Στις μέρες μας, θα ξάφνιαζε, αν κάποιος ξαφνιαζόταν με την παραδοχή ότι η αστική αυθαιρεσία και η πραξικοπηματική κυβερνητική ξεδιαντροπιά αποτελούν μόνιμα πλέον στοιχεία της πολιτικής και κοινωνικής ζωής του τόπου. Αντίθετα, μάλιστα, η περιοδικότητα της εμφάνισής τους μας απαλλάσσει από οποιαδήποτε μέριμνα επιχειρηματολογίας περί της ορθότητας της παραπάνω διαπίστωσης. Στο ίδιο πλαίσιο, εμφανίζεται τελευταία, ολοένα συχνότερα, ένας δήθεν προβληματισμός σχετικά με το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας.
Προφανώς, το ίδιο ζήτημα απασχόλησε σταθερά τους τελευταίους δύο, μπορεί και τρεις, αιώνες τα επιτελεία των αστικοτσιφλικάδικων κυβερνήσεων που διαδέχθηκαν η μία την άλλη στο μεγάλο φαγοπότι που τους εξασφάλιζε η διακυβέρνηση του τόπου.
Εικάζω ότι ποικιλία μέτρων και ακόμη μεγαλύτερη ποικιλία προτάσεων απασχόλησαν ενίοτε την επικαιρότητα, «συγκλονίζοντας» το πανελλήνιο με την επιστημονικοφάνεια και την «ειδημοσύνη» των εκάστοτε κυβερνητικών επιτελείων που επωμίστηκαν την ανάλυση και καταπολέμηση του προβλήματος της υπογεννητικότητας στην Ελλάδα.
Ωστόσο, ο παρονομαστής παρέμεινε κοινός και το πρόβλημα απέκτησε σταθερά και σχεδόν μεταφυσικά χαρακτηριστικά, σε σημείο, μάλιστα, που νιώθουμε ευτυχείς που η διαχρονικότητά του δεν άφησε υπόνοιες για μια, τρόπον τινά, συλλογική στειρότητα, ικανή να στιγματίσει άπαξ διά παντός τον εσαεί ταλαίπωρο, αλλά ιδιαίτερα περήφανο για τις γενετήσιες επιδόσεις του, γηγενή μας πληθυσμό.
Βέβαια, η προσφιλής πρακτική αντιμετώπισης των κοινωνικών προβλημάτων από την άρχουσα τάξη ως φυσικών φαινομένων που προέκυψαν ξαφνικά και ζητούν επιτακτικά αναλυτικές περιγραφές με στρεβλή κατεύθυνση και αποκρυμμένες τις περιεχόμενες σχέσεις τους με άλλες διαστάσεις της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, προτρέπει τον λαό στην εξοικείωσή του με αυτά και στην πρόσληψή τους ως δυσεπίλυτων καταστάσεων για την εμφάνιση των οποίων φέρει ο ίδιος την κύρια -αν όχι τη μοναδική- ευθύνη.
Έτσι, λοιπόν, σχεδόν νομοτελειακά, παρουσιάζεται το δημογραφικό ως πρόβλημα που δημιουργείται από την ανωριμότητα των νέων μας, από τη δική τους εκτροπή από τη φυσική, κατά τα άλλα, αποστολή τους για διαιώνιση του είδους, τη δική τους αποξένωση από παραδοσιακούς θεσμούς, όπως η οικογένεια, η πατρίδα, το έθνος κ.τ.ό.
