Ήταν χρόνια πριν που ως αριστερά είχαμε ξεκαθαρίσει την πολιτική μας θέση για το λεγόμενο "διάλογο για την Παιδεία". Ως συμβολή μου στη σημερινή συγκυρία, ανασύρω ένα από τα πολλά κείμενα που είχα κατά καιρούς γράψει για την υπόθεση. Πρόκειται για ομιλία μου που έκανα στη σχετική εκδήλωση που δε δημοσιεύτηκε στη σειρά «Πανηγυρικοί Λόγοι» του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Είχε προηγηθεί συνάδελφός μου που με δαπάνες του Πανεπιστημίου είχε εκδώσει στην ομόλογη σειρά ένα πόνημα 124 σελίδων! Πόσο να είχε κρατήσει εκείνη η ομιλία! Γι αυτό το λόγο απέφυγα το εγχείρημα της δημοσίευσης.
Έχω τη γνώμη πως είναι για μια ακόμη φορά επίκαιρο και το επαναφέρω. Δε μπορώ, ωστόσο, απλώς, να παραθέσω το σχετικό κείμενο χωρίς να σχολιάσω την πολυπρόσωπη και ετερόκλητη σύνθεση της Επιτροπής Διαλόγου. Η σύνθεσή της από μόνη της ακυρώνει ακόμα και τις όποιες φωτεινές εξαιρέσεις μπορεί να εντοπίσεις κανείς. Έχει από όλα: κάποιοι που πρωτοστάτησαν στην πρωτοφανή εκστρατεία Διαμαντοπούλου εναντίον των Πανεπιστημίων και των πανεπιστημιακών που αντιστέκονταν στην εισβολή της αγοράς στη δημόσια εκπαίδευση... Κάποιοι που είχαν πολιτικές θέσεις στο ΥΠΕΠΘ επί Διαμαντοπούλου. Κάποιοι που αναφέρονται ως εμβληματικές προσωπικότητες για την πρώτη περίοδο διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ που μετέφρασαν τις πολιτικές θέσεις που ειχαν σε ακαδημαϊκούς τίτλους. Α! Ναι! Ευτυχώς, έχει και τρεις εκπαιδευτικούς. Περιμένω με αγωνία να ακούσω πώς θα εκφραστεί για τη σχετική υπόθεση ο πρώην πρόεδρος της ΟΛΜΕ. Λέτε, τώρα που δέχτηκε να συμμετάσχει να έχουμε κάποιες εγγυήσεις που δεν καταργούν το συγκρουσιακό και ταξικό χαρακτήρα της πολιτικής για την εκπαίδευση;Μα, καλά! Γιατί τόσοι πολλοί; Υπήρχε, άραγε, έντονος διαγκωνισμός: Για να είναι εύκολη η απαρτία: Ή για αντέχει σε πρακτικές απόσυρσης; Τα πολύ σοβαρά ζητήματα, βέβαια, για την κυβερνώσα αριστερά αναλύονται στο κείμενο που ακολουθεί:
Αλλά, ας θυμηθούμε το κείμενο:
Η σημερινή εκδήλωση δεν είναι επέτειος που κινητοποιεί αγωνιστικά την πανεπιστημιακή κοινότητα, παρόλο που για την καθιέρωση της χρειάστηκε να συντρέξουν συγκεκριμένες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, διεργασίες και μηχανισμοί για να διαμορφώσουν, σε μιας μακράς διάρκειας διαδικασία, τις συγκεκριμενες σχέσεις ανάμεσα σε κρατικούς, εκκλησιαστικούς και εκπαιδευτικούς θεσμούς. Δε μπορούμε να την υποβαθμίζουμε, ωστόσο, σε καθαρά εορταστικό γεγονός και να την εγκιβωτίζουμε στα κανονιστικά και επαναληπτικά τελετουργικά χαρακτηριστικά μιας εκδήλωσης που αναπαράγει τον ιδεολογικό πυρήνα των απόψεων που θεμελίωσαν την καθιέρωσή της. Αν και οι τελετουργίες, συνήθως, επικαιροποιούν τα γεγονότα στα οποία αναφέρονται, αυτές μπορούν να μετεξελιχτούν με την ενεργό συμμετοχή των συλλογικών υποκειμένων , όταν μετράει το παρόν παρά το παρελθόν.
