Διονύσης Γουβιάς
Αναπληρωτής Καθηγητής Εκπαιδευτικής Πολιτικής Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Η πρόσφατη (Νοέμβριος 2016) αλλαγή στην ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας & Θρησκευμάτων (ΥΠΠΕΘ) σηματοδότησε μια συμβολική κίνηση «υποχώρησης» της κυβέρνησης –και του ίδιου του πρωθυπουργού λένε κάποιοι— πάνω σε μια σειρά θεμάτων εκπαιδευτικής πολιτικής, όπως π.χ. το θέμα του μαθήματος των Θρησκευτικών.
Μια εξίσου σημαντική «στροφή» που σηματοδοτήθηκε από την αλλαγή ηγεσίας στο συγκεκριμένο υπουργείο είναι και η διακοπή της έναρξης ενός ευρύτερου διαλόγου για τη λειτουργία των Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών (ΠΜΣ), και γενικά για τις μεταπτυχιακές σπουδές στη χώρα, σε σχέση και με το τοπίο αυτών των σπουδών σε Ευρωπαϊκό επίπεδο (βλ. τις διαδικασίες σχηματισμού του «Ενιαίου Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης» κ.ά.).
Θέλω εξαρχής να διευκρινίσω ότι:
1. δεν επιθυμώ να υποστηρίξω, ούτε τις βασικές προβλέψεις, ούτε τους/τις συντάκτες/τριες του προσχεδίου νόμου το οποίο είχε τεθεί προς «διαβούλευση» τον περασμένο Σεπτέμβριο, αν και πιστεύω ότι αυτοί/ές που είχαν το κύριο βάρος της συγγραφής του εν λόγω προσχεδίου, δεν είναι «γραφικοί», «άσχετοι», ή «ιδιοτελείς», όπως μερικοί τους κατηγορούν.
2. δεν πιστεύω ότι οι διαδικασίες «εθνικού διαλόγου», οι οποίες περιορίζονται σε κατάθεση απόψεων από εκπροσώπους φορέων και επιστημονικών ή επαγγελματικών ενώσεων για διάστημα μερικών εβδομάδων, μπορούν να αποκρύψουν τον πολιτικό χαρακτήρα των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων, μπορούν να ακυρώσουν τους εκπαιδευτικούς σχεδιασμούς διεθνούς επιπέδου, ή να τονώσουν τη «χαμένη αξιοπρέπεια» της πολιτικής αντιπροσώπευσης (δηλ. της ποιότητας της δημοκρατίας) στη χώρα μας.
Είναι αλήθεια, όμως, ότι εκείνο το προσχέδιο νόμου κατάφερε να ταράξει τα νερά της ελληνικής «Ακαδημαϊκής Κοινότητας», και να προκαλέσει (εδώ μιλώ και ως insider ο οποίος παρακολουθεί συστηματικά τις ανταλλαγές κειμένων –επίσημων και ανεπίσημων— για το θέμα τους τελευταίους μήνες) έντονες αντιδράσεις, θετικές και αρνητικές. Μπορεί ο καθένας να βρει αρκετά αρνητικά σημεία στο προσχέδιο (από προχειρότητα σε κάποιες προβλέψεις, μέχρι την επικράτηση ισοπεδωτική λογική σε άλλες, όπως π.χ. το ύψος των διδάκτρων), και ένα ενδιαφέρον σημείο ανίχνευσης των σημείων αυτών –για όποιον ενδιαφέρεται βέβαια— αποτελεί ο ιστοτόπος “opengov.gr”, όπου κατατέθηκαν πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για το προς διαβούλευση κείμενο. Για μένα, όμως, το κείμενο αυτό είναι πιο ουσιαστικό ως βάση συζήτησης, σε σχέση με την πλήρη απουσία διαλόγου για τα ΠΜΣ στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, ιδίως την τελευταία δωδεκαετία, όταν παρατηρήθηκε μια έκρηξη δημιουργίας νέων ΠΜΣ, με βάση την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, και με ιδιαίτερη ένταση μετά το 2008, όταν ολοκληρώθηκε το θεσμικό πλαίσιο για τα ΠΜΣ [ν. 3685/2008]).
