardyn, C-391/2009, σκ. 86, και της 16.4.2013, Las, C-202/2011, σκ. 26). H έννοια της εθνικής ταυτότητας, η οποία είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική δομή των κρατών μελών, αντιπροσωπεύει, κατ’ αρχήν, μια μακρά και σταθερή αξία και συνιστά το αποτέλεσμα της ιστορίας, του πολιτισμού και των κοινωνικοπολιτικών χαρακτηριστικών μίας συγκεκριμένης χώρας (βλ. προτάσεις Γενικού Εισαγγελέα στην ανωτ. απόφαση Cilevičs, σκ. 86 και 92). Σύμφωνα με τον Γενικό Εισαγγελέα επί της αποφάσεως Cilevičs, τα κράτη μέλη διαθέτουν συναφώς σημαντικό περιθώριο εκτίμησης, η διακριτική τους, όμως, ευχέρεια δεν είναι απεριόριστη, ειδάλλως η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 ΣΕΕ θα «συνιστούσε μία πρόχειρη ρήτρα διαφυγής από τους κανόνες και τις αρχές των Συνθηκών της Ένωσης, η οποία θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί ανά πάσα στιγμή από οποιοδήποτε κράτος μέλος. Η υποχρέωση της Ένωσης να “σέβεται” την εθνική ταυτότητα των κρατών μελών δεν μπορεί να ισοδυναμεί με δικαίωμα κράτους μέλους να αγνοεί το δίκαιο της Ένωσης κατά το δοκούν» (σκ. 86 των προτάσεων). Εξάλλου, κατά την πάγια νομολογία του ΔΕΕ, η εφαρμογή της αρχής του σεβασμού της εθνικής ταυτότητας των κρατών μελών υπόκειται στην αρχή της αναλογικότητας (ανωτ. απόφαση Cilevičs, σκ. 81 επ. κ.ά.).
13. γ. Οδηγία 2006/123/ΕΚ για τις υπηρεσίες: Ελευθερία εγκατάστασης και εκπαιδευτικές υπηρεσίες, εφαρμογή της οδηγίας σε αμιγώς εσωτερικές υποθέσεις. Ρύθμιση της ελευθερίας εγκατάστασης κατά την οδηγία.
Επειδή, με την οδηγία 2006/123/ΕΚ, η οποία έχει μεταφερθεί στην εσωτερική έννομη τάξη με τον ν. 3844/2010, επιδιώκεται η εξάλειψη των εμποδίων για την άσκηση της ελευθερίας εγκατάστασης των παρόχων υπηρεσιών στα κράτη μέλη και την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών μεταξύ των κρατών μελών. Στην οδηγία, ρυθμίζονται, μεταξύ άλλων, ζητήματα σχετικά με την ελευθερία εγκατάστασης κατά το άρθρο 49 ΣΛΕΕ -ελευθερία, το πεδίο εφαρμογής της οποίας διευρύνεται με την οδηγία και σε αμιγώς εσωτερικές υποθέσεις- και την αδειοδότηση των παρόχων υπηρεσιών. Ειδικότερα, στο άρθρο 1 της οδηγίας ορίζεται ότι: «1. Η παρούσα οδηγία θεσπίζει τις γενικές διατάξεις που διευκολύνουν την άσκηση της ελευθερίας εγκατάστασης των παρόχων υπηρεσιών και την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών, διατηρώντας ταυτόχρονα υψηλό ποιοτικό επίπεδο υπηρεσιών...». Στο άρθρο 2, «πεδίο εφαρμογής», ορίζεται ότι: «1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις υπηρεσίες παρόχων εγκατεστημένων σε κράτος μέλος. 2. ...», στο άρθρο 4 ότι: «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας: 1. ως “υπηρεσία” νοείται κάθε μη μισθωτή οικονομική δραστηριότητα, που παρέχεται κατά κανόνα έναντι αμοιβής, κατά το άρθρο [57 ΣΛΕΕ]·… 6. ως “σύστημα χορήγησης άδειας” νοείται κάθε διαδικασία που υποχρεώνει τον πάροχο ή τον αποδέκτη της υπηρεσίας να υποβάλει αίτηση στην αρμόδια αρχή για την έκδοση επίσημης ή σιωπηρής αποφάσεως σχετικά με την πρόσβαση σε δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών ή με την άσκησή της·… 8. ως “επιτακτικοί λόγοι δημόσιου συμφέροντος” νοούνται οι λόγοι που αναγνωρίζονται ως τέτοιοι στη νομολογία του Δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένων των ακόλουθων λόγων: δημόσια τάξη· δημόσια ασφάλεια· δημόσια υγεία·… . Προστασία ... των αποδεκτών υπηρεσιών και των εργαζομένων· δικαιοσύνη των εμπορικών συναλλαγών· καταπολέμηση της απάτης·… διατήρηση της εθνικής ιστορικής και καλλιτεχνικής κληρονομιάς· στόχοι κοινωνικής πολιτικής και στόχοι πολιτιστικής πολιτικής. ...». Στο άρθρο 9, «Συστήματα χορήγησης άδειας», του κεφαλαίου III της οδηγίας, που αφορά, ειδικότερα, την ελευθερία εγκατάστασης, ορίζεται ότι: «1. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εξαρτούν την πρόσβαση σε δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών και την άσκησή τους από σύστημα χορήγησης άδειας, παρά μόνον εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) το σύστημα χορήγησης άδειας δεν εισάγει διακρίσεις εις βάρος του παρόχου της υπηρεσίας· β) η ανάγκη ύπαρξης συστήματος χορήγησης άδειας δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο δημόσιου συμφέροντος· γ) ο επιδιωκόμενος στόχος δεν μπορεί να επιτευχθεί με λιγότερο περιοριστικό μέτρο, ιδίως επειδή οι εκ των υστέρων έλεγχοι θα λάμβαναν χώρα με πολύ μεγάλη καθυστέρηση για να είναι πραγματικά αποτελεσματικοί...». Στο άρθρο 10, «Προϋποθέσεις για τη χορήγηση της άδειας», του ίδιου κεφαλαίου ορίζεται ότι: «1. Τα συστήματα χορήγησης άδειας βασίζονται σε κριτήρια τα οποία δεν επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να ασκούν την εξουσία τους αυθαίρετα. 2. Τα κριτήρια της παραγράφου 1: α) δεν εισάγουν διακρίσεις· β) δικαιολογούνται από επιτακτικό λόγο δημόσιου συμφέροντος· γ) είναι αναλογικά προς τον προαναφερόμενο στόχο δημόσιου συμφέροντος· δ) είναι σαφή και δεν επιδέχονται αμφισβήτηση· ε) είναι αντικειμενικά· στ) έχουν δημοσιοποιηθεί εκ των προτέρων· ζ) είναι διαφανή και προσβάσιμα». Τέλος, στα άρθρα 14 και 15 του ίδιου κεφαλαίου προβλέπονται απαιτήσεις για τους παρόχους υπηρεσιών, οι οποίες απαγορεύονται, καθώς και απαιτήσεις, οι οποίες πρέπει να αξιολογηθούν από τα κράτη μέλη, αντιστοίχως.
14. Στην ελευθερία εγκατάστασης κατά την οδηγία εμπίπτουν και οι υπηρεσίες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Προϋποθέσεις νομιμότητας συστήματος χορήγησης άδειας για την παροχή υπηρεσιών.
Επειδή, όπως έχει κριθεί, η οδηγία 2006/123/ΕΚ, με την οποία επιδιώκεται η εξάλειψη των εμποδίων στην άσκηση της ελευθερίας εγκατάστασης, αφορά και τις υπηρεσίες τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως (ανωτ. απόφαση Kirschstein, σκ. 21). Συγκεκριμένα, κατά τα κριθέντα από το ΔΕΕ, η οδηγία 2006/123/ΕΚ κατά το άρθρο 2 παρ. 1 αυτής εφαρμόζεται στις υπηρεσίες παρόχων εγκατεστημένων σε κράτος μέλος. Επιπλέον, κατά το άρθρο 4 σημείο 1 ως «υπηρεσία» για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας ορίζεται κάθε μη μισθωτή οικονομική δραστηριότητα, που ασκείται κατά κανόνα έναντι αμοιβής κατά το άρθρο 57 ΣΛΕΕ. Στο μέτρο που εθνικοί κανόνες, οι οποίοι υποχρεώνουν τους παρέχοντες υπηρεσίες που επιθυμούν να χορηγούν πανεπιστημιακούς τίτλους σπουδών να ζητούν από τις αρμόδιες αρχές την έκδοση πράξεως που τους παρέχει την άδεια προς τούτο, δημιουργούν ένα σύστημα χορηγήσεως άδειας για την παροχή των υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 4 σημείο 6 της οδηγίας αυτής, οι εν λόγω κανόνες πρέπει να είναι σύμφωνοι προς τις επιταγές του κεφαλαίου III της εν λόγω οδηγίας, που ρυθμίζουν δεσμευτικά τέτοιου είδους συστήματα (ανωτ. απόφαση Kirschstein, σκ. 64). Εξάλλου, από το άρθρο 9 παρ. 1 της ίδιας οδηγίας προκύπτει ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εξαρτούν την πρόσβαση σε δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών και την άσκησή τους από σύστημα χορήγησης άδειας, παρά μόνον εάν πληρούνται οι ακόλουθες τρεις προϋποθέσεις. Πρώτον, το άρθρο 9 παρ. 1 στοιχείο αʹ της οδηγίας απαιτεί το σύστημα χορηγήσεως άδειας να μην εισάγει διακρίσεις εις βάρος του παρέχοντος τις σχετικές υπηρεσίες. Δεύτερον, το άρθρο 9 παρ. 1 στοιχείο βʹ της οδηγίας επιβάλλει να δικαιολογείται η ανάγκη ύπαρξης του συστήματος χορηγήσεως αδείας από επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος. Συνιστούν δε, όπως κρίθηκε, επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος η διασφάλιση του υψηλού επιπέδου της τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως και η προστασία των αποδεκτών των σχετικών υπηρεσιών. Πράγματι, αφενός, το άρθρο 4 σημείο 8 της εν λόγω οδηγίας ορίζει, ειδικότερα, ότι πρέπει να θεωρούνται ως επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος οι λόγοι που αναγνωρίζονται ως τέτοιοι στη νομολογία του ΔΕΕ, προβλέπει δε, ειδικά, ότι η προστασία των αποδεκτών των υπηρεσιών ικανοποιεί το ως άνω κριτήριο. Αφετέρου, το ΔΕΕ έχει κρίνει ότι οι ως άνω δύο σκοποί είναι επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος (πρβ. αποφάσεις της 21.10.1999, Zenatti, C-67/1998, σκ. 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και απόφαση Neri, σκ. 46). Τρίτον, το άρθρο 9 παρ. 1 στοιχείο γʹ της οδηγίας απαιτεί να μη μπορεί να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός με άλλο λιγότερο περιοριστικό μέτρο, ιδίως επειδή οι εκ των υστέρων έλεγχοι θα πραγματοποιούνταν με πολύ μεγάλη καθυστέρηση για να είναι πραγματικά αποτελεσματικοί. Εφόσον δε η χορήγηση τίτλου σπουδών είναι καθ’ εαυτή ικανή να παράσχει πρόσβαση σε ορισμένα επαγγέλματα και θα μπορεί γενικότερα να συνεκτιμάται από τους εργοδότες για την πρόσληψη ατόμου το οποίο είναι κάτοχος τέτοιου τίτλου, η αβεβαιότητα όσον αφορά την αξία του εν λόγω τίτλου σπουδών, οφειλόμενη στην έλλειψη προηγούμενου ελέγχου, μπορεί επίσης να αποτελεί πρόσκομμα στην επίτευξη του ως άνω σκοπού, ενώ μια ενδεχόμενη εκ των υστέρων αμφισβήτηση της αξίας αυτής δεν θα μπορεί να συνιστά επαρκή εγγύηση (απόφαση Kirschstein, σκ. 67-79). Η συμβατότητα ενός συστήματος χορηγήσεως αδείας προς την οδηγία προϋποθέτει, επίσης, ότι αυτό στηρίζεται σε κριτήρια για την οριοθέτηση της ασκήσεως της διακριτικής ευχέρειας των αρμόδιων αρχών, τα οποία ικανοποιούν τις απαιτήσεις του άρθρου 10 παρ. 2 της οδηγίας αυτής. Ενόψει των ανωτέρω, κρίθηκε από το ΔΕΕ ότι δυνάμει της ως άνω διατάξεως οι προϋποθέσεις χορηγήσεως αδείας πρέπει να μην εισάγουν διακρίσεις, να δικαιολογούνται από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος και να είναι ανάλογες προς τον σκοπό αυτό, δηλαδή, να είναι ικανές να εξασφαλίσουν την επίτευξη του εν λόγω σκοπού χωρίς να υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξή του μέτρο. Επιπλέον, η διάταξη αυτή απαιτεί οι εν λόγω προϋποθέσεις αδειοδότησης να είναι σαφείς και χωρίς αμφισημία, να είναι αντικειμενικές, διαφανείς, προσβάσιμες και να έχουν δημοσιοποιηθεί εκ των προτέρων (απόφαση Kirschstein, σκ. 79-80, απόφαση της 26.9.2018, Van Gennip κ.λπ., C-137/2017, σκ. 80). Εξάλλου, όπως έχει κριθεί από το ΔΕΕ, ακόμη και όταν το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων περιορίζονται στο εσωτερικό ενός μόνον κράτους μέλους, οι διατάξεις του κεφαλαίου III της οδηγίας 2006/123/ΕΚ, το οποίο αφορά την ελευθερία εγκατάστασης των παρόχων υπηρεσιών, έχουν εφαρμογή και σε μια τέτοια αμιγώς εσωτερική κατάσταση (ανωτ. απόφαση Kirschtein, σκ. 23-24 και 99-100, βλ. και σκ. 104 έως 106 του Γενικού Εισαγγελέα στην ίδια υπόθεση, απόφαση της 20.4.2023, Autorita Garante, C-348, σκ. 40, απόφαση της 3.12.2020, Star Τaxi, C-62/2019, σκ. 73, απόφαση της 22.9.2020, Cali apartment, C-724/2018 και C-727/2018, σκ. 56, απόφαση της 30.1.2018, X BV και Visser, μείζονος συνθέσεως, σκ. 98-110 κ.ά.).
15. δ. H Συμφωνία GATS για την απελευθέρωση των υπηρεσιών: Δικαίωμα ίσης μεταχείρισης παρόχων υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης προερχόμενων από τρίτες χώρες εν σχέσει προς την ελευθερία εγκατάστασης.
Επειδή, κατά τα κριθέντα με πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ (ανωτ. Επιτροπή κατά Ουγγαρίας), επί τη βάσει της Συμφωνίας GATS, η οποία είναι διεθνής συμφωνία για την απελευθέρωση των υπηρεσιών, της οποίας συμβαλλόμενο μέρος είναι και η Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει δε επικυρωθεί και από την Ελλάδα, η Ένωση ανέλαβε δεσμεύσεις σχετικά και με την απελευθέρωση των υπηρεσιών εκπαίδευσης, στις οποίες περιλαμβάνονται και υπηρεσίες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Τα κύρια δικαιώματα, τα οποία απορρέουν από τη Σύμβαση αυτή είναι το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης και το δικαίωμα πρόσβασης στην αγορά. Κατά τα κριθέντα από το ΔΕΕ, όπως αναλυτικά παρατίθεται κατωτέρω, το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης, που θεμελιώνεται στο άρθρο IVII της GATS, δεσμεύει τα συμβαλλόμενα μέρη, εφόσον δεν έχουν διατυπώσει επιφύλαξη. Τούτο έχει ως συνέπεια, ότι συμβαλλόμενο κράτος, το οποίο δεν έχει διατυπώσει σχετική επιφύλαξη, οφείλει να αναγνωρίζει σε παρόχους υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που προέρχονται από τρίτες χώρες, τα δικαιώματα που τυχόν αναγνωρίζει η (εθνική ή ενωσιακή) νομοθεσία. Μεταξύ των δικαιωμάτων αυτών, που αναγνωρίζονται επί τη βάσει της ενωσιακής νομοθεσίας, συγκαταλέγονται, κατά τα γενόμενα δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, και τα δικαιώματα για την ελευθερία εγκατάστασης παρόχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που απορρέουν ειδικώς από την οδηγία 2006/123/ΕΚ. Ειδικότερα, το άρθρο XVI παρ. 4 της Συμφωνίας για την ίδρυση του ΠΟΕ προβλέπει τα εξής: «Κάθε κράτος μέλος υποχρεούται να διασφαλίζει ότι οι νόμοι, οι ρυθμίσεις και οι διοικητικές του διαδικασίες συμβαδίζουν με τις υποχρεώσεις του, όπως αυτές προβλέπονται στις επισυναπτόμενες συμφωνίες». Εξάλλου, σύμφωνα με το προοίμιο της GATS, η συμφωνία αυτή συνήφθη με σκοπό την «ταχεία επίτευξη σταδιακά υψηλότερων επιπέδων απελευθέρωσης των συναλλαγών στον τομέα των υπηρεσιών … εν όψει της αυξανόμενης σπουδαιότητας των συναλλαγών στον τομέα των υπηρεσιών για την ανάπτυξη της παγκοσμίου οικονομίας ... δεδομένης της ανισότητας που υφίσταται, όσον αφορά το βαθμό ανάπτυξης των ρυθμίσεων για την παροχή υπηρεσιών σε διάφορες χώρες...». Συγκεκριμένα, στην παρ. 1 του άρθρου I της GATS ορίζεται ότι: «1. Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε μέτρα που λαμβάνονται από τα μέλη για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών». Στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου I ορίζονται οι τρόποι παροχής υπηρεσιών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης. Συγκεκριμένα, ορίζεται: «2. Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, οι συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών ορίζονται ως η παροχή υπηρεσιών: α) από το έδαφος ενός μέλους στο έδαφος άλλου μέλους· β) εντός του εδάφους ενός μέλους προς χρήστη υπηρεσιών άλλου μέλους· γ) από φορέα παροχής υπηρεσιών ενός μέλους μέσω εμπορικής παρουσίας στο έδαφος άλλου μέλους· δ) από φορέα παροχής υπηρεσιών ενός μέλους μέσω παρουσίας φυσικών προσώπων ενός μέλους εντός του εδάφους άλλου μέλους». Στη δε παρ. 3 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι: «Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας: α) … β) ο όρος “υπηρεσίες” περιλαμβάνει το σύνολο των υπηρεσιών σε όλους τους τομείς, με εξαίρεση τις υπηρεσίες που παρέχονται κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας·...». Το άρθρο XIV, με τίτλο «Γενικές εξαιρέσεις», ορίζει τα εξής: «Υπό τον όρο ότι τα σχετικά μέτρα δεν εφαρμόζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να συνιστούν μέσο αυθαίρετης ή αδικαιολόγητης διακριτικής μεταχείρισης μεταξύ χωρών στις οποίες επικρατούν παρεμφερείς συνθήκες ή καλυμμένο περιορισμό των συναλλαγών στον τομέα των υπηρεσιών, καμία διάταξη στην παρούσα συμφωνία δεν σημαίνει ότι απαγορεύεται η λήψη ή επιβολή από οποιοδήποτε μέλος μέτρων: α) που είναι αναγκαία για την προστασία της δημόσιας ηθικής ή τη διατήρηση της δημόσιας τάξης…». Εξάλλου, τα άρθρα XVI έως XVIII της GATS περιέχονται στο Μέρος III της Συμφωνίας αυτής, το οποίο επιγράφεται «Ειδικές αναλήψεις υποχρεώσεων». Το άρθρο XVI της GATS τιτλοφορείται «Πρόσβαση στην αγορά» και προβλέπει τα εξής: «1. Όσον αφορά την πρόσβαση στην αγορά μέσω των τρόπων παροχής υπηρεσιών που ορίζονται στο άρθρο 1, κάθε μέλος παρέχει στις υπηρεσίες και στους φορείς παροχής υπηρεσιών οποιουδήποτε άλλου μέλους μεταχείριση όχι λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν που προβλέπεται κατ’ εφαρμογήν των όρων, περιορισμών και προϋποθέσεων που έχουν συμφωνηθεί και καθορισθεί στον πίνακα υποχρεώσεών του… . 2. Σε τομείς στους οποίους αναλαμβάνονται υποχρεώσεις πρόσβασης στην αγορά, τα μέτρα τα οποία δεν διατηρούνται ούτε υιοθετούνται από μέλος ..., εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στον πίνακα υποχρεώσεών του, είναι τα εξής: α) περιορισμοί ως προς τον αριθμό των φορέων παροχής υπηρεσιών, υπό μορφή είτε αριθμητικών ποσοστώσεων, μονοπωλίων, αποκλειστικής παροχής υπηρεσιών είτε εξέτασης των οικονομικών αναγκών· β) … ε) μέτρα που επιβάλλουν περιορισμούς ή υποχρεώσεις όσον αφορά την ύπαρξη συγκεκριμένης μορφής νομικών προσώπων ή κοινών επιχειρήσεων, μέσω των οποίων είναι δυνατόν να παρέχεται υπηρεσία από φορέα παροχής υπηρεσιών·...». Το άρθρο XVII της GATS με τίτλο «Εθνική μεταχείριση» ορίζει τα εξής: «1. Όσον αφορά το σύνολο των μέτρων των σχετικών με την παροχή υπηρεσιών στους τομείς που περιλαμβάνονται στον πίνακά του και λαμβάνοντας υπόψη τους όρους και περιορισμούς που καθορίζονται σ’ αυτόν, κάθε μέλος παρέχει σε υπηρεσίες και φορείς παροχής υπηρεσιών οποιουδήποτε άλλου μέλους μεταχείριση όχι λιγότερο ευνοϊκή από τη μεταχείριση που παρέχει στις οικείες παρεμφερείς υπηρεσίες και φορείς παροχής υπηρεσιών… .». Κατά το δε άρθρο XX της GATS: «1. Κάθε μέλος καθορίζει σε πίνακα τις συγκεκριμένες υποχρεώσεις που αναλαμβάνει στο πλαίσιο του μέρους ΙΙΙ της παρούσας συμφωνίας. Όσον αφορά τους τομείς στους οποίους αναλαμβάνονται οι συγκεκριμένες υποχρεώσεις, σε κάθε πίνακα προσδιορίζονται: α) οι όροι, οι περιορισμοί και οι προϋποθέσεις προσβάσεως στην αγορά· β) οι όροι και οι περιορισμοί όσον αφορά την εθνική μεταχείριση … 2. Τα μέτρα που έρχονται σε αντίθεση με τα άρθρα XVI και XVII εγγράφονται στη στήλη που αναφέρεται στο άρθρο XVI. Στην περίπτωση αυτή, η εγγραφή θεωρείται ότι εισάγει όρο ή περιορισμό όσον αφορά επίσης το άρθρο XVII. 3. ...». Εξάλλου, στο άρθρο XXVIII δίδονται επιμέρους ορισμοί για την ερμηνεία της Σύμβασης, μεταξύ άλλων, δε ορίζεται ως «“μέτρο” … κάθε μέτρο που λαμβάνεται από μέλος υπό τη μορφή νόμου … ή υπό οποιαδήποτε άλλη μορφή» (στοιχ. α΄), ότι «ο όρος “παροχή υπηρεσίας” περιλαμβάνει την παραγωγή, διανομή, εμπορία πώληση και διάθεση υπηρεσίας» (στοιχ. β΄), ότι «εμπορική παρουσία» νοείται «κάθε τύπος επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας, εκτός των άλλων, μέσω: i) της σύστασης, αγοράς ή διατήρησης νομικού προσώπου, ή ii) της δημιουργίας ή διατήρησης υποκαταστήματος ή υπηρεσίας εκπροσώπησης, στο έδαφος μέλους με σκοπό την παροχή υπηρεσίας… .» (στοιχ. δ΄). Τέλος, ως «νομικό πρόσωπο» η Σύμβαση ορίζει ότι νοείται «κάθε νομική οντότητα που έχει δεόντως συσταθεί ή οργανωθεί βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας, κερδοσκοπικού ή μη χαρακτήρα … συμπεριλαμβανομένων των εταιρειών, των οικονομικών συνασπισμών μεγάλων επιχειρήσεων, των προσωπικών εταιρειών, των κοινών επιχειρήσεων, των ατομικών επιχειρήσεων ή των ενώσεων» (στοιχ. Λ΄).
16. Η GΑTS αποτελεί ενωσιακό δίκαιο. Περιεχόμενο δεσμεύσεων συμβαλλόμενων κρατών.