Καταλήγουν οι «ειδήμονες» να δαιμονοποιούν ακόμη και την επένδυση της νεολαίας σε σπουδές, οι οποίες τελικά ροκανίζουν την αναπαραγωγική ηλικία των νεαρών κοριτσιών και αγοριών και παρατείνουν την απόφαση για δημιουργία οικογένειας. Ακόμη και όταν υπεισέρχονται στη συζήτηση οικονομικοί ή ποικίλοι άλλοι κοινωνικοί παράγοντες, στο τέλος της ημέρας παραμένει να ευθύνεται η νεολαία και όχι το ευρύτερο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο καλείται αυτή, κατ’ αρχήν, να επιβιώσει και, σε δεύτερο χρόνο, να δημιουργήσει. Άλλωστε, όπως λέγεται συχνά, φτωχοί ήταν και πολλοί από τους προγόνους μας, αλλά δεν ξεχνούσαν να παντρευτούν και να τεκνοποιήσουν…
Στο ίδιο πάντα πλαίσιο, η σημερινή κυβέρνηση αρέσκεται στην κατάδειξη του δημογραφικού προβλήματος και την περιγραφή του ως κατάσταση και όχι ως δυναμική διαδικασία. Αναφέρεται σε αυτό σαν να μην κυβερνά η ίδια και, κατά την προσφιλή της τακτική, μετακυλίει τις ευθύνες στις πλάτες όσων το υφίστανται, είτε αντιμετωπίζοντάς το ως κάτι νομοτελειακό και τελεσίδικο είτε, στην καλύτερη περίπτωση, προβαίνοντας σε μεσοβέζικα και θνησιγενή ημίμετρα με χαμηλό κόστος και ανύπαρκτη αποτελεσματικότητα, εμπαίζοντας, σε κάθε περίπτωση, τη συλλογική νοημοσύνη.

Για την οικονομία της συζήτησης, δεν θα επεκταθώ στα θνησιγενή ημίμετρα της κυβέρνησης για τη θεραπεία της υπογεννητικότητας και του δημογραφικού προβλήματος‧ είναι, άλλωστε, μακριά η λίστα του εμπαιγμού και, λίγο πολύ γνωστά ακόμη και στους «χοντροκέφαλους» φανατικούς οπαδούς και λάτρεις της τρέχουσας κυβερνητικής πολιτικής, κάποιους από τους οποίους καμαρώσαμε, λίαν προσφάτως, να χειροκροτούν, και, μάλιστα, όρθιοι και σε ντελίριο ενθουσιασμού, στο άκουσμα των νέων μέτρων του πρωθυπουργού τους στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης.
Με μεγάλη δυσκολία, είναι αλήθεια, επιλέγω να μην αναφερθώ εκτενέστερα στις κατάπτυστες δηλώσεις περί απόλυσης των δημοσίων υπαλλήλων που θα αρνούνται να αξιολογηθούν και περιορίζομαι στο να αναφέρω κάτι πολύ πρόσφατο, που το πρότειναν οι αποκαλούμενοι «φορείς της αγοράς» (μεταξύ τους και ο ΣΕΒ -ο σύνδεσμος Ελλήνων βιομηχάνων) και αφορά την αύξηση του αφορολόγητου ποσού για οικογένειες, ανάλογα με τον αριθμό των παιδιών τους‧ προτάθηκε, για παράδειγμα, αύξηση του αφορολόγητου ποσού από 1780 σε 2700 Є για οικογένειες με 5 παιδιά!
Πρόκειται για προτάσεις που, μάλλον, τις ενέταξε συλλήβδην στην ατζέντα του ο πρωθυπουργός για την ελάφρυνση των νέων νοικοκυριών, αν κρίνουμε από τις πρόσφατες και πάλι εξαγγελίες του στη ΔΕΘ, ξεχνώντας βέβαια να προβεί σε μια απλή, αλλά τόσο διαφωτιστική, αναλογία‧ ότι, δηλαδή, τα νέα μέτρα ισοδυναμούν, λίγο πολύ, σε φορο-ελαφρύνσεις, ανά κατηγορία, από 0,19 έως 0,88 Є/ημέρα!!