Η αναταραχή που προκάλεσε το προσχέδιο νόμου δημιούργησε την αίσθηση ότι –επιτέλους— θα άρχιζε ένας διάλογος στα ελληνικά ΑΕΙ (πανεπιστήμια & ΤΕΙ), ο οποίος θα έπρεπε να ξεκινήσει πολλά χρόνια πριν. Διάλογος για τα ακαδημαϊκά κριτήρια λειτουργίας των ΠΜΣ, με άλλα λόγια για τους βασικούς όρους & προϋποθέσεις για την ίδρυση και την έναρξη λειτουργίας των ΠΜΣ. Χωρίς να ισχυρίζομαι ότι δεν υπήρχε η τεχνογνωσία για την οργάνωση μεταπτυχιακών σπουδών στη χώρα μας, ή ότι εξέλειπαν οι υποδομές (μόνιμο, άλλωστε, πρόβλημα σε οποιοδήποτε ακαδημαϊκό περιβάλλον, ιδίως σε καθεστώς ύφεσης και λιτότητας), εκτιμώ ότι δεν έγινε ποτέ μια ψύχραιμη προσπάθεια σχεδιασμού, ούτε σε εθνικό, ούτε σε δι-ιδρυματικό και ενδο-ιδρυματικό επίπεδο. Εξ’ ου προέκυψαν οι τεράστιες διαφορές διδάκτρων ανάμεσα σε ΠΜΣ ιδίων ή συγγενών γνωστικών πεδίων (π.χ. σε Παιδαγωγικά τμήματα ή σε τμήματα Κοινωνικών Επιστημών), αλλά και μεγάλες διαφοροποιήσεις στον τρόπο εισαγωγής (με ή χωρίς εξετάσεις, με ή χωρίς συνέντευξη, κ.λπ.), στον τρόπο διεξαγωγής της μαθησιακής διαδικασίας (κάποια σε καθημερινή βάση, άλλα σε τακτές συναντήσεις τύπου “sandwich” μέσα σε Σ/Κύριακα, κάποια άλλα σε συνδυασμό διαζώσης συναντήσεων και συστημάτων η-μάθησης [e-learning], κ.ά.). Η πανσπερμία αυτή οδήγησε σε μαζικά –από άποψης εγγεγραμμένων ανά διδάσκοντα— ΠΜΣ, όχι μόνο διαφορετικών «ταχυτήτων» (αποδίδουν επαγγελματικά δικαιώματα για τις ίδιες εξειδικευμένες σπουδές, αλλά σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, με αποτέλεσμα την απόκτηση συγκριτικών πλεονεκτημάτων από τους/τις αποφοίτους ΠΜΣ με τη μικρότερη χρονική διάρκεια κ.ά.), αλλά και διαφορετικής «ποιότητας», χωρίς να είναι ξεκάθαρο –ακόμα και αν δεχθούμε ως ευκταία αυτήν την «πολυμορφία»-- το πως ορίζει κανείς αυτήν την «ποιότητα», σε επίπεδο κράτους, ιδρύματος ή μεμονωμένου τμήματος.
