Η λέξη "κασκόλ" στα ελληνικά προέρχεται από τη γαλλική λέξη "écharpe" ή την αγγλική "scarf".
Στα ελληνικά, το κασκόλ αναφέρεται σε ένα ύφασμα που φοριέται γύρω από το λαιμό, κυρίως για λόγους ζεστασιάς κατά τις ψυχρές εποχές, αλλά και ως αξεσουάρ μόδας.
Παρά τη γαλλική και αγγλική καταγωγή της, η ελληνική γλώσσα χρησιμοποιεί κατευθείαν την ξένη λέξη "κασκόλ" και δεν έχει άλλη συγκεκριμένη ελληνική αντίστοιχη λέξη για το ίδιο αντικείμενο.
Ωστόσο, μερικές φορές μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ο όρος "μαφόρ" (ή "μαφρόν") για να περιγράψει ένα παρόμοιο αξεσουάρ, αν και αυτός ο όρος δεν είναι τόσο διαδεδομένος.
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
Πανελλήνιες 2025: Η μαθήτρια που πέτυχε το «απόλυτο 20» στην Οικονομία και πάει για ΑΣΟΕΕ
750 ευρώ σε 170.000 πολίτες - Πάρτε τα με μια μόνο αίτηση και όλα εξα αποστάσεως μέσω golearn
Παν.Πατρών: Tο 1ο στην Ελλάδα Πανεπιστημιακό Πιστοποιητικό Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς
Πανεπιστήμιο Αιγαίου: Το κορυφαίο πρόγραμμα ειδικής αγωγής στην Ελλάδα - Αιτήσεις έως 25/6
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