Μια μακράς διάρκειας αφήγηση
Οι Τρεις Ιεράρχες είναι μια αφήγηση μακράς διάρκειας, με ενδιάμεσα ορόσημα. Αρχίζει τον 4ο αιώνα ,επανέρχεται τον 11ο αιώνα και οκτώ- εννιά αιώνες μετά, δηλαδή τον 19ο και 20ο,ολοκληρώνεται ως αφήγηση όταν καθιερώνεται και ως εκπαιδευτική - πανεπιστημιακή εορτή. Έτσι, συγκροτήθηκε αργόσυρτα μια επινόηση που προσέφερε συγκεκριμένες υπηρεσίες στη διαδικασία σύνταξης και ανασύνταξης της ιδεολογίας για την προβολή του λεγόμενου «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού». Ακόμα και με όρους προσωπικού βιώματος, νιώθω την πεισματική αντοχή της συγκεκριμένης εορτής. Συμπληρώνω ήδη 58 χρόνια στην εκπαίδευση και η εορτή των Τριών Ιεραρχών, όλα αυτά τα χρόνια, είχε τα χαρακτηριστικά μιας ετήσιας κανονικότητας και επανάληψης.
Σήμερα, δεν είμαστε στην περίοδο των μεγάλων διωγμών εναντίον των χριστιανών ούτε στην εποχή των βανδαλισμών πρωτοφανούς αγριότητας εναντίον μνημείων της τέχνης και αρχαίων ελληνικών κειμένων που θεωρούνταν ειδωλολατρικά. Δεν είμαστε στον 4ο αιώνα. Τότε που μέσα σε κυκεώνα χριστολογικών και τριαδολογικών αντιπαραθέσεων και αιρέσεων έδρασαν οι τρεις αλλά και άλλοι ιεράρχες που αντιτάχτηκαν, έστω και επιλεκτικά, στην καταστροφική λαίλαπα. Ούτε είμαστε στον 11ο αιώνα, τότε που σημειώθηκε «αναζωογόνηση των ελληνικών γραμμάτων» και που ξέσπασαν σφοδρές φιλολογικές και θεολογικές έριδες και αντιπαραθέσεις για το ποιος από τους τρεις Ιεράρχες ήταν σημαντικότερος. Τότε, δηλαδή 10 περίπου αιώνες πριν, που για να εκτονωθούν και να κατευναστούν οι έριδες επινοήθηκε ο κοινός εκκλησιαστικός εορτασμός της τριανδρίας των Ιεραρχών. Δεν είμαστε στον 19ο ή στα μισά του 20ο αιώνα, τότε που κυριαρχούσε το Πανεπιστήμιο Αθηνών το οποίο συνέβαλε στη σταδιακή μετεξέλιξη της εκκλησιαστικής εορτής και σε εκπαιδευτική για να μπορεί να υποστηρίζει την αφήγηση του «ελληνοχριστιανικού ιδεώδους».
