aithousa_taksi
Σχολείο πολλών ταχυτήτων και νέοι ταξικοί αποκλεισμοί - Η κατεύθυνση της αντιεκπαιδευτικής πολιτικής

Το σχολείο (δομή, αναλυτικά προγράμματα, στόχοι) είναι όργανο της ταξικής κυριαρχίας. Εγχαράσσει την κυρίαρχη ιδεολογία στη συνείδηση της νέας γενιάς μέσω αναλυτικών προγραμμάτων, τυπικού τελετουργικού και της καθημερινής λειτουργίας του.

Αναπαράγει στους κόλπους του τη διαίρεση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας.

Το αστικό σχολείο στον καπιταλισμό υπηρετεί και αναπαράγει σ’ όλες τις εκφράσεις του το υπάρχον εκμεταλλευτικό σύστημα […].
Στοχεύει στην εξυπηρέτηση κι αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής μέσα από την εκπαίδευση(πρωταρχικά βέβαια αυτή η αναπαραγωγή γίνεται μέσα χώρους δουλειάς και στο οικονομικό πεδίο).Παρόλα αυτά διατηρεί ακόμα μια σχετική αυτονομία απέναντι στην ολοκληρωτική του άλωση από την αστική επίθεση. Αυτό είναι αποτέλεσμα των μεγάλων αγώνων των εκπαιδευτικών ( απεργίες 1988, 1990,1997, του ΑΣΕΠ το 1998, τους μαθητικούς αγώνες του 1990, το 2000 των δασκάλων το 2006 )

Αυτές οι επισημάνσεις είναι βασικές για να κατανοηθούν όλες οι αντιεκπαιδευτικές ρυθμίσεις ως πλευρές μιας ενιαίας στρατηγικής της κυβέρνησης για την εξυπηρέτηση του στόχου της που είναι η «εκπαίδευση της ημιμάθειας», ως δομικό χαρακτηριστικό του αστικού σχολείου με έναν εκπαιδευτικό απαξιωμένο οικονομικά και κοινωνικά. Χωρίς αυτό δεν θα μπορέσει η αστική τάξη να λειτουργήσει, καθώς θα αδυνατεί να υλοποιήσει τον σκοπό του σχολείου στα πλαίσια του καπιταλισμού, να εκπαιδεύσει αφενός κατάλληλα τη δική της νέα γενιά ως «συνέχεια του εαυτού της», […] αφετέρου δεν θα μπορεί να «εκπαιδεύσει» τη νέα γενιά της εργατικής τάξης, έτσι ώστε αυτή να γίνει ικανή και πρόθυμη για εκμετάλλευση.
Από την άλλη αναδεικνύονται οι δυνατότητες του εκπαιδευτικού κινήματος να παρέμβει στο πεδίο της εκπαίδευσης με βάση τον στόχο: 1) να ανεβάσει το συνολικό μορφωτικό επίπεδο του λαού και της νεολαίας, 2) να αμβλύνει τους ταξικούς φραγμούς στη μόρφωση, ώστε να δώσει περισσότερες δυνατότητες στα παιδιά των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων 3) να αποκαταστήσει το κύρος του εκπαιδευτικού και τον θεσμικό και κοινωνικό του ρόλο.

Η γραμμή που διατρέχει την κυρίαρχη εκπαιδευτική πολιτική είναι σαφής: εξετασιοκεντρισμός (Τράπεζα θεμάτων, Εθνικό Απολυτήριο), διοικητικό «σφίξιμο» (αξιολόγηση/ιεραρχία), διευρυμένα φίλτρα αποκλεισμού (ΕΒΕ), ποινικοποίηση της διαφωνίας (πειθαρχικά) οδηγούν σε ένα σχολείο πιο αγχωτικό, πιο ενταντικοποιημένο και λιγότερο δημοκρατικό. Μισθοί που δεν επιτρέπουν αναπνοή, «δεξιότητες» χωρίς ισχυρό γνωστικό σκελετό, δημογραφικό ως πρόσχημα για συγχωνεύσεις, αξιολόγηση-μηχανισμός συμμόρφωσης και κατηγοριοποίησης, διευθυντές-μάνατζερ, γραφειοκρατία που αφαιμάσσει το παιδαγωγικό έργο, «κατάρτιση» που μετατρέπεται σε νέο κανονιστικό φετίχ: αυτό είναι το παζλ της αντιεκπαιδευτικής πολιτικής. Θεσμικές διευκολύνσεις για ιδιωτικά ΑΕΙ και εξαγορές στην ιδιωτική εκπαίδευση. Φίλτρα και κόφτες (ΕΒΕ, Τράπεζα Θεμάτων, τυποποιημένες δοκιμασίες), που παράγουν κενές θέσεις στα δημόσια και ροές «πελατών» προς ιδιωτικούς παρόχους. Λογική αγοράς (δείκτες, κατατάξεις, «δεξιότητες»), που φέρνει εκδοτικούς ομίλους/πακέτα αξιολόγησης στο κέντρο της σχολικής καθημερινότητας. Δεν μιλάμε για «ουδέτερη μεταρρύθμιση», αλλά για συνεκτική πολιτική επιλογή που μετασχηματίζει την εκπαίδευση σε εμπόρευμα και βαθαίνει την ταξική διαστρωμάτωση. Οι ταξικοί φραγμοί δεν είναι «παράπλευρη απώλεια»· είναι αποτέλεσμα σχεδιασμού.

