Περί Κοινωνιολογίας και Λατινικών - Μια εναλλακτική προσέγγιση
Του Γιώργου Ευσταθίου*

Οφείλω να ξεκαθαρίσω εξ αρχής πως το κύριο μέλημα και ζητούμενο του άρθρου μου δεν είναι να εγείρει ή να αναζωπυρώσει φιλονικίες και έριδες ανάμεσα στους συναδέλφους Φιλολόγους (ΠE02) και σε συναδέλφους Κοινωνιολόγους(ΠΕ78) σε ένα παιχνίδι μάλλον στημένο και βαθύτατα πολιτικό, όπως θα αποδείξω εν συνεχεία. Αλλά γραμμένο σε μορφή κριτικής έχει σκοπό να προβληματίσει και να αφήσει χαραμάδες σκέψης ή μάλλον μικρά στίγματα ελπίδας για το ποιόν των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών που χρειαζόμαστε αλλά και για τις πολιτικές επιλογές που οδήγησαν στην περιχαράκωσή τους και την κρίση τους. Οφείλω μάλιστα εκ προοιμίου να δηλώσω εμφατικά ότι είμαι κλασικός φιλόλογος, πτυχιούχος του ΑΠΘ και μεταπτυχιακός φοιτητής του τμήματος Κοινωνιολογίας στο  Πάντειο Πανεπιστήμιο και όχι νομικός και ως εκ τούτου δεν επιδιώκω ούτε τον καταμερισμό ευθυνών ανάμεσα σε συναδέλφους αλλά ούτε και τον εντοπισμό των ενόχων. Όπως έγραψα, αξιοποιώ το μέγα όπλο της κριτικής για μια κριτική ενδοσκόπηση του ρόλου των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών στο σήμερα. Μολονότι το εν λόγω άρθρο ενέχει δόσεις πολιτικής φόρτισης δεν είναι στις προθέσεις μου να καταπιαστώ με μικροπολιτικές και μικροκομματικές αντιπαλότητες και επιδιώξεις (υποστηρίζω ότι δυστυχώς η κομματοκρατία  αντικατέστησε σε τούτον τον τόπο τον υγιή συνδικαλισμό). Ταυτόχρονα, σπεύδω να ξεκαθαρίσω ότι η πρόσφατη εξαγγελία της αντικατάστασης της Κοινωνιολογίας από τα Λατινικά δεν είναι μια εξέλιξη που έσκασε ως κεραυνός εν αιθρία, αλλά μια συζήτηση που μπορεί να πάει αρκετά πίσω στον χρόνο και να γίνει με παραδείγματα του σήμερα αλλά κυρίως είναι μια εξέλιξη που μπορεί και πρέπει να προβληματίσει τον κάθε σκεπτόμενο κριτικά εκπαιδευτικό και εν γένει άνθρωπο πάνω στην λειτουργία του σχολείου, το ζητούμενό του, την αποστολή του, το ποιόν και το περιεχόμενο του και κυρίως τις προοπτικές και τα κοινωνικά ζητούμενά του. Δηλαδή τι κοινωνία θέλουμε;  Ποια θα είναι η σχέση σχολείου και κοινωνίας; Ποιος θα είναι ο ρόλος μας ως κοινωνικές ατομικότητες  και τι ρόλο θα έχει η γνώση και τα εφόδια που αποκομίσαμε από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα; Με λίγα λόγια το αμείλικτο ερώτημα ΄΄ποια παιδεία για ποια κοινωνία΄΄ είναι μονίμως υπαρκτό, είναι παρόν, και καλεί να αναστοχαστούμε πάνω στις πρόσφατες εξελίξεις του Νέου Λυκείου  ΄΄Κεραμέως΄΄ που μετά λύπης διαπιστώνω ότι προαναγγέλει δυσάρεστες εξελίξεις στην εκπαίδευση.

Θα προσπαθήσω λοιπόν να είμαι όσο το δυνατόν σύντομος, περιεκτικός και ευθύβολος στις θέσεις μου. Πριν κάνω μια ουσιαστική κριτική στις διαστάσεις που ΄΄Νέου Λυκείου΄΄ της κ. Κεραμέως, δηλαδή στο στρατηγικό ζητούμενο του, θα τοποθετηθώ για το ζήτημα της κατάργησης της Κοινωνιολογίας ως πανελλαδικώς εξεταζόμενο μάθημα και την επαναφορά των Λατινικών.