Που είμαστε σήμερα;
Η σημερινή εκδήλωση γίνεται σε μια πολύ διαφορετική εποχή και σε μια άλλη κοινωνικοπολιτική συγκυρία για την εκπαίδευση. Το ελληνικό πανεπιστήμιο και η εκπαίδευση, γενικότερα, δέχεται τις πιο ασφυκτικές πιέσεις για αλλαγές που σηματοδοτούν τη δραματική ανασυγκρότηση της φυσιογνωμίας του και της αποστολής του. Βρισκόμαστε σε μια διαδικασία έντονων ζυμώσεων και κοινωνικών κινητοποιήσεων για προάσπιση του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της παιδείας και για το δικαίωμα στην εργασία με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης. Η παγκοσμιοποίηση της ελεύθερης αγοράς, με τις επιταγές ενός οικονομικού και μιλιταριστικού καπιταλισμού, έχει προκαλέσει όξυνση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων και η παιδεία δεν προβάλλεται ως δημόσιο αγαθό αλλά ως εμπόρευμα. Αυτή η παγκόσμια ανεξέλεγκτη αγορά και η ηγεμονία της υπονομεύουν τη δημοκρατία. Η συμμετοχή στην αγορά αντικαθιστά τη συμμετοχή στην πολιτική. Ο πολίτης γίνεται καταναλωτής και η δημοκρατία φαντάζει ως δυνατότητα κάθε φορά που είμαστε μπροστά σε εκλογές. Όλα αυτά, σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου επιχειρείται εναρμόνιση πολιτικών για την αντιμετώπιση νέων οξυμένων κοινωνικών προβλημάτων. Τα σύγχρονα εθνικά κράτη, κάτω από αυτούς τους όρους, επιζητούν την παθητική ή ενεργητική υποστήριξη των υπηκόων τους και η ιδεολογική διαχείριση της κοινής γνώμης γίνεται στρατηγικής σημασίας υπόθεση. Αν δεχτούμε τα παραπάνω, κατανοούμε καλύτερα γιατί και πώς ο χώρος της εκπαίδευσης αποκτάει τα χαρακτηριστικά της «κρίσης» και μιας ιδιότυπης «εμπόλεμης ζώνης»,όπου σημειώνονται συχνά απεργίες, δυναμικές και μαζικές κινητοποιήσεις, κάπου-κάπου αιματηρές διαδηλώσεις, καταλήψεις, κ.α.
Να μου επιτρέψετε, για όλους τους παραπάνω λόγους, να κάνω, με τη σημερινή μου εισήγηση, μια θεματική μετατόπιση και να αποφύγω τη νομιμοποίηση του αρχικού πυρήνα των ιδεών που προβλήθηκαν για την καθιέρωσή της σημερινής εορτής. Θα προσπαθήσω να ανιχνεύσω τις συναρμογές του εορταστικού αυτού γεγονότος με ορισμένες πολιτικές, κοινωνικές και ιδεολογικές πτυχές που σηματοδοτούνται στο διάλογο διαρκείας ο οποίος υποτίθεται ότι γίνεται για την παιδεία, τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας.
Η μακράς διάρκειας αφήγηση των Τριών Ιεραρχών, στην οποία πολύ συνοπτικά αναφέρθηκα προηγουμένως, φαίνεται πως επιβεβαιώνει την άποψη του Βάλτερ Μπένγιαμιν ότι δεν υπάρχει «μαρτυρία πολιτισμού που να μην είναι ταυτόχρονα μαρτυρία βαρβαρότητας». Για να το πούμε με άλλα λόγια:Σημαντικά κοινωνικά και πολιτικοϊδεολογικά διακυβεύματα συνδέονται αναπόσπαστα με σφοδρές κοινωνικές αντιθέσεις και συγκρούσεις και οι σχετικές εξελίξεις είναι το αποτέλεσμα ιδεολογικής διαχείρισης των συγκρούσεων και των αντιθέσεων με στόχο τον κατευνασμό και την εξαγορά του συμβιβασμού. Μα εάν με την αφήγηση μακράς διάρκειας των Τριών Ιεραρχών «η θρησκευτική/ εκκλησιαστική παράδοση εθνικοποιείται και η συγκρότηση της εθνικής παράδοσης θρησκευτικοποιείται και εκκλησιαστικοποιείται» , συμβάλλοντας έτσι στην προβολή του ελληνοχριστιανικού ιδεώδους, ποιο είναι το διακύβευμα με το λεγόμενο «εθνικό διάλογο»διαρκείας για την παιδεία, σήμερα;