Συγκεκριμένα

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου , και των σχολικών μονάδων συνδέεται με τις ευρύτερες πολιτικές καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης της εκπαίδευσης που εφαρμόζονται διεθνώς , με την αλλαγή των σχέσεων εργασίας στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, αλλά και με τις ευρύτερες αλλαγές που προωθούνται στα σχολεία καθ’ υπόδειξη των διεθνών οργανισμών του ΟΟΣΑ, Παγκόσμιας Τράπεζας ,ΕΕ, όπως συμβαίνει με όλα τα κρίσιμα ζητήματα της εκπαίδευσης , τους σκοπούς της, τα αναλυτικά προγράμματα , τις εξετάσεις των μαθητών.

Ο ν. 4823/2021 εισάγει ένα αυστηρό πλαίσιο εσωτερικής ,εξωτερικής αξιολόγησης σχολικών μονάδων και ατομικής αξιολόγησης εκπαιδευτικών .Το μοντέλο μετατρέπει την παιδαγωγική σχέση σε λογιστική συμμόρφωσης , με πειθαρχικές απολήξεις. Επιβάλλει κουλτούρα επιτήρησης ,συμμόρφωσης, πειθάρχησης με ορατό και άμεσο κίνδυνο να πνιγεί κάθε παιδαγωγική πρωτοβουλία και να κατηγοριοποιηθούν σχολεία και εκπαιδευτικοί.

Εξαρχής εδραιώνει την αντίληψη ότι οι εκπαιδευτικοί είναι εκ προοιμίου ανεπαρκείς επιστημονικά και παιδαγωγικά εισάγοντας τη λογική της διαρκούς αμφισβήτησης τους με μοιραίο συνακόλουθο την επιτήρησή τους ,τον εξαναγκασμό τους ,τη χειραγώγηση του έργου τους και όλης της σχολικής ζωής.

Επιρρίπτει σ΄αυτούς την ευθύνη για την προβληματική κατάσταση των σχολείων, τις επιδόσεις των μαθητών , για όλα τα προβλήματα της εκπαίδευσης προκειμένου να αποκρυφθούν οι ευθύνες των κυβερνώντων.

Πρόκειται ωστόσο για μια αυθαίρετη διαδικασία , η οποία επιχειρεί να μετρήσει καθεμία από τις κατακερματισμένες πτυχές του έργου του ( προετοιμασία διδασκαλίας, ετοιμότητα ως προς το γνωστικό αντικείμενο ,διδακτική πρακτική, παιδαγωγικό κλίμα)και να τις κατατάξει στην ορισμένη βαθμολογική κλίμακα. Και είναι αυθαίρετη γιατί η διδασκαλία , το εκπαιδευτικό έργο δεν είναι ένα μετρήσιμο μέγεθος, δεν υπάρχει ένα μέτρο μέτρησής του. Οι σχολικοί σύμβουλοι και οι διευθυντές φυσικά δεν είναι παντογνώστες, αλλά αξιολογούν με βάση την προσωπική τους αντίληψη εξαναγκάζοντας τους εκπαιδευτικούς να εφαρμόσουν προδιαγεγραμμένες μεθόδους και ενέργειες.

Η αναπόφευκτη κατηγοριοποίηση των εκπαιδευτικών ενισχύει τον ανταγωνισμό μεταξύ τους, αποτρέπει τη συνεργασία τους και άρα τη δυνατότητα βελτίωσης του εκπαιδευτικού τους έργου. Δυσχεραίνεται το αίσθημα ένταξης στη σχολική του μονάδα, αυξάνεται το εργασιακό τους άγχος. Το έργο τους περιορίζεται σε εκτελεστικά καθήκοντα, χάνουν τον έλεγχο των συνθηκών εργασίας τους και κάθε είδους επιστημονική και παιδαγωγική ελευθερία. Μονοσήμαντα προσανατολίζονται στη συγκρότηση και προβολή ανταγωνιστικού προφίλ( γίνονται συλλέκτες προσόντων, τίτλων, πιστοποιητικών )αδιαφορούν για ό,τι απαιτεί μαθησιακή, ερευνητική προσπάθεια, προσηλώνονται στην τυπολατρεία, στην αναπαραγωγή κοινών τόπων. Αποφεύγουν οτιδήποτε δεν οδηγεί σε μετρήσιμα αποτελέσματα και προσανατολίζονται στην επίδειξη και προβολή εξωραισμένης εικόνας του σχολείου τους σε ένα εξόχως ανταγωνιστικό περιβάλλον που έχει ήδη διαμορφωθεί με την αυτοαξιολόγηση των σχολικών μονάδων, που σταδιακά τα κατηγοριοποιεί και τα οδηγεί στο να λειτουργούν ως επιχειρήσεις.