Την ίδια στιγμή, μάλιστα, που οι πάσης φύσης επιχειρηματικοί όμιλοι συμμετέχουν στη συνολική φορολογία με ένα ποσοστό που αγγίζει μόλις το 5% και για το οποίο νιώθουν ιδιαίτερα περήφανοι, όταν βέβαια ξεχνούν να παραπονιούνται!!! Πραγματικά νιώθει κανείς την ανάγκη να απολογηθεί στην περίπτωση που συνεχίσει στο μέλλον να αποφεύγει να τεκνοποιεί με την ενδεδειγμένη (πολιτικά ορθή) συχνότητα, όταν υπάρχει μια τόσο καλά επεξεργασμένη και κοινωνικά ευαισθητοποιημένη κρατική μέριμνα…
Προσωπικά, θα αντιπρότεινα στους Έλληνες βιομηχάνους, την ευαισθησία των οποίων στα κοινωνικά ζητήματα ουδείς αμφισβητεί, να συντελέσουν στην ανακατανομή των εισοδημάτων στη χώρα, αποδεσμεύοντας ποσά στην ανταλλακτική διαδικασία και μεταβιβάζοντάς τα στην κυριότητα εκείνων, των οποίων την εργατική δύναμη παραδοσιακά εκμεταλλεύονται και απομυζούν.
Α, και για να μην ξεχάσω, προτείνω ακόμη στους συμπαθείς βιομηχάνους, καθώς και σε όλους εκείνους των ανώτερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων, να σπεύσουν να εκμεταλλευτούν τα μέτρα ελάφρυνσης των νέων νοικοκυριών από την κυβέρνηση και να αλλάξουν την παραδοσιακή τους τακτική της ελάχιστης δυνατής τεκνοποίησης που τους χαρακτηρίζει διαχρονικά, συμβάλλοντας και από τη μεριά τους στην επίλυση του δημογραφικού μας προβλήματος (είναι, εξάλλου, επιστημονικά αποδεδειγμένο ότι οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις τεκνοποιούν σημαντικά λιγότερο συχνά από ό,τι ο «κάτω» λαός).
Εστιάζοντας, στη συνέχεια, στο κατ’ εξοχήν ζήτημα που μας απασχολεί εδώ, θα λέγαμε ότι η κυβερνητική αντίληψη του δημογραφικού ως κάτι νομοτελειακού, οδηγεί σε ανάλογα νομοτελειακού χαρακτήρα απαντήσεις. Έτσι, αφού διαπιστώνεται πρόβλημα δημογραφικό και τα σχολεία στερούνται μαθητών και μαθητριών, μοιραία, η κυβέρνηση τα συγχωνεύει και, σχεδόν αυτοματοποιημένα, τα καταργεί‧ λες και κλείνοντας σχολεία, διευθετείται το δημογραφικό μας πρόβλημα… ή, μήπως διευθετείται; Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να κάνει πιο επεξεργασμένες σκέψεις όσον αφορά τις πρακτικές μιας κυβέρνησης που μας έχει συνηθίσει να «βγάζει λαγούς από το καπέλο».
Μήπως, δηλαδή, κλείνοντας σχολεία και συρρικνώνοντας τον αριθμό τους, πολλαπλασιάζεται ο αριθμός των μαθητών στις τάξεις και εξαφανίζεται με τρόπο μαγικό το έλλειμμά μας το δημογραφικό; Τότε, λοιπόν, γιατί αφού λύνει με τον παραπάνω τρόπο το δημογραφικό, η ίδια από μόνη της το ανασύρει και το επαναπροβάλλει σε άλλο χρόνο, δίνοντάς του άλλες διαστάσεις. Πρόκειται, πράγματι, για επεξεργασμένο τρόπο απατηλής διακυβέρνησης με εξαπατητικά ποιοτικά χαρακτηριστικά ή, απλά, για χαοτικό κυβερνητικό παραλήρημα, πασπαλισμένο με τη συνήθη χοντροκομμένη καπιταλιστική ανοργανωσιά και αποσπασματικότητα στη θέαση, την παντελή ανικανότητα στη διευθέτηση των διαφόρων, ζωτικής κατά τα άλλα σημασίας, ζητημάτων;
Μπορεί το αποτέλεσμα να είναι τελικά το ίδιο, ωστόσο, με εξιτάρει προσωπικά η ιδέα της αποκάλυψης μιας δολοπλόκου και περίτεχνης πολιτικής σκηνοθεσίας‧ θα προσέδιδε, τουλάχιστον, μια γοητεία στην αντιπαράθεσή μου με τις κυβερνητικές πρακτικές. Κατά πάσα περίπτωση, εγώ είμαι εκείνος που υπερβάλλω στις εκτιμήσεις μου, είναι η δική μου τάση να αποδίδω ποιότητα στον αντίπαλο, αφού δυσκολεύομαι να υποτιμώ τον οποιονδήποτε, όσο πολύ κι αν προσπαθεί να μου αποδείξει την ανεπάρκεια και τα νηπιακά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του.