Επειδή, ειδικότερα, όπως κρίθηκε με την ανωτέρω απόφαση του ΔΕΕ, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, κάθε διεθνής συμφωνία, η οποία συνάπτεται από την Ένωση, συνιστά, από την έναρξη της ισχύος της, αναπόσπαστο μέρος του δικαίου της Ένωσης (ανωτ. απόφαση Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, σκ. 69, και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εν προκειμένω, η Συμφωνία για την ίδρυση του ΠΟΕ, της οποίας η GATS αποτελεί μέρος, υπογράφηκε από την Ένωση και, στη συνέχεια, εγκρίθηκε από αυτήν στις 22.12.1994 με την απόφαση 94/800. Τέθηκε δε σε ισχύ την 1η.1.1995. Επομένως, η GATS αποτελεί μέρος του δικαίου της Ένωσης (ανωτ. απόφαση Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, σκ. 70-71). Τούτο, έχει την έννοια, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με τον Γενικό Εισαγγελέα επί της υποθέσεως Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, ότι, κατά την εσωτερική εκτέλεση διεθνούς συμφωνίας, τα κράτη μέλη εκπληρώνουν υποχρέωση έναντι της Ένωσης, η οποία έχει αναλάβει την ευθύνη για την καλή εκτέλεση της συμφωνίας σε επίπεδο εξωτερικών σχέσεων. Η υποχρέωση αυτή των κρατών μελών αποτελεί έκφραση του καθήκοντος καλόπιστης συνεργασίας με βάση το άρθρο 4 παρ. 3 ΣΕΕ, το οποίο, στο πλαίσιο αυτό, λειτουργεί ως όριο για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Τα κράτη μέλη, δηλαδή, διατηρούν το δικαίωμα ασκήσεως της εσωτερικής τους αρμοδιότητας προς ρύθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά μόνο στον βαθμό, που οι σχετικές εθνικές ρυθμίσεις δεν αντιβαίνουν σε υποχρεώσεις απορρέουσες από τις Συμφωνίες του ΠΟΕ (σκ. 53 και 54 των προτάσεων).
17. Αναγνωρίζεται στη GATS το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης στους παρόχους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης τρίτων χωρών, εφόσον δεν έχει διατυπωθεί επιφύλαξη.
Επειδή, εξάλλου, όπως κρίθηκε, βάσει του άρθρου XVII παρ. 1 της GATS, το οποίο αφορά τον βασικό κανόνα της εν λόγω Συμφωνίας της ίσης μεταχείρισης, κάθε μέλος του ΠΟΕ οφείλει, στους τομείς που περιλαμβάνονται στον πίνακα συγκεκριμένων υποχρεώσεών του και λαμβανομένων υπ’ όψιν των όρων και των περιορισμών που καταγράφονται εκεί, να επιφυλάσσει στις υπηρεσίες και στους παρόχους υπηρεσιών οποιουδήποτε άλλου μέλους του ΠΟΕ μεταχείριση όχι λιγότερο ευνοϊκή από τη μεταχείριση, την οποία παρέχει στις παρόμοιες ημεδαπές υπηρεσίες και στους ημεδαπούς παρόχους παρόμοιων υπηρεσιών (απόφαση Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, σκ. 103). Ακολούθως, βάσει του άρθρου XVI παρ. 1 της GATS, που αφορά τους κανόνες, που διέπουν την πρόσβαση στην αγορά μέσω των τρόπων παροχής υπηρεσιών που ορίζονται στο άρθρο Ι της GATS, κάθε μέλος οφείλει να επιφυλάσσει στις υπηρεσίες και στους παρόχους υπηρεσιών οποιουδήποτε άλλου μέλους του ΠΟΕ μεταχείριση όχι λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη, η οποία απορρέει από την εφαρμογή των όρων, των περιορισμών και των προϋποθέσεων που έχουν συμφωνηθεί και καθοριστεί στον πίνακα συγκεκριμένων υποχρεώσεών του (απόφαση Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, σκ. 104). Τέλος, το άρθρο XX παρ. 1 της GATS, που αφορά τις τιθέμενες επιφυλάξεις των συμβαλλομένων κρατών, ορίζει ότι κάθε μέλος του ΠΟΕ οφείλει να καταρτίζει πίνακα με τις συγκεκριμένες υποχρεώσεις που αναλαμβάνει δυνάμει του μέρους ΙΙΙ της GATS, όπου περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και τα άρθρα XVI και XVII. Ως προς τους τομείς, σε σχέση με τους οποίους αναλαμβάνονται αυτές οι συγκεκριμένες υποχρεώσεις, κάθε πίνακας πρέπει να καταγράφει τους όρους, τους περιορισμούς και τις προϋποθέσεις που διέπουν την πρόσβαση στην αγορά, καθώς και τους όρους και τους περιορισμούς, στους οποίους υπόκειται η εθνική μεταχείριση. Οι πίνακες συγκεκριμένων υποχρεώσεων αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της GATS (απόφαση Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, σκ. 105). Κατά συνέπεια, από τα άρθρα XVI, XVII και XX της GATS προκύπτει ότι ο πίνακας συγκεκριμένων υποχρεώσεων κάθε μέλους του ΠΟΕ καταγράφει τις δεσμεύσεις, τις οποίες έχει αναλάβει το αντίστοιχο μέλος ανά τομέα και ανά τρόπο παροχής υπηρεσιών. Στον πίνακα αυτόν μνημονεύονται, ειδικότερα, οι όροι, οι περιορισμοί και οι προϋποθέσεις που σχετίζονται με «περιορισμούς όσον αφορά την πρόσβαση στην αγορά», καθώς και οι όροι και οι περιορισμοί που σχετίζονται με «περιορισμούς όσον αφορά την εθνική μεταχείριση». Η μνεία των μεν και των δε γίνεται σε δύο χωριστές στήλες (απόφαση Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, σκ. 106). Εξάλλου, σύμφωνα με την ερμηνεία που δόθηκε από το ΔΕΕ για την παρ. 2 του άρθρου XX της GATS, τα μέτρα τα οποία δεν συμβιβάζονται ούτε με το άρθρο XVI ούτε με το άρθρο XVII της GATS πρέπει, για λόγους «απλούστευσης της διαδικασίας» να εγγράφονται, εντός του οικείου πίνακα συγκεκριμένων υποχρεώσεων, μόνο στη στήλη σχετικά με τους «περιορισμούς όσον αφορά την πρόσβαση στην αγορά», οπότε θεωρείται ότι αυτή η εγγραφή, στη μία μόνο στήλη, εισάγει σιωπηρώς όρο ή περιορισμό και όσον αφορά την εθνική μεταχείριση (απόφαση Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, σκ. 107, με παραπομπή στην έκθεση της ειδικής ομάδας του ΠΟΕ, της 16.7.2012, με τίτλο «Κίνα – Ορισμένα μέτρα που επηρεάζουν τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών πληρωμών», WT/DS 413/R, και εγκρίθηκε από το ΟΕΔ στις 31.8.2012, παρ. 7.658). Επομένως, όπως ειδικότερα κρίθηκε, όρος που έχει, και τυπικώς, εγγραφεί αποκλειστικά σε σχέση με το άρθρο XVI της GATS, που αφορά την πρόσβαση στην αγορά, δεν επιτρέπει παρέκκλιση από την υποχρέωση εθνικής μεταχείρισης, την οποία προβλέπει το άρθρο XVII, που αφορά την ίση μεταχείριση, παρά μόνον αν το είδος των μέτρων, που λαμβάνονται δυνάμει του όρου αυτού, αντιβαίνουν τόσο στην υποχρέωση, την οποία επιβάλλει το άρθρο XVI, όσο και στην υποχρέωση την οποία επιβάλλει το άρθρο XVII της GATS (Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, σκ. 108). Τέλος, όπως κρίθηκε, από το περιεχόμενο του κανόνα, ο οποίος καθιερώνεται, κατά τα προεκτεθέντα, για λόγους απλούστευσης της διαδικασίας, με το άρθρο XX παρ. 2 της GATS, συνάγεται ότι ένας όρος πρέπει να εισάγει κάποιας μορφής διάκριση (μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών), προκειμένου να καλύπτεται από τον εν λόγω κανόνα, ώστε, δηλαδή, να ισχύει (σιωπηρώς) και ως προς το άρθρο XVII της GATS, δηλαδή, να συνιστά επιφύλαξη και ως προς το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης (απόφαση Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, σκ. 112).
18. Η έννοια της επιφύλαξης της Ελλάδας στη Σύμβαση GATS.
Επειδή, στην κρινόμενη υπόθεση εν σχέσει προς την Ελλάδα, ο ενοποιημένος πίνακας δεσμεύσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2019/C 278/01, που τέθηκε σε ισχύ στις 15.3.2019) -σύμφωνα με τον οποίο όλα τα κράτη σχετικά με την εκπαίδευση έχουν αναλάβει δεσμεύσεις μόνον ως προς τις ιδιωτικώς χρηματοδοτούμενες υπηρεσίες- περιλαμβάνει, στη στήλη που αφορά τους «περιορισμούς όσον αφορά την πρόσβαση στην αγορά» και σε συνάρτηση με τις υπηρεσίες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που παρέχονται μέσω του τρόπου παροχής υπηρεσιών γ΄ που προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου I («εμπορική παρουσία»), για τη Χώρα τον όρο «χωρίς περιορισμούς για εκπαιδευτικά ιδρύματα που χορηγούν διπλώματα αναγνωρισμένα από το κράτος/Unbound for education institutions granting recognized State diplomas». Σύμφωνα, δηλαδή, με τον όρο αυτό, η Ελλάδα διατυπώνει επιφύλαξη, η οποία έχει την έννοια ότι η Χώρα δεν δεσμεύεται από τον κανόνα της πρόσβασης στην αγορά (δηλαδή ως προς τον κανόνα, που αφορά τους όρους και τις προϋποθέσεις αδειοδότησης των παρόχων υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης), ώστε δύναται, εφόσον επιθυμεί, να θέτει σχετικούς περιορισμούς σε εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα οποία χορηγούν διπλώματα που αναγνωρίζονται από το κράτος. Δηλαδή, σύμφωνα με την επιφύλαξη αυτή, η Ελλάδα, εν σχέσει προς τον πρώτο κανόνα, της πρόσβασης στην αγορά, δεν αναλαμβάνει οιαδήποτε δέσμευση έναντι των λοιπών συμβαλλόμενων μερών και είναι απολύτως ελεύθερη να καθορίζει κυριαρχικώς τους όρους και τις προϋποθέσεις αδειοδότησης των παρόχων υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και εν γένει να διαμορφώνει την οικεία αγορά υπηρεσιών, υπό την έννοια ότι η Χώρα έχει τη δυνατότητα από τη συγκεκριμένη Σύμβαση, ακόμα και να απαγορεύει πλήρως την πρόσβαση στην οικεία αγορά ή, εφόσον επιτρέψει την πρόσβαση, διατηρεί, πάντως, τη δυνατότητα να διαμορφώνει ελεύθερα το είδος και τη μορφή των τυχόν τιθέμενων περιορισμών κατά την αδειοδότηση. Στη στήλη σχετικά με τους «περιορισμούς όσον αφορά την εθνική μεταχείριση» αναγράφεται η λέξη «κανένας», το οποίο σημαίνει ότι η Χώρα δεν διατυπώνει καμία επιφύλαξη ως προς τον κανόνα αυτόν, σε συνάρτηση με τον επιμέρους τομέα των υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Δηλαδή, σύμφωνα με τον σαφώς αυτό διατυπωμένο όρο («κανένας»), η Ελλάδα, εν σχέσει προς τον δεύτερο κανόνα, της μη διάκρισης, ρητά αναλαμβάνει τη δέσμευση επί τη βάσει της εν λόγω Σύμβασης έναντι των λοιπών συμβαλλόμενων μερών, ότι, πάντως, κατά τη ρύθμιση της οικείας αγοράς -σύμφωνα με την κατά τα ανωτέρω ευχέρειά της βάσει της επιφύλαξής της- εμποδίζεται απολύτως να θεσπίζει ή να εφαρμόζει νομοθεσία, η οποία εισάγει διακρίσεις μεταξύ ημεδαπών παρόχων και παρόχων που προέρχονται από χώρες συμβεβλημένες στη Σύμβαση. Πρόκειται για ανεπιφύλακτη δέσμευση της Χώρας σχετικά με τον κανόνα της μη διάκρισης. Εξάλλου, ο ανωτέρω όρος, που αφορά τη μη δέσμευση της Ελλάδας για εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα οποία χορηγούν διπλώματα αναγνωρισμένα από το Κράτος, και έχει εγγραφεί στη διαφορετική στήλη, με τους «περιορισμούς όσον αφορά την πρόσβαση στην αγορά», δεν ισχύει και ως προς την υποχρέωση ίσης μεταχείρισης, την οποία προβλέπει το άρθρο XVII της GATS, δηλαδή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι με τη διατυπωθείσα επιφύλαξη στην πρώτη στήλη, εισάγεται σιωπηρώς επιφύλαξη και για τη δεύτερη στήλη (πρβ. απόφαση Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, σκ. 109-111). Τούτο δε διότι, ως προς το ζήτημα αυτό, από το περιεχόμενο του κανόνα, ο οποίος καθιερώνεται, κατά τα προεκτεθέντα, για λόγους απλούστευσης της διαδικασίας, με το άρθρο XX παρ. 2 της GATS, όπως ήδη ερμηνεύθηκε ανωτέρω από το ΔΕΕ, συνάγεται ότι ένας όρος πρέπει να εισάγει κάποιας μορφής διάκριση (μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών), προκειμένου να καλύπτεται από τον εν λόγω κανόνα, ώστε, δηλαδή, να ισχύει (σιωπηρώς) και ως προς το άρθρο XVII της GATS, ήτοι, να συνιστά επιφύλαξη και ως προς το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης (απόφαση Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, σκ. 112). Όμως, όπως προκύπτει από την έννοια, αλλά και τη διατύπωσή του, ο ανωτέρω όρος, που αφορά τη μη δέσμευση της Ελλάδας για ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα οποία χορηγούν διπλώματα αναγνωρισμένα από το Κράτος, καλύπτει όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, ανεξαρτήτως της προέλευσής τους (ημεδαπά ή αλλοδαπά), οπότε δεν ενέχει κατά το περιεχόμενό του κανένα στοιχείο διάκρισης. Τούτο, άλλωστε, συνάγεται και από τον σκοπό της επιφύλαξης αυτής, η οποία, προφανώς, ετέθη, ενόψει της ρύθμισης των παρ. 5 και 8 εδ. β΄ του άρθρου 16 του Συντάγματος, η οποία δεν διακρίνει ανάλογα με την προέλευση του παρόχου ανώτατης εκπαίδευσης, ημεδαπού ή αλλοδαπού. Συνεπώς, ο κανόνας απλούστευσης της διαδικασίας του άρθρου XX παρ. 2 της GATS δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω δεδομένου ότι η τεθείσα επιφύλαξη δεν εμπεριέχει στοιχείο διάκρισης. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα, ότι ο όρος αυτός δεν παρέχει στην Ελλάδα τη δυνατότητα να επικαλεστεί παρέκκλιση από την υποχρέωση ίσης μεταχείρισης, την οποία προβλέπει το άρθρο XVII της GATS, η οποία, επομένως, δεσμεύει πλήρως τη Χώρα, η οποία, άλλωστε, και ρητά στην οικεία στήλη των επιφυλάξεων συμφωνεί ότι δεν θέτει καμία επιφύλαξη (πρβ. ανωτ. απόφαση Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, σκ. 113). Κατόπιν όλων των ανωτέρω, η εγγραφή από την Ελλάδα των ιδιωτικώς χρηματοδοτούμενων υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στον πίνακα συγκεκριμένων υποχρεώσεών της καθώς και, σε συνάρτηση με τον τρόπο παροχής γ΄ που προβλέπεται στο άρθρο I παρ. 2, η αναγραφή της λέξης «κανένας» στη στήλη σχετικά με τους «περιορισμούς όσον αφορά την εθνική μεταχείριση» σημαίνει ότι δεν υφίσταται περιορισμός ως προς τις δεσμεύσεις, τις οποίες έχει αναλάβει η Χώρα δυνάμει του άρθρου XVII της GATS αναφορικά με τις υπηρεσίες αυτές, ότι, δηλαδή, η Χώρα ουδεμία επιφύλαξη έχει διατυπώσει σχετικά (πρβ. ανωτ. απόφαση Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, σκ. 114). Εν κατακλείδι, η Ελλάδα, δεδομένου ότι ως προς το πρώτο δικαίωμα (της πρόσβασης στην αγορά) διετύπωσε την εν λόγω επιφύλαξη, ενώ ως προς το δεύτερο δικαίωμα (της ίσης μεταχείρισης) ρητά παραιτήθηκε από οποιαδήποτε επιφύλαξη, έχει τη δυνατότητα βάσει της GATS να ρυθμίσει ελεύθερα (επιτρέποντας ή απαγορεύοντας τις σχετικές δραστηριότητες) τα σχετικά ζητήματα, περιοριζόμενη μόνον από τη μη δυνατότητα θέσπισης διακρίσεων. Επομένως, οι ανωτέρω όροι δεν έχουν την έννοια, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η γνώμη που μειοψήφησε, ότι η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να απαγορεύει την αδειοδότηση παρόχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης προερχόμενων από χώρες συμβεβλημένες στη GATS, με αποτέλεσμα ο ν. 5094/2024 να τελεί σε αντίθεση προς την εν λόγω Συμφωνία και ότι, προκειμένου να εφαρμοστεί ο νόμος αυτός, απαιτείται προηγουμένως να αντιμετωπιστεί το «ζήτημα ανισχύρου αυτής».
19. Οι πάροχοι υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης τρίτων χωρών αντλούν, δυνάμει της GATS, το δικαίωμα της ελεύθερης εγκατάστασης κατά την οδηγία 2006/123/ΕΚ.
Επειδή, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, εν σχέσει προς το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης, που θεμελιώνεται στο άρθρο IVII της GATS, τούτο δεσμεύει τη Χώρα, όσον αφορά την παρουσία παρόχων υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης τρίτων χωρών, καθόσον ως προς το δικαίωμα αυτό η Ελλάδα δεν έχει διατυπώσει επιφύλαξη, όπως είχε το δικαίωμα βάσει των ορισμών της Σύμβασης (πρβ. απόφαση Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, σκ. 145). Τούτο έχει ως συνέπεια ότι η Ελλάδα οφείλει να αναγνωρίζει σε παρόχους υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που προέρχονται από τρίτες χώρες, τα δικαιώματα, που αναγνωρίζονται από τη νομοθεσία, εθνική ή ενωσιακή. Μεταξύ των δικαιωμάτων αυτών, συγκαταλέγονται, κατά τα γενόμενα δεκτά ανωτέρω στη σκ. 14, και τα δικαιώματα για την ελευθερία εγκατάστασης παρόχων υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που απορρέουν από την οδηγία 2006/123/ΕΚ.
20. ε. Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων άρθρα 13 και 14 παρ. 3: Η ελευθερία ίδρυσης ιδιωτικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Το πανεπιστήμιο ως θεσμός. Στο Χάρτη κατοχυρώνεται η ελευθερία ίδρυσης ιδιωτικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και προστατεύεται το πανεπιστήμιο ως θεσμός.
Επειδή, σύμφωνα με πρόσφατη νομολογία του ΔΕΕ, στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων κατοχυρώνεται η ελευθερία ίδρυσης ιδιωτικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και προστατεύεται το πανεπιστήμιο ως θεσμός. Τούτο έχει ως συνέπεια να συνιστούν περιορισμό της ελευθερίας ίδρυσης ιδιωτικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και της ακαδημαϊκής ελευθερίας, που κατοχυρώνονται στον Χάρτη, όταν καλείται σε εφαρμογή, μέτρα που αποκλείουν ή καθιστούν αβέβαιη τη δυνατότητα ίδρυσης ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ή τη δυνατότητα συνέχισης της λειτουργίας ενός υφιστάμενου εκπαιδευτικού ιδρύματος (ανωτ. Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, σκ. 229 έως 234). Με την απόφασή του Επιτροπή κατά Ουγγαρίας το ΔΕΕ για πρώτη φορά ερμήνευσε την ελευθερία εγκατάστασης του άρθρου 49 ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Χάρτη και, ειδικότερα, από την οπτική της ελευθερίας ίδρυσης ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων καθώς και της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Σύμφωνα με τον Γενικό Εισαγγελέα επί της υποθέσεως αυτής, «η θέσπιση στο Χάρτη αυτοτελούς θεμελιώδους δικαιώματος για την ίδρυση ιδιωτικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (εκτός του γενικού κανόνα της επιχειρηματικής ελευθερίας, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 16 του Χάρτη) υποδηλώνει ότι, πέραν της οικονομικής πτυχής, πρέπει να προστατεύεται ιδιαιτέρως αυτή καθεαυτήν η ύπαρξη ιδιωτικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων», και ότι το άρθρο 14 παρ. 3 του Χάρτη «αποσκοπεί στη διαφύλαξη της ύπαρξης ιδιωτικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, πέραν των κρατικών σχολών και πανεπιστημίων, και στην εξασφάλιση, εν τέλει, της επιδιωκόμενης ποικιλομορφίας στις παρεχόμενες δυνατότητες εκπαίδευσης» (προτάσεις, σκ. 133). Συγκεκριμένα, το άρθρο 13 του Χάρτη, το οποίο επιγράφεται «Ελευθερία της τέχνης και της επιστήμης», ορίζει τα εξής: «Η τέχνη και η επιστημονική έρευνα είναι ελεύθερες. Η ακαδημαϊκή ελευθερία είναι σεβαστή». Σύμφωνα με τις Επεξηγήσεις (2007/C-303/02), «H ελευθερία αυτή βρίσκει έρεισμα στο δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση και σκέψη». Η παρ. 1 του άρθρου 14 με τίτλο του άρθρου «Δικαίωμα εκπαίδευσης» ορίζει ότι: «Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην εκπαίδευση… .», η δε παρ. 3 του άρθρου 14 του Χάρτη προβλέπει τα ακόλουθα: «Η ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με σεβασμό των δημοκρατικών αρχών καθώς και το δικαίωμα των γονέων να εξασφαλίζουν την εκπαίδευση και τη μόρφωση των τέκνων τους σύμφωνα με τις θρησκευτικές, φιλοσοφικές και παιδαγωγικές πεποιθήσεις τους, γίνονται σεβαστά σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες που διέπουν την άσκησή τους». Σύμφωνα με τις Επεξηγήσεις (2007/C-3003/02), «το άρθρο αυτό εμπνέεται τόσο από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών όσο και από το άρθρο 2 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, σύμφωνα με το οποίο: “Ουδείς δύναται να στερηθεί του δικαιώματος, όπως εκπαιδευθεί. Παν Κράτος εν τη ασκήσει των αναλαμβανομένων υπ’ αυτού καθηκόντων επί του πεδίου της μορφώσεως και της εκπαιδεύσεως θα σέβεται το δικαίωμα των γονέων όπως εξασφαλίζωσιν την μόρφωσιν και την εκπαίδευσιν ταύτην συμφώνως προς τας ιδίας αυτών θρησκευτικάς και φιλοσοφικάς πεποιθήσεις, … η ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, δημόσιων ή ιδιωτικών, κατοχυρώνεται ως μορφή της επιχειρηματικής ελευθερίας, όμως περιορίζεται από το σεβασμό των δημοκρατικών αρχών και ασκείται σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζουν οι εθνικές νομοθεσίες». Τέλος, το άρθρο 16 του Χάρτη ορίζει: «Η επιχειρηματική ελευθερία αναγνωρίζεται σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές».