ΔΙΩΞΕΙΣ

Κυρίως μετά το 2024 βλέπουμε κλιμάκωση των πειθαρχικών διαδικασιών και εντεινόμενο αυταρχισμό απέναντι σε εκπαιδευτικούς που αντιστέκονται στην αξιολόγηση ή προβαίνουν σε συνδικαλιστικές παρεμβάσεις. Με απειλές ,διώξεις ,ΕΔΕ, πειθαρχικά, δυνητικές αργίες προχωρά στο χτύπημα της συνδικαλιστικής δράσης και του απεργιακού δικαιώματος. Χτυπά τη θεμελιώδη κατάκτηση του δημοσίου ,τη μονιμότητα. Όταν το δικαίωμα στη συνδικαλιστική έκφραση συναντά πειθαρχικούς φακέλους , το μήνυμα εξακτινώνεται σε όλο το σχολείο. Οι πειθαρχικές διώξεις που παίρνουν τη μορφή χιονοστιβάδας αποτελούν έκφραση του ευρύτερου κλίματος τρομοκρατίας, ποινικοποίησης της συνδικαλιστικής δράσης , υποταγής του εκπαιδευτικού και του ευρύτερου συνδικαλιστικού κινήματος στις κρατικές επιλογές. Το νέο πειθαρχικό δίκαιο έρχεται να θωρακίσει ακόμα περισσότερο το αστικό κράτος απέναντι στο συνδικαλιστικό κίνημα στον δημόσιο τομέα, να δημιουργήσει νέους αυταρχικούς μηχανισμούς καταστολής και τρομοκράτησης , με σκοπό να καταπνίξει κάθε φωνή αντίστασης απέναντι στην κυρίαρχη πολιτική, καθώς θα αντιμετωπίζεται ως κακούργημα. Μάλιστα και η ίδια διαφωνία απέναντι στην κυβερνητική πολιτική θεωρείται ιδιώνυμο αδίκημα.

Βασικό εργαλείο που έχει απομείνει στην κυβέρνηση της ΝΔ για την επιβολή της πολιτικής της είναι ο αυταρχισμός, η τρομοκρατία και η καταστολή. Και είναι χαρακτηριστική η πολιτική απόφαση χτυπήματος ακόμη και 7χρονων μαθητών με γκλομπ και χημικά έξω από την ΔΙΠΕ Α’ Αθήνας. Πρόκειται για ένα ακόμη βήμα στην πολιτική της καταστολής στην οποία όλο και πιο συχνά καταφεύγει η κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει το εκπαιδευτικό κίνημα.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ

Απόλυτος είναι ο κατήφορος στα οικονομικά του κλάδου. Η κυβερνητική πολιτική καταδικάζει τους εκπαιδευτικούς με μισθούς και συντάξεις φτώχειας επιχειρεί την εξαπάτησή τους με γλίσχρα επιδόματα που τα αποκαλεί αυξήσεις , αντί για γενναίες αυξήσεις και επιστροφή του 13ου, 14ου μισθού. Για πολλούς νεοδιόριστους ο μισθός φθάνει για ένα 15ημερο, ειδικά σε περιοχές με εκρηκτικό κόστος στέγασης /μετακίνησης. Το αποτέλεσμα είναι κύματα παραιτήσεων , άδειες άνευ αποδοχών και διαρκής οικονομική επισφάλεια ,που στραγγίζει το σχολείο από έμπειρους ανθρώπους . Όταν ο/η εκπαιδευτικός παλεύει να πληρώσει το ενοίκιο του και να βγάλει τον μήνα , ο χρόνος και η ενέργεια για ποιοτική προετοιμασία , ανατροφοδότηση και φροντίδα της τάξης εξανεμίζονται.

Σταθερή είναι η πολιτική των περικοπών: ψηφιακό σχολείο, ψηφιακό φροντιστήριο, καταργήσεις-συγχωνεύσεις τμημάτων, υποχρεωτικές υπερωρίες για τους εκπαιδευτικούς, ώστε να καλυφθούν τα κενά.