Στο σημείο αυτό, ωστόσο, είναι αναγκαίο να τονιστεί η διαχρονικότητα ανάλογων πολιτικών πρακτικών -αδιάφορο αν πρόκειται για αποτελέσματα ανοησίας και πολιτικής ανεπάρκειας ή μεθοδικής προπαγάνδας και λαϊκισμού- προκειμένου να σταθούμε δίκαιοι στην τωρινή κυβέρνηση και τους συμπαθείς της ψηφοφόρους.
Στα πρώτα, λοιπόν, χρόνια της κρίσης, γύρω στο 2011-2012, παρατηρήθηκε λαίλαπα συγχωνεύσεων και καταργήσεων σχολείων στις δύο πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσής μας, υπό τη θητεία της κ. Διαμαντοπούλου και του κ. Πανάρετου ως υπουργού και υφυπουργού, αντίστοιχα, στο δύσμοιρο υπουργείο Παιδείας της πολλαπλώς λεηλατημένης χώρας μας. Το σύνθημα τότε ήταν ότι «συγχωνεύονται σχολεία, όχι για δημοσιονομικούς, αλλά για παιδαγωγικούς λόγους»! Το ανεκδιήγητο αυτό ευφυολόγημα αρθρωνόταν στη βάση των αποτελεσμάτων μιας έρευνας του κ. Πανάρετου –μεθοδολογικά ανεπαρκούς και επιστημονικά διάτρητης, είναι αλήθεια, αλλά ποιος δίνει σημασία- βάσει της οποίας, τα μεγαλύτερα σε αριθμό σχολεία είναι και τα πιο αποτελεσματικά.
Επικαλούνταν, μάλιστα, οι επιτελείς ότι τα 300άρια σχολεία ήταν τα πλέον αποτελεσματικά, αριθμό που φαίνεται ότι τον είχαν ανασύρει από τη σύγχρονη τότε αγγλοσαξονική βιβλιογραφία, όπου φαινόταν ότι οι «φίλοι» μας οι Αμερικανοί μετέτρεπαν τα δικά τους σχολεία σε 300άρια, 400άρια ή 500άρια, προκειμένου να πατάξουν το πρόβλημα της νεανικής παραβατικότητας, της σχολικής βίας και εκφοβισμού και, φυσικά, της εκτεταμένης σχολικής διαρροής που αντιμετώπιζαν διαχρονικά. Διέφευγε, ωστόσο, από την προσοχή του υπουργικού επιτελείου ότι οι Αμερικανοί προέβαιναν σε διασπάσεις μεγαλύτερων σχολικών μονάδων σε μικρότερες, αφού σχολεία με 1000, 2000, ακόμη και 5500 μαθητές, κατατέμνονταν σε 300άρια ή 500άρια.