21. Επειδή, όπως κρίθηκε με την ανωτέρω απόφαση Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, όσον αφορά την ακαδημαϊκή ελευθερία, αυτή κατοχυρώνεται με γενικούς όρους στο άρθρο 13 εδ. β΄ του Χάρτη. Βάσει του άρθρου 52 παρ. 3 του Χάρτη, στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη και αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία εγγυάται η ΕΣΔΑ, πρέπει να αποδίδεται η ίδια έννοια και, τουλάχιστον, η ίδια εμβέλεια με εκείνες που τους αναγνωρίζει η ΕΣΔΑ. Παρά το γεγονός δε ότι στην ΕΣΔΑ δεν γίνεται αναφορά στην ακαδημαϊκή ελευθερία, εντούτοις, από τη νομολογία του ΕΔΔΑ προκύπτει ότι η ελευθερία αυτή συνδέεται, ιδίως, με το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 10 της ΕΣΔΑ (αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 15.4.2014, Hasan Yazıcı κατά Τουρκίας, παρ. 55 και 69, καθώς και της 27.5.2014, Mustafa Erdoğan κ.λπ. κατά Τουρκίας, παρ. 40 και 46). Υπό την ειδική αυτή οπτική κρίθηκε ότι η ακαδημαϊκή ελευθερία, τόσο στην έρευνα όσο και στην εκπαίδευση, πρέπει να διασφαλίζει την ελευθερία έκφρασης και δράσης, την ελευθερία διάδοσης πληροφοριών και την ελευθερία έρευνας και μετάδοσης, χωρίς περιορισμούς, της γνώσης και της αλήθειας, χωρίς, να εξαντλείται στην ακαδημαϊκή ή την επιστημονική έρευνα, καθώς καλύπτει, επίσης, την ελευθερία των πανεπιστημιακών να διατυπώνουν απρόσκοπτα τις γνώμες και τις απόψεις τους (απόφαση του ΕΔΔΑ της 27.5.2014, Mustafa Erdoğan κ.λπ. κατά Τουρκίας, παρ. 40). Κρίθηκε, επίσης, ότι η ερμηνεία της έννοιας «ακαδημαϊκή ελευθερία» κατά το ενωσιακό δίκαιο, πρέπει να είναι πιο ευρεία από την αποδιδόμενη σχετικά από το ΕΔΔΑ (σκ. 222-226). Το ΔΕΕ εν σχέσει προς την ακαδημαϊκή ελευθερία και τον έλεγχο της συμβατότητας των περιορισμών της ελευθερίας αυτής με τον Χάρτη, έλαβε υπ’ όψιν το περιεχόμενο της Σύστασης 1762 (2006), η οποία εκδόθηκε από την Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης στις 30.6.2006 με τίτλο «Ακαδημαϊκή ελευθερία και αυτονομία των πανεπιστημίων», όπου επισημαίνεται ότι η ακαδημαϊκή ελευθερία έχει επίσης μια θεσμική και οργανωτική διάσταση, δεδομένου ότι η ύπαρξη και η χρήση μιας υποδομής είναι βασική προϋπόθεση της άσκησης εκπαιδευτικών και ερευνητικών δραστηριοτήτων. Συνεκτίμησε, επίσης, και το σημείο 18 της Σύστασης σχετικά με την κατάσταση του διδακτικού προσωπικού στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η οποία εκδόθηκε στις 11.11.1997 από τη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών για την Εκπαίδευση, την Επιστήμη και τον Πολιτισμό (Unesco) κατά την 29η σύνοδό της που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι από τις 21.10 έως τις 12.11.1997, όπου επισημαίνεται ότι «[η] αυτονομία είναι η θεσμική έκφραση των ακαδημαϊκών ελευθεριών και αποτελεί αναγκαία συνθήκη προκειμένου το διδακτικό προσωπικό και τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα να μπορούν να ασκούν τα καθήκοντά τους». Στο σημείο 19 της Σύστασης αυτής καθίσταται σαφές ότι «[ε]ίναι καθήκον των κρατών μελών να προστατεύουν την αυτονομία των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων από κάθε απειλή, ανεξαρτήτως της προέλευσής της» (σκ. 227). Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, ελέγχονται υπό το πρίσμα της ακαδημαϊκής ελευθερίας -η οποία για πρώτη φορά με την απόφαση αυτή του ΔΕΕ κρίθηκε ότι προστατεύεται δυνάμει του άρθρου 13 του Χάρτη-, μέτρα, τα οποία μπορούν να διακυβεύσουν την ακαδημαϊκή δραστηριότητα των αλλοδαπών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων σε κράτος μέλος και, ως εκ τούτου, να στερήσουν από το αντίστοιχο πανεπιστημιακό προσωπικό την αυτόνομη υποδομή που είναι αναγκαία για τη διεξαγωγή των επιστημονικών τους ερευνών και για την άσκηση των παιδαγωγικών τους δραστηριοτήτων (σκ. 228). Σύμφωνα με τον Γενικό Εισαγγελέα επί της ίδιας υποθέσεως, ο Χάρτης προβλέπει ως θεμελιώδες δικαίωμα το δικαίωμα στην ελευθερία της τέχνης και της επιστήμης, το οποίο αφορά «τόσο το περιεχόμενο της έρευνας και της διδασκαλίας, ... όσο και το θεσμικό και οργανωτικό πλαίσιό τους», διότι «η σύνδεση με κρατικό ή ιδιωτικό πανεπιστήμιο αποτελεί στην πράξη, ουσιώδη προϋπόθεση για την επιστημονική έρευνα», καθώς «το πανεπιστήμιο λειτουργεί ως πεδίο επιστημονικού διαλόγου και ως δίκτυο και υποδομή» για διδάσκοντες και φοιτητές (σκ. 146-149 προτάσεων). Ακολούθως, όσον αφορά την ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και την επιχειρηματική ελευθερία, κρίθηκε, ομοίως, για πρώτη φορά με την ως άνω απόφαση του ΔΕΕ ότι αυτές κατοχυρώνονται στο άρθρο 14 παρ. 3 και το άρθρο 16 του Χάρτη, αντιστοίχως (σκ. 229). Βάσει δε του άρθρου 14 παρ. 3 του Χάρτη, η ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με σεβασμό στις δημοκρατικές αρχές, πρέπει να τηρείται σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες που διέπουν την άσκησή της. Όπως προκύπτει από τις Επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη, «η ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, δημόσιων ή ιδιωτικών, κατοχυρώνεται ως μία από τις πτυχές της επιχειρηματικής ελευθερίας, όμως περιορίζεται από το σεβασμό των δημοκρατικών αρχών και ασκείται σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζουν οι εθνικές νομοθεσίες». Όπως κρίθηκε από το ΔΕΕ, μέτρα τα οποία μπορούν, ανάλογα με την περίπτωση, να καταστήσουν αβέβαιη ή και να αποκλείσουν ακόμη τη δυνατότητα ίδρυσης ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ή τη δυνατότητα συνέχισης της λειτουργίας ενός υφιστάμενου εκπαιδευτικού ιδρύματος, περιορίζουν τόσο την ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, την οποία εγγυάται το άρθρο 14 παρ. 3 του Χάρτη, όσο και την επιχειρηματική ελευθερία, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 16 του Χάρτη (σκ. 230, 232 και 234). Ακολούθως, εν σχέσει προς τους επιτρεπόμενους περιορισμούς, κρίθηκε ότι οποιοσδήποτε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο αυτών των δικαιωμάτων και των ελευθεριών (άρθρο 52 παρ. 1 του Χάρτη). Εξάλλου, προκειμένου να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, οι περιορισμοί επιτρέπονται, μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πράγματι σε σκοπούς γενικού συμφέροντος τους οποίους αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των τρίτων (σκ. 239). Τέλος, η ελευθερία ιδρύσεως εκπαιδευτικών ιδρυμάτων προστατεύεται στο πλαίσιο των εκάστοτε νόμιμων προϋποθέσεων, που ισχύουν για την ίδρυσή τους. Ο νομοθέτης μπορεί να διαμορφώσει, κατ’ αρχήν, τις προϋποθέσεις ιδρύσεως και λειτουργίας εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, χωρίς να παραβεί το άρθρο 14 παρ. 3 του Χάρτη, οφείλει, όμως, να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας (Γεν. Εισαγγελέας στην ίδια υπόθεση, σκ. 134 προτάσεων).
22. Εφαρμογή του ΧΘΔ και επί της GATS. Ο Χάρτης εφαρμόζεται και επί της GATS.
Επειδή, περαιτέρω, σύμφωνα με όσα δέχθηκε το ΔΕΕ στην ίδια υπόθεση (απόφαση Επιτροπή κατά Ουγγαρίας), δεδομένου ότι η GATS αποτελεί μέρος του δικαίου της Ένωσης, τα κράτη μέλη, όταν εκτελούν τις υποχρεώσεις, οι οποίες απορρέουν από τη Συμφωνία αυτή, περιλαμβανομένης της υποχρέωσης ίσης μεταχείρισης, που επιβάλλεται με το άρθρο XVII παρ. 1 της Συμφωνίας, εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51 παρ. 1 του Χάρτη. Συνεπώς, τα σχετικά μέτρα που προβλέπονται στην εθνική νομοθεσία, πρέπει να συνάδουν με τα θεμελιώδη δικαιώματα, τα οποία κατοχυρώνονται στον Χάρτη (Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, σκ. 213-214). Από τα προεκτεθέντα παρέπεται ότι οι πάροχοι υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης προερχόμενοι από τρίτες χώρες, οι οποίοι αντλούν το δικαίωμα εθνικής μεταχείρισης από τη GATS, απολαύουν, παράλληλα, της προστασίας του Χάρτη, εν προκειμένω δε των άρθρων 13, 14 και 16 αυτού.
23. στ. Η σχέση ενωσιακού με το εθνικό δίκαιο των κρατών μελών. Υποχρέωση τήρησης του ενωσιακού δικαίου από τα κράτη μέλη.
Επειδή, εξάλλου, πάγια είναι η νομολογία του ΔΕΕ, η οποία αποδίδει τη σχέση, που αναπτύσσεται μεταξύ του ενωσιακού δικαίου και του δικαίου των κρατών μελών και αφορά την υποχρέωση τήρησης του ενωσιακού δικαίου από τα κράτη μέλη. Η υποχρέωση αυτή απορρέει από την ιδιαίτερη φύση της ευρωπαϊκής έννομης τάξης, εδράζεται στις αρχές της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και της καλόπιστης συνεργασίας των κρατών μελών και στοχεύει στην αποτελεσματικότητα και την ομοιόμορφη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου στο πλαίσιο της διαδικασίας για μια διαρκώς στενότερη ένωση των λαών της Ευρώπης. Ειδικότερα, όπως παγίως γίνεται δεκτό από το ΔΕΕ, «η αυτονομία του δικαίου της Ένωσης έναντι τόσο του δικαίου των κρατών μελών όσο και του διεθνούς δικαίου δικαιολογείται λόγω των ουσιωδών χαρακτηριστικών της Ένωσης και του δικαίου της, που αφορούν, μεταξύ άλλων, τη συνταγματική δομή της Ένωσης καθώς και αυτήν καθ’ εαυτήν τη φύση του εν λόγω δικαίου. Συγκεκριμένα, χαρακτηριστικά γνωρίσματα του δικαίου της Ένωσης είναι η προέλευσή του από αυτόνομη πηγή δικαίου την οποία αποτελούν οι Συνθήκες, η υπεροχή του έναντι του δικαίου των κρατών μελών καθώς και το άμεσο αποτέλεσμα πλήθους διατάξεων που εφαρμόζονται στους πολίτες των κρατών μελών και στα ίδια τα κράτη μέλη. Βάσει των ανωτέρω χαρακτηριστικών έχει διαμορφωθεί ένα συγκροτημένο πλέγμα αρχών, κανόνων και εννόμων σχέσεων που τελούν σε αλληλεξάρτηση μεταξύ τους και δεσμεύουν αμοιβαία την Ένωση και τα κράτη μέλη της καθώς και τα κράτη μέλη μεταξύ τους, τα οποία κατά το άρθρο 1 εδ. β΄ ΣΕΕ μετέχουν «στη διαδικασία μιας διαρκώς στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης» (γνωμοδότηση 2/13 «Προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ», της 18.12.2014, σκ. 167). Το δίκαιο της Ένωσης εδράζεται, συνεπώς, στη θεμελιώδη παραδοχή ότι κάθε κράτος μέλος αποδέχεται από κοινού με τα λοιπά κράτη μέλη και αναγνωρίζει ότι τα εν λόγω κράτη αποδέχονται από κοινού με αυτό μια σειρά κοινών αξιών επί των οποίων στηρίζεται η Ένωση, όπως διευκρινίζει το άρθρο 2 ΣΕΕ. Η παραδοχή αυτή συνεπάγεται και δικαιολογεί την ύπαρξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών ως προς την αναγνώριση των εν λόγω αξιών και, επομένως, ως προς την τήρηση του δικαίου της Ένωσης που υλοποιεί τις αξίες αυτές. Σε αυτό το πλαίσιο εναπόκειται στα κράτη μέλη βάσει ιδίως της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας κατά το άρθρο 4 παρ. 3 εδ. α΄ ΣΕΕ να διασφαλίζουν εντός της αντίστοιχης επικράτειάς τους την εφαρμογή και την τήρηση του δικαίου της Ένωσης και να λαμβάνουν προς τον σκοπό αυτό κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο που δύναται να διασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις Συνθήκες ή από τις πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης (ΔΕΕ απόφαση 6.3.2018, Achmea, C-284/2016, σκ. 33 και 34, ανωτ. γνωμοδότηση 2/13 «Προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ», σκ. 167, 168 και 173, βλ. και απόφαση της 29.4.2025, Επιτροπή κατά Μάλτας, C- 181/2023, στην οποία γίνεται επιπλέον δεκτό ότι η ανωτέρω αρχή «αποτελεί ένα από τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του δικαίου αυτού και ως εκ τούτου του συνταγματικού πλαισίου της Ένωσης», σκ. 83 και 91 κ.ά.). Κατά την πάγια νομολογία του ΔΕΕ, βάσει της ανωτέρω αρχής, σε περίπτωση που είναι αδύνατη η σύμφωνη προς τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας, το εθνικό δικαστήριο, στο οποίο έχει ανατεθεί στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του η εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της Ένωσης, έχει την υποχρέωση να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητά τους αφήνοντας εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, έστω και μεταγενέστερη, χωρίς να υποχρεούται να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνισή της είτε διά της νομοθετικής οδού είτε μέσω οποιασδήποτε άλλης συνταγματικής διαδικασίας (ΔΕΕ απόφαση 9.9.2021, XR, C-107/2019, σκ. 45, απόφαση 24.6.2019, Popławski, C-573/2017, σκ. 58 κ.ά.). Η υποχρέωση δε τήρησης του ενωσιακού δικαίου αφορά και διατάξεις συνταγματικού επιπέδου. Συγκεκριμένα, όπως έχει, κατ’ επανάληψη, κριθεί, λόγω της ως άνω αρχής η επίκληση από κράτος μέλος των διατάξεων του εθνικού του δικαίου, ακόμη και του συνταγματικού, δεν είναι δυνατόν να υπονομεύσει την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, υπό την έννοια ότι τα αποτελέσματα της αρχής αυτής δεσμεύουν όλα τα όργανα ενός κράτους μέλους και οι εσωτερικές διατάξεις, περιλαμβανομένων των διατάξεων συνταγματικής ισχύος, δεν μπορούν να αποτελέσουν εμπόδιο (ΔΕΕ απόφαση 21.12.2021, C-357/2019, P.M., σκ. 251, αποφάσεις της 18.5.2021, Asociaţia «Forumul Judecătorilor din România» κ.λπ., C-83/2019 κ.λπ., σκ. 245, απόφαση 29.7.2019, Pelham κ.λπ., C-476/2017, σκ. 78, απόφαση 21.12.21, Randstad Italia, C-479/2020, σκ. 52, βλ. και ΔΕΕ απόφαση 2.3.2021, Α.Β., C-824/2018, σκ. 140-150, βλ. και ΔΕΚ απόφαση 11/70, Internationale Handelsgesellschaft, 17.12.1970. Βλ. ομοίως και ελληνικού ενδιαφέροντος υποθέσεις: α) για τον «βασικό μέτοχο» ΔΕΚ απόφαση 16.12.2008, C-213/2007, Μηχανική, σκ. 61 επ. και 68, για τη σχέση μεταξύ της αρχής της αναλογικότητας κατά το ενωσιακό δίκαιο και των ορισμών του άρθρου 14 παρ. 9 Σ, όπου έγινε δεκτό ότι: «εθνική διάταξη που καθιερώνει γενικό ασυμβίβαστο μεταξύ των τομέων των δημοσίων έργων και των μέσων ενημέρωσης παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας ως γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου» και β) ΔΕΕ απόφαση 11.2.2021, C-760/2018, M.B., για τη σχέση οδηγίας σχετικά με την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου και των ορισμών του άρθρου 103 παρ. 8 Σ., η οποία αξιώνει την εφαρμογή οδηγίας, «μολονότι οι εθνικές διατάξεις συνταγματικής φύσης απαγορεύουν απολύτως τέτοια μετατροπή, όσον αφορά τον δημόσιο τομέα» καθώς και, συναφώς, ΔΕΚ απόφαση 23.4.2009, Αγγελιδάκη κ.λπ., C-378/2007 κ.λπ., σκ. 204 και 207 κ.ά.). Έχει, επίσης, κριθεί ότι οι εθνικές αρχές υποχρεούνται να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου, ακόμα και όταν αυτές προβαίνουν σε συνταγματική αναθεώρηση (ΔΕΕ ανωτέρω απόφαση 11.2.2021, C-760/18, MB, σκ. 74, ανωτ. απόφαση 23.4.2009, Αγγελιδάκη, σκ. 204, 207 κ.ά.). Κατά τη νομολογία δε του ΔΕΕ, η επιταγή για διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης περιλαμβάνει την υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να τροποποιούν, αν παρίσταται ανάγκη, την πάγια νομολογία τους, σε περίπτωση που αυτή στηρίζεται σε ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου, η οποία δεν συμβιβάζεται με το δίκαιο της Ένωσης (ΔΕΕ ανωτέρω απόφαση 9.9.2021, XR C-107/2019, σκ. 47, απόφαση 5.7.2016, Ognyanov, C-614/2014, σκ. 35 κ.ά., βλ. και απόφαση 5.6.2023, Eπιτροπή κατά Πολωνίας, C-204/2021, σκ. 79). Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου στην εθνική έννομη τάξη επιδρά στην ερμηνεία ακόμα και συνταγματικών διατάξεων, οι οποίες έχουν ρητή κατά το γράμμα τους διατύπωση, μπορεί δε να αφορούν και ζητήματα εθνικής δημοκρατικής παράδοσης και τάξης. Ειδικότερα, στην απόφαση του ΔΕΕ της 22.12.2010, Say Wittgenstein, C-208/2009, εξετάστηκε η συμβατότητα προς το ενωσιακό δίκαιο και ειδικότερα προς την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων του αυστριακού νόμου περί καταργήσεως των τίτλων ευγενείας, που έχει ισχύ συνταγματικής διατάξεως δυνάμει του άρθρου 149 παρ. 1, του ομοσπονδιακού συνταγματικού νόμου. Το ΔΕΕ έκρινε ότι, μολονότι στην παρούσα κατάσταση του δικαίου της Ένωσης οι κανόνες περί του επωνύμου φυσικού προσώπου και περί της χρήσεως τίτλων ευγενείας εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, πάντως, τα κράτη μέλη οφείλουν να συμμορφούνται προς το δίκαιο της Ένωσης. Όπως κρίθηκε στην απόφαση αυτή, κατά πάγια νομολογία, τυχόν εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο βάσει αντικειμενικών λόγων και εφόσον είναι ανάλογο του θεμιτώς επιδιωκομένου από το εθνικό δίκαιο σκοπού. Στο πλαίσιο της συνταγματικής ιστορίας της Αυστρίας, ο νόμος περί καταργήσεως των τίτλων ευγενείας, ως στοιχείο της εθνικής ταυτότητας, μπορεί να ληφθεί υπ’ όψιν κατά τη στάθμιση θεμιτών συμφερόντων μαζί με το αναγνωριζόμενο από το δίκαιο της Ένωσης δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων. Όπως δε κρίθηκε, σύμφωνα με πάγια νομολογία η έννοια της δημοσίας τάξεως ως δικαιολόγηση παρεκκλίσεως από θεμελιώδη ελευθερία πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς, έτσι ώστε το περιεχόμενό της να μην καθορίζεται μονομερώς από έκαστο των κρατών μελών, χωρίς έλεγχο εκ μέρους των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως εκ τούτου, όπως κρίθηκε, επίκληση της δημόσιας τάξεως χωρεί μόνο σε περίπτωση πραγματικής και αρκούντως σοβαρής απειλής, θίγουσας θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας. Προς την ανωτέρω κατεύθυνση στοιχεί και η απόφαση της 19.7.2011 του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Γερμανίας (1BvR 1916/09), που έκρινε ότι: «Σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 19 παρ. 3 του Θεμελιώδους Νόμου, τα θεμελιώδη δικαιώματα ισχύουν «για τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα». Λόγω του περιορισμού στα ημεδαπά νομικά πρόσωπα, η επέκταση της εφαρμογής δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με το γράμμα του άρθρου 19 παρ. 3 του Θεμελιώδους Νόμου. Θα υπερέβαινε τα όρια του γράμματος, αν η ερμηνεία του σε εναρμόνιση με το δίκαιο της Ένωσης βασιζόταν σε μια ερμηνεία του χαρακτηρισμού «ημεδαπά» ως «γερμανικά» συμπεριλαμβανομένων των «ευρωπαϊκών» νομικών προσώπων (σκ. 72). Ωστόσο, η διάταξη αυτή δεν βασίστηκε στην πρόθεση του συντακτικού νομοθέτη να αποκλείσει μόνιμα την επίκληση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και από νομικά πρόσωπα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (σκ. 73)… Τα έτη 1948/49, η ανάπτυξη μιας κοινής Ευρώπης βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα. Έκτοτε, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποκτήσει ολοένα και πιο συγκεκριμένη μορφή και σήμερα αποτελεί μια «ένωση κρατών» ... με υψηλό βαθμό ολοκλήρωσης, στην οποία συμμετέχει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 1 του Θεμελιώδους Νόμου. Η επέκταση της εφαρμογής του άρθρου 19 παρ. 3 του Θεμελιώδους Νόμου ανταποκρίνεται σε αυτή την εξέλιξη (σκ. 74)... Η επέκταση της εφαρμογής της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων σε νομικά πρόσωπα από την Ευρωπαϊκή Ένωση συνάδει με τις συμβατικές υποχρεώσεις που απορρέουν από τις ευρωπαϊκές Συνθήκες, όπως αυτές εκφράζονται ιδίως στις ευρωπαϊκές θεμελιώδεις ελευθερίες και, επικουρικά στη γενική απαγόρευση διακρίσεων του άρθρου 18 ΣΛΕΕ. Οι θεμελιώδεις ελευθερίες και η γενική απαγόρευση διακρίσεων δεν επιτρέπουν, στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, την άνιση μεταχείριση ημεδαπών και αλλοδαπών επιχειρήσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση και, ως εκ τούτου, αντιτίθενται στον προβλεπόμενο στο άρθρο 19 παράγραφος 3 του Θεμελιώδους Νόμου περιορισμό της επέκτασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων σε ημεδαπά νομικά πρόσωπα (σκ. 75)…». Τέλος, με την ίδια απόφαση κρίθηκε ότι: «δεν απαιτείται η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο. Τα εθνικά δικαστήρια έχουν την εξουσία να ερμηνεύουν το εθνικό δίκαιο σε συμφωνία/εναρμόνιση με το δίκαιο της Ένωσης. Η ορθή ερμηνεία των απαγορεύσεων διακρίσεων του δικαίου της Ένωσης είναι τόσο προφανής στην περίπτωση αυτή, ώστε δεν αφήνει κανένα περιθώριο για εύλογες αμφιβολίες (σκ. 80)».
24. ζ. Δεν υφίσταται μη ανατραπείσα αντίθετη νομολογία δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπόθεση Παναγιωτοπούλου.