Ο εκπαιδευτικός και το έργο του απαξιώνονται. Η απαξίωση του εκπαιδευτικού επαγγέλματος ασφαλώς δεν είναι ένα τυχαίο φαινόμενο. Συνδέεται με τη νεοφιλελεύθερη μετατόπιση των εκπαιδευτικών πολιτικών, που αντιμετωπίζουν την εκπαίδευση ως μηχανισμό παραγωγής ανθρώπινου κεφαλαίου και τον εκπαιδευτικό ως απλό τεχνικό της μάθησης. Ο δάσκαλος παύει να είναι διανοούμενος της πράξης και μετατρέπεται σε διαχειριστή οδηγιών, σε εκτελεστή προκαθορισμένων προγραμμάτων, χωρίς ουσιαστική παιδαγωγική αυτονομία και χωρίς δυνατότητα δημιουργικής παρέμβασης. Η απομείωση αυτή του ρόλου του οδηγεί αναπόφευκτα σε χαμηλό κοινωνικό κύρος, περιορισμένο επαγγελματικό κύρος και μειωμένη ελκυστικότητα του επαγγέλματος.

Είναι θέμα ουσίας η οικονομική αναβάθμιση των εκπαιδευτικών, με γενναίες αυξήσεις στον μισθό των νεοδιόριστων και αντίστοιχες σε όλα τα κλιμάκια. Επιστροφή έντοκη των κομμένων μισθών και δώρων, μέτρα ουσιαστικά –διαρθρωτικά κατά της ακρίβειας, κατάργηση του ενιαίου μισθολογίου για να υπάρξουν ουσιαστικές αυξήσεις στους εκπαιδευτικούς, κατάργηση του ν.2738/99 με την παρωδία διαπραγματεύσεων για Συλλογική Σύμβαση Εργασίας ,κατοχύρωση γνήσιας κλαδικής ΣΣΕ εφ΄όλης της ύλης ( μισθός, σύνταξη, εργασία, κοιν.ασφάλιση, διορισμοί), κατάργηση των αντιασφαλιστικών νόμων (Κατρούγκαλου, Βρούτση κτλ).

Με ένα νομοθετικό ράλι, η κυβέρνηση της ΝΔ -η οποία τους τελευταίους μήνες έχει μπει σε φάση κρίσης – επιχειρεί να «τελειώσει» με τις αντιδραστικές τομές σε όλες τις βαθμίδες και τους κλάδους της δημόσιας εκπαίδευσης. Επιταχύνει τις διαδικασίες για την επιβολή του «Εθνικού Απολυτηρίου», προχωράει τις Επαγγελματικές Ακαδημίες, εδραιώνει με εγκυκλίους όλο το αντιεκπαιδευτικό της πλαίσιο από την τεχνική εκπαίδευση και την ειδική αγωγή, μέχρι την αξιολόγηση και την κατηγοριοποίηση των σχολείων. Σταθερός στόχος ένα όλο και πιο ταξικό και κατηγοριοποιημένο σχολείο με τους εκπαιδευτικούς σκυφτούς, πειθαρχημένους και φτωχούς.

Ήδη είναι σε εφαρμογή σκληροί ταξικοί φραγμοί της τράπεζας θεμάτων , της ΕΒΕ και επιλογές απαξίωσης του δημόσιου σχολείου. Η τράπεζα θεμάτων που διαρκώς επικαιροποιείται αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο διαβάζουν οι μαθητές και «λογοδοτούν» οι εκπαιδευτικοί. Επιτάσσει τη στοίχιση της σχολικής ζωής στον ρυθμό μιας εξωτερικής βάσης θεμάτων. Υπονομεύει τη διαφοροποίηση της διδασκαλίας και τη δημιουργική μάθηση , λειτουργεί ως εργαλείο απόρριψης και πειθάρχησης σε συνδυασμό με μια εξεταστικοκεντρική ύλη και ασφυκτικά ωρολόγια προγράμματα.

Η ΕΒΕ λειτουργεί ως κόφτης που σπρώχνει χιλιάδες νέους εκτός δημόσιου πανεπιστημίου με άνισες επιπτώσεις ανά κοινωνικό υπόβαθρο και περιοχή.Ο Ν. 4692/2020 επέκτεινε και θωράκισε το καθεστώς των Πρότυπων /Πειραματικών σχολείων . Πρόκειται για άξονα ΄΄αγοράς΄΄ στο δημόσιο σχολείο που εισάγει ανταγωνισμό μεταξύ των σχολείων , εσωτερικές ανισότητες, καλλιεργεί ΄΄πίστες δυο ταχυτήτων΄΄ και διολισθαίνει στη λογική της πελατείας /επιχειρησιακών δεικτών. Από φέτος προστέθηκαν και τα μισοιδιωτικοποιημένα Ωνάσεια ,αποστερώντας επιπλέον πολλούς μαθητές από το σχολείο της γειτονιάς.

