Thumbnail
Γιώργος Μαυρογιώργος

Γιώργος Μαυρογιώργος

Η εθνική εκπαιδευτική πολιτική που ασκήθηκε, όλα αυτά τα χρόνια ένταξης στην ΕΕ αποτυπώνεται, ως ένα μεγάλο βαθμό, στα λεγόμενα «επιχειρησιακά προγράμματα», στις νομοθετικές ρυθμίσεις και το συμπληρωματικό υλικό που συνοδεύει τους σχεδιασμούς που γίνονταν. Τα κείμενα αυτά αντανακλούν, ως ένα μεγάλο βαθμό, την πρόσληψη και την υποδοχή των τάσεων και των προσανατολισμών που αποτυπώνονταν στην ευρωπαϊκή εκπαιδευτική πολιτική. Η μη συμμόρφωση συνοδευόταν, άλλωστε,  με την απειλή και προστίμου από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Η εκπαιδευτική ανασυγκρότηση που επιχειρήθηκε από το Υπουργείο Παιδείας αποκρυσταλλώνεται, αρχικά, στα ΜΟΠ (1986-1993), και ύστερα, το Α΄ ΚΠΣ (1989-1993), το Β΄ΚΠΣ (1994-1999), το Γ΄ΚΠΣ (2000-2006),  το ΕΣΠΑ (2007-2013) και σήμερα το ΕΣΠΑ (2014-2020).  Τα προγράμματα αυτά κινούνται στις ευρωπαϊκές προτεραιότητες για την ανάπτυξη και τη διαρθρωτική προσαρμογή των αναπτυξιακά προβληματικών περιφερειών της Ε.Ε Στο πλαίσιο αυτής της ανασυγκρότησης μπορούμε να εντάξουμε θεσμικές αλλαγές, όπως θεσμοθέτηση ολοήμερου νηπιαγωγείου και ολοήμερου δημοτικού σχολείου, Ενιαίο Λύκειο και Τ.Ε.Ε, σχολεία δεύτερης ευκαιρίας, προγράμματα ενισχυτικής διδασκαλίας, ΣΕΠ, αγωγής υγείας και καταναλωτικής, περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, ευαισθητοποίηση στη διάκριση των φύλων, αλλαγές στις μορφές της σχολικής αξιολόγησης, αλλαγές σχολικών προγραμμάτων και βιβλίων, διεύρυνση της πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, Προγράμματα Σπουδών Επιλογής, Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, Πιστοποιητικό Παιδαγωγικής και Διδακτικής Επάρκειας, Κατάργηση της επετηρίδας και εξετάσεις ΑΣΕΠ, Αξιολόγηση εκπαιδευτικού, κ. α.

Τα Επιχειρησιακά Προγράμματα  του Υπουργείου Παιδείας διακήρυσσαν  πράγματι έναν έντονο διαρθρωτικό προσανατολισμό προς την Ευρωπαϊκή σύγκλιση και ολοκλήρωση. Η χρονική διάρκειά τους συμπληρώνει ήδη 22 χρόνια και είχαν πολύ υψηλούς προϋπολογισμούς. Είναι δύσκολο να καταθέσει κάποιος αξιόπιστη και ολοκληρωμένη αξιολόγηση της μέχρι τώρα πορείας τους και της παραπέρα προοπτικής, καθώς, χρειάζεται να γίνει συστηματική έρευνα και μελέτη. Μπορούμε, ωστόσο, να κάνουμε ορισμένες θεμελιακές επισημάνσεις για το χαρακτήρα των προγραμμάτων και τις σχετικές διαδικασίες που υιοθετούνταν.