    Εν πρώτοις, ως γνώστης της λατινικής γλώσσας και της ρωμαϊκής λογοτεχνίας θεωρώ ότι το μάθημα των Λατινικών με τον τρόπο που διδάσκεται στην τελευταία τάξη του λυκείου δεν έχει κανένα απολύτως νόημα και αποκτά δυστυχώς ένα μηδενικό ενδιαφέρον. Για να εισέλθω σε μια κοινωνιολογική κριτική του μαθήματος, η διδασκαλία του είναι πλήρως μονοδιάστατη, εξοντωτική και εργαλειακή. Δηλαδή ζητούμενό  είναι ο τύπος, η γραμματική, τα συντακτικά φαινόμενα και μια απαράδεκτη και στείρα απομνημόνευση της μεταφραστικής διαδικασίας. Ενδιαφέρει περισσότερο η μορφή και όχι το περιεχόμενο. Αυτή ακριβώς η τυποκρατική λογική που χαρακτηρίζει το μάθημα αδυνατεί να συνδέσει την ουσία του, δηλαδή τη γνώση της λατινικής γλώσσας με την γνώση του ρωμαϊκού πολιτισμού και της ρωμαϊκής κοινωνίας εν γένει. Ο μαθητής παρά τη μικρή εισαγωγή που ουδεμία βαρύτητα δίνεται, νιώθει ότι βρίσκεται και να αιωρείται πάνω σε ένα χάος. Δεν μπορεί να κατανοήσει πως προκύπτει η γλώσσα αυτή ιστορικά, ποια η συνάφειά της με ένα γενικότερο σύνολο πολιτισμού και ποια η σχέση της με την δική του γλώσσα. Κατά την λογική αυτή,  μια λογική που δυστυχώς υποψιάζομαι ότι έχει εδραιωθεί παραδοσιακά μέσα στο υπάρχον ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και η αλλαγή της είναι μάλλον μια δύσκολη υπόθεση, το μάθημα των Λατινικών από ευχάριστο και ουσιαστικό, δηλαδή από την αρχική του αποστολή να φέρει τους μαθητές κοντά με έναν πολιτισμό τόσο οικείο στον δικό μας, χάνει την αποτελεσματικότητά του και το ενδιαφέρον του. Περισσότερο αφορά μελλοντικούς φοιτητές φιλοσοφικών σχολών(κι εδώ επιφυλάσσομαι να είμαι απόλυτος καθώς η εμπειρία μου δείχνει ότι και η διδασκαλία των Λατινικών αλλά και η αγάπη των φοιτητών προς αυτά είναι μάλλον μια δυσάρεστη υπόθεση που δεν δύναται να γίνει αντικείμενο σχολιασμού στο παρόν άρθρο). Συνεπώς αυτή η εργαλειακή διδασκαλία των Λατινικών κατά την κρίση μου μειώνει τον χαρακτήρα και την πεμπτουσία  των κλασικών γραμμάτων και τα καθιστά αντικείμενο και προϊόν μιας ευάλωτης κριτικής.

Το μάθημα των Λατινικών λοιπόν σπεύδω να υποστηρίξω ότι ανήκει στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Ένα αντικείμενο με ιδιαίτερη αξία και σπουδαιότητα. Ένα αντικείμενο και όχι με τα χαρακτηριστικά ενός τυπικού μαθήματος που φέρει κάποιον σε άμεση διάδραση με την ρωμαϊκή κουλτούρα, τον αρχαίο ρωμαϊκό τρόπο σκέψης και τα μεγαλεία του. Προσεγγίζει έτσι κάποιος μια προσπάθεια αφομοίωσης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού από την αρχαία Ρώμη και τον κόσμο της και έρχεται σε επαφή με τις πρώτες ρίζες του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού. Φαντάζεται κάποιος ποια η αξιακή δυναμική μιας τέτοιας ανθρωπιστικής επιστήμης που δυστυχώς υπέπεσε μέσα στον κυκεώνα ενός ατέρμονου κύκλου στρεβλώσεων ενός εργαλειακού εκπαιδευτικού μοντέλου; Στην συνέχεια του άρθρου μου θα αναπτύξω την κατάρα των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών μέσα στο νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό μοντέλο. Επανέρχομαι λοιπόν ότι η επαφή με έναν τέτοιο πλούτο πολιτισμικής κληρονομίας, όπως είναι η αρχαία ελληνική και λατινική γραμματεία δυνάμει συμβάλλουν με μια πνευματική αναμόρφωση και ουσιαστικά μορφώνουν. Μορφώνουν με όλη την ουσιαστική σημασία της λέξης. Μόρφωση ως ψυχική και σωματική αναγέννηση ως διαρκής πνευματική εξέλιξη και πρόοδος, δηλαδή ο πυρήνας της σκέψης των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων.