Το Εθνικό Απολυτήριο δεν θα είναι ούτε μοναδικός ούτε ενιαίος τρόπος εισαγωγής στα δημόσια και στα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Ήδη με το Διεθνές Απολυτήριο, IB (Μπακαλορεά) και την καθιέρωση διαφοροποιημένης φοίτησης, οι μαθητές θα έχουν πρόσβαση στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, αλλά και δυνατότητα στα δημόσια, χωρίς να υποβληθούν στη διαδικασία των πανελλαδικών εξετάσεων. Παράλληλα συζητούν το ενδεχόμενο για ένα διπλό σύστημα εισαγωγής (μέσω απολυτηρίου ή πανελλαδικών) στα ΑΕΙ, αυτών που η εισαγωγή θα γίνεται με το Εθνικό Απολυτήριο (χαμηλής ζήτησης) και εκείνων με τις extra εξετάσεις (υψηλής ζήτησης )οδηγώντας σε κατηγοριοποίηση μαθητών και σχολείων και διεύρυνση των ταξικών φραγμών.

Η σκληρή εφαρμογή της Τράπεζας Θεμάτων και οι επιδόσεις των μαθητών θα αποτελούν τα μετρήσιμα μαθησιακά αποτελέσματα για την αξιολόγηση εκπαιδευτικών και σχολείων, με τα οποία θα συναρτάται η κατηγοριοποίηση και η χρηματοδότησή τους, σύμφωνα και με τις οδηγίες του ΟΟΣΑ.

Η «αντικειμενική» αξιολόγηση των σχολικών μονάδων και των εκπαιδευτικών με βασικό εργαλείο τις επιδόσεις των μαθητών τους θα οδηγήσει στην αποδυνάμωση των Δημόσιων σχολείων, κύρια στις οικονομικά υποβαθμισμένες περιοχές, που θα είναι ιδιαίτερα μεγάλη.

Η ευθύνη της πολιτικής υποβάθμισης της δημόσιας παιδείας θα επιρρίπτεται στους εκπαιδευτικούς. Οι επιδόσεις των μαθητών θα εργαλειοποιηθούν για την άσκηση πίεσης στους εκπαιδευτικούς να μην «διευκολύνουν» μέσω της βαθμολογίας την προαγωγή των μαθητών.

Συνδεδεμένη με τις εξετάσεις και τους δείκτες μέτρησης των μαθησιακών αποτελεσμάτων, είναι η γονεϊκή «επιλογή» σχολείου και τα vouchers, όπου στην πραγματικότητα τα σχολεία θα επιλέγουν μαθητές,, προκειμένου να διατηρήσουν υψηλά standards και υψηλή θέση στην κατάταξη των αξιολογικών πινάκων, από τα οποία θα εξαρτάται η επιβίωση τους και οι εργασιακές σχέσεις ων εκπαιδευτικών.

Η θέσπιση του Εθνικού Απολυτηρίου είναι μεγάλο δώρο, στους ιδιοκτήτες των ιδιωτικών πανεπιστημίων, καθώς θα διευκολύνει τους όρους εισόδου σε αυτά, μαζί με τα δίδακτρα που θα πληρώνουν οι πελάτες τους.

Τεράστια επιχείρηση στήνεται, επίσης για τις επιχειρήσεις και «έγκυρους και αξιόπιστους οργανισμούς» που θα αναλαμβάνουν τα θέματα, τη διεξαγωγή, τη διόρθωση των τυποποιημένων εξετάσεων, απομυζώντας τεράστια κονδύλια δημοσίου χρήματος. Σε χώρες, όπως η Αγγλία και η Αμερική είναι μια από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις.

ΠΟΛΛΑΠΛΟ ΒΙΒΛΙΟ-ΨΗΦΙΑΚΟ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ

Η κυβέρνηση προβάλλει δυο ναυαρχίδες α) το πολλαπλό βιβλίο του οποίου η γενικευμένη εφαρμογή μετατίθεται για το 2027-28, β) το ψηφιακό φροντιστήριο. Ορατός είναι ο κίνδυνος ΄΄εξωτερίκευσης ΄΄της διδασκαλίας σε πλατφόρμες και εκδοτικά πακέτα , με υποβάθμιση της παιδαγωγικής ελευθερίας.