Με άλλα λόγια, απλά και σταράτα, οι Αμερικανοί επέλεξαν να κινηθούν με αντίθετη φορά από τη δική μας. Εντυπωσιάζει, όντως, το γεγονός ότι ακόμη και η μίμηση των «αδιαμφισβήτητων» κατά τα άλλα προτύπων μας σε αυτήν τη χώρα, παρουσιάζει ενίοτε στρεβλή κατεύθυνση, όχι προφανώς από αφέλεια ή πρόχειρη ανάγνωση, αλλά από περίσσια ιδιοτέλεια και σπουδή για την παγίωση και αναπαραγωγή των αντιλαϊκών, απατηλών σχέσεων στη διαδικασία της παραγωγής.
Στο σημείο αυτό, δεν μπορώ να αποφύγω μια εκτενέστερη αναφορά σε κάποιες συγκεκριμένες σχολικές μονάδες που υπήρξαν θύματα της αντιπαιδαγωγικής και αντικοινωνικής πολιτικής των συγχωνεύσεων σχολείων από την κ. Διαμαντοπούλου.
Πρόκειται, λοιπόν, για το 12ο και 16ο Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης και τα αντίστοιχα Λύκεια που συστεγάζονταν όλα τους στο ίδιο σχολικό συγκρότημα σε μια υποβαθμισμένη, από τις πιο φτωχές και κοινωνικά υποβαθμισμένες περιοχές της Θεσσαλονίκης, πίσω από τον σταθμό των τρένων, στην Ξηροκρήνη.
Σωστά υποψιάζεται κανείς ότι τα δύο Γυμνάσια συγχωνεύθηκαν μεταξύ τους (λειτουργούν σήμερα ως 12ο Γυμνάσιο), όπως συγχωνεύθηκαν και τα δύο Λύκεια που λειτουργούν από τότε ως 16ο Γενικό Λύκειο. Επιλέχθηκαν τα συγκεκριμένα σχολεία με κριτήριο το «μικρό» τους μέγεθος (είχε το καθένα τους από 150 μαθητές). Αυτή, τουλάχιστον, ήταν η επίσημη αιτιολογία. Παρέλειψαν οι τεχνοκράτες του υπουργείου να αναζητήσουν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά και την ιδιαίτερη σύνθεση του μαθητικού πληθυσμού των συγκεκριμένων σχολείων.
Αγνόησαν ότι τα σχολεία αντλούσαν μαθητές και μαθήτριες από τα χαμηλότερα κοινωνικά και τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα της πόλης, καθώς και πολλά, ακόμη περισσότερα, παιδιά μεταναστευτικών οικογενειών που διαβιούσαν στην περιοχή. Αυτό, μάλιστα, δεν αποτέλεσε σημαντικό στοιχείο ενασχόλησης με την περίπτωση των συγκεκριμένων σχολείων, ούτε και για μία σύνεδρο (που ενσάρκωνε τη χυδαιότητα όσων αποκαλούσαν οι Μαρξ και Ένγκελς «φαρισαίους»), η οποία είχε αναρωτηθεί, γιατί θα έπρεπε να εισηγηθεί κανείς τα αποτελέσματα μιας ολόκληρης έρευνας για τα σχολεία αυτά, όταν τα παρουσιάσαμε εμείς κάποιους μήνες αργότερα σε επιστημονικό συνέδριο στον Πειραιά.
Ο άδικος θάνατος της Σάρας, μιας Σερβίδας μαθήτριας του 12ου Γυμνασίου, λίγους μήνες αργότερα -που εισέπνευσε την αιθάλη από το σβησμένο μαγκάλι με το οποίο θερμαινόταν εκείνη και η οικογένειά της, αφού τους είχε κοπεί το ρεύμα στο πλαίσιο της «κοινωνικά ευαίσθητης» εισπρακτικής πολιτικής της χώρας- απάντησε με δραματικό τρόπο στην καλοζωισμένη αστή σύνεδρο, όσο και στην αδιαλλαξία της τότε υπουργού, ως προς το τι σημαίνει να μετατρέπεις μικρότερα (και πιο ανθρώπινα) σχολεία σε πολυπληθέστερες και πιο απρόσωπες σχολικές μονάδες, όπου τα προσωπικά δράματα και οι ιδιαίτερες συνθήκες και ανάγκες των παιδιών δεν είναι δυνατόν να γίνονται γνωστά στους εκπαιδευτικούς τους.