    Στον αντίποδα το μάθημα της Κοινωνιολογίας, ένα μάλλον παρεξηγημένο και πολυβασανισμένο μάθημα και συνηγορώ ότι πρέπει να παραμείνει διδασκόμενο και πανελλαδικώς εξεταζόμενο. Τα επιχειρήματα κατά του είναι μάλλον ευτελή και μη ουσιαστικά. Ας μην ξεχνάμε τα λόγια του αντιπροέδρου της Νέας Δημοκρατίας και τωρινού υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων Άδωνι Γεωργιάδη ότι η κοινωνιολογία κάνει τους μαθητές αριστερούς. Μάλλον ένα τέτοιο υποτυπώδες επιχείρημα δεν έχει βάση και δεν στέκει. Μάλλον ο φόβος είναι πολιτικός και ιδεολογικός για την απόσυρσή του. Οι κοινωνικές επιστήμες λοιπόν με πυρήνα την Κοινωνιολογία κατά την κρίση μου, αν και αυτές δυστυχώς υφίστανται τις ολέθριες συνέπειες αυτού του εργαλειακού και τυποκρατικού μοντέλου διδασκαλίας  καθώς δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Κοινωνιολογία αποτελεί εξαίρεση από τον γενικότερο κανόνα, ωστόσο είναι αυτές που συνδσυνδέονται με εξελίξεις του σήμερα, χειροπιαστές και κοινωνικές οι οποίες πρέπει να απαντηθούν και η κοινωνιολογία και το περιεχόμενό της προσφέρουν αυτή ακριβώς την ουσιαστική βάση. Αντικείμενο συζήτησης ενός τέτοιου αντικειμένου σε μια προσπάθεια σύζευξης θεωρίας και πράξης είναι ζητήματα φλέγοντα. Οι σχέσεις εργασίας και το εργασιακό ζήτημα, η ανεργία, οι τρόποι αντιμετώπισής της και φυσικά οι επιπτώσεις της καθώς και οι κοινωνικοί κραδασμοί που γεννάει. Το μεταναστευτικό ζήτημα που αποτελεί αντικείμενο κοινωνικών και συλλογικών συζητήσεων, σίγουρα μπορεί να θίγεται σε συζητήσεις μέσα στα σχολεία. Έπειτα η Κοινωνιολογία είναι αναμφίβολα αυτή που συνδέθηκε με ουσιαστικές προτάσεις για ουσιαστική αλλαγή ενός συστήματος που μόνο παθογένειες και δυσλειτουργία μπορεί να επιφέρει. Από τα κινήματα στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές του 1970 μέχρι σήμερα, από τα κινήματα, όπως ο Μάης του 1968, και η αντίδραση απέναντι στον αμερικανικό επεκτατισμό και στον νεόφερτο αμερικανικό μονοδιάστατο τρόπο ζωής των πλαστών αναγκών, κεφαλή αυτής της αντίδρασης, ή μάλλον το πλαίσιο της αμφισβήτησης ήταν η Κοινωνιολογία. Συνεπώς  αντιλαμβάνεται κάποιος τη βαρύνουσα σημασία ενός τέτοιου γνωσιολογικού κλάδου, πόσο μάλλον όταν τα θέματα που αναπτύσσει  στους κόλπους του γίνονται αντικείμενο συζήτησης μέσα στις σχολικές τάξεις σε μια ηλικία ιδανική για την διαμόρφωση μιας κριτικής στάσης ζωής απέναντι στο υπάρχον.