Και οι διάλογοι;
Θεωρούμε ότι οι «Εθνικοί Διάλογοι» για την παιδεία είναι δείκτης της πολιτικής και ιδεολογικής πάλης στην εκπαίδευση και για την εκπαίδευση. Το αστικό κράτος και οι εκάστοτε κυβερνήσεις, σε μια ταξική κοινωνία, αντιμετωπίζουν ένα ιδιαίτερα οξύ πρόβλημα, όταν ασκούν εκπαιδευτική πολιτική, καθώς καλούνται να συμβιβάζουν αντιφατικές μορφές παρέμβασης που οφείλονται στον ταξικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης και στην ταξική δομή της ίδιας της κοινωνίας. Η εκπαίδευση διαδραματίζει μια σειρά από αντιφατικές κοινωνικο-οικονομικές και ιδεολογικές λειτουργίες που ευνοούν τη διευρυμένη αναπαραγωγή των υφιστάμενων κοινωνικών σχέσεων άνισης κατανομής πλούτου, προνομίων και εξουσίας. Η εκπαίδευση είναι ανοιχτή σε συγκρούσεις αντιτιθέμενων κοινωνικών συμφερόντων. Έτσι, εξηγείται και το γεγονός ότι η εκπαίδευση βρίσκεται συχνά σε μια κατάσταση που μοιάζει με «εύθραυστη εκεχειρία»,σε «εμπόλεμη ζώνη»,με επεισόδια ιδιότυπου «ανταρτοπολέμου». Σε μια τέτοια υπόθεση, η διαδικασία του διαλόγου προσφέρεται για την εξαγορά συναίνεσης. Μάλιστα, πολλά από τα εκπαιδευτικά μέτρα που υιοθετούνται δεν έχουν να κάνουν με την ίδια την εκπαίδευση όσο με την προσπάθεια για προσεταιρισμό και ενσωμάτωση των διαλεγομένων.
Το τελευταίο κύμα διαλόγων φαίνεται ότι άρχισε είκοσι περίπου χρόνια πριν, όταν το 1986, ο τότε Υπουργός Α. Τρίτσης ανακοίνωνε το «διαρκή εθνικό διάλογο για την παιδεία».Δε θα κάνουμε εξαντλητική ανάλυση του πλούσιου υλικού που υπάρχει. Μπορούμε, ωστόσο, να ισχυριστούμε ότι ο διάλογος προσέφερε τη δυνατότητα πολλαπλών χρήσεων. Θα αναφέρουμε τους ακόλουθους οκτώ δείκτες:
1. Όλες οι κυβερνήσεις πρόβαλαν την αναγκαιότητα διαλόγου και συναίνεσης με μια έρπουσα ιδεολογία που είχε ως συστατικά της στοιχεία: τον εθνικό και υπερκομματικό χαρακτήρα του διαλόγου και της εκπαίδευσης, την αμοιβαιότητα, την συνευθύνη , την ειλικρίνεια, τη σοβαρότητα, το συμβιβασμό, την άποψη των «ειδικών»,τη διαδικαστική ουδετερότητα, το ρεαλισμό, το εφικτό, κ. τ. .ο. Η συναίνεση για διάλογο προωθούσε την άποψη ότι διαφορετικά πολιτικά κόμματα, κοινωνικές τάξεις και στρώματα με αντιτιθέμενα συμφέροντα και οι διάφοροι κοινωνικοί φορείς προτείνουν συμβατούς κώδικες αξιών, ιδεών και οραμάτων, στο όνομα ενός υπέρτατου κοινού εθνικού συμφέροντος. Είναι φανερό, ωστόσο, ότι έχουμε να κάνουμε με την επινόηση ενός ευφημισμού, που εξωραΐζει την αντικειμενική αδυναμία διαλόγου. Η έμμονη εμμονή των συνδικαλιστικών οργανώσεων στο αίτημα για διάλογο, οι διαμαρτυρίες τους και οι πρακτικές αποχώρησης από το διάλογο- προκάλεσαν φλυαρία για την πανάκεια του διαλόγου. Αυτό προσέδωσε πρόσθετη κοινωνική υπόληψη στο διάλογο.