Επειδή, εξάλλου, δεν υφίσταται νομολογία δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κρίσιμη για την επίλυση της υπό κρίσιν διαφοράς, σύμφωνα με την οποία, αντίθετα από όσα γίνονται δεκτά ανωτέρω, το ζήτημα της οργανωτικής μορφής των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στη Χώρα ως νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου κατά το άρθρο 16 παρ. 5 και 8 εδ. β΄ του Συντάγματος, ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της ελληνικής Πολιτείας, ώστε να μην δύναται να τύχει εφαρμογής το άρθρο 49 ΣΛΕΕ και να εμποδίζεται η εξέταση της συμβατότητας της απαγόρευσης ίδρυσης ιδιωτικών σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης προς το δικαίωμα της ελεύθερης εγκατάστασης. Συγκεκριμένα, δεν ασκεί επιρροή, από την άποψη αυτή η απόφαση του ΠΕΚ της 11.2.1992, Τ-16/1990, Παναγιωτοπούλου. Με την απόφασή του αυτή το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΠΕΚ) έκρινε νόμιμη την απόφαση εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού πρόσληψης υπαλλήλων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με την οποία αποκλείστηκε υποψήφια, κάτοχος διπλώματος χορηγηθέντος από ιδιωτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα με έδρα την Ελλάδα κατόπιν σπουδών που πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα, με την αιτιολογία ότι το ανωτέρω δεν συνιστά το απαιτούμενο από την προκήρυξη δίπλωμα «αναγνωρισμένου πανεπιστημίου», διότι το ίδρυμα που το χορήγησε δεν αναγνωρίζεται ως πανεπιστήμιο κατά το ελληνικό δίκαιο. Η απόφαση του ΠΕΚ αναφερόμενη στο κεντρικό ζήτημα για την επίλυση της υποθέσεως εκείνης, της κατανομής αρμοδιοτήτων «μεταξύ Κοινότητας και κρατών μελών στον τομέα της εκπαιδεύσεως, όπως η κατανομή αυτή προκύπτει από τη Συνθήκη ΕΟΚ» (σκ. 50), δέχθηκε ότι «ασφαλώς, ο τομέας της εκπαιδεύσεως, ιδίως όταν πρόκειται για την πρόσβαση και τη συμμετοχή σε κύκλους μαθημάτων επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, δεν είναι ξένος προς το κοινοτικό δίκαιο (με αναφορά στην ανωτ. απόφαση του ΔΕΚ Gravier), οι δε πανεπιστημιακές σπουδές ανταποκρίνονται, γενικώς, στα κριτήρια βάσει των οποίων ορίζεται η έννοια της επαγγελματικής καταρτίσεως (με αναφορά στην απόφαση ΔΕΚ της 2.2.1988, C-24/1986, Blaizot.)» ωστόσο, «η οργάνωση της παιδείας και η εκπαιδευτική πολιτική δεν περιλαμβάνονται, αυτές καθαυτές, μεταξύ των τομέων τους οποίους η Συνθήκη έχει υπαγάγει στην αρμοδιότητα των κοινοτικών οργάνων (με παραπομπή στην ανωτ. απόφαση Gravier, τις αποφάσεις της 21.6.1988, C-197/1986, Brown και της 30.5.1989, C-242/1987, Επιτροπή κατά Συμβουλίου)», ότι «εφόσον εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών η οργάνωση της πανεπιστημιακής εκπαιδεύσεως που παρέχεται επί του εδάφους τους, τα κοινοτικά όργανα οφείλουν να σέβονται τους κανόνες τους οποίους θεσπίζουν τα κράτη μέλη στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους… Αυτό ισχύει ιδίως, όταν, όπως στην υπό κρίση περίπτωση, πρόκειται για διατάξεις συνταγματικού δικαίου» (σκ. 51), περαιτέρω δε ότι «… εναπόκειται στα κράτη μέλη, στο πλαίσιο της αρμοδιότητας οργανώσεως της παιδείας, να προσδιορίζουν το καθεστώς των ιδιωτικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν στο έδαφός τους και να καθορίζουν, αν οι τίτλοι σπουδών που χορηγούνται από τα ιδρύματα αυτά μπορούν να τύχουν επίσημης αναγνωρίσεως (σκ. 58 εδ. β΄). Τα κοινοτικά όργανα οφείλουν να σέβονται το καθεστώς που θεσπίζουν τα κράτη μέλη στον τομέα αυτόν, εκτός αν το καθεστώς αυτό αντίκειται σε ειδικές διατάξεις του κοινοτικού δικαίου» (σκ. 58 εδ. γ΄). Ακολούθως δε το Δικαστήριο, απαντώντας σε ισχυρισμό, σύμφωνα με τον οποίο η μη αναγνώριση του τίτλου σπουδών με έρεισμα τα οριζόμενα στο άρθρο 16 του Συντάγματος, αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο και, ειδικότερα, στο δικαίωμα εγκατάστασης, προχώρησε στην εξέταση της συνδρομής του δικαιώματος ελεύθερης εγκατάστασης, αναγνωρίζοντας, με τον τρόπο αυτόν, ότι το ζήτημα τούτο δεν ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους μέλους, αλλά υπόκειται σε έλεγχο εν σχέσει προς «ειδικές διατάξεις του κοινοτικού δικαίου» (ανωτ. σκ. 58 εδ. β΄ της απόφασης ΠΕΚ), εν προκειμένω δε του δικαιώματος εγκατάστασης. Τον ισχυρισμό δε αυτόν της προσφεύγουσας τον απέκρουσε με την ακόλουθη αιτιολογία: «Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το άρθρο 16 του Ελληνικού Συντάγματος απαγορεύει την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων όχι μόνο στους υπηκόους των άλλων κρατών μελών αλλά και στους Έλληνες υπηκόους. Κατά το άρθρο 52, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ, η ελευθερία εγκαταστάσεως συνίσταται στην πρόσβαση στις μη μισθωτές δραστηριότητες σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τη νομοθεσία της χώρας εγκαταστάσεως για τους δικούς της υπηκόους. Συνεπώς, απαγόρευση η οποία δεν συνεπάγεται διάκριση μεταξύ Ελλήνων υπηκόων και υπηκόων των άλλων κρατών μελών δεν αντίκειται στην ελευθερία εγκαταστάσεως. Το Δικαστήριο, εξάλλου, εφάρμοσε την αρχή αυτή, με την … απόφαση της 15ης Μαρτίου 1988, υπόθεση 147/86, Επιτροπή κατά Ελλάδος, σχετικά με την απαγόρευση ιδρύσεως ιδιωτικών σχολών επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, η οποία απορρέει, ελλείψει νόμου ο οποίος να επιτρέπει την ίδρυση τέτοιων σχολών, από το άρθρο 16, παράγραφος 7, του Ελληνικού Συντάγματος. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η απαγόρευση αυτή, εφόσον ίσχυε αδιακρίτως τόσο για τους Έλληνες υπηκόους όσο και για τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών, δεν ήταν αντίθετη προς τις διατάξεις της Συνθήκης…» (σκ. 73). Σημειωτέον ότι στη σκέψη 70 της ανωτέρω απόφασης αναφέρεται ότι, καίτοι η προσφεύγουσα επικαλείται τα άρθρα 48 έως 66 της ΣυνθΕΟΚ, «πρέπει να παρατηρηθεί ότι … το ζήτημα της παροχής εκπαιδεύσεως εντός της Ελλάδος, από εκπαιδευτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος είναι άσχετ[ο] προς την παρούσα αιτίαση». Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι το ΠΕΚ με την απόφασή του αποδέχεται: α) ότι η απαγόρευση ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων ελέγχεται υπό το πρίσμα της ελευθερίας εγκατάστασης (δεχόμενο, ιδίως, ότι «τα κοινοτικά όργανα οφείλουν να σέβονται το καθεστώς που θεσπίζουν τα κράτη μέλη στον τομέα αυτόν, εκτός αν το καθεστώς αυτό αντίκειται σε ειδικές διατάξεις του κοινοτικού δικαίου») και ότι, επομένως, ο χώρος της ανώτατης εκπαίδευσης δεν αποτελεί «άβατο» για την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, κρίση, η οποία δεν διαφοροποιείται από την ερμηνεία που δόθηκε ανωτέρω, και β) ότι η συνταγματική απαγόρευση ίδρυσης ιδιωτικών σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν αντίκειται στην ελευθερία εγκατάστασης, για τον λόγο ότι δεν υφίσταται διάκριση μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών, καθώς ο κανόνας αυτός εφαρμόζεται αδιακρίτως εθνικότητας (με τη σκέψη ότι «απαγόρευση, η οποία δεν συνεπάγεται διάκριση μεταξύ Ελλήνων υπηκόων και υπηκόων άλλων κρατών μελών δεν αντίκειται στην ελευθερία εγκαταστάσεως»). Προκύπτει, δηλαδή, ότι το ΠΕΚ απέρριψε την προσφυγή με το σκεπτικό ότι δεν στοιχειοθετήθηκε παράβαση της αρχής της ελευθερίας εγκατάστασης από λόγο και μόνο αναγόμενο στην εισαγωγή διακρίσεων λόγω ιθαγενείας, ουδεμία δε κρίση -ρητή ή έμμεση- εξέφερε περί του ότι η απαγόρευση αυτή δεν αποτελεί παράβαση των διατάξεων αυτών εξ άλλης απόψεως. Τούτο επιβεβαιώνεται άλλωστε και εκ του ότι η απόφαση του ΠΕΚ επικαλείται την ανωτέρω μνημονευόμενη απόφαση C-147/1986. Η τελευταία, όμως, αυτή απόφαση είχε εκδοθεί επί προσφυγής, με την οποία η Επιτροπή είχε ζητήσει (σκ. 1 της αποφάσεως) να αναγνωρισθεί ότι «η Ελληνική Δημοκρατία, απαγορεύοντας στους υπηκόους των άλλων κρατών μελών την ίδρυση, υπό τους ιδίους με τους Έλληνες όρους, φροντιστηρίων και ιδιωτικών σχολών επαγγελματικής εκπαίδευσης και την κατ’ οίκον διδασκαλία και περιορίζοντας τη δυνατότητα απασχολήσεως των υπηκόων αυτών στις εν λόγω σχολές, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 52, 59 και 48 της Συνθήκης». Η Επιτροπή είχε, επομένως, ζητήσει να αναγνωρισθεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρεβίασε τις εν λόγω διατάξεις λόγω διατηρήσεως εθνικών ρυθμίσεων, οι οποίες εισάγουν δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας (σκ. 3 της αποφάσεώς του), χωρίς με την προσφυγή αυτή να θέσει στην παρούσα υπόθεση το κρίσιμο ζήτημα της παραβιάσεως των ως άνω διατάξεων της Συνθήκης λόγω διατηρήσεως εθνικών ρυθμίσεων οι οποίες εφαρμόζονται μεν αδιακρίτως επί ημεδαπών και αλλοδαπών (δηλαδή δεν εισάγουν δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας) έχουν, όμως, ως αποτέλεσμα να παρακωλύουν ή να καθιστούν λιγότερο ελκυστική την άσκηση των δικαιωμάτων ελεύθερης κυκλοφορίας και εγκατάστασης. Για τον λόγο αυτόν η κρίση του ΔΕΚ (σκ. 12-13 απόφασης C-147/1986), κατά την οποία η προσφυγή της Επιτροπής κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας έπρεπε, κατά το μέρος που αφορούσε στη νομοθετική απαγόρευση ιδρύσεως επαγγελματικών σχολών, να απορριφθεί, επειδή η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι υπάρχει εθνικός κανόνας που επιτρέπει, στον τομέα αυτόν, την ίδρυση ιδιωτικών σχολών από έλληνες υπηκόους, αποτελεί, αποκλειστικώς και μόνον, κρίση περί του ότι εκ της νομοθετικής απαγορεύσεως ιδρύσεως επαγγελματικών σχολών δεν στοιχειοθετείται παράβαση των κρισίμων διατάξεων της Συνθήκης, συνισταμένη στην εισαγωγή διακρίσεων λόγω ιθαγενείας. Εν όψει τούτου και δεδομένου ότι, επί προσφυγής ασκουμένης βάσει του άρθρου 169 (ήδη άρθρου 226) της Συνθήκης, το ΔΕΚ δεν μπορεί παραδεκτώς να επιληφθεί παρά μόνον του νομικού ζητήματος που ετέθη με την προσφυγή της Επιτροπής και την αιτιολογημένη γνώμη που προηγήθηκε (βλ. λ.χ. ΔΕΚ απόφαση της 22.6.1993, C-243/89, Επιτροπή κατά Δανίας, σκ. 9 επ.), η ανωτέρω κρίση του ΔΕΚ περί του ότι η προμνησθείσα νομοθετική απαγόρευση ιδρύσεως επαγγελματικών σχολών από ιδιώτες δεν αποτελεί παράβαση των κρισίμων διατάξεων της Συνθήκης από την άποψη της εισαγωγής δυσμενούς διακρίσεως με βάση την ιθαγένεια, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ενέχουσα και κρίση περί του ότι η απαγόρευση αυτή δεν αποτελεί παράβαση των διατάξεων αυτών εξ άλλης απόψεως, ήτοι ως στοιχείο που παρακωλύει ή καθιστά λιγότερο ελκυστική την άσκηση των κατοχυρουμένων από τις διατάξεις αυτές της Συνθήκης δικαιωμάτων ελεύθερης κυκλοφορίας και εγκατάστασης. Τούτο προκύπτει, άλλωστε, και από τη σκ. 70 της ανωτέρω απόφασης Παναγιωτοπούλου κατά Ελλάδος, στην οποία αναφέρεται ότι, καίτοι η προσφεύγουσα επικαλείται τα άρθρα 48 έως 66 της ΣυνθΕΟΚ «πρέπει να παρατηρηθεί ότι … το ζήτημα της παροχής εκπαιδεύσεως εντός της Ελλάδος, από εκπαιδευτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος είναι άσχετ[ο] προς την παρούσα αιτίαση». Η δε περαιτέρω σκ. 73 της ίδιας απόφασης του ΠΕΚ για το άρθρο 16 του Συντάγματος δεν αφορά το ως άνω ζήτημα, το οποίο δεν εξέτασε για λόγους παραδεκτού, αλλά κρίνει ότι η συνταγματική διάταξη δεν εισάγει διάκριση μεταξύ Ελλήνων υπηκόων και υπηκόων άλλων κρατών – μελών. Κατά το δεύτερο αυτό ως άνω δε μέρος της η απόφαση του ΠΕΚ, που αφορά, δηλαδή, την απουσία διάκρισης, στηρίχθηκε σε νομολογία, η οποία έχει ήδη ανατραπεί από το έτος 1995 με την ανωτέρω μνημονευόμενη στη σκ. 11 απόφαση Gebhart, η οποία αποτελεί έκτοτε πάγια νομολογία του ΔΕΕ, σύμφωνα με την οποία η ελευθερία εγκατάστασης ισχύει, ακόμα και όταν το εθνικό μέτρο εφαρμόζεται άνευ διακρίσεων (βλ. λ.χ. ανωτ. απόφαση της 11.7.2024 Societa Italiana Imprese Balnear, σκ. 48, απόφαση της 11.2.2021, Katoen Matie κ.λπ., σκ. 58, απόφαση της 19.12.2019, AV, BV κ.λπ., σκ. 39, απόφαση Memoria και Dall’ Antonia, σκ. 48. Βλ. ομοίως, χωρίς ρητή σκέψη ανωτέρω αποφάσεις Cilevičs και Kirschtein). Τούτο έχει ως αποτέλεσμα η σχετική κρίση του ΠΕΚ να απηχεί εγκαταλειφθείσα πλέον νομολογία και να μην ασκεί επιρροή κατά την ερμηνεία των κρισίμων ζητημάτων. Επομένως, η εν λόγω απόφαση του ΠΕΚ, παρά τα όσα κατωτέρω υποστηρίζει η γνώμη που μειοψήφησε, δεν κλονίζει την ερμηνεία των εφαρμοστέων εν προκειμένω διατάξεων, όπως αυτή έγινε δεκτή ανωτέρω από το Δικαστήριο, η μειοψηφούσα δε γνώμη παραγνωρίζει, ιδίως, την ανωτέρω μεταστροφή της νομολογίας του ΔΕΕ, η οποία έκτοτε αποτελεί πάγια νομολογία του ΔΕΕ.
25. IV. Εθνικό δίκαιο. α. Το εθνικό δίκαιο υπό την επίδραση του ενωσιακού δικαίου για τα επαγγελματικά δικαιώματα: Η νομολογία ΔΕΚ Επιτροπή κατά Ελλάδας και Χατζηθανάσης του έτους 2008.
Επειδή, οι εθνικοί κανόνες, που διέπουν την παροχή υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχουν ήδη δεχθεί την επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της νομοθεσίας και, ιδίως, της νομολογίας του ΔΕΚ, στο μέτρο που συνδέονται με την αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων. Προς τα νεώτερα νομοθετικά και νομολογιακά δεδομένα συμπορεύθηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας, καθώς και ο έλληνας νομοθέτης. Συγκεκριμένα, το ζήτημα της ερμηνείας των παρ. 5 και 8 εδ. β΄ του Συντάγματος και της παροχής υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη Χώρα από φορείς που δεν αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου απασχόλησε το Συμβούλιο της Επικρατείας, αφενός σε υποθέσεις που αφορούσαν την ακαδημαϊκή αναγνώριση τίτλων σπουδών, αφετέρου σε υποθέσεις που συνδέονταν με την αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων κατ’ εφαρμογήν του ενωσιακού δικαίου. Σχετικά με την ακαδημαϊκή αναγνώριση των τίτλων σπουδών, έχει κριθεί ότι δεν είναι επιτρεπτή η αναγνώριση της ισοτιμίας τίτλου σπουδών αλλοδαπού πανεπιστημίου, όταν στηρίζεται σε σπουδές που πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα σε ιδιωτική σχολή (Σ.τ.Ε. 2274/1990 Ολομ., 3457/1998 Ολομ.). Ειδικότερα, με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας 2247/1990 Ολομ. κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι απόφαση του ΔΙΚΑΤΣΑ, με την οποία απορρίφθηκε αίτημα αναγνώρισης μεταπτυχιακού τίτλου (μεταπτυχιακός τίτλος σε Αγγλικές Σπουδές), που χορηγήθηκε από αλλοδαπό φορέα (εκπαιδευτικός φορέας των Η.Π.Α.) βάσει τίτλου, ο οποίος είχε χορηγηθεί από ιδιωτικό εκπαιδευτικό φορέα της Ελλάδας, είναι νόμιμη, με τη σκέψη ότι το ΔΙΚΑΤΣΑ δεν έχει δικαίωμα να αναγνωρίσει αλλοδαπό μεταπτυχιακό δίπλωμα, που χορηγήθηκε βάσει τίτλου σπουδών, ο οποίος είχε χορηγηθεί από ιδιωτική σχολή λειτουργούσα στην Ελλάδα και βεβαιώνει επιτυχή φοίτηση σε κύκλο σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης. Μία τέτοια αναγνώριση θα ισοδυναμούσε, όπως κρίθηκε, με αναγνώριση τίτλων ή διπλωμάτων που χορηγούνται από ιδιωτικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα εγκατεστημένα στην Ελλάδα, παρά τη συνταγματική απαγόρευση της σύστασης και λειτουργίας τέτοιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Όμοια κρίση διέλαβε και η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας 3457/1998 Ολομ., με την οποία έγινε δεκτό, κατά πλειοψηφία, ότι είναι νόμιμη η απόρριψη αιτήματος αναγνώρισης ακαδημαϊκής ισοτιμίας τίτλου σπουδών (πτυχίο Νομικής), που χορηγήθηκε από πανεπιστήμιο κράτους μέλους της Ένωσης κατόπιν φοίτησης στο παράρτημά του στην Ελλάδα. Στην απόφαση αυτή έγινε δεκτό, περαιτέρω, ότι σύμφωνα με το άρθρο 126 της Συνθήκης ΕΟΚ η εκπαίδευση δεν εντάσσεται στους τομείς, όπου η Κοινότητα δύναται να εναρμονίζει τις νομοθετικές δράσεις των κρατών μελών, αλλά οι Συνθήκες καταλείπουν στα κράτη μέλη την αρμοδιότητα για την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος και των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Με τις σκέψεις αυτές, το Δικαστήριο κατέληξε ότι τα ζητήματα της αναγνώρισης των (ακαδημαϊκών) τίτλων σπουδών από κοινοτικά πανεπιστήμια εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της ελληνικής Πολιτείας, κρίση η οποία αποτελεί έκτοτε πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. λ.χ. Σ.τ.Ε. 178/2023 Ολομ., σκ. 15, 906/2020, σκ. 5, 2253/2019 επταμ., σκ. 6 κ.ά.). Η μειοψηφία, αντιθέτως, στην ίδια απόφαση εστίασε στο γεγονός ότι η επίδικη άρνηση αναγνώρισης του τίτλου σπουδών δύναται να αποτελέσει εμπόδιο για την άσκηση επαγγελματικών δικαιωμάτων και, επομένως, τίθεται το ζήτημα της εφαρμογής των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου, που αφορούν την αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων, για τον λόγο δε αυτόν υποστήριξε την ανάγκη αποστολής προδικαστικού ερωτήματος προς το ΔΕΚ. Στη συνέχεια, η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας υιοθέτησε τη διάκριση μεταξύ ακαδημαϊκής και επαγγελματικής ισοτιμίας των τίτλων σπουδών, σε μία πορεία εναρμόνισής του με τη νομολογία του ΔΕΚ, το οποίο, επίσης, εφάρμοσε τη διάκριση. Το μεν ΔΕΚ αξιοποίησε τη διάκριση αυτή, δεδομένου ότι εκλήθη να αποφανθεί επί υποθέσεων, όπου ετίθεντο αποκλειστικά ζητήματα αναγνώρισης επαγγελματικών δικαιωμάτων, προκειμένου να διασφαλίσει την εφαρμογή των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου, πρωτογενούς και παράγωγου, σχετικά με τις θεμελιώδεις ελευθερίες της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και των υπηρεσιών, χωρίς να θίγεται το ζήτημα της «εγγενούς ακαδημαϊκής αξίας της εκπαίδευσης που πιστοποιούν οι τίτλοι σπουδών» και η οικεία αρμοδιότητα των κρατών μελών (ΔΕΚ 29.4.2004, C-102/2002, Βeutenmüller, σκ. 52, ΔΕΚ 28.4.1977, C-71/1976, Thieffry, σκ. 20-26 κ.ά., βλ. και Σ.τ.Ε. 890/2025 επταμ., σκ. 13, 2567/2019 επταμ., σκ. 12, 778/2007 επταμ., σκ. 12 κ.ά.). Το δε Συμβούλιο της Επικρατείας υιοθέτησε την εν λόγω διάκριση, η οποία επέτρεψε την πλήρη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου σχετικά με την αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων, με τον διαχωρισμό, όμως, των δικαιωμάτων των τίτλων σπουδών σε ακαδημαϊκά και επαγγελματικά, η συνταγματική πρόβλεψη του άρθρου 16 για την οργανωτική μορφή του φορέα παροχής ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα αποκλειστικά από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, απώλεσε τον απόλυτο χαρακτήρα της υπό την επίδραση του ενωσιακού δικαίου. Σημειωτέον ότι με την απόφαση της 2.2.1988, C-24/1986, V. Blaizot κρίθηκε ότι οι πανεπιστημιακές σπουδές εμπίπτουν στις επαγγελματικές σπουδές, νομολογία η οποία έκτοτε είναι παγία. Με την απόφαση της 7.7.2005, Επιτροπή κατά Φινλανδίας, C-147/2003 κρίθηκε, σε συνέχεια της ως άνω απόφασης, ότι τόσο η ανώτερη όσο και η πανεπιστημιακή εκπαίδευση αποτελούν επαγγελματική εκπαίδευση.