Κατ αρχάς, μπορούμε να σημειώσουμε ότι η έγκριση και η διάθεση  κοινοτικών κονδυλίων για την εκπαίδευση, όπως  και σε άλλους τομείς του  πρωτογενούς ή δευτερογενούς τομέα, ήταν και είναι βασικός μοχλός της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης αλλά και  ένας μηχανισμός μεταφοράς εισοδημάτων από την εργασία προς το κεφάλαιο. Είναι πολύ αποκαλυπτική η ρητορική της Συνθήκης του Άμστερνταμ και των σχετικών κανονισμών. Σύμφωνα με τα κείμενα αυτά, «Προγραμματίζεται μια διαρθρωτική παρέμβαση που αποβλέπει στη βαθύτερη ενσωμάτωση, οικονομική, κοινωνική, εκπαιδευτική, πολιτιστική στην ευρωενωσιακή διαδικασία». Για να αποκτήσουμε μια συνολικότερη αντίληψη για αυτά, «δεν πρέπει να ξεχνάμε τη βασική θέση ότι το κεφάλαιο δεν είναι χρήμα, είναι κοινωνική σχέση (χρήμα είναι η νομική έκφραση του κεφαλαίου). Έτσι όταν λέμε ότι εισρέουν πόροι από την Ε.Ε., είναι προφανές ότι ‘’εξάγονται συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις’’, με άλλα λόγια προωθείται η αναδιάρθρωση του ελληνικού καπιταλισμού και η τροποποίηση του συσχετισμού δύναμης μεταξύ κεφαλαίου – εργασίας, σε βάρος βέβαια της εργασίας» (Κατσιδιανάκης, Διον.  2009).

Είναι προφανές ότι το ύψος των κοινοτικών κονδυλίων για κάθε ένα από τα επιχειρησιακά προγράμματα που κατέθετε η Ελλάδα ήταν υπόθεση διαπραγματεύσεων στη βάση δεσμεύσεων ή προαπαιτούμενων. Πρόκειται για τη γνωστή μέθοδο του «καρότου και του μαστίγιου». Πάντοτε, έπαιζαν ρόλο τα «επιτεύγματα» της οικονομίας (δείκτες ανάπτυξης, ελλειμμάτων, διοικητική μεταρρύθμιση, νομοθεσία). Πάντοτε, η λιτότητα, η ευελιξία της εργασίας, οι περικοπές κοινωνικών δαπανών, η μείωση μισθών και συντάξεων ήταν ισχυρά χαρτιά στη διαπραγμάτευση, μια και μέσω αυτών επιδιώκονταν κερδοφορία του κεφαλαίου. Πόσα, άραγε, κοινοτικά κονδύλια, επέστρεφαν στο ευρωπαϊκό κεφάλαιο μέσω της χρηματοδότησης της αγροτικής αναδιάρθρωσης; Για να αναφερθούμε στο  πρωτογενή τομέα, αξιοποιήθηκαν κοινοτικά κονδύλια ως  κίνητρα για την εγκατάλειψη της γεωργίας από μικρομεσαίους με σκοπό τη  συγκεντροποίηση μεγάλης αγροτικής ιδιοκτησίας.

Γίνεται φανερό ότι η ίδια η έγκριση κοινοτικών κονδυλίων για τα ΕΠΕΑΕΚ/ΕΣΠΑ συνιστά μια μορφή ευρωπαϊκής επιτήρησης της ασκούμενης εκπαιδευτικής πολιτικής στην Ελλάδα. Αυτή η επιτήρηση συνδέεται άμεσα με τον τρόπο με τον οποίο αξιοποιούνται τα κοινοτικά κονδύλια. Ο Lassarato, M. (2014:161) μας δίνει ένα πολύ ενδιαφέρον παράδειγμα αυτών που αποτυπώνονται στις σχέσεις χρηματοδότησης και επιτήρησης, συγκεκριμένα τους κτηνοτρόφους/βοσκούς. Γράφει χαρακτηριστικά: «Οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής είναι, στην πραγματικότητα, «χρέη» που χορηγούνται υπό τον όρο ότι οι «οφειλέτες» θα τηρούν αυστηρά, σε κάθε πεδίο δραστηριότητας, ο τι εξαγγέλλουν οι «πιστωτικές» αρχές: πού να βόσκουν τα ζώα, ποια εποχή, πόσα ζώα ανά εκτάριο κ. ο. κ. Τα πάντα πρέπει να καταγράφονται και να δικαιολογούνται ( οι ημερομηνίες, ο αριθμός των ζώων, οι εμβολιασμοί τους, οι ασθένειές τους)…Οι βοσκοί δεν είναι πλέον σε θέση να αξιολογούν τους κινδύνους και να επιλέγουν βάσει των δεξιοτήτων και της τεχνογνωσίας τους. Οι ενέργειές τους ρυθμίζονται εκ των προτέρων και τυποποιούνται μέσω μιας πληροφορικής μορφοποίησης που τις καθιστά ελέγξιμες. Οι συμπεριφορές γίνονται αυτόματες και δεν περιέχουν καμία «εκτιμητική αξία», καμία αληθινή αποτίμηση, αλλά αναπαράγουν εκτιμήσεις και αξιολογήσεις ήδη κωδικοποιημένες από τις αρχές, προς τις οποίες πρέπει επιτακτικά να συμμορφώνεται κανείς». Με δεδομένη την κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας στην ευρωπαϊκή εκπαιδευτική ατζέντα, είναι σαφές ότι οι  αντίστοιχες ευρωπαϊκές επιδοτήσεις στα εκπαιδευτικά προγράμματα συγκροτούν αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε «Εργαστήριο» νεοφιλελευθερισμού.