Το ΥΠΑΙΘΑ έχει προχωρήσει εδώ και τρία χρόνια στην συγγραφή των νέων Αναλυτικών Προγραμμάτων, τα οποία συνάντησαν σφοδρή κριτική και αντιδράσεις. Εκπονήθηκαν, δε, χωρίς την παραμικρή διαβούλευση με τους εκπαιδευτικούς και τις επιστημονικές ενώσεις. Στη βάση των νέων αναλυτικών προγραμμάτων, το ΥΠΑΙΘΑ ετοιμάζεται να εισάγει τα νέα σχολικά εγχειρίδια, τα οποία θα είναι περισσότερα από ένα για κάθε μάθημα (το λεγόμενο “πολλαπλό βιβλίο”). Στην ουσία αυτό που θα γίνει είναι η δημιουργία πολλών κατηγοριών διδακτικών βιβλίων, για κάθε τύπο και προφίλ σχολείου, ανάλογα τελικά με το κοινωνικό-οικονομικό υπόβαθρο των μαθητών του κάθε σχολείου, που εξαρτάται φυσικά και από την περιοχή που εδρεύει το σχολείο. Ουσιαστικά λοιπόν οι εκπαιδευτικοί και οι σύλλογοι διδασκόντων θα κληθούν να κατατάξουν οι ίδιοι τους μαθητές τους.

Αντικειμενικά, και μέσα από την επιλογή βιβλίου γίνεται ένα ακόμα βήμα στη διάσπαση του ενιαίου χαρακτήρα της εκπαίδευσης, στη δημιουργία σχολείων πολλών ταχυτήτων, όπως άλλωστε έχει διακηρύξει σαν στόχο η κυβέρνηση (“πολυτυπία”), η Ε.Ε., ο ΟΟΣΑ. Τα “καλά” σχολεία, θα μπορούν σε μια πορεία να επιλέγουν, εκτός από πελάτες-μαθητές (βλέπε σχέδια για ελεύθερη επιλογή σχολείου) και τα βιβλία πιο υψηλών απαιτήσεων και δυσκολίας. Τα άλλα, αυτά που θα περιέχουν πιο στοιχειώδεις γνώσεις, πιο επιφανειακή κάλυψη της ύλης. Η επιλογή των βιβλίων από τον Σύλλογο Διδασκόντων αυτόματα θα λειτουργεί και σαν στοιχείο χαρακτηρισμού και κατάταξης του σχολείου. Κάτι που έχει συμβεί στο Αγγλοσαξονικό Σύστημα.

ΝΕΑ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ

Έχουμε την προσπάθεια μετατόπισης από τη σφαιρική γνώση σε ένα «μενού δεξιοτήτων» και μικροπροσόντων. Η γλώσσα των «χρήσιμων» δεξιοτήτων συνοδεύεται από τον υποβιβασμό του ρόλου των εκπαιδευτικών σε «facilitator» και την εξώθηση της γενικής μόρφωσης στο περιθώριο. Το σχολείο κινδυνεύει να χάσει βάθος, ιστορικότητα, εννοιολογικό ιστό. Στη γραμμή ΟΟΣΑ η μετατόπιση προς το «σχολείο των δεξιοτήτων» παρουσιάζεται ως εκσυγχρονισμός (η διεθνής και ελληνική PISA λειτουργεί ως δούρειος ίππος προς σ αυτή την κατεύθυνση). Πρόκειται για πολιτική με ιστορικό βάθος (από τα μνημόνια )που υποβαθμίζει το μορφωτικό περιεχόμενο , ευνοεί την κατακερματισμένη κατάρτιση και συνδέει το σχολείο με βραχυπρόθεσμες ανάγκες της αγοράς. Η γνώση υποχωρεί μπροστά στη «χρησιμότητα» με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις ανισότητες.

Η κυβέρνηση, το υπουργείο «Παιδείας», οι επιτελείς τους ΕΕ, ΣΕΒ, ΟΟΣΑ γνωρίζουν ότι η γνώση είναι δύναμη και επιχειρούν να την εξοστρακίσουν διά παντός από το ελληνικό σχολειό. Τα νέα προγράμματα σπουδών, με κέντρο τις ήπιες δεξιότητες και τον τεχνοκρατισμό βάζουν ταφόπλακα στην ουσιαστική και σε βάθος διδασκαλία επιστημονικών αντικειμένων, αναγκαίων για να κατανοήσουν οι μαθητές/τριες τον κόσμο και να μπορούν να τον αλλάξουν προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας. Στο ίδιο πλαίσιο μοριοδοτούνται δράσεις και όμιλοι που συνιστούν συνάμα και κριτήρια αξιολόγησης σχολείων και εκπαιδευτικών.