26. Επειδή, ειδικότερα, σχετικά με την αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων το ΔΕΚ εξέδωσε δύο αποφάσεις ελληνικού ενδιαφέροντος το έτος 2008, οι οποίες αφορούσαν την αναγνώριση τίτλων σπουδών. Η πρώτη απόφαση, της 23.10.2008, Επιτροπή κατά Ελλάδας, C-274/2005, εκδόθηκε μετά από προσφυγή της Επιτροπής, η οποία είχε ως αφετηρία τη «συστηματική άρνηση αναγνώρισης των διπλωμάτων, τα οποία έχουν απονεμηθεί κατόπιν σπουδών που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο συμφωνίας βάσει της οποίας σπουδές που πραγματοποιούνται σε ιδιωτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα στην Ελλάδα επικυρώνονται από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, η οποία χορηγεί διπλώματα στους σπουδαστές που παρακολούθησαν αυτό το πρόγραμμα σπουδών». Με την απόφαση αυτή, που αφορούσε την ερμηνεία της οδηγίας 89/48/ΕΟΚ, «σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση», καταδικάστηκε η Χώρα για παράβαση διατάξεων της οδηγίας, την οποία διέπραξε «μη αναγνωρίζοντας τα διπλώματα που χορηγήθηκαν από τις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους κατόπιν σπουδών που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο συμφωνίας, βάσει της οποίας σπουδές που πραγματοποιούνται σε ιδιωτικό ίδρυμα στην Ελλάδα επικυρώνονται από τις εν λόγω αρχές». Στην απόφαση αυτή, μεταξύ άλλων, κρίθηκε ότι «εναπόκειται αποκλειστικά στις αρμόδιες αρχές, οι οποίες χορηγούν τα διπλώματα … να ελέγχουν βάσει των κανόνων που διέπουν τα συστήματα επαγγελματικής εκπαίδευσης, αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση των διπλωμάτων αυτών», καθώς και ότι «η οδηγία 89/48/ΕΟΚ δεν αφορά την αναγνώριση ακαδημαϊκών τίτλων σπουδών, αλλά μόνον τα επαγγελματικά προσόντα, τα οποία παρέχουν πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα». Όπως επισήμανε το Δικαστήριο, η ερμηνεία του «δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την αρμοδιότητα της Ελληνικής Δημοκρατίας, όσον αφορά το περιεχόμενο της εκπαίδευσης και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος» καθώς και ότι «καθόσον χορηγούνται από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών αποκλειστικά βάσει των κανόνων που διέπουν τα αντίστοιχα συστήματά τους επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, τα διπλώματα που πιστοποιούν σπουδές που πραγματοποιήθηκαν βάσει συμφωνίας δικαιόχρησης δεν εντάσσονται από απόψεως της οδηγίας 89/48, στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα» και, επομένως, «ο σκοπός της διασφαλίσεως του υψηλού επιπέδου των ελληνικών πανεπιστημιακών σπουδών δεν τίθεται σε κίνδυνο από τις σπουδές αυτές, η διασφάλιση της ποιότητας των οποίων εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών, οι οποίες χορηγούν τα διπλώματα που πιστοποιούν τις εν λόγω σπουδές». Στη δεύτερη απόφασή του, της 4.12.2008, Χατζηθανάσης, C-151/2007, το ΔΕΚ απεφάνθη μετά την αποστολή προδικαστικού ερωτήματος. Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε επιληφθεί υποθέσεως σχετικά με την απόρριψη αιτήματος αναγνώρισης σύμφωνα με την οδηγία 92/51/ΕΟΚ, αντίστοιχου περιεχομένου με εκείνου της οδηγίας 89/48/ΕΟΚ, επαγγελματικού τίτλου (του οπτικού) κτηθέντος σε χώρα της Ένωσης, για τον λόγο ότι οι σπουδές, μετά το πέρας των οποίων χορηγήθηκε στον ενδιαφερόμενο ο ανωτέρω τίτλος, πραγματοποιήθηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους σε φορέα, ο οποίος εδρεύει στην Ελλάδα και ο οποίος, ως εργαστήριο ελευθέρων σπουδών, δεν αναγνωρίζεται ως εκπαιδευτικό ίδρυμα κατά την ελληνική νομοθεσία. Με την απόφασή του 778/2007 επταμ. το Συμβούλιο της Επικρατείας, αφού δέχθηκε ότι το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών δικαιωμάτων «δεν συμπίπτει, κατ’ αρχήν, με το πεδίο εφαρμογής των ρυθμίσεων περί της ακαδημαϊκής αναγνωρίσεως των τίτλων σπουδών», έκρινε, κατά πλειοψηφία, ότι τα ζητήματα σχετικά με την επαγγελματική αναγνώριση των τίτλων σπουδών δεν ανήκουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών και, ως εκ τούτου, δεν εκφεύγουν του πεδίου εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, πρέπει δε να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα των δεσμεύσεων που γεννούν για τον κοινό νομοθέτη οι διατάξεις του σχετικά με την κατοχύρωση των δικαιωμάτων της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και των υπηρεσιών. Ενόψει τούτων, το Δικαστήριο υπέβαλε ενώπιον του ΔΕΚ προδικαστικό ερώτημα για την ερμηνεία διατάξεων της οδηγίας 92/51/ΕΟΚ υπό το φως των άρθρων 149 και 150 ΣΕΚ (ήδη 165 και 166 ΣΛΕΕ) σχετικά με την αρμοδιότητα των κρατών μελών της Ένωσης να καθορίζουν το περιεχόμενο και την οργάνωση του εκπαιδευτικού τους συστήματος και της επαγγελματικής τους εκπαίδευσης, αντιστοίχως. Συγκεκριμένα, υπέβαλε το ερώτημα, εάν, σε περίπτωση που «υπήκοος κράτους μέλους, επικαλούμενος τίτλο που εμπίπτει ... στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 92/51/ΕΟΚ ..., ζητεί από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής να του επιτραπεί η πρόσβαση σε επάγγελμα νομοθετικώς κατοχυρωμένο στο κράτος μέλος υποδοχής», οι αρχές αυτές έχουν «κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 3 και 4 της οδηγίας 92/51 ερμηνευομένων υπό το φως των άρθρων 149 και 150 της Συνθήκης ..., τη δυνατότητα να απορρίψουν το αίτημα ..., εκ μόνου του λόγου ότι ο επίμαχος τίτλος έχει μεν χορηγηθεί από αρχή του κράτους μέλους προελεύσεως, αλλά κατόπιν σπουδών, το μεγαλύτερο τμήμα των οποίων πραγματοποιήθηκε στο κράτος μέλος υποδοχής και σε φορέα, ο οποίος, λειτουργεί μεν ελευθέρως στο κράτος μέλος υποδοχής, δεν αναγνωρίζεται, όμως, ως εκπαιδευτικό ίδρυμα στο κράτος τούτο, δυνάμει σχετικής γενικής διατάξεως της νομοθεσίας του». Επί του ανωτέρω προδικαστικού ερωτήματος εκδόθηκε η ως άνω απόφαση Χατζηθανάσης, στην οποία το ΔΕΚ επανέλαβε τα κριθέντα με την απόφαση Επιτροπή κατά Ελλάδας και απάντησε στο προδικαστικό ερώτημα ότι: «οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής υποχρεούνται … να αναγνωρίζουν … το δίπλωμα που έχει χορηγηθεί από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους και πιστοποιεί την ολοκλήρωση των σπουδών που έχουν πραγματοποιηθεί εν όλω ή εν μέρει σε φορέα εγκατεστημένο στο κράτος μέλος υποδοχής, ο οποίος δυνάμει της νομοθεσίας του τελευταίου αυτού κράτους, δεν αναγνωρίζεται ως εκπαιδευτικό ίδρυμα». Προς τη νομολογία του ΔΕΚ συμπορεύθηκε, στη συνέχεια, το Συμβούλιο της Επικρατείας με νομολογία του, η οποία είναι έκτοτε παγία σε υποθέσεις, που αφορούν αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων κατόχου τίτλου σπουδών κτηθέντος υπό ανάλογες συνθήκες (Σ.τ.Ε. 178/2023 Ολομ., σκ. 15, 4161/2011 επταμ., σκ. 10-11, 2770-1/2011 Ολομ., σκ. 11-12 κ.ά., 3375/2013, σκ. 6 κ.ά.). H κατά τα ανωτέρω νομολογιακή διάκριση μεταξύ της επαγγελματικής και της ακαδημαϊκής αναγνώρισης των τίτλων σπουδών ακολουθήθηκε και στις πρόσφατες αποφάσεις 178-179/2023 της Ολομελείας του Δικαστηρίου επί υποθέσεων σχετικά με την αναγνώριση της «επαγγελματικής ισοδυναμίας» τίτλου σπουδών, που χορηγήθηκε από ίδρυμα τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης άλλου κράτους μέλους, για την απόκτηση του οποίου μέρος ή το σύνολο των σπουδών έλαβε χώρα στην Ελλάδα σε εργαστήριο ελευθέρων σπουδών, ήτοι σε μη πανεπιστημιακό φορέα. Παράλληλα, θεσπίστηκε ο ν. 3696/2008, για τη ρύθμιση της λειτουργίας των εκπαιδευτηρίων μεταλυκειακής εκπαίδευσης, μεταξύ των οποίων και τα Κολλέγια, με κύριο στόχο, κατά την αιτιολογική του έκθεση, την εξασφάλιση της ποιότητας στην παρεχόμενη εκπαίδευση στον μέχρι τότε «απροσδιόριστο» χώρο, νόμος ο οποίος, κατόπιν επανειλημμένων τροποποιήσεων, ισχύει έως σήμερα. Κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στον νόμο αυτόν, τα Κολλέγια αποτελούν παρόχους υπηρεσιών μη τυπικής μεταλυκειακής εκπαίδευσης και κατάρτισης, που παρέχουν στη Χώρα σπουδές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης βάσει συμφωνιών πιστοποίησης ή δικαιόχρησης με ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της αλλοδαπής (άρθρο 1, όπως ισχύει).
27. β. Η συμβολή στο εθνικό δίκαιο της νομολογίας του ΔΕΚ Επιτροπή κατά Ελλάδας και Χατζηθανάσης του έτους 2008. Παρέχεται ήδη στη Χώρα νομίμως υπό την επίδραση του ενωσιακού δικαίου ανώτατη εκπαίδευση από ιδιωτικούς φορείς σε συνεργασία με εκπαιδευτικά ιδρύματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επειδή, κατόπιν των νεώτερων νομοθετικών και, ιδίως, νομολογιακών δεδομένων, που παρατίθενται στις δύο προηγούμενες σκέψεις (και του αναπτυχθέντος διαλόγου μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατείας και του ΔΕΚ), και παρά τη συνταγματική πρόβλεψη του άρθρου 16 παρ. 5 ότι «Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα, που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου...», παρέχεται ήδη στην Ελλάδα νομίμως ανώτατη εκπαίδευση, όχι μόνον από τα ημεδαπά δημόσια ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, αλλά και από ιδιωτικά Κολλέγια, τα οποία συνεργάζονται με πανεπιστήμια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δημόσια ή ιδιωτικά, τα οποία χορηγούν ακαδημαϊκούς τίτλους σπουδών. Οι εκπαιδευτικοί φορείς, μάλιστα, αυτοί, που δραστηριοποιούνται στη Χώρα, υπάγονται σχεδόν αποκλειστικά στην εποπτεία των αλλοδαπών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Τα ανωτέρω συνεπάγονται την αναγνώριση, επί τη βάσει σπουδών που πραγματοποιούνται στη Χώρα από ιδιωτικούς φορείς, επαγγελματικών δικαιωμάτων σε ιδιαίτερα μεγάλο εύρος επιστημονικού αντικειμένου, που επιτρέπει την πρόσβαση σε αντίστοιχα επαγγέλματα όχι μόνο στον ιδιωτικό τομέα στη Χώρα (λ.χ. ιατροί, αρχιτέκτονες, φαρμακοποιοί κ.λπ.) αλλά και σε δημόσια λειτουργήματα (δικαστικοί λειτουργοί, δικηγόροι, ιατροί του ΕΣΥ). Πρόκειται για άσκηση επιστημονικής δραστηριότητας κατόπιν σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που πραγματοποιούνται στην Ελλάδα από αλλοδαπό εκπαιδευτικό ίδρυμα σε συνεργασία με ημεδαπό ιδιωτικό φορέα. Τα ανωτέρω δεδομένα, τα οποία αφορούν τη νόμιμη λειτουργία των Κολλεγίων του ν. 3696/2008 υπό την ισχύ των παρ. 5 και 8 εδ. β΄ του άρθρου 16 του Συντάγματος, αποδίδονται στη συνύπαρξη του εθνικού με το ενωσιακό δίκαιο.
28. γ. Νόμος για τα παραρτήματα.
Επειδή, ακολούθως, το εθνικό δίκαιο υποδέχθηκε την ανωτέρω εξέλιξη της νομολογίας του ΔΕΕ, των αποφάσεων Επιτροπή κατά Ουγγαρίας του έτους 2020 και Cilevičs του έτους 2022, με τη θεσμοθέτηση του ν. 5094/2024, με τον οποίο προβλέφθηκε για πρώτη φορά υπό την ισχύ του Συντάγματος του 1975, η δυνατότητα ίδρυσης στην Ελλάδα παραρτημάτων αλλοδαπών πανεπιστημίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τρίτων χωρών συμβαλλόμενων στη GATS με τη μορφή συνεργασίας τους με ελληνικούς μη κερδοσκοπικούς εκπαιδευτικούς φορείς, τα ΝΠΠΕ, τα οποία παρέχουν τριτοβάθμια εκπαίδευση και χορηγούν πτυχία στο όνομα του αλλοδαπού ιδρύματος, τα οποία ισχύουν αυτομάτως στην Ελλάδα, παρέχοντας πλήρη επαγγελματικά και ακαδημαϊκά δικαιώματα. Στον νόμο αυτόν καθιερώνεται λεπτομερές πλαίσιο εποπτείας της ελληνικής Πολιτείας, ανάλογο του ισχύοντος για τα δημόσια πανεπιστήμια, το οποίο σκοπεί στη διασφάλιση της υψηλής ποιότητας των σπουδών και τη διαφύλαξη της ακαδημαϊκής ελευθερίας των διδασκόντων. Σκοπός του νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 130 αυτού, είναι: α) η διεύρυνση των παρεχομένων εκπαιδευτικών ευκαιριών στη Χώρα κατά τρόπο συμβατό με την κοινωνική αποστολή της ανώτατης εκπαίδευσης, β) η προσέλκυση αλλοδαπών φοιτητών στη Χώρα, γ) η μερική κάλυψη της διαρκώς αυξανόμενης εγχώριας ζήτησης για πανεπιστημιακές σπουδές, δ) η αύξηση των δεικτών οικονομικής ανάπτυξης μέσω του ανθρώπινου δυναμικού, νέων γνώσεων, ιδεών και τεχνολογιών που θα παραμείνουν στη Χώρα, ε) η ανάσχεση της τάσης εκπατρισμού των νέων της Χώρας για προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές σε πανεπιστήμια του εξωτερικού και την ανάσχεση των συνακόλουθων άμεσων επιπτώσεων στην εθνική οικονομία και στ) ο επαναπατρισμός Ελλήνων ακαδημαϊκών και επιστημόνων για εργασία σε αντίστοιχο πανεπιστημιακό περιβάλλον στη Χώρα. Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, επισημαίνεται η σημασία της πρόσφατης νομολογίας του ΔΕΕ και, ιδίως, της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, ώστε το Σύνταγμα να ερμηνεύεται σε αρμονία με τα νεώτερα δεδομένα του ενωσιακού δικαίου, που αφορούν την ελευθερία εγκατάστασης και την κατοχύρωση στον Χάρτη Θεμελιωδών Ελευθεριών της ελευθερίας ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Αναφέρεται, επίσης, ότι ο νόμος βρίσκεται σε συμφωνία προς τις θεμελιώδεις αρχές, οι οποίες αποτυπώνονται στο άρθρο 16 του Συντάγματος για την παιδεία και, ιδίως, για την ανώτατη εκπαίδευση, δηλαδή, την αξιοκρατία, τη διαφάνεια, την προσβασιμότητα, την ακαδημαϊκή ελευθερία, την υψηλή ποιότητα εκπαίδευσης, τον σεβασμό της ιδιαιτερότητας, τον μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της ανώτατης εκπαίδευσης.
29. V. Ερμηνεία του Συντάγματος. α. Ερμηνεία του Συντάγματος σε αρμονία με το ενωσιακό δίκαιο. Επιτρέπεται από το Σύνταγμα η λειτουργία παραρτημάτων, εφόσον διασφαλίζεται το υψηλό επίπεδο σπουδών και η ακαδημαϊκή ελευθερία.
Επειδή, η παρ. 1 του άρθρου 2, η παρ. 1 του άρθρου 5, που κατοχυρώνουν την αξία του ανθρώπου και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, και η παρ. 1 του άρθρου 16 του Συντάγματος, στην οποία κατοχυρώνεται τόσο η ελευθερία της εκπαίδευσης, που περιλαμβάνει και την ελευθερία της επιλογής του προσανατολισμού, της μορφής και του φορέα παροχής εκπαίδευσης, όσο και η ακαδημαϊκή ελευθερία, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των παρ. 5 και 8 εδ. β΄ του άρθρου 16 του Συντάγματος, με τις οποίες τίθεται ειδικώς για την ανώτατη εκπαίδευση οργανωτικός περιορισμός της νομικής μορφής του φορέα παροχής της, εν όψει και του σκοπού τους, που συνίσταται στην παροχή υψηλού επιπέδου ανώτατης εκπαίδευσης, ερμηνεύονται -σύμφωνα και με την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 28 του Συντάγματος, αλλά και επί τη βάσει των αρχών της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και της καλόπιστης συνεργασίας των κρατών μελών, στο πλαίσιο και της διαδικασίας επίτευξης μίας στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης κατά τα άρθρα 1 εδ. β΄, 2 και 4 παρ. 3 ΣΕΕ- σε αρμονία με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, οι ως άνω συνταγματικές διατάξεις ερμηνεύονται ενόψει των νεώτερων νομοθετικών και των πρόσφατων νομολογιακών δεδομένων του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που παρατίθενται ανωτέρω, τα οποία αφορούν την παροχή ανώτατης εκπαίδευσης και, ιδίως, την αναγνώριση της ελευθερίας εγκατάστασης σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (άρθρα 6, 165, 49 ΣΛΕΕ, οδηγία 2006/123, GATS), καθώς και την αναγνώριση του θεμελιώδους δικαιώματος ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με σεβασμό των δημοκρατικών αρχών και της προστασίας του ιδιωτικού πανεπιστημίου ως θεσμού (άρθρα 13 και 14 παρ. 3 του Χάρτη). Επί τη βάσει των ανωτέρω, δεν απαγορεύεται από το Σύνταγμα η ίδρυση και λειτουργία παραρτημάτων αλλοδαπών πανεπιστημίων προερχόμενων από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή από χώρα συμβεβλημένη στη GATS, κατά τους όρους ειδικού νόμου, με τον οποίο διασφαλίζεται το υψηλό επίπεδο σπουδών και η ακαδημαϊκή ελευθερία. Για τον σκοπό αυτόν, ο νομοθέτης, κατά τη διαμόρφωση του ρυθμιστικού πλαισίου λειτουργίας των εν λόγω παραρτημάτων, για την οποία διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια, οφείλει να θεσπίζει όλες τις αναγκαίες εγγυήσεις, ώστε η ανώτατη εκπαίδευση, δημόσια ή ιδιωτική, να επιτελεί την κατά το Σύνταγμα αποστολή της (βλ. και Σ.τ.Ε. 134/1945 Ολομ., πρβ. ανωτ. αποφάσεις ΔΕΕ Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, σκ. 187 και Νeri, σκ. 46). Εξάλλου, η ανωτέρω ερμηνεία της διάταξης των παρ. 5 και 8 εδ. β΄ του άρθρου 16 του Συντάγματος, είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία αποτελεί αρχή τόσο της ελληνικής εννόμου τάξεως (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος) όσο και της ενωσιακής (πρβ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 3470-1/2011, σκ. 8, ανωτ. απόφαση Cilevičs, σκ. 65, 81-86, και Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, σκ. 178 επ. κ.ά.), δεδομένου ότι η απόλυτη απαγόρευση κάθε μορφής ιδιωτικού φορέα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, η οποία δεν δικαιολογείται από υπέρτερο λόγο γενικού συμφέροντος, ούτε επιβάλλεται από λόγο δημοσίου συμφέροντος, θα έβαινε πέραν του μέτρου, το οποίο είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση του σκοπού της παροχής υψηλού επιπέδου ανώτατης εκπαίδευσης. Κατά την ειδικώτερη γνώμη των Συμβούλων Ο. Ζύγουρα, Ε. Γεωργούτσου, Γ. Ανδριοπούλου, ως επαγγελματική εκπαίδευσις κατά την έννοιαν της Συνθήκης νοείται τόσον η ανωτέρα όσον και η πανεπιστημιακή εκπαίδευσις (απόφ. 7ης Ιουλίου 2005 C-147/03, Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Φινλανδίας, αποφ. 02-02-1988 Blaizot C- 24/86, αποφ. 27-02-1988 C-42/87, Επιτροπή κατά Βελγίου) (ΣτΕ 1671/2010). Εξ άλλου, με το άρθρο 16 του Συντάγματος κατοχυρώνεται η ανάπτυξη της ανώτατης παιδείας ως θεμελιώδης σκοπός της Πολιτείας που αποβλέπει στην προαγωγή και μετάδοση της επιστημονικής γνώσεως, με την έρευνα και την διδασκαλία και καθορίζονται οι βασικές προϋποθέσεις και αρχές που διέπουν την παροχή της. Καίρια θέση στο σύστημα αρχών που διέπουν την ανωτάτη εκπαίδευση έχει, κατά τα προεκτεθέντα, η αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Η παροχή της ανώτατης εκπαιδεύσεως ανατίθεται, κατά το γράμμα της παρ. 5 του άρθρου 16 του Συντάγματος, αποκλειστικά σε ιδρυματικού χαρακτήρα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και σε καθηγητές που έχουν την ιδιότητα του δημόσιου λειτουργού και που υπάγονται στην αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας που εγγυάται την αδέσμευτη επιστημονική σκέψη, έρευνα και διδασκαλία, οι οποίες αναπτύσσονται με κανόνες που θεσπίζει το Κράτος, το οποίο ασκεί εποπτεία επί των πράξεών τους και με οικονομικά μέσα που παρέχει το ίδιο για την πραγματοποίηση των σκοπών τους (βλ. ΣτΕ 2811/1984 Ολομέλεια). Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 4 του Συντάγματος κατοχυρώνεται για όλους τους Έλληνες το δικαίωμα δωρεάν παιδείας, σε όλες τις βαθμίδες σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, δηλαδή και στην ανώτατη εκπαίδευση που παρέχεται στα κατ’ άρθρο 16 παρ. 5 ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Το εν λόγω δικαίωμα δε εκτείνεται καθ’ όλη την χρονική διάρκεια των προπτυχιακών σπουδών, οι οποίες περαιώνονται με τη λήψη του πτυχίου, το οποίο αποδεικνύει και αντιπροσωπεύει ένα περιεχόμενο επιστημονικών γνώσεων οι οποίες έχουν αποκτηθεί από τον κάτοχό του μεθοδικά και με βάση αυτό μπορεί κατ’ αρχήν να ασκήσει αντίστοιχη επαγγελματική δραστηριότητα (ΣτΕ 2411/2012 Ολομ). Υπό τα ως άνω κατά το Σύνταγμα προβλεπόμενα χαρακτηριστικά της παροχής ανωτάτης εκπαιδεύσεως, η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 5 του Συντάγματος, ερμηνευόμενη, κατά την ερμηνευτική δήλωση στο άρθρο 28 του Συντάγματος, υπό το φως του ενωσιακού δικαίου, και, ειδικώτερα, υπό το φως των διατάξεων που παρατίθενται ανωτέρω στις σκέψεις 9-15 και 20 και στο πλαίσιο της αρχής της αναλογικότητος έχει την έννοια ότι δεν αντίκειται κατ’ αρχήν στο Σύνταγμα η ίδρυση και λειτουργία ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων από ιδιώτες (φυσικά ή νομικά πρόσωπα), υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι αυτά λειτουργούν υπό καθεστώς που κατοχυρώνει την ακαδημαϊκή ελευθερία και δεν έχουν κερδοσκοπικό ή εμπορικό χαρακτήρα.
30. β. Το ζήτημα της παραβίασης της εθνικής ταυτότητας. Δεν υφίσταται αντίθετου περιεχομένου εθνική ταυτότητα στην Ελλάδα.
Επειδή, περαιτέρω, η ερμηνεία περί του επιτρεπτού της λειτουργίας παραρτημάτων αλλοδαπών σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, δεν προσκρούει σε αντίθετου περιεχομένου υφιστάμενη εθνική ταυτότητα της Ελλάδας. Τούτο δε, διότι δεν διαπιστώνεται ότι η παροχή ανώτατης εκπαίδευσης αποκλειστικά από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου αντιπροσωπεύει μια μακρά και σταθερή αξία για τη Χώρα ή ότι συνιστά το αποτέλεσμα της ιστορίας ή των κοινωνικοπολιτικών χαρακτηριστικών της Ελλάδας. Άλλωστε, το σύνολο σχεδόν των ελληνικών Συνταγμάτων από τις απαρχές του σύγχρονου ελληνικού Κράτους (με την εξαίρεση των Συνταγμάτων της δικτατορίας και του ισχύοντος Συντάγματος, του οποίου, πάντως, έχει, κατ’ επανάληψη, επιχειρηθεί η αναθεώρηση), όπως εκτέθηκε στη σκ. 7, επέτρεπαν την ίδρυση ιδιωτικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ενώ, εξάλλου, κατά τα προεκτεθέντα, υπό την επίδραση του ενωσιακού δικαίου θεσπίστηκε ο ν. 3696/2008, επί τη βάσει του οποίου λειτούργησαν έκτοτε νομίμως στη Χώρα ιδιωτικά Κολλέγια για την παροχή υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, και αναγνωρίστηκαν τα αντίστοιχα επαγγελματικά δικαιώματα.
31. VI. Περί της αναγκαιότητας αποστολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ. Δεν υφίσταται υποχρέωση αποστολής προδικαστικού ερωτήματος.
