Περισσότερες από 18.000 κενές θέσεις στα Πανεπιστήμια. Θα πρέπει να μας προβληματίσει;
Η λειτουργία της ΕΒΕ οδήγησε σε περισσότερες από 18.000 κενές θέσεις στα Πανεπιστήμια, ένα πρωτοφανές γεγονός που ξεπερνά τη συνήθη συζήτηση για την αποτυχία ορισμένων υποψηφίων στις πανελλαδικές εξετάσεις

Κάθε χρόνο μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των πανελλαδικών εξετάσεων αφιερώνεται ένα μεγάλο μέρος του δημόσιου διαλόγου  στη συζήτησή τους. Ανέβηκαν οι βάσεις και σε ποιες σχολές; αιτιολογούν τα δύσκολα θέματα την πτώση των βάσεων; Τα Τμήματα που πήραν λιγότερους εισακτέους ή εισακτέους με χαμηλότερη βάση είναι εν τέλει και πιο χαμηλής ποιότητας ή αχρείαστα; Τελικά, όλοι και όλες πρέπει να εισαχθούν στα Πανεπιστήμια; Σε αυτά τα ερωτήματα οφείλουμε να απαντήσουμε με σαφήνεια αν θέλουμε να μην δημιουργούμε ατεκμηρίωτες εντυπώσεις που βλάπτουν το μέλλον των νέων και της κοινωνίας αλλά και των ίδιων των Πανεπιστημίων.

Φέτος είχαμε νέες παραμέτρους που ενίσχυσαν αυτές τις συζητήσεις. Η πρώτη παράμετρος αφορά στην εισαγωγή της ελάχιστης βάσης εισαγωγής (ΕΒΕ) ως νέου, κατασκευασμένου «κόφτη» για την επιτυχή είσοδο στα Πανεπιστήμια. Η λειτουργία της ΕΒΕ οδήγησε σε περισσότερες από 18.000 κενές θέσεις στα Πανεπιστήμια, ένα πρωτοφανές γεγονός που ξεπερνά τη συνήθη συζήτηση για την αποτυχία ορισμένων υποψηφίων στις πανελλαδικές εξετάσεις. Η δεύτερη παράμετρος σχετίζεται με το γεγονός ότι οι τελειόφοιτοι μαθητές Λυκείου εκπαιδεύτηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος της σχολικής χρονιάς με σύγχρονη εξ αποστάσεως διδασκαλία ενώ, παράλληλα, οι οικογένειές τους (και πιθανά οι ίδιοι) επηρεάστηκαν από τις επιπτώσεις της πανδημίας στην υγεία τους (σωματική και ψυχική), στην εργασία και στην οικονομική τους κατάσταση. 

Συνυπολογίζοντας κανείς τις δύο αυτές παραμέτρους, θα διαπίστωνε ότι ήταν άδικο να εφαρμοστεί το νέο μέτρο της ΕΒΕ σε αυτές τις συνθήκες, ενώ, επιπλέον για πρώτη φορά στα χρονικά, τα νέα μέτρα ίσχυσαν για τους υποψήφιους νέους και τις νέες την ίδια χρονιά που νομοθετήθηκαν! Μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των πανελλαδικών εξετάσεων, γνωρίζουμε πια ότι το μέτρο της ΕΒΕ δεν ήταν απλά άδικο αλλά και καταστροφικό για τους νέους και τις νέες που κοπίασαν για να πετύχουν τους στόχους τους αλλά και για τις  οικογένειές τους που είδαν τις προσχεδιασμένες κυβερνητικές ενέργειες να επιδρούν καταστροφικά στο μέλλον των παιδιών τους .