Το προσχέδιο έθεσε πιο έντονα κάτι που δεν μπορέσαμε –ακόμα και εμείς που στηρίζουμε τις μεταπτυχιακές σπουδές στα ελληνικά ΑΕΙ, με πολύ μικρή, ή με μηδενική αποζημίωση— να αναδείξουμε επαρκώς: σε μια χώρα όπου το Σύνταγμα επιβάλλει σε ΟΛΕΣ τις βαθμίδες του δημοσίου εκπαιδευτικού συστήματος τη ΔΩΡΕΑΝ παροχή παιδείας (άρ. 16, παρ. 4), πώς καταφέραμε να έχουμε δίδακτρα σε μεταπτυχιακές σπουδές; Ξέρω ότι δεν είναι εύκολη η απάντηση, και κατανοώ ότι η όποια απάντηση δεν θα έλυνε αυτομάτως τα ζητήματα ποιότητας σπουδών, οικονομικής βιωσιμότητας και άλλων κοινωνικών διαστάσεων (π.χ. «κοινωνικής δικαιοσύνης», «επαγγελματικής ανάπτυξης ενηλίκων» κ.λπ.), η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν απασχόλησε το παραπάνω ερώτημα, σε έναν πραγματικά Δημόσιο Διάλογο εθνικού επιπέδου, το ελληνικό κράτος ή τα διάφορα ΑΕΙ. Τουναντίον, φάνηκε ότι το θέμα αυτό «κρύφτηκε κάτω από το χαλί» και παραπέμφθηκε σε ασαφείς μελλοντικές «διευθετήσεις», στις οποίες όμως δεν έγινε ποτέ ξεκάθαρο το τι ήθελαν –μέσα από αποφάσεις των συλλογικών τους οργάνων— τα ίδια τα ιδρύματα ως προς το σκέλος της χρηματοδότησης. Σε αυτό το ζήτημα, εκείνοι/ες που ανέκαθεν στήριζαν –και στηρίζουν— την κατάργηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, είναι πολύ πιο συνεπείς με το δικό τους αξιακό σύστημα, παρά όλοι/ες αυτές που δέχθηκαν την ύπαρξη διδάκτρων, πολλώ δε μάλλον σχεδίασαν και πίεσαν για τη δημιουργία ΠΜΣ επ’ αμοιβή, την ίδια στιγμή που θεωρούσαν ως «αδιαπραγμάτευτο» το άρθρο 16, και εκτόξευαν μύδρους κατά της ιδιωτικοποίησης της Αν. Εκπαίδευσης, σε κομματικά ή άλλα όργανα.
Επίσης, δεν μας απασχόλησε ποτέ, όχι τόσο το αν τα ΠΜΣ ιδρύονταν με αυξημένη «δημοκρατική νομιμοποίηση» των Γ.Σ. των τμημάτων –όπως υπονοούν, αφελώς, οι διατάξεις του προσχέδιου νόμου— αλλά το κατά πόσο αυτά αξιολογούνταν, και από ποιους, και με ποια κριτήρια, από τη στιγμή που υπήρχε ήδη το θεσμικό πλαίσιο «διασφάλισης ποιότητας» (βλ. Ν. 3374/2005, 3547/2007 και 3685/2008). Και όταν λέω «αξιολόγηση» --είτε «εξωτερική», είτε «εσωτερική»-- δεν εννοώ τη διαδικασία «με-άλλα-λόγια-να-αγαπιόμαστε», την οποία συχνά ακολούθησαν τα διάφορα ΑΕΙ, όπου, με παράθεση μερικών περιγραφικών στατιστικών πάνω στη συνολική «ικανοποίηση» των φοιτητών/τριών από το ΠΜΣ τους, εξήγαγαν σχεδόν πάντα συμπέρασμα για την «υψηλή ποιότητα» της παρεχόμενης εκπαίδευσης και τη «διαρκώς βελτιούμενη εικόνας» του ΠΜΣ στο ευρύτερο ακαδημαϊκό περιβάλλον και την αγορά εργασίας (για του λόγου το αληθές, μπορεί όποιος/ες επιθυμεί να επισκεφθεί τις σχετικές ιστοσελίδες των ΜΟΔΙΠ των ΑΕΙ, ή των ΟΜΕΑ των μεμονωμένων τμημάτων).