2. Η «ημερήσια διάταξη» του διαλόγου ήταν αποσπασματική και κατακερματισμένη σε επιμέρους ζητήματα κάτι που συνετέλεσε στον κατακερματισμό των διαλεγομένων. Έτσι, δεν ευνοήθηκε η διαμόρφωση «μετώπου» παιδείας για μια εφ όλης της ύλης διαπραγμάτευση. Αυτό ευνόησε τον προσεταιρισμό διαλεγομένων, προτάσεων και αιτημάτων τους. Οι προτάσεις π.χ. που κατάθεσε η γνωστή «πρωτοβουλία» των «χιλίων»πανεπιστημιακών για το πανεπιστήμιο αποτελούν μια σαφή ένδειξη της πρακτικής προσεταιρισμού διαλεγομένων και της επιλεκτικής ενσωμάτωσης προτάσεων.
3. Το διαδικαστικό πλαίσιο διεξαγωγής του διαλόγου παρέκαμψε τα κατεξοχήν συμβουλευτικά όργανα ή όργανα «λαϊκής συμμετοχής» που είχαν καθιερωθεί. Έτσι, αναδείχτηκαν και αξιοποιήθηκαν άτυποι φορείς ως συνδιαμορφωτές. Παράδειγμα είναι η άτυπη Σύνοδος των Πρυτάνεων που έχει αποκτήσει κοινωνική υπόληψη και προβάλλεται ως το εξοχήν αντιπροσωπευτικό όργανο των πανεπιστημίων! Οι πρυτάνεις, ωστόσο, χωρίς θεσμικές δεσμεύσεις, δεν εκφράζουν τα ιδρύματά τους.
4. Η διαπραγματευτική σχέση ανάμεσα στην πολιτική εξουσία και στους φορείς των διαλεγομένων ήταν ασύμμετρη, κάτω από τους θεσμικούς όρους που εξασφάλιζαν την εξουσιαστική κυριαρχία του Υπουργείου Παιδείας. Το Υπουργείο Παιδείας, με το σύνολο των κατασταλτικών ιδεολογικών και συμβουλευτικών μηχανισμών (νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική εξουσία, αστυνομία, συμβουλευτικά όργανα, κ.α.), και με όπλο την κυρίαρχη ιδεολογία διαπραγματεύονταν με εκπροσώπους του εκπαιδευτικού κινήματος που δεν εκφράζονταν πάντα ενωτικά, μαζικά και συλλογικά.
5. Η ακατάσχετη φλυαρία για το διάλογο συνοδεύτηκε και από μια ακατάσχετη προτασεολογία για την εκπαίδευση. Η κοινή γνώμη δοκιμάστηκε βάναυσα με την αντιφατικότητα ετερόκλητων προτάσεων που προσφέρονταν για ιδεολογική σύγχυση.
6. Όλοι οι «γύροι» διαλόγου συνοδεύονταν από έντονες κοινωνικές κινητοποιήσεις . Οι κινητοποιήσεις και οι διάλογοι για την παιδεία πάνε χέρι- χέρι. Αυτό μας επιτρέπει να ισχυριστούμε ότι ο διάλογος για την εκπαίδευση δε γίνεται σε κοινωνικο-πολιτικό κενό και ότι δεν εξαντλείται σε μια υπόθεση επιτροπών(«σοφών»), διαβουλεύσεων και ανταλλαγής απόψεων. Ο διάλογος εμπεριέχει όλες τις μορφές κοινωνικής πάλης που αναδεικνύονται κάτω από συγκεκριμένες κάθε φορά κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. Αυτό εξηγεί τους λόγους για τους οποίους όλοι σχεδόν οι Υπουργοί είχαν την ευχέρεια να καταγγέλλουν τις όποιες κινητοποιήσεις ως ύποπτες, υποκινούμενες και αντιδημοκρατικές και να καλούν τις συνδικαλιστικές οργανώσεις να αναστείλουν τις κινητοποιήσεις,να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να αποποιηθούν την κοινωνική βάση της διαπραγματευτικής τους ισχύος.