Η εισαγωγή της ΕΒΕ αποτελεί μέτρο της εκπαιδευτικής πολιτικής της κυβέρνησης, ακόμα και αν τα περισσότερα Τμήματα αναγκάστηκαν  ή δέχτηκαν να συνταχθούν με αυτή την απόφαση. Τα Πανεπιστήμια δεν εκπαιδεύουν απλώς σε διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα, αλλά παράγουν έρευνα και γνώση, παρεμβαίνουν κοινωνικά και τροφοδοτούν με καινοτομίες την κοινωνία και τις παραγωγικές δυνάμεις. Οι πανεπιστημιακές σπουδές οδηγούν σε πιο μορφωμένους πολίτες, με κριτική σκέψη και γνώσεις, απαραίτητες για μια σύγχρονηκοινωνία και οικονομία. Η ύπαρξη μορφωμένων πολιτών σε μια χώρα υποστηρίζει  μια συνεκτική κοινωνία μακριά από μισαλλοδοξίες, με περισσότερες επιλογές και δυνατότητες προόδου και ανάπτυξης. Άρα, στο ερώτημα αν πρέπει όλοι και όλες να εισαχθούν στα Πανεπιστήμια, η απάντηση είναι, από τη μια, ότι αυτό είναι προς όφελος της κοινωνίας, και, από την άλλη, ότι αυτό που καλούμαστε να υποστηρίξουμε είναι η δυνατότητα πρόσβασης σε αυτά για όσες και όσους το επιθυμούν. Προφανώς λοιπόν υπάρχουν εναλλακτικές μαθησιακές διαδρομές και πορείες εκτός από την Τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά το να μειώνεται σκοπίμως και ραγδαίως η πρόσβαση σε αυτήν είναι κάτι διαφορετικό. Η αύξηση της «πελατείας» των ιδιωτικών κολλεγίων σίγουρα ενισχύθηκε με την εισαγωγή της ΕΒΕ και αυτό συνάδει με όλα τα μέτρα της κυβέρνησης για την ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα, ενώ παράλληλα νομοθέτησε την αναγνώριση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων των ιδιωτικών κολλεγίων μόνο με τη λήψη του ακαδημαϊκού τίτλου. Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση νομοθέτησε και την συσχέτιση της χρηματοδότησης των Πανεπιστημίων με τον αριθμό των φοιτητών, γεγονός που επηρεάζει άμεσα όχι μόνο τους νέους και τις οικογένειές τους αλλά και την ίδια τη λειτουργία των Πανεπιστημίων.

Οι προκλητικές δηλώσεις της Υπουργού Παιδείας για «εγκλωβισμό των νέων στα πανεπιστήμια» και η αδυναμία αναστοχασμού και διορθωτικών κινήσεων μετά τα αποτελέσματα του νέου μέτρου της ΕΒΕ και τον αποκλεισμό χιλιάδων νέων από τα Πανεπιστήμια φανερώνουν  την προσήλωση της ΝΔ στην αποδυνάμωση του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης και την ενίσχυση των ιδιωτικών συμφερόντων. Όμως, γνωρίζουμε ότι η ανάπτυξη του τριτογενούς τομέα παγκοσμίως απαιτεί υψηλού επιπέδου γνώσεις και δεξιότητες τόσο για την προσωπική όσο και για την κοινωνική επιτυχία. Αξίζει λοιπόν να αναρωτηθούμε ποιες είναι άραγε οι προσδοκίες και τα σχέδια της κυβέρνησης για τους νέους και τις νέες της χώρας μας; Ποιο είναι το μέλλον που προδιαγράφει για αυτούς με την τεχνητή δημιουργία χιλιάδων κενών θέσεων στα Πανεπιστήμια; Η διατήρηση του μέτρου της ΕΒΕ θα προκαλεί  ολοένα και περισσότερες κενές θέσεις στα Πανεπιστήμια και άρα λιγότερους αποφοίτους, ενώ ο στόχος της Ευρωπαϊκής  Ένωσης είναι το 40% του πληθυσμού να έχει πανεπιστημιακή μόρφωση, ενώ πρόσφατα το ποσοστό αυτό αυξάνεται στο 45%.