Σε συνδυασμό με τα παραπάνω, είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι η σύλληψη, ο σχεδιασμός, η εφαρμογή και η παρακολούθηση των προγραμμάτων γίνονται δεν προβλέπουν την ουσιαστική συμμετοχή  των εκπαιδευτικών και  άλλων κοινωνικών και πολιτικών φορέων. Πώς είναι δυνατό να προσβλέπουμε σε μια δημοκρατική εκπαίδευση, χωρίς δημοκρατικές-συμμετοχικές διαδικασίες στη σύλληψη και στο σχεδιασμό τους; Πέρα από αυτά,  προκύπτει και θέμα βιωσιμότητας των προτεινόμενων αλλαγών μέσα από μια θεμελιακή αντίφαση: σε μια εποχή συρρίκνωσης του κράτους πρόνοιας εκπονούνται προγράμματα για την ισότητα των ευκαιριών, τη διεύρυνση της συμμετοχής των νέων στην εκπαίδευση και τον εν γένει εκδημοκρατισμό της εκπαίδευσης.  Όταν, ωστόσο,  η ισότητα, στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, επαναπροσδιορίζεται και ορίζεται ως διαφορά και ως κάτι που εξασφαλίζει την ελευθερία επιλογής σε συνθήκες ανταγωνισμού, πώς είναι δυνατό να επιτυγχάνεται η διεύρυνση των ευκαιριών μάθησης;

Όσα έχουν αναφερθεί συνδέονται με τις πρακτικές που επικράτησαν στη διαχείριση των επιχειρησιακών προγραμμάτων. Χωρίς να μυθοποιούμε τις δυνατότητές τους, είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι η σύλληψη, ο σχεδιασμός και η εφαρμογή τους προσφέρονταν για τη συνολική ανασυγκρότηση της εκπαίδευσης, με σαφείς εθνικούς στρατηγικούς στόχους και προτεραιότητες, αν και οι νεοφιλελεύθεροι προσανατολισμοί του όλου εγχειρήματος είναι επικαθοριστικοί. Ως φαίνεται, η αξιοποίησή τους ΄είναι ανοιχτή σε πολλαπλές χρήσεις.  Ο Διον. Κατσιδιανάκης (ό.π.) διατυπώνει την ενδιαφέρουσα άποψη ότι «Τα κοινοτικά κονδύλια χρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό ως μηχανισμός ενεργητικής ενσωμάτωσης λαϊκών στρωμάτων (σε μεγάλο βαθμό αγροτικών) και κτισίματος κοινωνικών συμμαχιών. Γύρω από τα έργα του ΥΠΕΧΩΔΕ διαμορφώθηκε ένα ευρύτατο δίκτυο συμφερόντων μικρότερων και μεγαλύτερων κατασκευαστικών εταιριών, ακόμη και ελεύθερων επαγγελματιών. Το ίδιο συμβαίνει και με μια σειρά μικροαστικών στρωμάτων που κινούνται στο χώρο των μελετών και της συμβουλευτικής. Τέλος, σημαντικό τμήμα κονδυλίων χρησιμοποιήθηκε σε προγράμματα ενημερωτικά, εκπαιδευτικά, και άλλα, που είχαν στόχο την αναπαραγωγή της άποψης περί της αναγκαιότητας της Ε.Ε». Η τελευταία επισήμανση για τη διάθεση κονδυλίων στην εκπαίδευση ενισχύει τον βασικό ισχυρισμό που προσπαθούμε να θεμελιώσουμε στην ανάλυσή μας εδώ αναφορικά με τη λειτουργία των ευρωπαϊκών  και των επιχειρησιακών  εκπαιδευτικών προγραμμάτων ως εργαλείων στο εργαστήριο προώθησης ή επιβολής και εμπέδωσης  του νεοφιλελευθερισμού στην ελληνική εκπαίδευση. Ένδειξη γι αυτό αποτελεί και το γεγονός ότι ένα σημαντικό ποσοστό των κονδυλίων προορίζεται κατ αποκλειστικότητα  για προκλητικές  διαφημίσεις των διαφόρων επιχειρησιακών ή προγραμμάτων και τη διαχείριση της  δημοσιότητας. Είναι σαφές ότι η δημοσιότητα είναι βασική προϋπόθεση στη διαδικασία εμπέδωσης των αξιών και των αρχών του νεοφιλελευθερισμού.