Στο ήδη καθημαγμένο σώμα της λυκειακής βαθμίδας απλώνουν την απόλυτη έρημο, τόσο για τα μορφωτικά δικαιώματα των μαθητών και το μέλλον τους, όσο και για τα εργασιακά δικαιώματα των εκπαιδευτικών. Γιατί οι αλλαγές επιφυλάσσουν εκρηκτικά πλεονάσματα σε όλες τις ειδικότητες και αναγκαστική κινητικότητα.

Είναι η δεύτερη προσπάθεια, μετά τη μεταρρύθμιση Αρσένη το 1997, για την απόλυτη συρρίκνωση του Λυκείου που θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε συγχωνεύσεις και καταργήσεις σχολικών μονάδων. Το Λύκειο στην πραγματικότητα δεν διαμορφώνεται απλά για λίγους και εκλεκτούς, δεν θα υπάρχει πια! Τη θέση του παίρνει το «αέναο κυνήγι» των βαθμών μέσω ατομικών διαδρομών με προφανή πια τα αρνητικά μορφωτικά και κοινωνικά αποτελέσματα για τους μαθητές.

Με τη συρρίκνωση του Λυκείου επιδιώκουν να υλοποιήσουν αυτό που δεν κατάφεραν Αρσένης –Διαμαντοπούλου – Αρβανιτόπουλος, τη στροφή των μαθητών σε μια επαγγελματική εκπαίδευση που όλο και περισσότερο θα κυριαρχεί η κατάρτιση και μαθητεία, για την παραγωγή αναλώσιμων, ευέλικτων εργαζόμενων προς εκμετάλλευση από επιχειρήσεις και βιομήχανους.

Oι εκπαιδευτικοί αποτελούν τον θεμέλιο λίθο κάθε κοινωνίας, καθώς είναι οι «παραγωγοί των παραγωγών», εκείνοι που προετοιμάζουν και διαμορφώνουν τις γενιές των επαγγελματιών, των επιστημόνων και των πολιτών. Είναι επιφορτισμένοι με το καθήκον να μεταδίδουν γνώσεις, να καλλιεργούν ικανότητες, να διαπαιδαγωγούν τις προσωπικότητες των μαθητών τους, να διαμορφώνουν αρχές συμπεριφοράς, στάσεις και ιδανικά. Παρά το γεγονός αυτό, ο θεσμικός και κοινωνικός τους ρόλος, αν και αναγνωρισμένος σε θεωρητικό επίπεδο, εξακολουθεί να παραμένει υποτιμημένος στις περισσότερες χώρες, τόσο από άποψη κύρους όσο και από άποψη υλικής και ηθικής ανταμοιβής. Η αντίφαση αυτή αποκαλύπτει ένα βαθύτατο έλλειμμα εκπαιδευτικής πολιτικής και κοινωνικής συνείδησης: ενώ όλοι παραδέχονται ότι η εκπαίδευση είναι το θεμέλιο της ανάπτυξης, ελάχιστα γίνονται για να στηριχθεί ο άνθρωπος που τη φέρει στις πλάτες του. Οτιδήποτε διαμορφώνει συνθήκες και σχέσεις που ακυρώνουν την προσωπικότητα τους , αποσταθεροποιεί τις συνθήκες εργασίες τους , επιφέρει την αλλοτρίωσή τους από το έργο τους .

Το εκπαιδευτικό κίνημα οφείλει με τους αγώνες του να αντιστρέψει αυτή την κατάσταση και να επαναθεμελιώσει το επάγγελμα του εκπαιδευτικού πάνω σε τρεις αρχές: αυτονομία, αναγνώριση και επαγγελματική ανάπτυξη. Πρώτον, χρειάζεται ο επαναπροσδιορισμός του επαγγελματικού ρόλου του εκπαιδευτικό ως επιστήμονα της γνώσης και ως κοινωνικού λειτουργού της δημοκρατίας. Η παιδαγωγική αυτονομία δεν είναι προνόμιο, αλλά προϋπόθεση ποιότητας. Χωρίς την ελευθερία να επιλέγει μεθόδους, να σχεδιάζει μαθήματα και να συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωση των αναλυτικών προγραμμάτων, ο εκπαιδευτικός δεν μπορεί να ανταποκριθεί στον ρόλο του ως διαμορφωτή πολιτών με κριτική σκέψη.

Ο αγώνας των εκπαιδευτικών ενάντια στην αξιολόγηση και γενικότερα ενάντια στις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις στην εκπαίδευση είναι θεμελιώδους σημασίας. Ο αγώνας αυτός αφορά τη διασφάλιση των επαγγελματικών τους δικαιωμάτων, την αντίσταση στις πολιτικές που οδηγούν στην εργασιακή τους επισφάλεια και στην αυταρχική διεύθυνσή τους από γραφειοκρατικούς μηχανισμούς ,στην ποινικοποίηση των αγώνων τους.