    Υποστηρίζω λοιπόν με τα όσα τόνισα τόσο για την σημασία των κλασικών γραμμάτων αλλά και για την σημασία των κοινωνικών επιστημών που η αλλαγή τους γίνεται τόσο γρήγορα μέσα στο λύκειο, ότι το πρόβλημα δεν είναι μονοσήμαντο, όπως τείνει να αντιμετωπίζεται από τους πλείστους σήμερα είτε φιλολόγους, είτε κοινωνιολόγους σε μία ωφελιμιστική και άκριτη προσπάθεια να δικαιολογήσουν τα εκάστοτε συμφέροντά τους. Είναι παντελώς εσφαλμένη αυτή η φθηνή διάκριση της Κοινωνιολογίας από τα Λατινικά. Είναι φθηνή και επιδερμική η προσπάθεια διάκρισης των ανθρωπιστικών από τις κοινωνικές επιστήμες και στενή παγίδευση της συζήτησης μέσα στον χώρο των πανελλαδικώς εξεταζόμενων μαθημάτων.  Μόνο η απαγκίστρωση από τα στενά πλαίσια της τελευταίας τάξης του λυκείου μας αφήνει να γίνονται τα πράγματα πιο ξεκάθαρα. Στην ουσία φιλόλογοι και κοινωνιολόγοι βρίσκονται στην ίδια θέση στην ίδια αντιμετώπιση από το νεοφιλελεύθερο εκπαιδευτικό σύστημα. Τα πράγματα έχουν κάπως έτσι λοιπόν. Εδώ και τρεις δεκαετίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχει ξεκινήσει μια τιτάνια προσπάθεια, ο νεοφιλελευθερισμός να παγιωθεί, όχι μόνον ως κυρίαρχη ιδεολογία, αλλά να εξαπλωθεί και στο πεδίο της παραγωγής και στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων. Το νέο μοντέλο εργασίας που τείνει να γίνει κυρίαρχο(αλλά και δυστυχώς να μονιμοποιηθεί  στις συνειδήσεις των ανθρώπων ως κάτι φυσιολογικό) είναι εκείνο των ευέλικτων, των ελαστικών εργασιακών σχέσεων. Αυτές οι ευέλικτες εργασιακές σχέσεις δεν απαιτούν κάποια ολοκληρωμένη και ουσιαστική μόρφωση, ώστε να ανταποκριθεί κάποιος στις επιταγές τους και στις απαιτήσεις τους αλλά κάποιες χρηστικές γνώσεις πληροφορικής, λίγα αγγλικά  και κυρίως περίσσια θέληση. Θέληση για αποδοτική εργασία και κάποιες φορές για περίσσια εργασία με λιγότερες αμοιβές (η εθελοδουλία στο απόγειό της). Πλέον μιλάμε για κατάρτιση. Η κατάρτιση είναι μια λέξη μάλλον συνώνυμη και συμβαδίζουσα με τις αξίες και πρότυπα του κρατούντος συστήματος. Δεν ενδιαφέρει η προσωπικότητα  ενός ανθρώπου και οι ευαισθησίες του. Δεν  ενδιαφέρουν τα ταλέντα του και οι ευαισθησίες του αλλά η απορρόφησή του στην αγορά. Η αποδοτικότητα του στον χώρο παραγωγής. Ο άνθρωπός αντιμετωπίζεται με μαθηματική ακρίβεια,  αντιμετωπίζεται ως αριθμός, όχι ως κοινωνική ατομικότητα  με δυνάμει αξιακό προσανατολισμό. Η τυποκρατική λογική για την οποία μίλησα νωρίτερα.

Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, διαμορφωμένο από τους κήρυκες της νέας τάξης πραγμάτων τι θέση θα μπορούσε να έχουν οι κοινωνικές επιστήμες και τα κλασικά γράμματα;  Η ερώτηση είναι ρητορική αλλά αποτελεί και αντικείμενο σκέψης για κάθε αναγνώστη. Ας δούμε χαρακτηριστικά μερικές από τις διαστάσεις ενός πολυνομοσχεδίου για την εκπαίδευση όπως αυτό του ΄΄Νέου Σχολείου Κεραμέως΄΄. Ενδεικτικό είναι ότι ενισχύεται η πληροφορική, η φυσική αγωγή, οι ξένες γλώσσες. Στο επίκεντρό του δεσπόζουν λέξεις όπως ΄΄ευελιξία΄΄, ΄΄εθελοντισμός΄΄, ΄΄ δημιουργική εργασία΄΄, ΄΄επιχειρηματικότητα΄΄. Εξαφανισμένα και εξοβελισμένα τα μαθήματα που προωθούν την συλλογική, κοινωνική και πολιτική σκέψη, εξαφανισμένα και καμία συζήτηση για την ενίσχυση μαθημάτων που συντείνουν για την δημιουργία ενάρετων πολιτών και την επαφή με τα κλασικά γράμματα. Εν αντιθέσει γίνονται προσπάθειες δια πυρός και σιδήρου αυτή η κατάρτιση για την οποία μίλησα πιο πάνω να γίνει απτή πραγματικότητα στα γενικά λύκεια αν δεν έχει γίνει ήδη. Γίνεται μια προσπάθεια στροφής των νέων μαθητών και αργότερα μελλοντικών εργαζομένων, προς την εθελόδουλη εργασία, την προσαρμογή στις ευέλικτες εργασιακές σχέσεις  και στον ανταγωνισμό της επιχειρηματικότητας με Θεό το κέρδος, την μια και μοναδική αξία του καπιταλισμού, δηλαδή ένας οικονομικός ντετερμινισμός.

Υποστηρίζω λοιπόν ότι όποιοι σήμερα διαφιλονικούν με ανεδαφικά και μη ουσιαστικά επιχειρήματα με απόλυτη μονομέρεια για την παραμονή ή την κατάργηση της Κοινωνιολογίας στην Γ΄ Λυκείου και ΄΄λογομαχούν΄΄ δεοντολογικά για την παραμονή του δικού τους μαθήματος  ως πανελλαδικώς εξεταζόμενο μάθημα σφάλλουν και οφείλουν να αντιμετωπίσουν το ζήτημα από διαφορετική οπτική γωνία. Γίνομαι σαφής λοιπόν. Πιστεύω ότι πρέπει να υπάρξει ένας μετωπικός αγώνας μέσα στα σχολεία και το πανεπιστήμιο για την διαφύλαξη των ανθρωπιστικών και των κοινωνικών κλάδων. Κάθε προσπάθεια καταμερισμού ευθυνών δεν βοηθάει και παρατείνει το πρόβλημα με ψευτοδιλήμματα. Υποστηρίζω λοιπόν ότι σήμερα οι ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες βάλλονται με πυκνά πυρά από παντού και θα εξηγήσω γιατί. Αυτού του είδους οι επιστήμες πρώτον δεν είναι αγοραίες, δεν είναι δηλαδή εμπορεύσιμες και καταναλώσιμες. Δηλαδή δεν αποτελούν πεδίο μελλοντικής κερδοφορίας και επένδυσης. Δηλαδή δεν μιλάνε την ίδια γλώσσα, ούτε είναι ενδεδυμένες με τις αξίες ενός συστήματος ψεύτικων καταναλωτικών αναγκών, ενός συστήματος που το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι το κέρδος και μάλιστα το διαρκές κέρδος, βρίσκονται μακριά από τις αξίες ενός συστήματος που εξοπλίζει μισθοφορικούς στρατούς για την επέκταση των συνόρων και την διανομή των κερδών. Γι αυτό λοιπόν και στις αγκάλες τους συστήματος αυτού ολοένα και περισσότερο αυξάνει το ενδιαφέρον για ένα μέρος των οικονομικών επιστημών (όπως είναι η Οργάνωση και η Διοίκηση επιχειρήσεων), αυξάνει το ενδιαφέρον το marketing και την πώληση, δηλαδή για την διαρκή κίνηση ηλεκτρονική και μη καταναλωτικών και πλαστών κατά κύριο λόγο αγαθών, αυξάνει το ενδιαφέρον για τα τουριστικά επαγγέλματα καθώς σε πολλές χώρες της Ευρώπης και κυρίως στις μεσογειακές και βαλκανικές η κινητήριος δύναμη της οικονομίας είναι ο τουρισμός. Μειώνεται κατακόρυφα την ίδια στιγμή για τα humanities και για τα social and politic studies. Υπάρχει και ένας δεύτερος σημαντικός λόγος για την υποβάθμιση των τελευταίων. Συγκαταλέγω μέσα στις ανθρωπιστικές και κοινωνικοπολιτικές επιστήμες και τη  Λογοτεχνία, την Ιστορία , τη Φιλοσοφία . Υποστηρίζω λοιπόν και εδώ ότι το σύνολο των γνωσιολογικών κλάδων δημιουργεί ένα μεγάλο και πλατύ φάσμα κριτικής. Ωστόσο για να αποφύγω κάθε είδους παρεξηγήσεις σπεύδω να επισημάνω ότι χρησιμοποιώ τον όρο κριτική όχι με την σημασία που του αποδίδουν σήμερα τα εκάστοτε υπουργεία παιδείας για να δικαιολογήσουν την υποτιθέμενη αγάπη τους προς την ενδυνάμωση της κριτικής σκέψης. Η σφαλερά κατά την κρίση μου κοινή αποδοχή του της φράσης κριτική σκέψη είναι πλήρως παραπλανητική και ελλοχεύει κίνδυνο κατά την ερμηνεία της. Η φράση αυτή που πλασάρεται σήμερα λοιπόν δεν έχει καμία σχέση της το μεγάλο όπλο της κριτικής. Κριτική με την έννοια της διαρκούς αμφισβήτησης και της αμφιβολίας, κριτική με την έννοια  τους διαρκούς προβληματισμού και του αναστοχασμού πάνω στα δημόσια πράγματα , κριτική με την μορφή γέννησης ερωτημάτων και προσπάθειας απάντησης γρίφων που αυτά τα ίδια θέτουν. Μια κριτική άμεσα συνδεδεμένη με τον διάλογο, την δημόσια διαβούλευση, τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, τον επικοινωνιακό λόγο και την ουσιαστική δημοκρατία ως δυνατότητα του εκφράζεσθαι ελεύθερα και όχι την σύγχρονη εργαλειακή και τυποποιημένη μαζική εκδοχή του διαλόγου και της δημοκρατίας.