Θα επιμείνουμε  στην υπόθεση του κοινοτικού (ευρωπαϊκού) χρήματος  των επιχειρησιακών προγραμμάτων, για να διατυπώσουμε ορισμένες συμπληρωματικές εκτιμήσεις. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι τα κοινοτικά κονδύλια έχουν προκύψει ως αποτέλεσμα συσσώρευσης της υπεραξίας της εργασίας και διατίθενται ως πόροι και εργαλείο για την αναδιάρθρωση διάφορων τομέων. Το ύψος της χρηματοδότησης  είναι αρκετά υψηλό  και η χρονική διάρκεια μεγάλη,  1994-2020! Η πολύχρονη διαχείριση των κοινοτικών κονδυλίων, όπως πολύ χαρακτηριστικά έχει υποστηριχθεί, συνδέεται με την ανάδειξη μιας νέας κοινωνικής νομενκλατούρας που συμβάλλει στη διαμόρφωση ιδιότυπων κοινωνικών σχέσεων. Η κατανομή των κονδυλίων και η «μοιρασιά» τους γίνεται στη βάση μιας ιεραρχικής κλίμακας που για να φτάσει στην είσπραξη διατρέχει πολλές βαθμίδες, με αποτέλεσμα να επηρεάζει συμπεριφορές, να δημιουργεί πολλαπλές εξαρτήσεις με εμφανή τον κίνδυνο του εκμαυλισμού, της εξαγοράς, του προσεταιρισμού, κ.α. σε ευρύτατα στρώματα εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων αλλά και της κοινωνίας.. Η διαχείριση του χρήματος των επιχειρησιακών προγραμμάτων του ΥΠΕΠΘ, από αυτή την άποψη, ευνοεί τη δημιουργία εξουσιών και παραεξουσιών, με την ιδεολογική συνεπικουρία κυρίαρχων εκδοχών του νεοφιλελευθερισμού και των δυνάμεων της αγοράς, με το ενδεχόμενο να έχουμε νέες κοινωνικές εξουσίες και συνάφειες που θα διαμορφώνουν την κοινωνική δυναμική. Έτσι, όπως εξελίσσονται τα πράγματα, το κοινοτικό χρήμα προωθεί την ιδεολογία του μάνατζμεντ, τεχνικά δελτία,  ενέργειες, δράσεις, παραδοτέα, πακέτα εργασίας, πλάνα εργασίας, βιωσιμότητα, επιλεξιμότητα, κ.α., τα οποία στο σύνολό τους συγκροτούν τον κυρίαρχο νέο-φιλελεύθερο λόγο για την εκπαίδευση και την κοινωνία και παράγουν ένα νέο υβρίδιο «πανεπιστημιακού».

Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις αναδείχθηκαν θεατές και αθέατες πτυχές προβλημάτων που συνδέονται με ελλείψεις υλικοτεχνικής υποδομής και τεχνογνωσίας, ιεράρχηση προτεραιοτήτων, το συντονισμό, τη διαφάνεια διαχείρισης, την αποτελεσματικότητα, τους δείκτες απορροφητικότητας, τις καθυστερήσεις, τους ανταγωνισμούς, τον παραγοντισμό, τον εκφυλισμό θεσμών και διαδικασιών κ.τ.ο. Αναδείχτηκαν ή και ενισχύονταν φαινόμενα αλλοίωσης της συμπεριφοράς των εργαζομένων (ΔΕΠ, εκπαιδευτικών και διοικητικών) με πολιτικές σπατάλης και αδιαφανούς διαχείρισης σε μια περίοδο λιτότητας και συμπίεσης μισθών. Ομάδες και άτομα, μέσα σε ένα κλίμα έξαρσης των πελατειακών σχέσεων (αποσπάσεις, μεταθέσεις κλπ.) ήταν εκτεθειμένα σε προτάσεις ενίσχυσης των κρατικοδίαιτων εισοδημάτων τους και υφίσταντο αθόρυβα τις διαδικασίες ενός διακριτού προσεταιρισμού και ενσωμάτωσης. Όλα αυτά με τη σειρά τους παραμόρφωναν τη δυναμική των κοινωνικών παρεμβάσεων στην εκπαίδευση. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αντιδράσεις, αντιρρήσεις και παρεμβάσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εκπαιδευτικών για τα συγκριμένα ζητήματα ήταν υποτονικές έως ανύπαρκτες.

Η βιωσιμότητα θεσμών και υφιστάμενων δομών εξασφαλίζονταν εικονικά και πρόσκαιρα, με αποσπάσεις και «ετεροαπασχόληση», χωρίς τεχνογνωσία και εξειδικευμένο προσωπικό. Ασάφειες στην οροθέτηση αρμοδιοτήτων και ανταγωνισμοί προσώπων και φορέων δημιουργούσαν ένα ιδιαίτερα αντιμεταρρυθμιστικό περιβάλλον κωλυσιεργίας, αναστολών και παλινδρομήσεων. Στην Ελλάδα φαίνεται ότι είχαμε να αντιμετωπίσουμε ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό πρόβλημα: το κοινοτικό χρήμα αξιοποιήθηκε για την υιοθέτηση πελατειακών πολιτικών σπατάλης για την ενσωμάτωση  πανεπιστημιακών, «ειδικών», στελεχών και εκπαιδευτικών που αποτελούσαν το στρώμα εκείνο των προθύμων που αναλάμβαναν το έργο «δύσκολων αποστολών». Οι εκπαιδευτικοί θεσμοί ήταν ανοικτοί στον εκφυλισμό με εύκολες πολιτικές επιδότησης (π.χ. επιμόρφωση), χωρίς μια συνολική αξιόπιστη και έγκυρη πρόταση πολιτικής κινήτρων Θα χρησιμοποιήσουμε δύο παραδείγματα, που συνιστούν δύο διαφορετικά πεδία άσκησης εκπαιδευτικής, από την άποψη της υποδοχής τους από τους εκπαιδευτικούς : την επιμόρφωση (με θετική αποδοχή και συναίνεση) και την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών (με αρνητική αποδοχή και εκκρεμότητα).

 

Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα

ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση

Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό

ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)

Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 14/12

ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ

2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη

Google news logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Google News Viber logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Viber

σχετικά άρθρα

ekpaideutikoi
Πανελλήνιος Σύλλογος ΔΕ Ειδικής αγωγής: Δωρεά στο ΕΕΕΕΚ Καλλιθέας
Δωρεά από τον Πανελλήνιο Σύλλογο Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ειδικής Αγωγής Μονίμων Εκπαιδευτικών Ειδικής Αγωγής στο ΕΕΕΕΚ Καλλιθέας
Πανελλήνιος Σύλλογος ΔΕ Ειδικής αγωγής: Δωρεά στο ΕΕΕΕΚ Καλλιθέας
kyriakos-pierrakakis
Πιερρακάκης: Τι έχουμε κάνει και τι σκοπεύουμε να κάνουμε -Το 2025 θα είναι έτος αλλαγών στην εκπαίδευση
Ομιλία του Κυριάκου Πιερρακάκη στην Ολομέλεια της Βουλής των Ελλήνων στη συζήτηση για τον Κρατικό Προϋπολογισμό 2025
Πιερρακάκης: Τι έχουμε κάνει και τι σκοπεύουμε να κάνουμε -Το 2025 θα είναι έτος αλλαγών στην εκπαίδευση