Διεκδικούν ένα συνεκτικό και θεσμικά κατοχυρωμένο σύστημα διαρκούς επιμόρφωσης. Η επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών δεν μπορεί να επαφίεται στην ατομική πρωτοβουλία ή στην αποσπασματική παρακολούθηση σεμιναρίων, αλλά να ενταχθεί στα προγράμματα των δημόσιων πανεπιστημίων αντίστοιχα των μεταπτυχιακών με έμφαση στην εκπαιδευτική έρευνα και στην καλλιέργεια των ερευνητικών ικανοτήτων.

Η οικονομική και θεσμική αναγνώριση του έργου των εκπαιδευτικών είναι ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης και αναπτυξιακής λογικής. Οι αμοιβές και οι συνθήκες εργασίας τους πρέπει να αντανακλούν τη βαρύτητα του ρόλου τους. Η Πολιτεία οφείλει να θεσπίσει αξιοπρεπές μισθολόγιο, επαρκείς πόρους για σχολικές μονάδες και υποστηρικτικές δομές, αλλά και να διασφαλίσει χρόνο για προετοιμασία, συνεργασία και αναστοχασμό. Η επένδυση στους εκπαιδευτικούς δεν είναι δαπάνη, είναι η πιο σταθερή επένδυση στην κοινωνική ανάπτυξη.

Παράλληλα, η κοινωνία χρειάζεται να ανακτήσει την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό προς τους εκπαιδευτικούς. Η εκπαιδευτική πολιτική πρέπει να επιδιώξει την ενίσχυση του κοινωνικού κύρους του εκπαιδευτικού λειτουργού μέσα από δράσεις δημόσιας προβολής, αναγνώρισης του έργου του και ενίσχυσης της σχέσης σχολείου – κοινότητας. Ο εκπαιδευτικός δεν είναι απλώς φορέας γνώσης, αλλά πολιτιστικός μεσολαβητής και θεματοφύλακας αξιών .

Χωρίς εκπαιδευτικούς με κύρος, αυτονομία και παιδαγωγική ελευθερία, καμία μεταρρύθμιση δεν μπορεί να αποδώσει. Ο εκπαιδευτικός είναι ο φορέας που μετατρέπει τους στόχους της εκπαίδευσης σε πράξη· είναι ο κρίκος που συνδέει τη γνώση με τον άνθρωπο. Αν η Πολιτεία θέλει σχολεία δημιουργικά, μαθητές σκεπτόμενους και κοινωνία δημοκρατική, οφείλει να επενδύσει σε εκείνον που διδάσκει, εμπνέει και μορφώνει. Η αποκατάσταση του κύρους του εκπαιδευτικού δεν είναι πράξη συμβολική, είναι πράξη πολιτικής ευθύνης και προϋπόθεση για κάθε κοινωνία που φιλοδοξεί να είναι μορφωμένη, δίκαιη και ανθρώπινη.

Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα

Black Friday σε μοριοδοτούμενα σεμινάρια και Πιστοποιήσεις Ξένων Γλωσσών για έξτρα 20 μόρια

Παν.Πατρών: Tο 1ο στην Ελλάδα Πανεπιστημιακό Πιστοποιητικό ΤΕΧΝΗΤΗΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ για εκπαιδευτικούς

Πανεπιστήμιο Αιγαίου: Το κορυφαίο πρόγραμμα ειδικής αγωγής στην Ελλάδα - Αιτήσεις έως 24/11

Μοριοδοτούμενο σεμινάριο Ειδικής Αγωγής Πανεπιστημίου Πατρών με μόνο 60 ευρώ 

Google news logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Google News Viber logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Viber

σχετικά άρθρα

ταξη
Αυτοί οι εκπαιδευτικοί από 1/1/2026 δικαιούνται 2 επιπλέον Μισθολογικά Κλιμάκια
Μισθολογική Αναγνώριση από 1/1/2026: Τι αλλάζει – Ο πλήρης οδηγός για εκπαιδευτικούς και δημοσίους υπαλλήλους
Αυτοί οι εκπαιδευτικοί από 1/1/2026 δικαιούνται 2 επιπλέον Μισθολογικά Κλιμάκια
aithousa_taksi
«Εκπαίδευση της ημιμάθειας» και απαξιωμένος εκπαιδευτικός, η στρατηγική της κυβέρνησης
Σχολείο πολλών ταχυτήτων και νέοι ταξικοί αποκλεισμοί - Η κατεύθυνση της αντιεκπαιδευτικής πολιτικής
«Εκπαίδευση της ημιμάθειας» και απαξιωμένος εκπαιδευτικός, η στρατηγική της κυβέρνησης