Μάλλον η ανάδυση μιας τέτοιας κριτικής, μιας τέτοιας δυναμικής είναι αυτή η οποία φοβίζει υπαρκτά το σύστημα και προσπαθεί με κάθε μέσο να την εξουδετερώσει. Και η εξουδετέρωσή της περνάει μέσα από την υποβάθμισή των γνωσιολογικών κλάδων που στηρίζουν και τροφοδοτούν την κριτική αυτή. Πρώτος στόχος η εξουδετέρωση, είτε με την μειωμένη οικονομική στήριξη, είτε με την αφαίρεση τους από τα μαθήματα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και την μείωση των ωρών, των αντικειμένων που μόλις ανέφερα (βλέπεται ο έχων την εξουσία είναι εφευρετικότατος στην δημιουργία μέσων και μηχανισμών εξουδετέρωσης των αντιπάλων του). Πριν ολοκληρώσω το άρθρο μου, θα ήθελα να γίνω σαφής και σε ένα ακόμη σημείο. Απορρίπτω κατηγορηματικά την διαμάχη που έχει ξεσπάσει ανάμεσα σε φιλολόγους και κοινωνικούς επιστήμονες για το τι είναι συντήρηση, τι οπισθοδρόμηση, τι παραδοσιακό και το τι είναι προοδευτικό, τι εξελισσόμενο και τι ανταποκρινόμενο στο σήμερα. Θεωρώ ότι ιστορικά οι γνωστικοί κλάδοι των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών συναντήθηκαν ουκ ολίγες φορές και οι μεν έδωσαν στις δε. Θα υπήρχε άραγε σήμερα Κοινωνιολογία χωρίς Ιστορία και χωρίς Φιλοσοφία; Θα υπήρχε σήμερα επιστήμη της Ιστορίας χωρίς τις κοινωνιολογικές της διαστάσεις; Θα υπήρχε σήμερα επιστήμη χωρίς μελέτη της γλώσσας; Την απάντηση δεν την έχω δώσει εγώ αλλά την έχει δώσει η πορεία ανάπτυξης των επιστημών αυτών. Συνεπώς  ο λόγος και ο αντίλογος  για τις προοδευτικές και κοινωνικές επιστήμες είναι αβάσιμος μάλλον.

