Μια υπόθεση με καίρια κοινωνική και νομική σημασία εξετάστηκε ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), στο πλαίσιο πρότυπης δίκης για τα «Δώρα» (13ο και 14ο μισθό) στο Δημόσιο που δρομολογήθηκε κατόπιν αιτήματος της ΑΔΕΔΥ.
Στο επίκεντρο βρίσκεται η διεκδίκηση επαναφοράς των δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και άδειας για τους δημόσιους υπαλλήλους, με επίκληση της ευρωπαϊκής οδηγίας για τον κατώτατο μισθό (Οδηγία 2022/2041), η οποία ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη το 2024.
Το νομικό διακύβευμα
Κρίσιμη νομική παράμετρος είναι το κατά πόσον η μη θεσμοθέτηση των επιδομάτων αυτών αντίκειται στην αρχή της ίσου μισθολογικού καθεστώτος μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα.
Σύμφωνα με τον ενάγοντα – υπάλληλο του Υπουργείου Παιδείας – και την ΑΔΕΔΥ, η πολιτεία παρέλειψε να ενσωματώσει ουσιώδεις προβλέψεις της ευρωπαϊκής οδηγίας, με αποτέλεσμα οι δημόσιοι υπάλληλοι να στερούνται μισθολογικά στοιχεία που στον ιδιωτικό τομέα αποτελούν υποχρεωτικό τμήμα του κατώτατου μισθού.
Όπως σημείωσε ο εισηγητής, Σύμβουλος Επικρατείας Ι. Μιχαλακόπουλος, η Οδηγία προβλέπει ότι τα κράτη-μέλη οφείλουν να εξασφαλίζουν επαρκή αγοραστική δύναμη στους κατώτατους μισθούς, και να αποφεύγουν διακρίσεις εις βάρος οποιασδήποτε κατηγορίας εργαζομένων.
Ο ισχυρισμός είναι πως η διάκριση υπέρ των ιδιωτικών υπαλλήλων σε σχέση με τα επιδόματα εορτών και αδείας δεν θεραπεύεται από τις προβλέψεις του νόμου 5163/2024, ο οποίος αρκείται σε μελλοντικές αυξήσεις μισθών, χωρίς να αγγίζει άμεσα τα «κομμένα» δώρα.
Η θέση του Δημοσίου
Η νομική εκπροσώπηση του Δημοσίου αντέτεινε ότι δεν υφίσταται παραβίαση της αρχής της ισότητας, ούτε και υποχρέωση επαναφοράς των καταργηθέντων επιδομάτων.
Επιπλέον, ετέθη το ζήτημα της αρμοδιότητας του ΣτΕ να ελέγξει τη συνταγματικότητα της «παράλειψης» της πολιτείας να νομοθετήσει, με τη ρητή επισήμανση ότι το Δικαστήριο δεν δύναται να υποκαθιστά τον νομοθέτη.
Ο πρόεδρος του ΣτΕ, Μιχάλης Πικραμένος, υπογράμμισε από έδρας πως, παρότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να επιβάλει πολιτικές αποφάσεις, έχει υποχρέωση να αξιολογήσει τα νομικά επιχειρήματα και τις συνέπειες της εθνικής εφαρμογής της Οδηγίας.
Ποιοι επηρεάζονται και η επόμενη μέρα
Η ετυμηγορία του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου αναμένεται να έχει άμεσες συνέπειες για περίπου 600.000 δημοσίους υπαλλήλους, καθώς θα διαμορφώσει δεδικασμένο για σειρά σχετικών υποθέσεων που βρίσκονται σε εκκρεμότητα.
Η δικηγόρος της ΑΔΕΔΥ, παρεμβαίνοντας υπέρ του ενάγοντος, επισήμανε ότι τα επιδόματα θεσπίστηκαν το 1951 και καταργήθηκαν εν μέσω κρίσης το 2012, υπό συνθήκες που δεν υφίστανται πλέον, καθώς υπάρχουν δημοσιονομικά πλεονάσματα.
Παρόλα αυτά, η Πολιτεία επιμένει στην απουσία τους από το μισθολόγιο του Δημοσίου, δημιουργώντας δομικές ανισότητες.
Η απόφαση του ΣτΕ αναμένεται τις επόμενες εβδομάδες και αναμένεται να αποτελέσει σημείο αναφοράς για τη νομολογία που αφορά τα εργασιακά δικαιώματα στον δημόσιο τομέα και τη σχέση εθνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας.
Τι υποστηρίζουν οι δύο πλευρές
Στο Συμβούλιο της Επικρατείας συζητήθηκε η προσφυγή εκπαιδευτικού που ζητά την επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού στους πολιτικούς δημόσιους υπαλλήλους, οι οποίοι απώλεσαν τα επιδόματα εορτών και αδείας με τον μνημονιακό νόμο 4093/2012. Η απόφαση του ΣτΕ, όταν εκδοθεί, θα κρίνει ουσιαστικά το μέλλον χιλιάδων μόνιμων υπαλλήλων του Δημοσίου.
Η υπόθεση έχει ως βάση την οδηγία 2022/2041 της Ε.Ε. και την εσωτερική νομοθέτηση του νόμου 5163/2024, ο οποίος καταλαμβάνει και τους δημοσίους πολιτικούς υπαλλήλους.
Ο ενάγων υποστηρίζει ότι η Πολιτεία παραλείπει να εφαρμόσει ορθά τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας, αφού –σε αντίθεση με τους εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα– οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν λαμβάνουν δώρα και επίδομα αδείας, γεγονός που, κατά τον ίδιο, παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης ως προς την αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού.
Στο πλαίσιο της υπόθεσης που εξετάζεται στο Συμβούλιο της Επικρατείας, εστιάζεται η προσοχή στην Οδηγία 2022/2041 και στη μεταφορά της στην ελληνική έννομη τάξη μέσω του ν. 5163/2024. Η επίμαχη νομοθετική ρύθμιση, όπως επισημαίνεται, καλύπτει και τους δημοσίους πολιτικούς υπαλλήλους, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του νόμου. Ο ενάγων επικαλείται πλημμελή εφαρμογή της Οδηγίας, υποστηρίζοντας ότι η μη ενσωμάτωση των επιδομάτων εορτών και αδείας στις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων παραβιάζει τις ρυθμίσεις της Οδηγίας, οι οποίες αποβλέπουν στην ίση μεταχείριση εργαζομένων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, ιδίως ως προς την αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού σε σχέση με το κόστος διαβίωσης.
Η επιχειρηματολογία του ενάγοντος στηρίζεται στο γεγονός ότι τα επιδόματα εορτών και αδείας αποτελούν εγγυημένο τμήμα του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα, ενώ στον δημόσιο τομέα δεν υφίσταται αντίστοιχη πρόβλεψη, οδηγώντας σε άνιση μεταχείριση. Επιπλέον, θεωρεί ότι η πρόβλεψη για υπό προϋποθέσεις αναπροσαρμογή του βασικού μισθού στο Δημόσιο (άρ. 14 ν. 5163/2024) δεν αρκεί για να αποκαταστήσει την παράλειψη.
Σε επικουρικό επίπεδο, προβάλλεται η θέση ότι, δεδομένης της απουσίας των συνθηκών που είχαν επιβάλει την κατάργηση των επιδομάτων με τον ν. 4093/2012, η επικαιροποίηση των κατωτάτων μισθών, όπως προβλέπει η Οδηγία, επιβάλλει την εκ νέου θεσμοθέτηση της καταργηθείσας ρύθμισης του άρθρου 9 ν. 3205/2003. Παράλληλα, γίνεται επίκληση των άρθρων 136 και 213 του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου, είτε ευθέως είτε με αναλογική εφαρμογή, για την επιδίκαση των επίδικων ποσών.
Τι υποστηρίζει το Δημόσιο
Από την πλευρά του, το Δημόσιο αντικρούει τα επιχειρήματα, υποστηρίζοντας ότι δεν παραβιάζονται οι συνταγματικές αρχές της ισότητας, της δίκαιης κατανομής των βαρών και της αναλογικότητας. Επισημαίνει τη σαφή διάκριση μεταξύ των υπαλλήλων του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, τονίζοντας ότι οι πρώτοι υπάγονται σε ειδικό νομικό καθεστώς, διέπονται από ειδικά μισθολόγια (ν. 4354/2015, 5045/2023 και 5163/2024) και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου.
Κατά τη νομική θέση του Δημοσίου, η συνταγματική πρόβλεψη περί ίσης αμοιβής για εργασία ίσης αξίας αφορά αποκλειστικά εργαζομένους με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, όχι όμως και δημοσίους υπαλλήλους που υπηρετούν με σχέση δημοσίου δικαίου. Η διαφορετική μεταχείριση αιτιολογείται από τις διαφορετικές συνθήκες πρόσληψης, μονιμότητας, υπηρεσιακής εξέλιξης και αποχώρησης, οι οποίες απορρέουν από τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ειδική υπηρεσιακή τους κατάσταση.
Το Δημόσιο τονίζει επίσης πως η επαναφορά των επιδομάτων θα επιφέρει μόνιμο δημοσιονομικό κόστος 1,37 δισ. ευρώ ετησίως, ή 1,55 δισ. ευρώ αν συνυπολογιστούν οι εργοδοτικές εισφορές. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι η διατήρηση της παρούσας κατάστασης είναι θεμιτή, εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και εντάσσεται στο πλαίσιο της εθνικής οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, που διαμορφώνεται βάσει των εκάστοτε δημοσιονομικών συνθηκών.
Αναφορικά με το άρθρο 31 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, το Δημόσιο διατείνεται ότι οι διατάξεις του ισχύουν μόνο όταν το κράτος εφαρμόζει το ενωσιακό δίκαιο και δεν καταλαμβάνουν ζητήματα που άπτονται αποκλειστικά της εσωτερικής πολιτικής, όπως η μισθολογική πολιτική. Τέλος, απορρίπτεται η ύπαρξη ατομικού δικαιώματος ή αγώγιμης αξίωσης επί του περιεχομένου του άρθρου 31 παρ. 1, εφόσον δεν προκύπτει συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση που να το θεμελιώνει.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας επιφυλάχθηκε να εκδώσει την απόφασή του, η οποία θα αφορά το σύνολο των μόνιμων δημοσίων υπαλλήλων της χώρας.
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
2ος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Η ύλη για 47.000 υποψήφιους ως 11/6 με τις λύσεις
Παν.Πατρών: Tο 1ο στην Ελλάδα Πανεπιστημιακό Πιστοποιητικό Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς
Πανεπιστήμιο Αιγαίου: Το κορυφαίο πρόγραμμα ειδικής αγωγής στην Ελλάδα - Αιτήσεις έως 11/6
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