Πότε έγινε συστηματική και συγκριτική επεξεργασία των στοιχείων από ερωτηματολόγια που συμπλήρωναν οι φοιτητές/τριες των ΠΜΣ, τόσο κατά τη διάρκεια, αλλά και –κυρίως— μετά την αποφοίτησή τους, σχετικά με τις διάφορες διαστάσεις της μαθησιακής τους εμπειρίας (από τη φοιτητική μέριμνα, μέχρι την ανατροφοδότηση από το διδακτικό προσωπικό, και από το βαθμό «απορρόφησης» από την αγορά εργασίας, μέχρι το βαθμό συνάφειας της εργασίας τους με τις πραγματοποιθείσες σπουδές); Πότε έγιναν διασταυρώσεις των παραπάνω δεδομένων με διάφορα δημογραφικά χαρακτηριστικά των φοιτητριών/των, ούτως ώστε να διαπιστωθεί το κατά πόσο τα ΠΜΣ έδωσαν ευκαιρίες σε μη-προνομιούχα στρώματα του πληθυσμού (με κριτήρια τάξης, μορφωτ. περιβάλλοντος, επαγγελμ. προϊστορίας, γεωγραφικής προέλευσης, γλωσσικής, έμφυλης ή φυλετικής ιδιαιτερότητας, κ.λπ.) να βελτιώσουν την επαγγελματική τους πορεία, ή να μειώσουν την κοινωνική τους «μειονεξία» (ή αν, το αντίθετο, αναπαρήγαγαν ήδη υπάρχουσες κοινωνικές ανισότητες);
Το προσχέδιο φαίνεται να θέτει ως επιτακτική την ανάγκη ολοκλήρωσης και διευκρίνησης μιας σειρά ζητημάτων μείζονος σημασίας για τη θέση των μεταπτυχιακών σπουδών στην Ελλάδα, σε σχέση και με τον «Ευρωπαϊκό Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης» (ΕΧΑΕ), ή, όπως περιγράφεται συχνότερα, ως «Ενιαίος Χώρος Εκπαίδευσης και Έρευνας» (ΕΧΕΕ), όπως αυτός άρχισε να οικοδομείται από τη Μπολόνια και μετά (από τις πιστωτικές μονάδες μέχρι τα «διεθνή» ΠΜΣ, και από την «κινητικότητα» μέχρι την αξιολόγηση των ιδρυμάτων). Με την απότομη «διακοπή» της διαβούλευσης (αν και κάποιος θα έλεγε ότι «τόσο θα διαρκούσε, ούτως ή άλλως η διαβούλευση», δηλαδή λιγότερο του ενός μηνός…), και την «εκκωφαντική» σιωπή που ακολούθησε τη λήξη της, δεν νομίζω ότι διορθώθηκε η κατάσταση, ούτε επικράτησε μια «εορταστική γαλήνη», η οποία θα συμβάλλει σε μια ψυχραιμότερη αντιμετώπιση του ζητήματος.
Θέλω να πιστεύω ότι το όποιο θεσμικό πλαίσιο προταθεί από το ΥΠΠΕΘ δεν θα παραμείνει σε τεχνικά ζητήματα που αφορούν στις ECTS που θα αποδίδονται σε κάθε εξάμηνο ενός ΠΜΣ, ή στο ανώτατο όριο εγγραφών ανά διδάσκοντα/ουσα, ούτε φυσικά στο ανώτατο όριο θητειών για τους/τις διευθυντές/τριες των ΠΜΣ, κ.λπ. Παρόλες τις διαφωνίες που μπορεί να έχει κάποιος για τους πυλώνες και τις βασικές κατευθύνσεις Πολιτικής για την Ανώτατη Εκπαίδευση γενικά, και τις μεταπτυχιακές σπουδές και την έρευνα ειδικότερα, είναι ανάγκη, για λόγους ηθικής ευθύνης, αλλά και πρακτικής αποτελεσματικότητας (βλ. ζητήματα που έθιξα παραπάνω), η κυβέρνηση να ξεκαθαρίσει τη θέση της πάνω σε κομβικά σημεία (π.χ. τα δίδακτρα). Το κείμενο που κατέθεσε (ως Παράρτημα στη συνολική του παρέμβαση…) ο Κ. Γαβρόγλου στην πρόσφατη Έκτακτη Σύνοδο των Πρυτάνεων (14/1/2017) φαίνεται να δέχεται ως δεδομένη (ίσως και επιβεβλημένη) την ύπαρξη διδάκτρων στα ΠΜΣ, μετά από την πολύχρονη de facto νομιμοποίησή τους, παρά τις (σκόπιμα;) ασαφείς πρόνοιες για εισοδηματικό όριο κάτω από το οποίο θα εξασφαλίζεται «δωρεάν πρόσβαση», για «αιτιολογημένο κόστος λειτουργίας», για «θετικές διακρίσεις» στην «κατανομή των κρατικών πιστώσεων από το Υπουργείο» σε ιδρύματα/τμήματα με δωρεάν ΠΜΣ, κ.λπ.