Επειδή, εξάλλου, σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΔΕΕ, τα εθνικά δικαστήρια, των οποίων οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εθνικού δικαίου, απαλλάσσονται από την υποχρέωση αποστολής προδικαστικού ερωτήματος προς το Δικαστήριο, μόνον οσάκις διαπιστώνουν -και τούτο πρέπει να προκύπτει από το σκεπτικό τους- ότι: α) το ανακύψαν ζήτημα δεν ασκεί επιρροή για την επίλυση της διαφοράς ή β) η επίμαχη διάταξη του δικαίου της Ένωσης έχει ήδη ερμηνευθεί από το Δικαστήριο είτε, τέλος, γ) ελλείψει τέτοιας νομολογίας, η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης παρίσταται τόσο προφανής, ώστε να μην καταλείπεται περιθώριο για καμία εύλογη αμφιβολία (Δ.Ε.Ε. αποφάσεις 15.10.2024, Kubera, C-144/23, σκ. 36, απόφαση 6.12.2021, C-561/2019, Consorzio Italian Management, σκ. 33 και 51, πρβ. αποφάσεις της 6.10.1982, Cilfit κ.λπ., C-283/81, σκ. 21, της 15.9.2005, Intermodal Transports, C-495/03, σκ. 33, καθώς και της 4.10.2018, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C-416/17, σκ. 110). Μάλιστα, όπως έχει κριθεί, η δεσμευτικότητα της νομολογίας του ΔΕΕ, η οποία απαλλάσσει από την υποχρέωση αποστολής προδικαστικού ερωτήματος, αφορά και τις περιπτώσεις, όπου το ζήτημα που τίθεται είναι κατ’ ουσίαν ταυτόσημο, ακόμα και αν δεν ταυτίζεται απολύτως, με ήδη επιλυθέν από το ΔΕΕ ζήτημα, που αφορά ανάλογη περίπτωση (απόφαση της 14.3.2024, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, C-516/2022, σκ. 141, απόφαση της 10.3.2022, «Grossmania», C-177/2020, σκ. 25, ανωτ. απόφαση Consorzio, σκ. 36, πρβ. αποφάσεις της 27.3.1963, Da Costa κ.λπ., 28/1962 έως 30/1962, σκ. 75 και 76, της 6.10.1982, Cilfit κ.λπ., 283/1981, σκ. 13 και 14, της 4.11.1997, Parfums Christian Dior, C-337/1995, σκ. 29 και της 2.4.2009, Pedro IV Servicios, C-260/07, σκ. 36). Εν προκειμένω, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν υποχρεούται σε αποστολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δ.Ε.Ε., δεδομένου ότι το εφαρμοστέο εν προκειμένω δίκαιο της Ένωσης (ανωτέρω διατάξεις ΣΕΕ, ΣΛΕΕ, οδηγία 2006/123/ΕΚ, GATS και Χάρτης) έχει ήδη ερμηνευθεί από το ΔΕΕ είτε με πάγια νομολογία είτε με πρόσφατες αποφάσεις του, μείζονος, μάλιστα, συνθέσεως (πρόκειται, κυρίως, για τις αποφάσεις Επιτροπή κατά Oυγγαρίας, Cilevičs και Kirschtein). Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει εναργώς από τις σκέψεις που προηγήθηκαν, μετά τη δημοσίευση των αποφάσεων του ΔΕΕ Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (αναγνώριση της ελευθερίας ίδρυσης και εγκατάστασης σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, σύμφωνα με τη ΣΛΕΕ και, ιδίως, τον Χάρτη, προστασία και του ιδιωτικού πανεπιστημίου ως θεσμού, ερμηνεία της GATS και των επιφυλάξεων), Cilevičs (αρμοδιότητα κρατών μελών στον τομέα της εκπαίδευσης εν σχέσει προς την ελευθερία εγκατάστασης σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης) και Kirschtein (ερμηνεία της ελευθερίας εγκατάστασης σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σύμφωνα με την οδηγία 2006/123/ΕΚ) των ετών 2020, 2022 και 2019, αντιστοίχως, επιλύθηκε από το ΔΕΕ το σύνολο των ζητημάτων, που άπτονται της ελευθερίας εγκατάστασης σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και των επιτρεπόμενων περιορισμών της και είναι κρίσιμα για την ερμηνεία του άρθρου 16 του Συντάγματος εν σχέσει προς το ενωσιακό δίκαιο και, συνεπώς, για την επίλυση της κρινόμενης διαφοράς. Ειδικότερα, από τη νομολογία του ΔΕΕ, που παρατίθεται στις προηγούμενες σκέψεις, προκύπτει σαφώς ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν τις διατάξεις για την ελευθερία εγκατάστασης και στην εκπαίδευση και, μάλιστα, στην ανώτατη, η οποία δεν εκφεύγει της εφαρμογής των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ένωσης (σκ. 10), ότι, ειδικότερα, στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ κατοχυρώνεται η ελευθερία εγκατάστασης σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από υπήκοο ενός κράτους μέλους στο έδαφος άλλου κράτους μέλους (σκ. 11). Επίσης, πάγια είναι η νομολογία του ΔΕΕ ότι, κατά την έννοια του άρθρου 49 ΣΛΕΕ για την ελευθερία εγκατάστασης, αποτελεί περιορισμό κάθε εθνικό μέτρο, το οποίο, ακόμα και αν εφαρμόζεται άνευ διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, απαγορεύει, παρακωλύει ή καθιστά λιγότερο ελκυστική την άσκηση από τους πολίτες της Ένωσης, της ελευθερίας εγκατάστασης που κατοχυρώνει η Συνθήκη (σκ. 11). Υφίσταται, επίσης, νομολογία του ΔΕΕ σχετικά με την έννοια της αρχής του σεβασμού της εθνικής ταυτότητας (σκ. 12). Εξάλλου, από τη νομολογία του ΔΕΕ σαφώς προκύπτει ότι η απόλυτη απαγόρευση ίδρυσης ιδιωτικής σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αποτελεί περιορισμό του δικαιώματος εγκατάστασης υποκείμενο στον έλεγχο της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας (σκ. 11). Υφίσταται, ομοίως, νομολογία του ΔΕΕ για την οδηγία 2006/123/ΕΚ, με την οποία ερμηνεύεται το περιεχόμενο της ελευθερίας εγκατάστασης, παρέχονται κριτήρια για τον έλεγχο της συμβατότητας με το ενωσιακό δίκαιο των τιθέμενων περιορισμών, γίνεται δεκτό ότι σε αυτήν εμπίπτουν οι υπηρεσίες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης καθώς, επίσης, και περί του ότι με την οδηγία επεκτείνεται το πεδίο εφαρμογής της ελευθερίας εγκατάστασης σε αμιγώς εσωτερικές υποθέσεις (σκ. 14 ).
32. Επειδή, περαιτέρω, υφίσταται νομολογία του ΔΕΕ σχετικά με την ερμηνεία της Συμβάσεως GATS, από την οποία προκύπτει ότι η Σύμβαση αυτή αποτελεί ενωσιακό δίκαιο (σκ. 16), ότι σε αυτή αναγνωρίζεται τόσο το δικαίωμα πρόσβασης στην αγορά όσο και το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης των παρόχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης τρίτων χωρών, εφόσον δεν έχει διατυπωθεί επιφύλαξη από συμβαλλόμενο κράτος. Δίδεται, επίσης, η ερμηνεία της εφαρμοστέας και εν προκειμένω διατάξεως του άρθρου XX της Σύμβασης, η οποία αποτελεί κανόνα απλούστευσης της διαδικασίας και διέπει την ερμηνεία των επιφυλάξεων, που δύνανται να θέσουν τα συμβαλλόμενα μέρη σε κάθε ένα από τα δύο κύρια δικαιώματα της Σύμβασης, δηλαδή, το δικαίωμα για πρόσβαση στην αγορά και το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης, υπό την έννοια ότι, κατ’ ουσίαν, δίδεται από το ΔΕΕ το κριτήριο επί τη βάσει του οποίου τυχόν τεθείσα επιφύλαξη στο πρώτο δικαίωμα μπορεί να θεωρηθεί σιωπηρά ότι ισχύει και για το δεύτερο δικαίωμα. Γίνεται, ειδικότερα, δεκτό ότι επιφύλαξη, η οποία κατά το περιεχόμενό της δε διακρίνει μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών, όταν προβλέπεται αποκλειστικά εν σχέσει με το δικαίωμα πρόσβασης στην αγορά και όχι για το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ισχύει σιωπηρά και στο τελευταίο αυτό δικαίωμα, όταν, μάλιστα, έχει ρητά συμπεριληφθεί ως προς αυτό η δήλωση ότι δεν τίθεται καμία επιφύλαξη. Επί τη βάσει της νομολογίας αυτής, το Δικαστήριο κατέληξε στην κρινόμενη υπόθεση (ανωτ. σκ. 18) ότι η Ελλάδα, δεδομένου ότι ως το πρώτο δικαίωμα (της πρόσβασης στην αγορά) διετύπωσε την εν λόγω επιφύλαξη, ενώ ως προς το δεύτερο δικαίωμα (της ίσης μεταχείρισης) ρητά παραιτήθηκε από οποιαδήποτε επιφύλαξη, έχει τη δυνατότητα βάσει της GATS να ρυθμίσει ελεύθερα (επιτρέποντας ή απαγορεύοντας τις σχετικές δραστηριότητες) τα σχετικά ζητήματα, περιοριζόμενη μόνον από τη μη δυνατότητα θέσπισης διακρίσεων, στηρίζοντας την κρίση της στην ως άνω απόφαση του ΔΕΕ, καθόσον η τεθείσα από την Ουγγαρία επιφύλαξη στο πρώτο δικαίωμα ήταν, όπως και της Ελλάδας, άνευ στοιχείου διακρίσεως. Περαιτέρω δε η Ουγγαρία, όπως και η Ελλάδα, στο δεύτερο δικαίωμα δεν είχαν θέσει κανένα περιορισμό ως προς τη δέσμευσή τους από τη Σύμβαση, με αποτέλεσμα να μην ευσταθούν, όσα διατείνεται η γνώμη που μειοψήφησε, ότι δεν ομοιάζουν οι επιφυλάξεις των δύο χωρών. Επίσης, νομολογία του ΔΕΕ επιλύει τα ζητήματα, που τίθενται και στην κρινόμενη υπόθεση, εν αναφορά με την ερμηνεία του Χάρτη, με την οποία γίνεται, ειδικότερα, δεκτό ότι στον Χάρτη, όταν καλείται σε εφαρμογή, θεμελιώνεται το δικαίωμα ίδρυσης ιδιωτικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και ότι και το ιδιωτικό πανεπιστήμιο προστατεύεται ως θεσμός (σκ. 20-21), καθώς και ότι ο Χάρτης εφαρμόζεται και, όταν τα ενωσιακά δικαιώματα απορρέουν από τη GATS (σκ. 22). Εν πάση δε περιπτώσει, η ερμηνεία του συνόλου των εφαρμοστέων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, επί τη βάσει των οποίων επιλύεται η κρινόμενη διαφορά, παρίσταται -κατά την έννοια της διάταξης του εδ. γ΄ του άρθρου 267 Σ.Λ.Ε.Ε.- τόσο προφανής, λόγω, ιδίως, της πρόσφατης νομολογίας του ΔΕΕ, που αναλυτικά παρατίθεται, ώστε να μην καταλείπεται περιθώριο εύλογης αμφιβολίας. Όπως έχει κριθεί, τέτοια περίπτωση συντρέχει, μεταξύ άλλων, όταν εθνικό δικαστήριο τελευταίου βαθμού καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν υφίστανται στοιχεία ικανά να δημιουργήσουν εύλογες αμφιβολίες ως προς την ορθή ερμηνεία του, το γεγονός δε ότι μία διάταξη του δικαίου της Ένωσης επιδέχεται μία ή περισσότερες άλλες ερμηνείες δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι υφίσταται εύλογη αμφιβολία ως προς την ορθή ερμηνεία της διάταξης αυτής, οσάκις καμία από τις άλλες αυτές ερμηνείες δεν φαίνεται να είναι αρκούντως πειστική για το οικείο εθνικό δικαστήριο, ιδίως υπό το πρίσμα του πλαισίου και του σκοπού της εν λόγω διάταξης καθώς και του κανονιστικού συστήματος, στο οποίο αυτή εντάσσεται (Δ.Ε.Ε. ανωτέρω απόφαση Consorzio, σκ. 40-53, Σ.τ.Ε. 428/2024 επταμ., σκ. 17). Εξάλλου, ούτε η ιδιαιτερότητα της κρινόμενης υποθέσεως, όπου τίθεται ζήτημα ερμηνείας της σχέσης μεταξύ διατάξεων του ενωσιακού δικαίου και διατάξεων συνταγματικού επιπέδου, υποχρεώνει το Δικαστήριο σε αποστολή προδικαστικού ερωτήματος, διότι και για το ζήτημα αυτό υφίσταται πάγια νομολογία του ΔΕΕ, σύμφωνα με την οποία, από την αρχή της αποτελεσματικότητας του ενωσιακού δικαίου απορρέει η υποχρέωση εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου (σκ. 23). Εξάλλου, το συμπέρασμα αυτό, ότι δεν υποχρεούται το Δικαστήριο σε αποστολή προδικαστικού ερωτήματος, όπως προκύπτει από τη νομολογία του ΔΕΕ, δεν αναιρείται ούτε από τη διατύπωση της ως άνω μειοψηφίας (πρβ. ως άνω απόφαση Δ.Ε.Ε. 6.12.2021, σκ. 40-47, 49 και 51, πρβ. Σ.τ.Ε. 428/2024 επταμ., σκ. 17). Από όλα τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι για το σύνολο των ζητημάτων, που τίθενται στην κρινόμενη υπόθεση και είναι κρίσιμα για την επίλυσή της, υφίσταται είτε πάγια νομολογία ΔΕΕ είτε πρόσφατη νομολογία μείζονος συνθέσεως. Το γεγονός δε ότι δεν υφίσταται νομολογία του ΔΕΕ, η οποία να επιλύει, ταυτοχρόνως, το σύνολο των τιθεμένων στην κρινόμενη υπόθεση ζητημάτων, δεν υποχρεώνει το Δικαστήριο σε αποστολή προδικαστικού ερωτήματος, διότι υφίσταται νομολογία επί ενός εκάστου των τιθεμένων ζητημάτων και τούτο αρκεί, ώστε να θεωρηθεί ότι υφίσταται νομολογία του ΔΕΕ, δεδομένου άλλωστε, ότι όπως δέχεται το ΔΕΕ αρκεί ότι τα ζητήματα, τα οποία έχουν επιλυθεί από το ΔΕΕ είναι κατ’ ουσίαν ταυτόσημα, ακόμα και αν δεν ταυτίζονται απολύτως, με τα κρίσιμα για την επίλυση της υποθέσεως ζητήματα (σκ. 31). Τέλος, δεν υποχρεώνει σε αποστολή προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ ούτε η επίκληση από τη μειοψηφία του άρθρου 2 του προσαρτημένου στη ΣΕΕ και ΣΛΕΕ Πρωτοκόλλου 26, δεδομένου ότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν καταλείπεται περιθώριο εύλογης αμφιβολίας περί της εννοίας του, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά κατωτέρω στη σκ. 35, στην κρίση του δε αυτή το Δικαστήριο κατέληξε έχοντας ερμηνεύσει τη σχετική διάταξη, όπως αυτή εντάσσεται στο πλαίσιό της και υπό το πρίσμα του συνόλου των σχετικών διατάξεων, των σκοπών τους καθώς και του σταδίου εξελίξεως του δίκαιου της Ένωσης κατά τον χρόνο εφαρμογής της (βλ. ανωτ. απόφαση Consorzio, σκ. 46 κ.ά.). Εν κατακλείδι, το προδικαστικό ερώτημα που διατυπώνει παρακάτω η μειοψηφία και το οποίο, κατ’ ουσίαν, αφορά την παροχή υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μόνο από το κράτος, με απόλυτο αποκλεισμό παραρτημάτων αλλοδαπών πανεπιστημίων, κατ’ επίκληση του γράμματος των συνταγματικών διατάξεων του άρθρου 16, έχει ήδη απαντηθεί από τις αποφάσεις του ΔΕΕ, που έχουν παρατεθεί τόσο για το επίμαχο ζήτημα όσο και για τη σχέση Συντάγματος και ενωσιακού δικαίου. Στο πλαίσιο αυτό το γράμμα των ως άνω συνταγματικών διατάξεων δεν εμποδίζει την ερμηνεία τους σε συνδυασμό με το ενωσιακό δίκαιο διότι αποτελεί υποχρέωση του εθνικού δικαστή «να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της ένωσης, αφήνοντας εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, έστω και μεταγενέστερη, χωρίς να υποχρεούται να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνισή της είτε διά της νομοθετικής οδού είτε μέσω οποιασδήποτε άλλης συνταγματικής διαδικασίας» (ΣτΕ Ολομ. 177/2023, Π.Ε. 406/1980). Επομένως, δεν τίθεται εν προκειμένω ένα γενικό ζήτημα ερμηνείας του Συντάγματος, αλλά ανακύπτει το ειδικό ζήτημα ερμηνείας συνταγματικών διατάξεων σε σχέση με το ενωσιακό δίκαιο, δηλαδή ζήτημα αναγόμενο στη σχέση μεταξύ της ελληνικής έννομης τάξης και της ενωσιακής, η οποία, δυνάμει του άρθρου 28 του Συντάγματος, αναπτύσσει την άμεση ισχύ της στη Χώρα επί του πεδίου των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς η άποψη της μειοψηφίας ότι η ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 16 «δεν είναι μόνο λανθασμένη, αλλά και δυνητικά επικίνδυνη, διότι, μεταξύ άλλων, αντιτίθεται στις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προβλεψιμότητας, δομικών στοιχείων του Κράτους δικαίου» δεν λαμβάνει υπ’ όψιν την ως άνω υποχρέωση του εθνικού δικαστή για ερμηνεία του Συντάγματος σε αρμονία με το ενωσιακό δίκαιο, όπως άλλωστε πράττουν τα ανώτατα δικαστήρια των κρατών μελών της Ευρώπης, χωρίς να τίθεται ζήτημα συνταγματικής αναθεώρησης (βλ. ενδεικτικά απόφαση της 19.7.2011 του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Γερμανίας, 1BvR 1916/09, σκ. 23). Το ζήτημα της ως άνω υποχρέωσης του εθνικού δικαστή απασχόλησε το Συμβούλιο της Επικρατείας ήδη αμέσως μετά την ένταξη της Χώρας στην τότε ΕΟΚ, το οποίο με αναλυτικές σκέψεις και, στο πλαίσιο αυτό, επισήμανε ότι: «Τα εθνικά δικαστήρια δεν προσεχώρησαν αδιστάκτως εις τας προωθημένας απόψεις του ΔΕΚ επί της αρχής της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου … συνήθως εστηρίχθησαν και εις το Σύνταγμα της χώρας και εις την ιδιομορφίαν του κοινοτικού δικαίου» (Π.Ε. 406/1980, σ. 44).