Ωστόσο, τα σχολεία παρέμειναν μεγάλα, το ίδιο απρόσωπα και συγχωνευμένα και μετά τον θάνατο της μαθήτριας, μέχρι που πριν από έναν χρόνο, υπήρξε νέα μέριμνα της νέας υπουργού Παιδείας, κ. Κεραμέως, να συγχωνευθούν εκ νέου τα δύο σχολεία με άλλα δύο, αρκετά πιο μακρινά από την έδρα τους (το 12ο Γυμνάσιο και το 16ο Λύκειο με το 4ο Γυμνάσιο και Λύκειο, αντίστοιχα). Η νεοφιλελεύθερη δημοσιονομική απληστία απαιτούσε ακόμη πιο μεγάλα σχολεία και, μάλιστα, μακριά από την υποβαθμισμένη συγκεκριμένη περιοχή.
Η μεταφορά των παιδιών στα νέα σχολεία και η δυσκολία πρόσβασης σε αυτά, θεωρήθηκαν απλές λεπτομέρειες. Η συγχώνευση αποφεύχθηκε, εξαιτίας οργανωμένων αντιδράσεων των ανθρώπων της περιοχής, σε συνεργασία με φορείς που η ανθρωπιά και η αλληλέγγυα στάση τους δεν άφηνε περιθώρια για σαχλά επιχειρήματα και ανέξοδες συζητήσεις.
Έναν χρόνο αργότερα, βλέπουμε με έκπληξη ότι τα δύο σχολεία που παρέμειναν στην περιοχή, συμπεριλήφθηκαν στη λίστα των «καινοτόμων» «Ωνάσειων» σχολείων που ίδρυσε το υπουργείο με τη νέα του σύνθεση (ο κ. Πιερρακάκης που είχε διαδεχθεί την κ. Κεραμέως και τον οποίο διαδέχθηκε σήμερα η κ. Ζαχαράκη). Καταλήγοντας, λοιπόν, βλέπουμε ότι τα παιδιά της τοπικής κοινότητας δεν δικαιώθηκαν στο αίτημά τους για απρόσκοπτη φοίτηση σε σχολείο εύκολης πρόσβασης, κοντά στον τόπο διαμονής τους, αφού, με τη νέα βασική προϋπόθεση να επιτύχουν στις τυποποιημένες εξετάσεις υψηλών απαιτήσεων που προβλέπει η Σύμβαση για την εισαγωγή τους σε ΔΗΜ.Ω.Σ., στη συντριπτική τους πλειοψηφία θα πρέπει να αναζητήσουν αλλού σχολείο να φοιτήσουν από τη νέα χρονιά.
Βέβαια, στην πορεία των χρόνων το «μότο» δείχνει να έχει αλλάξει και, πλέον, η ανάγκη για συγχώνευση και για κατάργηση σχολείων δημιουργείται, όχι για «παιδαγωγικούς» λόγους, αλλά εξαιτίας του έντονου δημογραφικού μας προβλήματος. Στην ουσία, ωστόσο, πρόκειται για το ίδιο νόμισμα που και οι δυο του όψεις παρέχουν έναν και τον αυτό τρόπο ανάγνωσης, που σε ένα πιο αφαιρετικό επίπεδο και χωρίς τις γνωστές περισπαστικές περικοκλάδες, θα μπορούσε κάλλιστα να αποδοθεί ως εξής: «μας ενοχλεί ο μικρός αριθμός παιδιών στις τάξεις και στα σχολεία». Θα έλεγε κανείς ότι παιδαγωγικά αυτονόητο θα ήταν να μην μας ενοχλεί, αλλά, αντίθετα, να αποτελεί και υψηλό διακύβευμα για την αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Δυστυχώς, όμως, τα παιδαγωγικά αυτονόητα και τα κοινωνικά θεμιτά, δεν συμβαδίζουν με τα πολιτικά εφαρμοστέα. Έτσι, η πολυεπίπεδη απίσχνανση της υπαίθρου, εξαιτίας της μακροχρόνιας και εγκληματικής αδιαφορίας των πολιτικών που λεηλάτησαν με τη δράση τους τον τόπο διαχρονικά, οδηγεί στο κλείσιμο των μικρών ολιγοθέσιων σχολείων, βάζοντας ταφόπλακα στην κοινωνικοοικονομική και πολιτισμική ζωή της επαρχίας. Η διαπιστωμένη έλλειψη κτηριακής υποδομής σε κάποια διδακτήρια (για την ακρίβεια, 133 μόνον στην Περιφέρεια Θεσσαλονίκης) οδηγεί στην απόφαση για κλείσιμο, παρά για ανακαίνιση και εξασφάλιση της λειτουργικότητάς τους. Την ίδια στιγμή, που δημόσια κτήρια διατίθενται «έναντι ενός πινακίου φακής» σε σχολάρχες που επιχειρούν στον τομέα της ιδιωτικής εκπαίδευσης.
Ακόμη, τα υψηλότατα ποσοστά ανεργίας, ιδιαίτερα στους νέους, και το συνεπακόλουθο φαινόμενο της «Διαρροής Εγκεφάλων» (Brain Drain), της μετανάστευσης, δηλαδή, σε άλλες χώρες υψηλά ακαδημαϊκά καταρτισμένου εργατικού δυναμικού, οδηγούν στην προσφορά και την αμέσως επόμενη άρση από την κυβέρνηση των χρηματοδοτικών λύσεων και επενδυτικών ερευνητικών προγραμμάτων που η ίδια προκηρύσσει. Με άλλα λόγια, στο τελευταίο «αιμορραγικό» φαινόμενο απαντά η κυβέρνηση με διάθεση κονδυλίων για την έγκριση και διεξαγωγή ερευνητικών προγραμμάτων χρηματοδοτούμενης έρευνας μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Στην ουσία, πρόκειται για μια στροφή προς αναζήτηση ανταγωνιστικών ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων ιδιωτικής φύσης, στο ευρύτερο πλαίσιο μιας ολοένα κλιμακούμενης υποχρηματοδότησης του δημόσιου τομέα από το κράτος, εμπορευματοποίησης των ερευνητικών αποτελεσμάτων και υπεράσπισης των παγκόσμιων μονοπωλίων, ακόμη και υπό την προοπτική πολέμου.
Έτσι εξηγείται το σκάνδαλο της πολύ πρόσφατης περικοπής -και, μάλιστα, με πλήρως αδιαφανείς και συνοπτικές διαδικασίες- της πλειοψηφίας των ερευνητικών προτάσεων που κατατέθηκαν κατά εκατοντάδες, ως επί το πλείστον, από νέους ερευνητές και ερευνήτριες. Τα 80 περίπου εκατομμύρια Є που διατέθηκαν δήθεν για την έρευνα και τη συγκράτηση του εγχώριου ερευνητικού δυναμικού, διανεμήθηκαν επιλεκτικά σε «καινοτόμα» ερευνητικά προγράμματα, προσανατολισμένα, σχεδόν αποκλειστικά, στην πολεμική οικονομία, η οποία συγκεντρώνει το μερίδιο του λέοντος των παγκόσμιων ερευνητικών δαπανών σήμερα.