Η εισαγωγή της ΕΒΕ συνδέθηκε με πολλά επιχειρήματα: ότι οι μαθητές και οι μαθήτριες δεν μπορεί να εισάγονται σε Τμήματα και Σχολές με πολύ χαμηλές επιδόσεις στις εξετάσεις ή και ότι, όταν αυτό συμβαίνει, έχουν λίγες πιθανότητες να αποφοιτήσουν. Όμως, οι κριτικές στις επιδόσεις των μαθητών και μαθητριών στις πανελλαδικές εξετάσεις γίνονται συχνά χωρίς να σχολιάζεται το περιεχόμενο της γνώσης, οι απαιτήσεις από τους μαθητές και τις μαθήτριες αλλά και το είδος των πανελλαδικών εξετάσεων. Είναι σαφές σε όλους και όλες ότι το περιεχόμενο της γνώσης στο οποίο εξετάζονται οι υποψήφιοι αλλά και ο τρόπος εξέτασης απαιτούν τις περισσότερες φορές τη δηλωτική γνώση μέσω της αποστήθισηςκαι όχι την κριτική και δημιουργική σκέψη. Άρα, το περιεχόμενο και οι απαιτήσεις των εξετάσεων δε συνάδουν πάντα με τις γνώσεις και τις δεξιότητες που χρειάζεται κάποιος κατά τις πανεπιστημιακές τους σπουδές. Με άλλα λόγια, παρά την κοπιώδη και εντατική προετοιμασία τους για την είσοδο στα Πανεπιστήμια, οι υποψήφιοι δεν προετοιμάζονται κατάλληλα για τη φοίτησή τους σε αυτά με βάση σε τι και πώς εξετάζονται. Οι χαμηλοί βαθμοί στις πανελλαδικές εξετάσεις έχουν λοιπόν σχέση και με το τι και το πώς διδάσκεται στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση, όπως και με το είδος των εξετάσεων.  Η αναφορά στο γεγονός ότι υποψήφιοι με χαμηλές επιδόσεις στις εξετάσεις εισάγονται στα Πανεπιστήμια είναι λοιπόν χωρίς νόημα, αν δεν συνδεθεί με το τι συμβαίνει στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Επίσης, αποκρύπτεται το γεγονός ότι η βάση εισαγωγής στα Τμήματα δε σημαίνει ότι οι περισσότεροι υποψήφιοι ήταν κοντά στη βάση αυτή. Το αντίθετο συμβαίνει μάλιστα και αυτό είναι εμφανές σε όλες τις μελέτες κατανομής βαθμολογίας. Οι δύο παραπάνω επισημάνσεις εξηγούν γιατί η σύνδεση της χαμηλής βάσης εισαγωγής με την επιτυχία ολοκλήρωσης των σπουδών δεν ισχύει στις περισσότερες των περιπτώσεων.

Υπάρχει επίσης η επιχειρηματολογία ότι ένα Τμήμα ή μια Σχολή η οποία έχει χαμηλή βάση δεν έχει υψηλό κύρος και δεν παράγει γνώση εφάμιλλη των άλλων Τμημάτων και για αυτό έχει χαμηλή ζήτηση, με αποτέλεσμα να απαξιώνονται τα Τμήματα αυτά σε σχέση με το στάτους και την προσφορά τους. Βλέποντας φέτος τα Τμήματα που είχαν πολλές ή λίγες κενές θέσεις, όπως η Δασολογία, η Αρχιτεκτονική, τα Τμήματα Φυσικής, Μαθηματικών, Φιλολογίας κ.α. το παραπάνω επιχείρημα αποδομείται.

Έχοντας υπόψη μας τις έντονες κοινωνικές ανισότητες, το σύνολο των νομοθετικών μέτρων της κυβέρνησης για την παιδεία προδιαγράφει λίγες ευκαιρίες για επιτυχία, καθιστά τους μαθητές φοβισμένους απέναντι σε ένα δύσκολο σχολείο, τους νέους απογοητευμένους και τους γονείς αδύναμους να βοηθήσουν τα παιδιά τους. Αν αυτό δεν μας προβληματίσει, τότε παραδεχόμαστε τις διακρίσεις που η λειτουργία της ίδιας της εκπαίδευσης δημιουργεί πέρα από τις υπάρχουσες κοινωνικές ανισότητες που βιώνουν καθημερινά οι πολίτες.Η έμφαση στην ύλη και μάλιστα η αύξησή της στον περιορισμένο διδακτικό χρόνο στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση δεν επιφέρει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα και εγείρει απαιτήσεις για τους νέους και τις νέες εφήβους που χρειάζεται να ξανασκεφτούμε. Επιπλέον, αναρωτιέται κανείς πώς κάποιοι που έχουν ολοκληρώσει τη φοίτησή τους στο ελληνικό σχολείο δεν έχουν απαραίτητα αναπτύξει περιβαλλοντική συνείδηση ή εκδηλώνουν στερεοτυπικές συμπεριφορές προς το άλλο φύλο, τους αλλοδαπούς και τους πρόσφυγες, αλλά και ρατσιστική συμπεριφορά σε κάθε τι διαφορετικό ή αδιαφορούν για όσα γίνονται στον κόσμο. Κάτι φαίνεται λοιπόν να μην πάει καλά με την εκπαίδευση που παρέχουμε στο σχολείο και χρειάζεται να ξανασκεφτούμε ότι το υλοκεντρικό σχολείο από τη μια  και η επιλογή αυτό να καθίσταται κάθε φορά δυσκολότερο (βλ. τράπεζα θεμάτων, αύξηση των εξεταζόμενων μαθημάτων, αύξηση της ύλης και των απαιτήσεων) δεν εξυπηρετεί τις σύγχρονες απαιτήσεις. Χρειάζεται λοιπόν να ξαναδούμε τους σκοπούς, το περιεχόμενο και την διαδικασία της εκπαίδευσης συνολικά.