33. VI. Μειοψηφία.
Επειδή, ο Αντιπρόεδρος Δ. Κυριλλόπουλος και οι Σύμβουλοι Β. Ραφτοπούλου, Π. Τσούκας, Μ. Τριπολιτσιώτη, Β. Ανδρουλάκης, Σ. Κτιστάκη, Ευστ. Σκούρα και Αικ. Ρωξάνα, διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Α. Επί της αντιθέσεως του ν. 5094/2024 προς το Σύνταγμα: Από τις διατάξεις του άρθρου 16 του Συντάγματος, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, συνάγονται τα ακόλουθα: i. H ανώτατη εκπαίδευση έχει ως αποστολή την προαγωγή της επιστημονικής γνώσεως, μέσω της έρευνας και της διδασκαλίας, και όχι απλώς την παροχή επαγγελματικής εκπαιδεύσεως (Σ.τ.Ε. 653/2024 Ολομ. σκ. 10, 1527/2023 Ολομ. σκ. 10, 1097/2023 Ολομ. σκ. 7, 2046/2022 Ολομ. σκ. 21, 1469/2016 Ολομ. σκ. 7, 1011/2013 Ολομ. σκ. 11, 982/2012 Ολομ. σκ. 15, 678/2005 Ολομ. σκ. 7, 1958/2000 Ολομ. σκ. 8, 2786/1984 Ολομ.)·ii. Η ανώτατη παιδεία, παρέχεται, κατ’ αρχήν, δωρεάν και χρηματοδοτείται από δημόσιους πόρους (άρθρο 16 παρ. 4) · iii. Οι καθηγητές των Α.Ε.Ι. χαρακτηρίζονται ως δημόσιοι λειτουργοί και απολαύουν προσωπικής ανεξαρτησίας, ανάλογης με εκείνη των δικαστικών λειτουργών, καθώς και των λοιπών εγγυήσεων της παρ. 6 του άρθρου 16 του Συντάγματος (Σ.τ.Ε. 678/2005 Ολομ. σκ. 7, 1958/2000 Ολομ. σκ. 8, 1789/2023 σκ. 6, 922/2023 επταμ. σκ. 7, 2503/2002 σκ. 5), για τον λόγο δε αυτόν (δημόσιοι λειτουργοί που απολαύουν προσωπικής ανεξαρτησίας) καθηγητές νομικών μαθημάτων των Νομικών Σχολών μετέχουν στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, όταν κρίνει επί ζητημάτων συνταγματικότητας και άρσεως συγκρούσεων (παρ. 2 του άρθρου 100 του Συντάγματος), στο Δικαστήριο αγωγών κακοδικίας (παρ. 1 του άρθρου 99 του Συντάγματος) και στο Δικαστήριο του άρθρου 88 του Συντάγματος· iv. Όχι μόνον η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται «αποκλειστικά» από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τελούντα υπό την εποπτεία του Κράτους, που απολαύουν πλήρους αυτοδιοικήσεως (παρ. 5 του άρθρου 16), αλλά και η σύσταση ανωτάτων σχολών από ιδιώτες (ημεδαπούς ή αλλοδαπούς) «απαγορεύεται» (εδ. τελευταίο της παρ. 8 του άρθρου 16· βλ. Σ.τ.Ε. 178/2023 Ολομ.)· v. Η απαγόρευση συστάσεως ανωτάτων σχολών από ιδιώτες δεν περιορίζεται στην εξ υπαρχής ίδρυσή τους (ανεξαρτήτως του χαρακτήρα τους ως κερδοσκοπικών ή μη), αλλά καταλαμβάνει και την εγκατάσταση και λειτουργία παραρτημάτων αλλοδαπών πανεπιστημίων (Σ.τ.Ε. 906/2020 σκ. 5, 1698/2013 σκ. 6, 3735/2011 σκ. 10, 3451/2011 επταμ. σκ. 6, 3696/2010 σκ. 5, 2550/2009 σκ. 6, 2318/2006 σκ. 6, 1841/2006 επταμ. σκ. 5, 2709/2004 σκ. 4, 2392/2004 σκ. 6, 2667/2003 σκ. 6, 1440/2000 επταμ. σκ. 8, 1680/1999 σκ. 5, 3457/1998 Ολομ. σκ. 5) · vi. Πλην της πλήρους αυτοδιοικήσεως, βασική αρχή που διέπει την παροχή της ανώτατης εκπαιδεύσεως είναι η αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας, η οποία εγγυάται την απρόσκοπτη επιστημονική σκέψη, έρευνα και διδασκαλία, μη επιδεχόμενη άλλους περιορισμούς, πλην εκείνων που πηγάζουν από την υποχρέωση σεβασμού των λοιπών διατάξεων του Συντάγματος (Σ.τ.Ε. 653/2024 Ολομ. σκ. 10, 1097/2023 Ολομ. σκ. 7, 2046/2022 Ολομ. σκ. 21, 1911/2022 Ολομ. σκ. 11, 1469/2016 Ολομ. σκ. 7, 519/2015 Ολομ. σκ. 14, 982/2012 Ολομ. σκ. 15, 2786/1984 Ολομ.). Την ακαδημαϊκή ελευθερία εγγυάται, κατά την κρίση του αναθεωρητικού νομοθέτη του 1975, η οργάνωση των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ως ν.π.δ.δ. και ο χαρακτήρας των διδασκόντων ως δημόσιων λειτουργών. Η ανωτέρω ερμηνεία, κατά την οποία το άρθρο 16 κατοχυρώνει τον θεσμό της ανώτατης εκπαιδεύσεως υπό την συγκεκριμένη μορφή και καθιδρύει ατομικό δικαίωμα υπέρ των πανεπιστημιακών διδασκάλων στην ακαδημαϊκή ελευθερία (Σ.τ.Ε. 519/2015 Ολομ.), αλλά και κοινωνικό δικαίωμα των πολιτών στην ανώτατη εκπαίδευση, αντανακλά θεμελιώδη οργανωτικής φύσεως για τον θεσμό της ανώτατης εκπαιδεύσεως επιλογή του Συντάγματος του 1975. Η ερμηνεία αυτή δεν προκύπτει μόνον από τη ρητή γραμματική διατύπωση των συνταγματικών διατάξεων, αλλά ενισχύεται και από την ιστορική ερμηνεία τους, εφ’ όσον η Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων, κατά τη θέση σε ισχύ του Συντάγματος, συνειδητά επέλεξε τον συγκεκριμένο τρόπο οργανώσεως του θεσμού της ανώτατης εκπαιδεύσεως ως δημόσιας υπηρεσίας, τελώντας εν γνώσει του γεγονότος ότι ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα λειτουργούσαν υπό καθεστώς ιδιωτικού δικαίου στην αλλοδαπή. Περαιτέρω, η επιλογή αυτή επιβεβαιώθηκε πανηγυρικώς μεταγενεστέρως, όταν κατά τις αναθεωρήσεις του Συντάγματος των ετών 2001, 2008 και 2019 – περίοδο, μάλιστα, κατά την οποία ήδη λειτουργούσαν τα διεπόμενα από τον ν. 3696/2008 ιδιωτικά κολλέγια, που συνδέονται με ευρωπαϊκά, κυρίως, πανεπιστημιακά ιδρύματα με συμβάσεις δικαιοχρήσεως ή πιστοποιήσεως - αποκρούστηκε ρητώς και κατηγορηματικώς η πρόταση αναθεωρήσεως του άρθρου 16, επισημάνθηκε δε στις σχετικές συζητήσεις η ανάγκη ευρύτερων κοινοβουλευτικών συναινέσεων προκειμένου να χωρήσει αναθεώρηση του εν λόγω άρθρου. Το Σύνταγμα, επομένως, αντιλαμβάνεται την ανώτατη εκπαίδευση ως αποκλειστικώς δημόσιο σύστημα, με συγκεκριμένα επιμέρους χαρακτηριστικά που αφορούν την εν γένει οργάνωση και λειτουργία της. Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, η ακαδημαϊκή αναγνώριση των τίτλων σπουδών, ήτοι «η πιστοποίηση ότι τίτλος σπουδών που χορηγεί αναγνωρισμένο ίδρυμα ανώτατης εκπαίδευσης της αλλοδαπής οδηγεί σε απόκτηση συγκρίσιμων ακαδημαϊκών προσόντων με τίτλο σπουδών που χορηγείται από Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα της ημεδαπής» (περ. ζ΄ του άρθρου 299 του ν. 4957/2022, Α΄ 141, όπως ισχύει), δεν διενεργείται αυτομάτως, αλλά μετά από έλεγχο εκ μέρους της αρμόδιας κρατικής αρχής (παλαιότερα από το ΔΙ.Κ.Α.Τ.Σ.Α. ήδη δε από τον Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π.). Με τα δεδομένα αυτά δεν καταλείπεται περιθώριο διαφορετικής ερμηνείας ως προς τη συνταγματική κατοχύρωση του δημόσιου χαρακτήρα της ανώτατης εκπαιδεύσεως. Ειδικότερα, είναι αναντίρρητο ότι οι κανόνες δικαίου δεν ερμηνεύονται μόνο με την έννοια που θα αποδιδόταν σε αυτούς κατά τον χρόνο της θεσπίσεώς τους, αλλά αφού ληφθούν υπ’ όψιν και οι ευρύτερες, κοινωνικές, ιδίως, εξελίξεις. Τούτο ισχύει ιδιαιτέρως για τις συνταγματικές διατάξεις, οι οποίες δεν ερμηνεύονται στατικά μέσα στον χρόνο, αλλά η ερμηνεία τους προσαρμόζεται στην εξέλιξη της κοινωνικής πραγματικότητας, ιδίως όταν στο συνταγματικό κείμενο γίνεται χρήση όρων, όπως γάμος, οικογένεια (παρ. 1 του άρθρου 21) ή χρηστά ήθη (παρ. 1 του άρθρου 5), το περιεχόμενο των οποίων νοηματοδοτείται εκάστοτε σε συνάρτηση με τη μεταβολή των κοινωνικών αντιλήψεων. Υφίσταται, όμως, ένα αυτονόητο όριο: Η επιλογή του ερμηνευτή γίνεται μεταξύ περισσότερων νοηματικών εκδοχών που, για να είναι υποστηρίξιμες, απορρέουν, κατ’ αρχήν, από το γράμμα της διατάξεως ή το πλέγμα των διατάξεων, όπως αυτή επιρρωνύεται και από τις λοιπές ερμηνευτικές μεθόδους. Η ερμηνεία, στην περίπτωση αυτή, μπορεί να είναι praeter, σε καμία, όμως, περίπτωση contra legem. Η κατ’ αυτόν τον τρόπο ερμηνεία των κανόνων δικαίου δεν ανατρέπεται από τη μέχρι σήμερα νομολογία του Δικαστηρίου τούτου. Ειδικότερα, δεν ανατρέπεται από την απόφαση που αφορά τον «βασικό μέτοχο» (Σ.τ.Ε. 3470/2011 Ολομ.), η οποία εκδόθηκε ύστερα από την αποστολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δ.Ε.Ε. Στην περίπτωση αυτή, η οποία, πάντως , αφορά δραστηριότητα που εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Ε.Ε. και όχι στην αρμοδιότητα των κρατών μελών (βλ. κατωτέρω υπό στοιχείο Β), το Δικαστήριο έκρινε τη συμβατότητα προς το δίκαιο της Ε.Ε. όχι καθ’ εαυτήν της διατάξεως της παρ. 9 του άρθρου 14 του Συντάγματος, αλλά του εφαρμοστικού νόμου 3021/2002, ο οποίος κρίθηκε αντίθετος προς την κατοχυρούμενη τόσο από το εθνικό όσο και από το ενωσιακό δίκαιο αρχή της αναλογικότητας. Όπως, επομένως, συνάγεται από τα προεκτεθέντα, δεν μπορεί να επιχειρηθεί ερμηνεία του κανόνα δικαίου, και δη του συνταγματικού, η οποία να είναι αντίθετη στο σαφές και αναμφήριστο νόημα των λέξεων που τον απαρτίζουν (προς την «ειωθυίαν αξίωσιν των ονομάτων» - Θουκυδίδης), ήτοι αντίθετη προς τον σημασιολογικό πυρήνα των περιεχομένων σε αυτόν εννοιών, όπως των λέξεων «αποκλειστικά» και «απαγορεύεται» που απαντώνται στο εδ. α΄ της παρ. 5 του άρθρου 16 και στο εδ. β΄ της παρ. 8 του άρθρου 16 του Συντάγματος. Μια τέτοια ερμηνευτική προσέγγιση δεν είναι μόνο λανθασμένη, αλλά και δυνητικά επικίνδυνη, διότι, μεταξύ άλλων, αντιτίθεται στις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προβλεψιμότητας, δομικών στοιχείων του Κράτους δικαίου. Στην περίπτωση αυτή, δια της ερμηνείας συνταγματικών διατάξεων, λαμβάνει χώρα, κατ’ ουσίαν, συνταγματική αναθεώρηση μέσω της ψηφίσεως κοινού νόμου, η οποία επικυρώνεται από το Δικαστήριο. Η εν λόγω δε αναθεώρηση ενός αυστηρού Συντάγματος, όπως το Σύνταγμα του 1975, διενεργείται, στην περίπτωση αυτή, χωρίς την τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 110 αυτού, και εντεύθεν πραγματοποιείται κατά παράβαση των αρχών της λαϊκής κυριαρχίας, που κατοχυρώνεται στην παρ. 2 του άρθρου 1, και της διακρίσεως των λειτουργιών, την οποία εγγυάται το άρθρο 26. Εν προκειμένω, το γράμμα των συνταγματικών διατάξεων του άρθρου 16 παρ. 5, 6 και 8 είναι τόσο σαφές, ώστε οποιαδήποτε άλλη ερμηνευτική προσέγγιση να είναι contra Constitutionem. Στην υπό κρίση περίπτωση, η αναγκαιότητα αναθεωρήσεως αποτελεί sine qua non προϋπόθεση, κατά τη συνταγματική δημοκρατική τάξη, για να λειτουργήσουν νομίμως τα ν.π.π.ε. Υπό την αντίθετη εκδοχή, τόσο ο νομοθέτης όσο και ο ερμηνευτής και ο εφαρμοστής του Συντάγματος, υπερβαίνουν τα όρια της διαγραφόμενης σε αυτό αρμοδιότητάς τους. Με τα δεδομένα αυτά, κατά τη μειοψηφήσασα γνώμη, οι διατάξεις του ν. 5094/2024 με τις οποίες καθίσταται δυνατή η παροχή ανώτατης εκπαιδεύσεως από νομικά πρόσωπα, παραρτήματα αλλοδαπών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, που δεν έχουν τον χαρακτήρα ν.π.δ.δ. και των οποίων οι καθηγητές δεν είναι δημόσιοι λειτουργοί, ασκούντες το έργο τους υπό καθεστώς ακαδημαϊκής ελευθερίας, είναι προδήλως αντίθετες προς τις παρ. 5, 6 και 8 του άρθρου 16 του Συντάγματος. Β. Ως προς τις διατάξεις του ενωσιακού δικαίου και τη συναφή νομολογία: i. Η Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Σ.Λ.Ε.Ε.), όπως το κείμενό της διαμορφώθηκε με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, ορίζει στο άρθρο 165 ότι «1. Η Ένωση συμβάλλει στην ανάπτυξη παιδείας υψηλού επιπέδου, ενθαρρύνοντας τη συνεργασία μεταξύ κρατών μελών και, αν αυτό απαιτείται, υποστηρίζοντας και συμπληρώνοντας τη δράση τους, σεβόμενη ταυτόχρονα πλήρως την αρμοδιότητα των κρατών μελών για το περιεχόμενο της διδασκαλίας και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος, καθώς και την πολιτιστική και γλωσσική τους πολυμορφία. ... 2. Η δράση της Ένωσης έχει ως στόχο: - … - να ευνοεί την κινητικότητα φοιτητών και εκπαιδευτικών, μεταξύ άλλων και μέσω της ακαδημαϊκής αναγνώρισης διπλωμάτων και περιόδων σπουδών… 3. … 4. Προκειμένου να συμβάλει στην υλοποίηση των στόχων του παρόντος άρθρου: - το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία … θεσπίζουν δράσεις ενθάρρυνσης, χωρίς να εναρμονίζουν τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών, - το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής, διατυπώνει συστάσεις» και στο άρθρο 166 ότι «1. Η Ένωση εφαρμόζει πολιτική επαγγελματικής εκπαίδευσης, η οποία στηρίζει και συμπληρώνει τις δράσεις των κρατών μελών, σεβόμενη ταυτόχρονα πλήρως την αρμοδιότητα των κρατών μελών για το περιεχόμενο και την οργάνωση της επαγγελματικής εκπαίδευσης. 2. Η δράση της Ένωσης έχει ως στόχο: … - να βελτιώνει την αρχική επαγγελματική εκπαίδευση και τη συνεχή κατάρτιση, για να διευκολύνεται η επαγγελματική ένταξη και επανένταξη στην αγορά της εργασίας, - να διευκολύνει την πρόσβαση στην επαγγελματική εκπαίδευση και την ενίσχυση της κινητικότητας των εκπαιδευτών και των εκπαιδευομένων και ιδίως των νέων, - … 3. … 4. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία … θεσπίζουν μέτρα για να συμβάλουν στην υλοποίηση των στόχων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, χωρίς να εναρμονίζουν τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών και το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής, διατυπώνει συστάσεις». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι με αυτές παρέχεται στην Ένωση μόνο υποστηρικτική/συμπληρωματική αρμοδιότητα, με βάση την οποία έχει τη δυνατότητα να προβαίνει σε δράσεις ως προς περισσότερους τομείς, στους οποίους περιλαμβάνεται και η παιδεία. Συνεπώς, η οργάνωση της πανεπιστημιακής εκπαιδεύσεως ανήκει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Ως εκ τούτου, η ακαδημαϊκή αναγνώριση των τίτλων σπουδών εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ελληνικής Δημοκρατίας. Κατά την πάγια διάκριση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η αναγνώριση της επαγγελματικής ισοδυναμίας των τίτλων σπουδών που αποκτήθηκαν στο εξωτερικό δεν συνιστά και αναγνώριση της ακαδημαϊκής ισοδυναμίας τους. Αφορά μόνο αναγνώριση προσόντων, τα οποία παρέχουν πρόσβαση σε νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα, το δε δικαίωμα αναγνωρίσεως αυτών των διπλωμάτων διασφαλίζεται από τις Συνθήκες ως έκφραση του θεμελιώδους δικαιώματος της ελευθερίας εγκαταστάσεως (Σ.τ.Ε. 1440/2000, 1841/2006, 567/2010, 3451/2011, 178-9/2023 Ολομ.). Περαιτέρω, το Δ.Ε.Κ. έχει δεχθεί ότι το γενικό σύστημα αναγνωρίσεως διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως βάσει οδηγιών, προκειμένου να παρασχεθεί πρόσβαση σε νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα στα κράτη μέλη, δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την αρμοδιότητα της Ελληνικής Δημοκρατίας σχετικά με το περιεχόμενο της εκπαιδεύσεως και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος (απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2008, C-274/05, Επιτροπή κατά Ελλάδας, απόφαση της 4ης.12.2008, C- 151/07, Χατζηθανάσης). Εξ άλλου, με τις αποφάσεις Δ.Ε.Κ. C-147/88, Επιτροπή κατά Ελλάδος και Π.Ε.Κ. Τ-16/90, Παναγιωτοπούλου κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κρίθηκε ότι το άρθρο 16 του Συντάγματος δεν είναι ασύμβατο προς το ενωσιακό δίκαιο· ii. Στο προσαρτηθέν στη Σ.Λ.Ε.Ε. Πρωτόκολλο υπ’ αριθμ. 26 προβλέπονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: Άρθρο 1 «Στις κοινές αξίες της Ένωσης για τις υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος κατά την έννοια του άρθρου 14 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιλαμβάνονται ιδίως: - ο ουσιώδης ρόλος και η ευρεία διακριτική ευχέρεια των εθνικών, περιφερειακών και τοπικών αρχών όταν παρέχουν, αναθέτουν και οργανώνουν υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος όσο το δυνατόν εγγύτερα στις ανάγκες των χρηστών · - η ποικιλομορφία των διαφόρων υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος και οι διαφορές στις ανάγκες και τις προτιμήσεις των χρηστών που είναι δυνατόν να προκύψουν από τις εκάστοτε γεωγραφικές, κοινωνικές ή πολιτισμικές συνθήκες · - υψηλό επίπεδο ποιότητας ασφάλειας και οικονομικής προσιτότητας, ίση μεταχείριση και προώθηση της καθολικής πρόσβασης και των δικαιωμάτων των χρηστών», Άρθρο 2 «Οι διατάξεις των συνθηκών ουδόλως επηρεάζουν την αρμοδιότητα των κρατών μελών όσον αφορά την παροχή, την ανάθεση και την οργάνωση υπηρεσιών γενικού συμφέροντος μη οικονομικού χαρακτήρα». Οι ανωτέρω διατάξεις δεν έχουν ερμηνευθεί αναφορικά με τη δυνατότητα παροχής υπηρεσιών ανώτατης εκπαιδεύσεως · iii. Με την εγκαθίδρυση και την εφαρμογή, δυνάμει του άρθρου 16 του Συντάγματος, συστήματος ανώτατης εκπαιδεύσεως από ιδρύματα, τα οποία, όπως εκτέθηκε ανωτέρω υπό στοιχείο Α, έχουν αποκλειστικώς δημόσιο χαρακτήρα και χρηματοδοτούνται, κατά κύριο λόγο, από δημόσιους πόρους, η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέβλεψε στην άσκηση αμειβομένων δραστηριοτήτων, αλλά στην εκπλήρωση βασικής αποστολής του Κράτους έναντι των πολιτών στον κοινωνικό, πολιτιστικό και εκπαιδευτικό τομέα (βλ. παρ. 2 του άρθρου 16 του Συντάγματος). Σύστημα δε τριτοβάθμιας δημόσιας εκπαιδεύσεως, το οποίο οργανώνεται από κράτος μέλος με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης (πρώην Σ.Ε.Κ. νυν Σ.Λ.Ε.Ε.) περί ελευθερίας εγκαταστάσεως και παροχής υπηρεσιών, κατά την πάγια νομολογία του Δ.Ε.Ε. (βλ. αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, υπόθεση 263/86, Humbel, σκέψεις 17-19, της 7.12.1993, Wirth, C-109/92, σκέψη 15, της 11ης Σεπτεμβρίου 2007, Schwarz και Gootjes-Schwarz, C-76/05, σκέψη 39, της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Freikirche der Siebenten-Tags-Adventisten in Deutschland, C-372/21, σκέψη 21 · πρβ. το προαναφερθέν Πρωτόκολλο υπ’ αριθμ. 26). Τούτο, σε αντίθεση προς τις υπηρεσίες που παρέχονται από εκπαιδευτικά ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης τα οποία χρηματοδοτούνται, κατ’ ουσίαν, από ιδιωτικούς πόρους και τα οποία συνιστούν, κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης, οικονομική δραστηριότητα ασκούμενη επ’ αμοιβή (Δ.Ε.Ε. αποφάσεις της 14.7.2022, SGI Studio Galli Ingegneria κατά Επιτροπής, C-371/21, σκ. 20, της 4.7.2019, Kirschstein, C-393/17, σκ. 53, της 13.11.2003, Neri, C-153/02, σκ. 39, της 20.5.2010, Zanotti, C-56/09, σκ. 32, της 7.12.1993, Wirth, C-109/92, σκ. 17). Με τα δεδομένα αυτά, δεν παραβιάζεται από το άρθρο 16 του Συντάγματος ούτε η ελευθερία εγκαταστάσεως, ούτε η ελευθερία παροχής υπηρεσιών, αφ’ ενός μεν διότι στο πεδίο εφαρμογής τους εμπίπτουν μόνον οι χρηματοδοτούμενες από ιδιωτικούς πόρους επ’ αμοιβή παρεχόμενες υπηρεσίες τριτοβάθμιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και όχι το επιχορηγούμενο, κατά βάση, από δημόσιους πόρους σύστημα ανώτατης εκπαιδεύσεως των δημόσιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, αφ’ ετέρου δε διότι η καθολική και απόλυτη απαγόρευση ιδρύσεως ιδιωτικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ισχύει και για τους Έλληνες υπηκόους και, συνεπώς, δεν υφίσταται διάκριση έναντι των υπηκόων των άλλων κρατών – μελών (βλ. τις ανωτέρω αποφάσεις). iv. Οι αποφάσεις του Δ.Ε.Ε. Cilevičs, της 7.9.2022, C-391/2020, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, της 6.10.2020, C-66/2018 και Neri, της 13.11.2003, C-153/02, δεν ασκούν επιρροή στην κρινόμενη υπόθεση. Και τούτο αφ’ ενός μεν διότι αφορούν σε χρηματοδοτούμενες από ιδιωτικούς πόρους υπηρεσίες τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως, δηλαδή σε οικονομική δραστηριότητα, το δε Δ.Ε.Ε. ελέγχει τη συμφωνία των τεθέντων περιορισμών στην εν λόγω οικονομική δραστηριότητα προς το δίκαιο της Ένωσης, αφ’ ετέρου δε αφορούν σε διαφορετικές της ελληνικής συνταγματικές τάξεις, αφού τα Συντάγματα των αντίστοιχων χωρών (Λετονία, Ουγγαρία, Ιταλία) δεν απαγορεύουν την ίδρυση σχολών ανώτατης εκπαιδεύσεως από ιδιώτες. Συναφώς επισημαίνεται ότι, προκειμένου να θεμελιωθεί και στην ανάγκη σεβασμού της ακαδημαϊκής ελευθερίας η απαγόρευση περιορισμών της ελευθερίας εγκαταστάσεως από εθνικό νόμο, για πρώτη και μόνη φορά γίνεται επίκληση από το Δ.Ε.Ε. του άρθρου 13 του Χ.Θ.Δ.Ε.Ε. περί ακαδημαϊκής ελευθερίας στην ανωτέρω απόφαση Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, στην οποία, όπως προαναφέρθηκε, το κράτος μέλος επέλεξε την οργάνωση της ανώτατης εκπαιδεύσεως ως σύστημα παροχής υπηρεσιών έναντι οικονομικού ανταλλάγματος, δηλαδή ως υπηρεσία κατά την έννοια του ενωσιακού δικαίου, και όχι ως εκπλήρωση της αποστολής του Κράτους έναντι των πολιτών του με δημόσιους πόρους, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Ελλάδας. Συνεπώς, η επίκληση της εν λόγω αποφάσεως καθίσταται, και για τον λόγο αυτόν, απρόσφορη. Περαιτέρω, η διαπίστωση ότι αναγκαία προϋπόθεση για την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου είναι η επίλυση του προκαταρκτικού ζητήματος αν συμβιβάζεται με το ενωσιακό δίκαιο η ύπαρξη συστήματος ανώτατης εκπαιδεύσεως που παρέχεται αποκλειστικά και, κατά κύριο λόγο, δωρεάν από ν.π.δ.δ. και, επομένως, δεν συνιστά οικονομική δραστηριότητα δεν ανατρέπεται, αλλά επιρρωνύεται από τις προβλέψεις της οδηγίας 2006/123, της οποίας γίνεται επίκληση από την πλειοψηφία. Στην αιτιολογική σκέψη 8 του προοιμίου αυτής αναφέρεται ότι οι διατάξεις της οδηγίας σχετικά με την ελευθερία εγκαταστάσεως και την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών «θα πρέπει να εφαρμόζονται μόνο κατά τον βαθμό που οι σχετικές δραστηριότητες είναι ανοικτές στον ανταγωνισμό και, επομένως, δεν υποχρεώνουν τα κράτη μέλη να ελευθερώσουν υπηρεσίες γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος ή να ιδιωτικοποιήσουν δημόσιους φορείς παροχής των εν λόγω υπηρεσιών ή να καταργήσουν υφιστάμενα μονοπώλια για άλλες δραστηριότητες ή ορισμένες υπηρεσίες διανομής». Εξ άλλου, στο άρθρο 1 παρ. 2 και 3 αυτής προβλέπεται ότι η οδηγία «δεν αφορά την ελευθέρωση των υπηρεσιών γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος που επιφυλάσσονται αποκλειστικά σε δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς ούτε την ιδιωτικοποίηση δημόσιων φορέων παροχής υπηρεσιών», «δεν αφορά την κατάργηση μονοπωλίων παροχής υπηρεσιών ούτε τις ενισχύσεις τις οποίες χορηγούν τα κράτη μέλη και οι οποίες διέπονται από τους κοινοτικούς κανόνες περί ανταγωνισμού» και «δεν θίγει την ελευθερία των κρατών μελών να ορίζουν, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, ποιες υπηρεσίες θεωρούν γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος, πώς θα πρέπει να οργανώνονται και να χρηματοδοτούνται οι εν λόγω υπηρεσίες, τηρουμένων των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, και σε ποιες ειδικές υποχρεώσεις θα πρέπει να υπόκεινται». Στο άρθρο 2 παρ.2 περ. α’ της ως άνω οδηγίας ορίζεται ότι αυτή δεν εφαρμόζεται «στις μη οικονομικές υπηρεσίες γενικού ενδιαφέροντος». Συναφώς, βλ. προτάσεις Γενικού Εισαγγελέα της 26ης.9.2024 επί της υποθέσεως C-254/23, Interzero, σύμφωνα με τις οποίες, υπό προϋποθέσεις, το άρθρο 15 της οδηγίας 2006/123/ΕΚ σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά, τα άρθρα 49, 56 και 106 Σ.Λ.Ε.Ε., τα άρθρα 16 και 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία καθιερώνει εφεξής μονοπώλιο στο πλαίσιο της διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού για την άσκηση της δραστηριότητας της εκπλήρωσης των προβλεπόμενων από την οδηγία 2008/98 σχετικών υποχρεώσεων. Γ. Ως προς τη Συμφωνία GATS: Η Συμφωνία GATS αποτελεί διεθνή συμφωνία για την ελευθερία του εμπορίου στον τομέα των υπηρεσιών, της οποίας συμβαλλόμενο μέρος είναι και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ελληνική Δημοκρατία έχει διατυπώσει επιφύλαξη ως προς το άρθρο 16 του Συντάγματος. Ειδικότερα, η Ελληνική Δημοκρατία, αναφορικώς με τις υπηρεσίες τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως που παρέχονται μέσω εμπορικής παρουσίας, με ρητή δήλωσή της στη στήλη του πίνακα συγκεκριμένων υποχρεώσεων της GATS σχετικώς με τους «περιορισμούς όσον αφορά την πρόσβαση στην αγορά», έχει επιφυλαχθεί του δικαιώματός της για την επιβολή κάθε είδους περιορισμού, χωρίς δεσμεύσεις ως προς τα εκπαιδευτικά ιδρύματα που χορηγούν κρατικώς αναγνωρισμένα διπλώματα. Η επιφύλαξη αυτή δεν έχει αρθεί από την Ελληνική Δημοκρατία, ούτε είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι ήρθη με την ψήφιση του ν. 5094/2024, ο οποίος δεν επηρεάζει το κύρος εθνικής επιφυλάξεως που διατυπώθηκε σε κανόνα διεθνούς συμβάσεως υπέρτερης τυπικής ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος. Εξ άλλου, το ζήτημα που αφορά στην ισχύ της επιφυλάξεως που έχει διατυπώσει η Ελληνική Δημοκρατία, η οποία διαφέρει από εκείνη της Ουγγαρίας, δεν έχει κριθεί από το Δ.Ε.Ε. Καθίσταται δε σαφές ότι, υφ’ οιανδήποτε εκδοχή, λόγω του περιεχόμενου της επιφυλάξεως της Ελληνικής Δημοκρατίας, προκειμένου να τεθεί ζήτημα ανισχύρου αυτής, δεν αρκεί να κριθεί ότι το ενωσιακό δίκαιο επιβάλλει την αυτόματη ακαδημαϊκή αναγνώριση από το ελληνικό κράτος των πτυχίων που απονέμουν παραρτήματα αλλοδαπών πανεπιστημίων που λειτουργούν στην Ελλάδα, αλλά ότι κατοχυρώνει δικαίωμα των ημεδαπών στην ίδρυση και λειτουργία πανεπιστημίων. Κατά την ειδικότερη γνώμη των Συμβούλων Ο. Ζύγουρα, Ε. Γεωργούτσου, Γ. Ανδριοπούλου σε συνέχεια της σκέψης που παρατέθηκε στην παρ. 29 με βάση την ερμηνεία του άρθρου 16 παρ. 5 Συντάγματος, δεν είναι, πάντως, δυνατή προκειμένου περί ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων η εφαρμογή της GATS, η οποία προϋποθέτει δραστηριότητα εμπορικού χαρακτήρα (βλ. ΔΕΕ απόφαση της 6 Οκτωβρίου 2020, C- 66/18, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας σκ. 73, 74, 145, βλ. και σκ 160,161). Δ. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η αιτιολογική έκθεση του ν. 5094/2024, με την οποία επιχειρείται να δικαιολογηθούν οι επίμαχες ρυθμίσεις κατ’ επίκληση του ενωσιακού δικαίου, ερείδεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Σε κάθε περίπτωση, η αρχή της σύμφωνης προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας του εθνικού δικαίου, όταν μάλιστα αυτή έχει δοθεί με πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για να θεμελιώσει ερμηνεία contra legem του εσωτερικού δικαίου κράτους μέλους (Δ.Ε.Ε., Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως, απόφαση της 18.1.2022, Thelen Technopark Berlin GmbH, C-261/20, σκέψη 28, Σ.τ.Ε. 177/2023 Ολομ. σκ. 31), πολλώ δε μάλλον ερμηνεία contra Constitutionem. Ε. Επί της αποστολής προδικαστικού ερωτήματος: Εν προκειμένω, η αποστολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δ.Ε.Ε. καθίσταται επιβεβλημένη, διότι, εν πάση περιπτώσει, η ερμηνεία σε σχέση με το ζήτημα παραβιάσεως της ελευθερίας εγκαταστάσεως από σύστημα ανώτατης εκπαιδεύσεως που παρέχεται αποκλειστικά από ν.π.δ.δ., δεν είναι προφανής ούτε απαλλαγμένη εύλογων αμφιβολιών, λαμβανομένων υπ’ όψιν τόσο των προαναφερομένων αποφάσεων Δ.Ε.Κ. C-147/88, Επιτροπή κατά Ελλάδος και ΠΕΚ Τ-16/90, Παναγιωτοπούλου κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσο και της παρούσας μειοψηφίας οκτώ (8) μελών του Δικαστηρίου. Συνεπώς, το Συμβούλιο της Επικρατείας είναι υποχρεωμένο να διατυπώσει προς το Δ.Ε.Ε., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 267 Σ.Λ.Ε.Ε., προδικαστικό ερώτημα (βλ. Δ.Ε.Ε. Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως, απόφαση της 6.10.2021, C-561/19, Consorzio Italian Management και Catania Multiservizi SpA κατά Rete Ferroviaria Italiana SpA σκ. 33 επ., Δ.Ε.Ε. απόφαση της 4ης.10.2018, C-416/17, Επιτροπή κατά Γαλλίας σκ. 105-114). Η διατύπωση του προδικαστικού ερωτήματος, κατά τη μειοψηφήσασα γνώμη, πρέπει να είναι η ακόλουθη: «Έχουν τα άρθρα 49 της Σ.Λ.Ε.Ε. και 13, 14 και 16 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ερμηνευόμενα υπό το φως του άρθρου 165 της Σ.Λ.Ε.Ε. και του προσαρτηθέντος στην εν λόγω Συνθήκη Πρωτοκόλλου 26, την έννοια ότι υποχρεώνουν κράτος μέλος, στο οποίο έχει θεσπισθεί σύστημα οργανώσεως ανώτατης εκπαιδεύσεως, το οποίο παρέχεται αποκλειστικά από το Κράτος, κατά κύριο λόγο δωρεάν, και από δημόσιους λειτουργούς, χρηματοδοτείται δε από δημόσιους πόρους, να επιτρέψει την εγκατάσταση στην επικράτειά του και μη κρατικών φορέων, για την παροχή από αυτούς ανώτατης εκπαιδεύσεως και τη χορήγηση πτυχίων, με αυτόματη ακαδημαϊκή αναγνώριση, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι τα σχετικά επαγγελματικά δικαιώματα αναγνωρίζονται πλήρως, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης;».