7. Σημαντική θέση στο διάλογο είχε η ανασύνταξη του λόγου για την εκπαίδευση με όχημα τη δυσφήμηση μαθητών/ φοιτητών, εκπαιδευτικών και της δημόσιας εκπαίδευσης. Κυριάρχησαν υψηλοί τόνοι στις συζητήσεις για λεξιπενία, πτώση του επιπέδου σπουδών, χαλάρωση, ισοπέδωση, αιώνιους φοιτητές, για αύξηση κρουσμάτων απειθαρχίας, για σκασιαρχείο, βανδαλισμούς, βία, καταλήψεις κ.α.. Οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων δεν εξαιρέθηκαν από την επίθεση δυσφήμισης. Πολύ συχνά έγινε λόγος για αδιάφορους, τεμπέληδες, αμόρφωτους δημόσιους υπαλλήλους ή «ιπταμένους»που δε λογοδοτούν. Η δημόσια εκπαίδευση δυσφημίστηκε ως ανελαστική, αναποτελεσματική, σπάταλη, αποτυχημένη, αντιπαραγωγική και ξεπερασμένη. Κοινωνικές κατακτήσεις που έχουν συμβάλει στον εκδημοκρατισμό της εκπαίδευσης δυσφημίστηκαν.
Δεν αμφιβάλλουμε πως υπάρχουν προβλήματα στην οργάνωση και τη λειτουργία των σχολείων και των Πανεπιστημίων. Αν π.χ. σταθούμε στις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν τη λειτουργία των Πανεπιστημίων, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι έχουν αναδειχθεί ιδιαίτερα ανησυχητικές εκφυλιστικές πρακτικές στο όνομα της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της ελεύθερης έκφρασης των ιδεών, της δωρεάν διανομής συγγραμμάτων, της επιστημονικής κρίσης, της αυτοτέλειας των πανεπιστημίων, κ.α. Το ζήτημα προτεραιότητας, ωστόσο, δεν είναι η δυσφήμιση των πανεπιστημίων, αλλά η πολιτική βούληση για την αντιμετώπισή των προβλημάτων. Ένα άλλο προβληματικό πεδίο που απασχολεί την πανεπιστημιακή κοινότητα είναι η αξιοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων και των δωρεών-χρηματικών ενισχύσεων που γίνονται από διάφορες ιδιωτικές επιχειρήσεις. Με δεδομένες τις χαμηλές δημόσιες δαπάνες, έχουν αναδειχτεί νέες εξουσιαστικές σχέσεις στο εσωτερικό των πανεπιστημίων. Αυτές εξελίσσονται σε θερμοκήπιο όπου αναπτύσσονται φαινόμενα ακαδημαϊκού αμοραλισμού, όπως π.χ. στην περίπτωση της κοινωνικής αλληλεγγύης προς ευπαθείς κοινωνικές ομάδες που κινδυνεύουν από κοινωνικό αποκλεισμό ( Τσιγγανόπαιδες , μετανάστες, παλιννοστούντες, άτομα με ειδικές ανάγκες). Στο όνομα της εξάρθρωσης «της διεθνούς τρομοκρατίας» αναλαμβάνονται προγράμματα οπλικών συστημάτων. Έτσι, όπως εξελίσσονται τα πράγματα, το κοινοτικό χρήμα προωθεί την ιδεολογία του μάνατζμεντ, τεχνικά δελτία, ενέργειες, δράσεις, παραδοτέα, πακέτα εργασίας, πλάνα εργασίας, βιωσιμότητα, επιλεξιμότητα, κ.α., τα οποία στο σύνολό τους συγκροτούν τον κυρίαρχο νέο-φιλελεύθερο λόγο για την εκπαίδευση και την κοινωνία και παράγουν ένα νέο υβρίδιο «πανεπιστημιακού». Είναι δηλαδή η συνδυασμένη επίθεση των εξουσιαστικών μηχανισμών από τα πάνω, της ελεύθερης αγοράς από τα έξω, και η επίθεση από τα μέσα αυτή που βάζει το Πανεπιστήμιο και την εκπαίδευση, γενικότερα, στην τροχιά των ανεξέλεγκτων δυνάμεων της αγοράς και των πολιτικών «αστυνόμευσης της κρίσης».