Αυτό που αποτελεί άμεση επιταγή για όσους και όσες επιθυμούν μια συνεκτική κοινωνία προόδου και ανάπτυξης είναι η διεκδίκηση του παρόντος και του μέλλοντος των νέων της χώρας. Η διεκδίκηση αυτή απαιτεί να είναι ξεκάθαρη η ανάγκη μόρφωσης και επιτυχίας όσων περισσότερων πολιτών ζουν στην χώρα μας και τα Πανεπιστήμια έχουν πολλά να προσφέρουν σε αυτή την κατεύθυνση.  Ζητούμενα είναι λοιπόν η εξασφάλιση της ποιότητας των σπουδών (και όχι οι λιγότεροι φοιτητές στα Πανεπιστήμια) μέσω της αύξησης της χρηματοδότησης, την σθεναρή ενίσχυση του διδακτικού και διοικητικού προσωπικού στα Πανεπιστήμια με νέες θέσεις, την αύξηση των κονδυλίων για την έρευνα αλλά και η υποστήριξη των νέων και των οικογενειών τους με κοινωνικά μέτρα που θα επιτρέπουν σε φοιτητές και φοιτήτριες από μεσαία και χαμηλά κοινωνικο-οικονομικά στρώματα να φοιτήσουν στα Τμήματα και τις Σχολές εισόδου τους. Αν η κυβέρνηση δεν προχωρήσει σε τέτοια μέτρα, αντιφάσκει με το πρόταγμα της αριστείας που υποστηρίζει, φανερώνει την σκόπιμη υποβάθμιση της δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης,  τον σκόπιμο αποκλεισμό χιλιάδων νέων από τη γνώση και την έρευνα και, τέλος, αναλαμβάνει την ευθύνη για τις συνέπειες της πολιτικής της στην κοινωνία, στην οικονομία και στην ανάπτυξη.

*Η Σοφία Αυγητίδου είναι Καθηγήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

sofia_avgitidou.jpg

Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα

ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση

Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό

ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)

Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 11/12

ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ

2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη

Google news logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Google News Viber logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Viber

σχετικά άρθρα

atm_trapeza
Τράπεζες και Αδικαιολόγητες Χρεώσεις: Οδηγίες Προστασίας από το Ινστιτούτο Καταναλωτή
Οι αδικαιολόγητες χρεώσεις από τις ελληνικές τράπεζες αποτελούν ένα συνεχώς αυξανόμενο πρόβλημα για τους καταναλωτές
Τράπεζες και Αδικαιολόγητες Χρεώσεις: Οδηγίες Προστασίας από το Ινστιτούτο Καταναλωτή
Καρκίνος Παχέος Εντέρου
Η σχέση υπερεπεξεργασμένων τροφίμων με τον κίνδυνο καρκίνου του παχέος εντέρου
Η κατανάλωση αυτών των τροφίμων μπορεί να προκαλέσει χρόνια φλεγμονή, η οποία με τη σειρά της συμβάλλει στην ανάπτυξη καρκινικών όγκων
Η σχέση υπερεπεξεργασμένων τροφίμων με τον κίνδυνο καρκίνου του παχέος εντέρου
eythymios_lekkas_2012019.jpg
Τι λένε οι σεισμολόγοι για τους σεισμούς στο “τρίγωνο” Χολαργού, Αγίας Παρασκευής και Χαλανδρίου
Τι λέει ο Ευθύμης Λέκκας και ο Γεράσιμος Παπαδόπουλος για τους δυο απανωτούς σεισμούς που ανησύχησαν την Αθήνα
Τι λένε οι σεισμολόγοι για τους σεισμούς στο “τρίγωνο” Χολαργού, Αγίας Παρασκευής και Χαλανδρίου