  Στον επίλογο θα επανέλθω σε αυτές τις χαραμάδες ελπίδας που ανέφερα στην εισαγωγή του άρθρου μου. Υπάρχει επιτακτική ανάγκη αποδέσμευσης της συζήτησης από την παγίδα Λατινικά ή Κοινωνιολογία, μια αποδέσμευση από το στενό πλαίσιο των πανελλαδικών εξεταζόμενων μαθημάτων. Η διάκριση για τους λόγους που απαρίθμησα είναι παραπλανητική και μάλλον σκόπιμη από ορισμένους. Για όσους θέλουν να διαφυλάξουν και να αναδείξουν την δυναμική της ιστορίας, του πολιτισμού (και όχι της πολιτισμικής βιομηχανίας), την δυναμική της κοινωνίας και την θέση μας σε αυτή ως ολοκληρωμένες κοινωνικές ατομικότητες  και την δυναμική του ανθρώπινου πνεύματος και των δημιουργημάτων του, όσοι θέλουν ακόμη να ομιλούν για επικοινωνία και κατανόηση και την ανάδειξη της σωστής καλλιέργειας της γλώσσας σε αυτή, είναι υποχρεωμένοι να ζητήσουν εδώ και τώρα όχι μόνον την αναβάθμιση της διδασκαλίας των μαθημάτων στην μέση εκπαίδευση έτσι ώστε να περάσουμε από τον τύπο και την απουσία( η έλλειψη της ουσίας) στο περιεχόμενο και στην ουσία αλλά και την αύξηση των ωρών τόσο των κλασικών γραμμάτων αλλά και της Κοινωνιολογίας στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Οφείλουν κατά την κρίση μου να ζητήσουν και να διεκδικήσουν γιατί η ιστορία έδειξε ότι από μόνη της δεν θα έλθει η οικονομική ενίσχυση τους και η προβολή τους. Οφείλουν να σταθούν και να διεκδικήσουν την προάσπιση της δημόσιας εκπαίδευσης. Της εκπαίδευσης ως αγαθό ατομικό αλλά και κοινωνικό. Αίτημα επιτακτικό σε εποχές που ενίσχυση της ιδιωτικής εκπαίδευσης και της παραπαιδείας ενισχύεται.   Έθεσα τους προβληματισμούς μου λοιπόν με μορφή κριτικής όπως υποσχέθηκα. Προβληματισμοί που δεν γεννήθηκαν τώρα αλλά έπρεπε να γραφούν μπροστά στην επίθεση που δέχονται τα κλασικά γράμματα και επιστήμες που υποσχέθηκα να αφιερώσω το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου σε αυτές και να τις υπηρετήσω ως επιστήμες. Όπως έσπευσα να προλάβω, οι μικροπολιτικές συζητήσεις επί του θέματος είναι πάρα πολλές  ενδεικτικό της λαθραίας μεταχείρισης που η εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες της έπεσε από αντιμαχόμενες οικονομικές επιδιώξεις και συμφέροντα μερικών ομάδων.

                                                 

* κλασικός φιλόλογος, Πτυχιούχος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,  μεταπτυχιακός φοιτητής του τμήματος Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα

ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση

Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό

ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)

Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 14/12

ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ

2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη

Google news logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Google News Viber logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Viber

σχετικά άρθρα

ολτεε
ΕΠΑΛ: Επανεξετάζεται ο τρόπος των εγγραφών - Πιστοποίηση αποφοίτων μαθητείας δυό φορές το χρόνο
Τι συζήτησε το ΔΣ της ΟΛΤΕΕ με την υφυπουργό Παιδείας κ.I.Λυτρίβη
ΕΠΑΛ: Επανεξετάζεται ο τρόπος των εγγραφών - Πιστοποίηση αποφοίτων μαθητείας δυό φορές το χρόνο
τεχν
Ανάγκη για αντιμετώπιση των 300.000 κενών θέσεων εργασίας σε τεχνικές ειδικότητες
Ο Υφυπουργός Εργασίας, Κωνσταντίνος Καραγκούνης, ανέφερε ότι στην Ελλάδα υπάρχουν πάνω από 300.000 κενές θέσεις σε τεχνικές ειδικότητες,...
Ανάγκη για αντιμετώπιση των 300.000 κενών θέσεων εργασίας σε τεχνικές ειδικότητες