8. Αυτή η συστηματική δυσφήμιση και απαξίωση της δημόσιας εκπαίδευσης επισκίαζε γνωστές και σημαντικές εκπαιδευτικές αλλαγές που έγιναν στην ελληνική εκπαίδευση. Ίσως γιατί, αυτές δεν ήταν αποτέλεσμα διαλόγων. Υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι οι ουσιαστικές εκπαιδευτικές αλλαγές που έγιναν πιστώνονται, κυρίως, στους αγώνες και στις κινητοποιήσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας παρά στην πολιτική βούληση των κυβερνήσεων και στη διαδικασία του διαρκούς διαλόγου. Αυτό δεν είναι πάντα ευδιάκριτο. Συνήθως, τα κοινωνικά αιτήματα για την εκπαίδευση ικανοποιούνται ετεροχρονισμένα και αφού έχουν προηγηθεί επίμονοι κοινωνικοί αγώνες διαρκείας. Να αναφέρουμε εδώ, την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας, την εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση, την ίδρυση των Πανεπιστημιακών Παιδαγωγικών Τμημάτων, την κατάργηση των εξετάσεων στο εννιάχρονο σχολείο, κ.α.
Αν ισχύουν τα παραπάνω, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο διάλογος προσφέρεται για πολλαπλή πολιτική και ιδεολογική χρήση, από την πλευρά της πολιτικής εξουσίας, μια και, στο πλαίσιο μιας ηγεμονικής συναίνεσης, προωθεί ένα στερεότυπο «κοινωνικής σύγκρουσης»:το διάλογο διαρκείας για το λογικό διακανονισμό και την υφαρπαγή της συναίνεσης.
Δε θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι σε αυτό το συνδυασμένο καταιγισμό δυσφήμισης και ευφημισμών υποβόσκει μια υστερική αντίδραση πανικού η οποία ασκεί ιδιότυπη μορφή ιδεολογικής «βίας» (: η γλώσσα… κόκαλα τσακίζει»). Η μορφή και το περιεχόμενο του διαλόγου , αιφνιδιασμοί, ανακολουθίες, αναιρέσεις, αναδιπλώσεις, ακατάσχετη προτασεολογία, παλινδρομήσεις κ.α. προκαλούν ένα είδος πολιτικο-ιδεολογικής ρύπανσης και σύγχυσης που βάζει σε δοκιμασία τις αντοχές της γνωστικής μας επεξεργασίας. Συχνά, τα εκπαιδευτικά ζητήματα μάλλον απλοποιούνται και αποστεώνονται από τις κοινωνικές τους παραμέτρους και αποκόπτονται από την ιστορία τους. Προτείνονται αφοριστικές γενικεύσεις και “λύσεις” που θεμελιώνονται σε έναν παιδαγωγικό «μυστικισμό» για εύκολες, άμεσες και θαυματουργές δοκιμασμένες λύσεις. Π. χ. προβάλλεται η απλοϊκή εκδοχή ότι «οι εξετάσεις είναι μοχλός εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων» ή ότι «Το φροντιστήριο εξασφαλίζει την επιτυχία στις εισαγωγικές εξετάσεις»(Η αλήθεια είναι ότι το φροντιστήριο οικειοποιείται το έργο του εννιάχρονου υποχρεωτικού σχολείου).Έτσι δημιουργείται ένα ιδιαίτερα επιβαρυντικό πλαίσιο που δεν ευνοεί την κατανόηση, την ερμηνεία και την αναζήτηση διεξόδων. Φαίνεται, μάλλον, πως η ιδεολογική σύγχυση και ασάφεια προσφέρεται για την εξαγορά και την εκμαίευση μιας εύκολης παθητικής ή ενεργητικής συναίνεσης.