… Θαρρώ πως τα σχόλια περιττεύουν και τη θέση τους την παίρνει η ντροπή. Στην περίπτωσή μας, ντρέπεται και αυτή ακόμα η ντροπή, ενώ σκύβει το κεφάλι και αναμένει τη νέα ικανή συνθήκη που θα την ξανακάνει να ντραπεί. Προσωπικά, μέχρι πρότινος ντρεπόμουν και με ενοχλούσαν οι αλυσίδες μου, από κάποια ιστορική στιγμή και μετά άρχισα να ντρέπομαι και να με ενοχλούν αφόρητα οι άλλοι αλυσοδεμένοι γύρω μου που μου τις σφίγγουν…Για την ιστορία και τη διαπαιδαγωγική της δύναμη, αναφέρω το ιστορικά καταγεγραμμένο γεγονός της συγκρότησης στο χωριό Λάσπη της Ευρυτανίας, το 1944 (μεσούσης της Κατοχής), του πρώτου μετά τη μεταξική δικτατορία Παιδαγωγικού Συνεδρίου, όπου αποφασίστηκαν, μεταξύ πολλών και θαυμάσιων άλλων πραγμάτων, η άμεση επισκευή των υπαρχόντων διδακτηρίων, η μεταστέγαση άλλων σε επιταγμένα ιδιωτικά οικήματα, η εξασφάλιση δωρεάν διατροφής και διαμονής για τους δασκάλους και η άμεση και μαζική παραγωγή περισσότερων δασκάλων για την πλήρη στελέχωση των νεοσύστατων σχολικών μονάδων. Όλα αυτά στην υπηρεσία ενός οράματος για μια ελεύθερη και, προπαντός, καλύτερης κοινωνίας [βλ. Σακελλαρίου, Χ. (2003). Η Παιδεία στην Αντίσταση. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, σσ. 150-155].
Πρόκειται για τη δράση «Εμπιστοσύνη στα Αστέρια μας», με συνολικό προϋπολογισμό 80,64 εκατομμύρια ευρώ, που προβλέπει τη χρηματοδότηση ερευνητικών ομάδων από διαφορετικά ιδρύματα με υψηλό επιστημονικό αντίκτυπο και ποιότητα, σε τομείς αιχμής, χωρίς άμεσες προϋποθέσεις οικονομικής εφαρμογής ή συνεργασίας με επιχειρήσεις. Το έργο ανακοινώθηκε αρχικά επί υπουργίας Ν. Κεραμέως το 2022, προκηρύχθηκε τον Απρίλιο του 2024 και οι προτάσεις υποβλήθηκαν τον Ιούνιο του 2024. Η επιτροπή αξιολόγησης συγκροτήθηκε στις 5 Μαΐου 2025. Μετά από δυόμισι χρόνια καθυστερήσεων από την αρχική υπουργική ανακοίνωση, η επιτροπή αξιολόγησε σε χρόνο ρεκόρ 1.241 προτάσεις. Οι προσωρινοί πίνακες των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης ανακοινώθηκαν στις 22 Ιουλίου 2025. Τα αποτελέσματα της αξιολόγησης προκάλεσαν αγανάκτηση και πληθώρα δημόσιων αντιδράσεων για τον ευτελισμό των ερευνητικών ομάδων, αλλά και αυτής καθαυτής της ακαδημαϊκής έρευνας (βλ. καταγγελία του ΕΣΔΕΠ του ΑΠΘ, στις 30 Αυγούστου του 2025).
Ο Χρήστος Δ. Τουρτούρας είναι καθηγητής Παιδαγωγικής ΠΤΔΕ/ΑΠΘ
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
Νέο Προσκλητήριο Προσλήψεων Εκπαιδευτών Ενηλίκων: Αφορά όλα τα πτυχία ΑΕΙ-ΤΕΙ - Πιστοποιηθείτε άμεσα
Παν.Πατρών: Tο 1ο στην Ελλάδα Πανεπιστημιακό Πιστοποιητικό ΤΕΧΝΗΤΗΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ για εκπαιδευτικούς
Πανεπιστήμιο Αιγαίου: Το κορυφαίο πρόγραμμα ειδικής αγωγής στην Ελλάδα - Αιτήσεις έως 3/9
Μοριοδοτούμενο σεμινάριο Ειδικής Αγωγής Πανεπιστημίου Πατρών με μόνο 60 ευρώ