34. VII. Λόγοι ακυρώσεως.
Επειδή, το Δικαστήριο οφείλει να ελέγχει τη συμβατότητα του εθνικού νομοθετικού πλαισίου προς το Σύνταγμα και το ενωσιακό δίκαιο, όταν με τις ρυθμίσεις του εθνικού νομοθέτη εισάγονται κανόνες που αφορούν το ενωσιακό δίκαιο και, ειδικότερα, τις ενωσιακές ελευθερίες, στην προκειμένη δε περίπτωση, όπως προκύπτει από τις διατάξεις αλλά και από την αιτιολογική έκθεση του ν. 5094/2024, θεσπίζονται κανόνες για την εγκατάσταση παραρτημάτων αλλοδαπών πανεπιστημίων στην Ελλάδα με επίκληση και των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου. Συνεπώς, οι ρυθμίσεις αυτές θέτουν ευθέως το ζήτημα της σχέσης Συντάγματος και ενωσιακού δικαίου. Στο πλαίσιο αυτό για τη σχέση μεταξύ του εθνικού και του ενωσιακού δικαίου πάγια είναι η νομολογία του ΔΕΕ, κατά τα εκτεθέντα στη σκ. 23, περί της υποχρέωσης τήρησης του ενωσιακού δικαίου, ακόμη και εν σχέσει προς διατάξεις συνταγματικού επιπέδου, προς την οποία, κατά τα γενόμενα δεκτά ανωτέρω στη σκ. 8, συμπορεύεται και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά την ερμηνεία της ερμηνευτικής δήλωσης του άρθρου 28 του Συντάγματος, περί της υποχρέωσης εφαρμογής της ενωσιακής έννομης τάξης στην εσωτερική έννομη τάξη και της υποχρέωσης εναρμόνισης των συνταγματικών διατάξεων με τους κανόνες του ενωσιακού δικαίου (πρβ. και αποφάσεις Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου σχετικά με τη «φιλική» προς το ευρωπαϊκό δίκαιο ερμηνεία ακόμα και συνταγματικών διατάξεων, απόφαση της 7.9.2011, 2BvR 987, 1485, 1099/10, σκ. 109, απόφαση της 19.7.2011 του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, 1BvR 1916/09, σκ. 68, 73, 75-82). Για τον λόγο δε αυτόν είναι απορριπτέοι οι αντίθετοι ισχυρισμοί των αιτούντων περί του μη επιτρεπτού της εφαρμογής εν προκειμένω των ορισμών του ενωσιακού δικαίου.
35. Επειδή, σύμφωνα με όσα ήδη έγιναν δεκτά ανωτέρω στη σκ. 10, από τη νομολογία του ΔΕΕ προκύπτει ότι, ο χώρος της εκπαίδευσης δεν εξαιρείται της εφαρμογής των θεμελιωδών ελευθεριών, και, ειδικότερα, της ελευθερίας εγκατάστασης και, συνακόλουθα, της εφαρμογής του Χάρτη και της ελευθερίας ίδρυσης ιδιωτικών σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (ανωτ. απόφαση Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, βλ. και αποφάσεις Cilevičs και Kirschtein). Τούτο έχει ως συνέπεια ότι τα κράτη μέλη κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς τους κατά τα άρθρα 6 και 165 ΣΛΕΕ για την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος και, ειδικώς, κατά τη θέσπιση προϋποθέσεων ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, οφείλουν να τηρούν τις προβλέψεις του πρωτογενούς και του παράγωγου ενωσιακού δικαίου, το οποίο καθιερώνει την ελευθερία εγκατάστασης, την ελευθερία ίδρυσης ιδιωτικών σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, προστατεύει το ιδιωτικό πανεπιστήμιο ως θεσμό και ρυθμίζει ζητήματα σχετικά με την αδειοδότηση των ιδιωτικών εκπαιδευτικών φορέων. Η θέσπιση, επομένως, περιορισμών ως προς τη νομική μορφή των φορέων παροχής ανώτατης εκπαίδευσης, οφείλει να συμπορεύεται προς τις επιταγές του ενωσιακού δικαίου εν σχέσει προς τους επιτρεπόμενους περιορισμούς της ελευθερίας εγκατάστασης, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας. Πέραν δε τούτου, εξαίρεση από την εφαρμογή των διατάξεων περί της ελευθερίας εγκαταστάσεως κατά το άρθρο 49 ΣΛΕΕ είναι επιτρεπτή κατά την ειδική πρόβλεψη του άρθρου 51 ΣΛΕΕ, για δραστηριότητες που συνδέονται με την άσκηση δημόσιας εξουσίας, στις οποίες, κατά τα κριθέντα ανωτέρω στη σκ. 11, δεν εμπίπτουν οι εκπαιδευτικές υπηρεσίες (ανωτ. απόφαση Cilevičs, σκ. 57, απόφαση της 18.12.2007, C-281/2006, Jundt, σκ. 38 κ.ά.). Συνεπώς, σύμφωνα και με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω στη σκ. 11, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί, επικαλούμενο εθνική ρύθμιση, ακόμα και συνταγματικού επιπέδου, η οποία προβλέπει τη δωρεάν παροχή ανώτατης εκπαίδευσης αποκλειστικά από δημόσια πανεπιστήμια, να αποκλείσει την παροχή, παραλλήλως προς τη δημόσια, οποιασδήποτε μορφής ιδιωτικής εκπαίδευσης. Τούτο δε διότι, όπως προεκτέθηκε, η απόλυτη απαγόρευση κάθε ιδιωτικής δραστηριότητας παροχής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν συμβαδίζει με την ελευθερία εγκατάστασης, την ελευθερία ίδρυσης ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, καθώς και την αρχή της αναλογικότητας που κατοχυρώνονται στο ενωσιακό δίκαιο, καθ’ όσον, κατά τα κριθέντα, ο χώρος της εκπαίδευσης, και μάλιστα της ανώτατης, δεν εξαιρείται των θεμελιωδών ελευθεριών. Πρέπει, επομένως, να απορριφθούν ως αβάσιμα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, όπως αναπτύσσεται με το υπόμνημα που υποβλήθηκε μετά τη συζήτηση της υποθέσεως, ότι κατά το άρθρο 165 παρ. 1 ΣΛΕΕ η διαμόρφωση από τα κράτη μέλη της οργανωτικής μορφής των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ως δημόσιων ή ιδιωτικών εκφεύγει της εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου και ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών. Τα υποστηριζόμενα δε από τη γνώμη που μειοψήφησε περί της εφαρμογής στην κρινόμενη υπόθεση του Πρωτοκόλλου 26, που έχει προσαρτηθεί στη ΣΕΕ και τη ΣΛΕΕ και ισχύει από το έτος 2009, το οποίο στο άρθρο 2 ορίζει ότι: «Οι διατάξεις των Συνθηκών ουδόλως επηρεάζουν την αρμοδιότητα των κρατών μελών, όσον αφορά την παροχή, την ανάθεση και την οργάνωση υπηρεσιών γενικού συμφέροντος μη οικονομικού χαρακτήρα» δεν έχουν έρεισμα στον νόμο. Τούτο δε διότι, το εν λόγω Πρωτόκολλο 26, το οποίο σύμφωνα με το προοίμιό του θεσπίζει «ερμηνευτικές διατάξεις», οι οποίες δεν θα ήταν νοητό να ανατρέπουν την όλη οικονομία και δομή των Συνθηκών (άρθρα 6, 165, 49, 51 ΣΛΕΕ, ιδίως δε εν συνδυασμώ με τα άρθρα 13 και 14 του Χάρτη, βλ. ανωτέρω), δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή, καθόσον, όπως προκύπτει από τη διατύπωση αλλά και τον σκοπό του, το άρθρο 2 του εν λόγω Πρωτοκόλλου παρέχει διευκρινίσεις (πρβ. Προτάσεις Γενικού Εισαγγελέα, σκ. 26, επί της υποθέσεως C-254/2023, ΙΝΤΕRΖΕRΟ αναφορικά με την ερμηνεία του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου) σχετικά με τις αρμοδιότητες των κρατών μελών, αποκλειστικά όσον αφορά τις ίδιες τις υπηρεσίες γενικού συμφέροντος μη οικονομικού χαρακτήρα, και δεν αφορά ζητήματα, όπως εν προκειμένω, όπου ενδιαφέρει το νομικό καθεστώς παροχής επ’ αμοιβή υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, οι οποίες κατά τη μνημονευθείσα νομολογία του ΔΕΕ εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των Συνθηκών και, ειδικότερα, στο προστατευτικό πεδίο της ελευθερίας εγκατάστασης και της ελευθερίας ίδρυσης ιδιωτικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων του Χάρτη. Επομένως, το Πρωτόκολλο αυτό δεν μπορεί να έχει την έννοια, που φαίνεται να του αποδίδει η μειοψηφία, σύμφωνα με την οποία ένα κράτος μέλος δύναται, επί τη βάσει των ορισμών του, να προβλέπει στη νομοθεσία του ότι η τριτοβάθμια εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα, αποκλειόμενης της παράλληλης παροχής εκπαίδευσης από ιδιωτικούς φορείς. Τέλος, η αναφορά της μειοψηφίας στα προβλεπόμενα στην οδηγία 2006/123/ΕΚ, στο άρθρο 1 παρ. 3 της οποίας ορίζεται ότι: «Η παρούσα οδηγία δεν αφορά την κατάργηση μονοπωλίων παροχής υπηρεσιών, ούτε ενισχύσεις τις οποίες χορηγούν τα κράτη μέλη και οι οποίες διέπονται από τους κοινοτικούς κανόνες περί ανταγωνισμού», δεν ασκεί επιρροή στην εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις σκ. 13 έως 14. Τούτο δε διότι, μετά την κατά τα ανωτέρω κρίση στη σκ. 29 περί της εφαρμογής στην εθνική έννομη τάξη του ενωσιακού δικαίου και, συγκεκριμένα, της διάταξης του άρθρου 49 ΣΛΕΕ και της συνακόλουθης κρίσης περί της συνταγματικότητας του ν. 5094/2024, ο οποίος επέτρεψε την ίδρυση στη Χώρα παραρτημάτων από αλλοδαπούς παρόχους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης προερχόμενους από κράτη μέλη της Ένωσης, δεν δύναται, εν πάση περιπτώσει (και ανεξαρτήτως της συνδρομής της προϋποθέσεως ύπαρξης μονοπωλίου, πρβ. απόφαση ΔΕΕ 17.10.2024, FA.RO., C-16/2023, σκ. 55), να γίνει λόγος για ύπαρξη στην εθνική έννομη τάξη οιασδήποτε μορφής σχετικού αποκλειστικού δικαιώματος και, επομένως, δεν εμποδίζεται, περαιτέρω, από τον λόγο αυτόν η εφαρμογή της οδηγίας. Ομοίως δεν ασκούν επιρροή στην υπό κρίση διαφορά, που αφορά το νομικό καθεστώς του ν. 5094/2024 για την παροχή υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, οι αναφορές της μειοψηφίας σε ρυθμίσεις της οδηγίας, που αφορούν υπηρεσίες γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος, ιδιωτικοποίηση δημόσιων φορέων παροχής υπηρεσιών, υπηρεσίες μη οικονομικού ενδιαφέροντος ή δραστηριότητες που συνδέονται με την άσκηση δημόσιας εξουσίας, περί ων δεν πρόκειται εν προκειμένω (βλ. για τις σχετικές έννοιες και τις από 26.9.2024 προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα επί της υποθέσεως C-254/2023).
36. Επειδή, περαιτέρω, κατά τα γενόμενα δεκτά στη σκ. 30, δεν προσκρούσει σε αντίθετου περιεχομένου εθνική ταυτότητα η ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και, ειδικότερα, παραρτημάτων αλλοδαπών φορέων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως.
37. Επειδή, εξάλλου, προβάλλεται ότι ερμηνεία υπέρ της συνταγματικότητας του ν. 5094/2024 δεν θα ήταν νοητή, διότι θα προσέκρουε στο γράμμα της συνταγματικής διατάξεως, το οποίο αποτελεί όριο κάθε ερμηνείας και, μάλιστα, του Συντάγματος και ότι, επομένως, προκειμένου να ιδρυθούν παραρτήματα αλλοδαπών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων απαιτείται συνταγματική αναθεώρηση. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία του, το Συμβούλιο της Επικρατείας, ασκώντας πλήρως, ως οφείλει, το δικαιοδοτικό του έργο, ερμηνεύει το δίκαιο και αναζητά την έννοια της ρύθμισης εν όψει του γράμματος, αλλά και του σκοπού του, όπως η εκάστοτε ρύθμιση εντάσσεται τη δεδομένη χρονική στιγμή στο σύνολο της εννόμου τάξεως, εθνικής, ενωσιακής και διεθνούς, ώστε να καταστεί διά της ερμηνείας, κατά το δυνατόν, ένα συνεκτικό σύνολο. Εξάλλου, στην περίπτωση της σχέσης Συντάγματος και ενωσιακού δικαίου το γράμμα των συνταγματικών διατάξεων ερμηνεύεται σε αρμονία με τους ενωσιακούς κανόνες, όπως συνέβη με την υποχώρηση της αδιάστικτης διατύπωσης του άρθρου 14 παρ. 9 του Συντάγματος (Σ.τ.Ε. Ολομ. 3470-1/2011, σκ. 9, υπόθεση του «βασικού μετόχου». Προς την ίδια κατεύθυνση της κάμψης αδιάστικτης γραμματικής διατύπωσης είναι και η ανωτέρω μνημονευθείσα απόφαση ΔΕΕ 11.2.2021, C-760/2018, M.B., ως προς τη σχέση μεταξύ οδηγίας για την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου και των ορισμών του άρθρου 103 παρ. 8 Σ., η οποία αξιώνει την εφαρμογή οδηγίας, «μολονότι οι εθνικές διατάξεις συνταγματικής φύσης απαγορεύουν απολύτως τέτοια μετατροπή όσον αφορά τον δημόσιο τομέα»). Την ίδια ερμηνευτική προσέγγιση τηρούν, άλλωστε, και τα ανώτατα δικαστήρια άλλων κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. ενδεικτικά την απόφαση 198/2012 του Ισπανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου της 6.11.2012, σχετικά με τον γάμο ομόφυλων ζευγαριών, σκ. 9-12, απόφαση, στην οποία, παρά το γεγονός ότι το Σύνταγμα στην Ισπανία, εν σχέσει προς το δικαίωμα σε γάμο, ορίζει στο άρθρο 32 εδ. α΄ ότι: «άνδρας και γυναίκα έχουν δικαίωμα να συνάπτουν γάμο σε καθεστώς πλήρους νομικής ισότητας», έκρινε σύμφωνη με το Σύνταγμα τροποποίηση του Αστικού Κώδικα, που καθιερώνει τον γάμο ομόφυλων ζευγαριών, βλ. και την προαναφερθείσα απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας 19.7.2011, 1BvR 1916/09, σκ. 68, 73-75 επ., όπου το Δικαστήριο προέβη σε ερμηνεία contra στο γράμμα της συνταγματικής διάταξης, κατ’ εφαρμογήν του ενωσιακού δικαίου, λαμβάνοντας υπ’ όψιν, ότι κατά τον χρόνο θέσπισης της συνταγματικής διάταξης τα έτη 1948/49 «η ανάπτυξη της κοινής Ευρώπης βρισκόταν στα σπάργανα … σήμερα δε αποτελεί “ένωση κρατών”»). Το γεγονός δε ότι οι κρίσιμες διατάξεις του άρθρου 16 του Συντάγματος δεν έχουν εισέτι αναθεωρηθεί, παρά το γεγονός ότι επιχειρήθηκε τούτο, κατ’ επανάληψη, δεν ασκεί επιρροή, διότι η μη αναθεώρηση συνταγματικών διατάξεων -η οποία συνδέεται με ζητήματα, που ανάγονται αποκλειστικά στο έργο και τη λειτουργία του αναθεωρητικού νομοθέτη, και δεν αφορά το πεδίο της ερμηνείας του ισχύοντος δικαίου από τα Δικαστήρια- δεν αναιρεί την υποχρέωση του Δικαστηρίου να προβαίνει σε ερμηνεία του Συντάγματος σε αρμονία με το ενωσιακό δίκαιο, ερμηνεία η οποία, όπως έχει εκτεθεί στη σκ. 8, επιβάλλεται λόγω της εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, που επιδρά σε όλη την ιεραρχία των κανόνων της εθνικής έννομης τάξης. Επομένως, είναι απορριπτέοι όλοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των αιτούντων.
38. Επειδή, τέλος, κατόπιν όσων προεκτέθηκαν, από το άρθρο 16 παρ. 5 και 8 εδ. β΄ του Συντάγματος, όπως οι διατάξεις αυτές ήδη ερμηνεύονται σε αρμονία με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν αποκλείεται από το Σύνταγμα η ίδρυση και λειτουργία παραρτημάτων αλλοδαπών πανεπιστημίων προερχομένων από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή από χώρα συμβεβλημένη στη GATS. Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως, σύμφωνα με τον οποίο η πρόβλεψη στον ν. 5094/2024 της δυνατότητας ίδρυσης παραρτημάτων ΝΠΠΕ αντίκειται στις διατάξεις του Συντάγματος. Σύμφωνα, όμως με τη γνώμη που μειοψήφησε, η κρινόμενη αίτηση θα έπρεπε να γίνει δεκτή. Κατά την ειδικώτερη δε γνώμη των Συμβούλων Ο. Ζύγουρα, Ε. Γεωργούτσου, Γ. Ανδριοπούλου (ανωτ. σκ. 29) ο λόγος αυτός θα έπρεπε να γίνει εν μέρει δεκτός, ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής της GATS. Κατόπιν των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η παρέμβαση του δευτέρου και του τρίτου των παρεμβαινόντων και να απορριφθεί η παρέμβαση του πρώτου αυτών.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αίτηση
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου
Δέχεται την παρέμβαση του δευτέρου και του τρίτου των παρεμβαινόντων
Απορρίπτει την παρέμβαση του πρώτου των παρεμβαινόντων
Επιβάλλει σε βάρος των αιτούντων τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ, και του δεύτερου και τρίτου των παρεμβαινόντων, η οποία ανέρχεται στο ποσό των εξακοσίων σαράντα (640) ευρώ
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 2 και στις 13 Ιουνίου 2025 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 24ης Οκτωβρίου του ίδιου έτους.
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας
Μιχαήλ Πικραμένος Σταυρούλα Χάρου
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
Παν.Πατρών: Tο 1ο στην Ελλάδα Πανεπιστημιακό Πιστοποιητικό ΤΕΧΝΗΤΗΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ για εκπαιδευτικούς
Πανεπιστήμιο Αιγαίου: Το κορυφαίο πρόγραμμα ειδικής αγωγής στην Ελλάδα - Αιτήσεις έως 24/10
Μοριοδοτούμενο σεμινάριο Ειδικής Αγωγής Πανεπιστημίου Πατρών με μόνο 60 ευρώ
Ευαγγελία Ασημακοπούλου