Σύγκρουση και διάλογος
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο διάλογος για την εκπαίδευση αποκτάει κάποιες προϋποθέσεις για την προώθηση της εκπαιδευτικής αλλαγής όταν και εφ όσον συνδέεται ή και αναπτύσσεται ή υποστηρίζεται με πολύπλευρες μορφές διαρκούς κοινωνικής πάλης και αγωνιστικών κινητοποιήσεων από τη μεριά του εκπαιδευτικού κινήματος. Σε τελευταία ανάλυση, το πεδίο του διαλόγου υφίσταται, όταν το εκπαιδευτικό κίνημα είναι ενεργό . Εάν αυτό δεν υπάρχει, απουσιάζει η κοινωνική βάση του διαλόγου.
Όπως είναι τα πράγματα, μάλλον ο διαρκής εθνικός διάλογος για την παιδεία δεν είναι παρά ένας αρκετά επεξεργασμένος ευφημισμός που αξιοποιείται, πέραν των άλλων, και για πολυμέτωπη και επιθετική δυσφήμιση. Αυτή είναι απαραίτητη για την επιχειρούμενη αποδόμηση της δημόσιας εκπαίδευσης. Ωστόσο, ευφημισμός και δυσφήμιση δεν μπορούν να εξασφαλίσουν συναίνεση. Αντιθέτως, πυροδοτούν το χορό νέων αντιθέσεων και αντιφάσεων Αυτές ,με τη σειρά τους, επιλύονται μόνο με την εισβολή του κοινωνικού στο περιεχόμενο των νόμων που ψηφίζονται. Η εκπαιδευτική αλλαγή δεν υπακούει σε «τσελεμεντέ» εκπαιδευτικής πολιτικής και σε νόμους. Είναι βέβαιο πως αυτοί που κατέχουν την εξουσία έχουν τη δυνατότητα να κάνουν διάλογο διαρκείας και να επιβάλλουν νομοθετικά την αλλαγή, Όμως συγχέουν τη νομοθετική ρύθμιση με τη διαδικασία της εκπαιδευτικής αλλαγής που είναι κατ εξοχήν συγκρουσιακή και αντιφατική κοινωνική διαδικασία. Αυτό το ξέρουν οι εξουσιαστικοί μηχανισμοί, γι αυτό και με δική τους επιλογή πολλοί νόμοι ακυρώνονται στην πράξη. Ενδιαφέρον έχει να παρακολουθήσουμε τον έκταση και το βαθμό στον οποίο οι νόμοι για την εκπαίδευση εφαρμόστηκαν ή εφαρμόζονται. Σε συνεδρίαση της Συγκλήτου πέρυσι είχε κατατεθεί πρόταση από το συνδικαλιστικό μας όργανο και από συγκεκριμένες φοιτητικές παρατάξεις να μην εφαρμοστεί ο τελευταίος νόμος για τα Πανεπιστήμια. Δε θα μπορούσε να ψηφιστεί μια τέτοια πρόταση. Ο νόμος αυτός φέρνει τη σφραγίδα ενός διαλόγου-ευφημισμού που κράτησε αρκετά και συνδέθηκε με κοινωνικές κινητοποιήσεις της Πανεπιστημιακής κοινότητας. Ένα χρόνο τώρα, δοκιμάζεται στην ίδια την πράξη. Η εφαρμογή, κατά πως φαίνεται, εξελίσσεται σε μια ιδιαιτέρως συγκρουσιακή και αντιφατική διαδικασία. Αυτή είναι που θα δώσει και το πραγματικό περιεχόμενο στις όποιες αλλαγές επιχειρήθηκαν. Αυτή θα αναδείξει τα πολλά αδιέξοδα και το νέο χορό των αντιφάσεων…Πώς θα ήταν, άραγε, εάν η Γιορτή των Γραμμάτων κινητοποιούσε αγωνιστικά την πανεπιστημιακή κοινότητα;
----
1. Η σχετική ανάλυση που γίνεται εδώ στην «περιπέτεια των Τριών Ιεραρχών αντλεί από την πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη της Έφης Γαζή, Ο δεύτερος Βίος των Τριών Ιεραρχών:Μια γενεαλογία του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού ,Νεφέλη, Αθήνα
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση
Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό
ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)
Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 14/12
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ
2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη