Thumbnail
Για το ταξίδι που δεν έγινε

Αλύγιστες υπογραφές
Αναμνήσεις μποφόρ από τη Μακρόνησο


Κυριακή πρωί, περασμένες επτάμισι και το πούλμαν ανέβαινε με ταχύτητα στη Μεσογείων με κατεύθυνση προς το Λαύριο. Στον δρόμο, θα παίρναμε κι άλλους. Το απότομο φρενάρισμα του οδηγού στη στάση, μόλις αντιλήφθηκε το σηκωμένο χέρι του ηλικιωμένου άνδρα, με έβγαλε από τις σκέψεις μου. Είστε για Μακρόνησο; τον ρώτησε ανοίγοντας την πόρτα. Ο ηλικιωμένος και η γυναίκα του έμειναν άλαλοι, κάνοντας ένα βήμα πίσω, κουνώντας αρνητικά το κεφάλι. Κάτι είχαν ακούσει για τη Μακρόνησο, και τώρα… λες να έγινε πραξικόπημα; Σκέψη είναι, δεν εμποδίζεται… Αυτοί εξάλλου δεν έκαναν τίποτα, μόνο το πούλμαν για μπάνιο στο Σχινιά περίμεναν…
Σε λίγο στο Λαύριο καθάρισε η ατμόσφαιρα. Το βαπόρι περίμενε με αναμμένες τις μηχανές. Επιβιβαστήκαμε. Κόσμος πολύς, λαός, όλοι για τη Μακρόνησο στην ετήσια επίσκεψη του άνυδρου τόπου που πριν από 68 χρόνια ποτίστηκε με τα δάκρυα και το αίμα των «αμετανόητων» αγωνιστών.
Η αστική τάξη της χώρας, έχοντας πάντα το πάνω χέρι στον τόπο, και με συμμάχους τους ξένους δυνάστες, αφού «καθάρισε» τους αγωνιστές του ’21, κρατάει την εξουσία για πάρτη της, στέλνοντας τους πατριώτες και αριστερούς στα ξερονήσια, κατά περιόδους και με δόσεις, για να ξεμπερδέψει από ισότητες και κομμουνισμούς. Και η προσπάθεια συνεχίζεται.
Σε αυτή τη συνάντηση μνήμης φωνές ακούγονται από παντού, βλέμματα διασταυρώνονται, παιδιά ανεβοκατεβαίνουν τις σκάλες του πλοίου, ηλικιωμένοι καθισμένοι σε πλαστικές καρέκλες του σήμερα, μαρτυρούν με την παρουσία τους τις αιματοβαμμένες σελίδες της σύγχρονης ιστορίας. Ανέβηκα στο επάνω κατάστρωμα για το πρώτο αγνάντεμα. Με τη ματιά άπληστη να θέλει να τα συμπεριλάβει όλα, κινήθηκα σε διάφορους χώρους και κρατούσα τις εικόνες μία μία. Ξανοιχτήκαμε. Ο ήλιος «χτυπούσε» παρότι πρωινός, αρχές Ιουνίου βλέπεις, στριμώχτηκα σ’ έναν ίσκιο έχοντας το κάτω μέρος του πλοίου υπό την εποπτεία μου.    
Δεν άργησα να τον ξεχωρίσω. Καθόταν μόνος του στην άκρη του πάγκου. Ακίνητος. Λεπτός, με κάτασπρα μαλλιά, μαλλιά της γνώσης χρώμα που ανέμιζε ο αγέρας στα ζερβά… Στηριζόταν σε ένα μπαστούνι, αν όμως τον παρατηρούσες προσεκτικά θα έβλεπες ότι στηριζόταν στις θύμησες. Ξεχώριζε με το παγούρι στη μέση του… ερχόταν από μακριά.
Κατάχαμα στριμωχτά, ο ένας δίπλα στον άλλο, καλοκαίρι του 1947, τους ρίξανε στο καΐκι φρουρούμενους, από το Λαύριο με προορισμό το Μακρονήσι. Μόλις ξεπρόβαλλε καθαρό το τοπίο, στεγνό και διψασμένο, σηκώθηκαν και κοίταξαν ασυναίσθητα πίσω, με τρόμο γι’ αυτό που τους περίμενε.
Αυτός, ίδιος κι απαράλλαχτος, όπως και το ’47. Έστεκε μπροστά μου, άνδρας μετρίου αναστήματος, ευθυτενής στις ιδέες της Αντίστασης, τότε «με μαλλιά σγουρά, μαλλιά κοράκου χρώμα, που ανέμιζε ο αγέρας στα ζερβά», σιγοψιθύριζε μέσα του, κι έβραζε, διώχνοντας την παγωνιά εκείνου του πρωινού.
Φτάσαμε σχετικά γρήγορα, το πλήθος ανυπόμονο και ορμητικό χύθηκε στο νησί, περιμένοντας ίσως κάτι πιο εντυπωσιακό στο τοπίο. Η εικόνα σκληρή και κακοτράχαλη στο δρόμο της αναζήτησης της ιστορίας. Η Μακρόνησος ίδια, τότε και τώρα, σαν την αλήθεια, γυμνή, χωρίς φτιασιδώματα, απ’ άκρη σ’ άκρη γεμάτη ψυχές-πεταλούδες, στέκει εκεί, μονάχη κι έρημη, μαρτυρία στο διάβα του χρόνου, ανοιχτή ακόμα πληγή για τους ηλικιωμένους πια μακρονησιώτες εξόριστους. Οι έχοντες γνώση βάδιζαν μπροστά, χαράσσοντας την πορεία προς τα επάνω, στους Φούρνους και προς το Μνημείο.
Εκείνος μπροστά μου. Δεν τον άφηνα από τα μάτια μου. Στηριζόμενος πάνω στο μπαστούνι του ανέβαινε. Στάθηκε για λίγο, ανασήκωσε τους ώμους, αγκάλιασε με τη ματιά του ένα γύρο, κι ακολούθησε άλλη πορεία από αυτή των επισκεπτών. Βάδιζε βόρεια… όχι με τα πόδια, δυσκολευόταν, αλλά με την ψυχή. Ξεμάκρυνε και τον ακολουθούσα διακριτικά. Σιγά σιγά ψήλωνε, κι ανέβαινε, σαν κάτι να έψαχνε, είχε στόχο, καθώς φάνηκε. Σε απόσταση μεγάλη τον διέκρινα αρκετά ψηλά, να ξεχωρίζει και τον είδα να αλλάζει. Από κοντά του, έκπληκτη τον άκουσα να λέει: «Βόρεια πάμε καλά». Σε ερειπωμένο παλιό τοιχίο που ξεπρόβαλλε από το πουθενά, στάθηκε, και στηριγμένος έψαξε χώρο, ανάμεσα στα χαλάσματα και στα πουρνάρια, κάπου ανάμεσα στο 1947 και το 2015. Εδώ θα καθαρίσουμε και θα βγάλουμε τη νύχτα, έξω από τις σκηνές, ήταν η διαταγή. Αποκαμωμένος κάθισε στις πέτρες και το μπαστούνι έπεσε δίπλα.
Σήκωσα τα μάτια μου, ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά κι εμπόδιζε… Τούτο που είδα όμως, ήταν καθαρό. Ταράχτηκα! Συνάντησα τη ματιά του κι είχε απέραντη κούραση, αλλά και πείσμα. Τα μαλλιά του, πυκνά μαύρα τσουλούφια, που έσταζαν από ιδρώτα μετώπου νεαρού άνδρα, ανακατεύονταν με τα δάκρυα της ψυχής. Με κοίταξε και λύγισα, δεν μπόρεσα, ας με συγχωρέσει, του έκλεψα τη στιγμή, τη φυλάκισα στον φακό, τρανή απόδειξη της Μεταμόρφωσης πέρα και έξω από τον χρόνο. Συγκλονιστική και διαπεραστική κραυγή, με όλη τη δύναμη της φωνής του, ακούστηκε σε όλο το Μακρονήσι, ανοίγοντας ρωγμή στον χρόνο, σκεπάζοντας ακόμα και τα μεγάφωνα της τελετής κάτω στον χώρο του Μνημείου. Δεν υπογράφω …φασίστες, δεν υπογράφω!! Κι ο αντίλαλος την άπλωσε σε όλο το Μακρονήσι. Δεν υπογράφωωω!!! Την πήρανε οι πεταλούδες και από θυμάρι σε θυμάρι μοσχοβόλησε ο τόπος γενναιοψυχία κι αξιοπρέπεια. Οι βασανιστές τρόμαξαν, έκαναν πίσω. Ένας κατάλληλα εκπαιδευμένος Αλφαμίτης, γνωρίζοντας τα όρια της ανθεκτικότητας του σώματος, του τράβηξε το τσακισμένο από το ξύλο χέρι, και μουτζούρωσε μια κόλλα χαρτί. Και ήταν μουτζούρα, όχι υπογραφή, που μαύρισε όμως την ψυχή του αγωνιστή, αφήνοντάς του καημό.
Με τέτοια φρικτά βασανιστήρια η «Ελεύθερη Ελλάς» αναμόρφωνε στα «σύρματα» τις συνειδήσεις της αντίστασης, αγνοούσε όμως αυτό: η μεν σαρξ αδύναμη, κάποιες φορές, στη φάλαγγα, στην απομόνωση, στο μαρτύριο της πέτρας και της ορθοστασίας, στο τσουβάλιασμα και τη χαράδρα, στη δίψα και το σιδηρωτήριο, το Πνεύμα όμως αδούλωτο.

Ακόμα και οι υπογραφές που μπήκαν στα τάρταρα της Μακρονήσου ήταν αδύναμες να κάμψουν τους αγώνες και την Αντίσταση του Λαού.
Το σφύριγμα του πλοίου για την επιστροφή στο Λαύριο ήταν επίμονο. Ίσως ο καπετάνιος φοβόταν μη μείνει κάποιος στη Μακρόνησο, μόνος κι έρμος. Σε αρκετή απόσταση πίσω από τον κόσμο που βιαστικά εκινείτο προς το λιμανάκι, αρχίσαμε να κατηφορίζουμε, μπροστά ο Μακρονησιώτης και πίσω εγώ, που δεν έλεγα να συνέλθω. Τέτοια ψυχή και κοφτερή ματιά δεν είχα ξανασυναντήσει σε 90χρονο. Αμίλητη και σκεπτική έκανα το ταξίδι της επιστροφής. Από το κατάστρωμα του πλοίου διέκρινα μέχρι που τον έχασα από τα μάτια μου τον Μακρονησιώτη με την πέτρα στον ώμο και την υψωμένη γροθιά. Καταπλεύσαμε στο λιμάνι του Λαυρίου. Με κόπο τον πλησίασα και το μόνο που κατάφερα να του πω ήταν ότι θα του έστελνα τις φωτογραφίες. Στο χαρτί της εξορίας μού έδωσε τη διεύθυνση: Μακρόνησος 2015. Η Αντίσταση συνεχίζεται. Δεν υπογράφουμε!


Για το ταξίδι που δεν έγινε, 7-6-2015
Ανδριανή Στράνη

 

Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα

Αυτή την ελληνική λέξη μόνο ένας στους δέκα την λέει και την γράφει σωστά

Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 13/5

Ξεπεράστηκε κάθε όριο: Χιλιάδες παίρνουν online Proficiency σε 1 ημέρα ΧΩΡΙΣ προφορικά, ΧΩΡΙΣ έκθεση

ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ

2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη

Google news logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Google News Viber logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Viber

σχετικά άρθρα