Είναι αναμενόμενο να υπάρχουν αντιπαραθέσεις για την «εμπορευματοποίηση» (ή μάλλον «αγοραιοποίηση») της Αν. Εκπαίδευσης, και αυτό είναι, άλλωστε, κάτι που απασχολεί όλες τις ευρωπαϊκές χώρες –είτε έχουν δίδακτρα στα ΠΜΣ τους είτε όχι, είτε ακολουθούν πιστά τη Διαδικασία της Μπολόνια είτε όχι. Είναι, επίσης, αναμενόμενο, σε μια καθαρά πολιτική διαδικασία, όπως είναι η εισαγωγή εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων, να υπάρχουν οπισθοχωρήσεις και άλλοι σχετικοί πολιτικοί ελιγμοί. Σε εποχές μεγάλης οικονομικής ρευστότητας –ιδίως σε εποχές Μνημονίων— και πολιτικής αβεβαιότητας, δεν αναμένει κανείς από μια –συμβιβασμένη, κατά τα άλλα—κυβέρνηση μια άτεγκτη και σθεναρή στάση γύρω από αξίες που παλιότερα φάνταζαν αυτονόητες. Το κακό με τη σημερινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛΛ είναι ότι οι ιδεολογικο-πολιτικές της παλινδρομήσεις –οι οποίες από το καλοκαίρι του 2015 δεν έχουν τελειωμό— σε καίρια ζητήματα (και) εκπαιδευτικής πολιτικής δεν θα της επιτρέψουν να προωθήσει την όποια ατζέντα αλλαγών (αν υπάρχει τέτοια…) γιατί, πολύ απλά, δεν θα καταστεί ικανή να δημιουργήσει συμπαγείς συμμαχίες –οποιασδήποτε πολιτικής κατεύθυνσης και ιδεολογικού προσανατολισμού— οι οποίες θα στηρίξουν τις προτεινόμενες αλλαγές. Αντίθετα, οι παλινωδίες θα δημιουργήσουν –όπως και στο παρελθόν— αρνητισμό, επιφυλακτικότητα και αμυντικότητα, τα οποία, σε συνδυασμό με τη γραφειοκρατική αδράνεια από τη μια, αλλά και συγκεκριμένα επιχειρηματικά ή ακαδημαϊκά συμφέροντα από την άλλη, θα ακυρώσουν τις όποιες «καλές» προθέσεις, ακόμα και για καθαρά τεχνικά θέματα. Οι επόμενοι μήνες (δοθείσας της υπόσχεσης του νέου υπουργού ΠΕΘ για «επανέναρξη» του διαλόγου για τα ΠΜΣ, ο οποίος μετά την τελευταία Έκτακτη Σύνοδο των Πρυτάνεων, μάλλον θα είναι σύντομος…) θα είναι κρίσιμοι για την αξιοπιστία της κυβέρνησης –και του κόμματος φυσικά— του ΣΥΡΙΖΑ και σε αυτόν τον τομέα. Θα είναι, συνάμα, κρίσιμοι και για την αξιοπιστία των ίδιων των ΑΕΙ, τα οποία φαίνεται να αποφεύγουν, έως τώρα, να θίξουν ζητήματα που κομβικής σημασίας για το ρόλο της Δημόσιας σφαίρας στον ΕΧΕΕ, και εν τέλει να προσδιορίσουν τη φυσιογνωμίας τους μέσα σε αυτόν.
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
2ος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Η ύλη για 70.000 υποψήφιους ως 14/5 με τις λύσεις
Παν.Πατρών: Tο 1ο στην Ελλάδα Πανεπιστημιακό Πιστοποιητικό Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς
Πανεπιστήμιο Αιγαίου: Το κορυφαίο πρόγραμμα ειδικής αγωγής στην Ελλάδα - Αιτήσεις έως 15/05
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