Μια μεγάλη έρευνα για την ολοένα αυξανόμενη τάση ιδιωτικοποίησης της Δημόσιας Εκπαίδευσης στην Ελλάδα, παρουσίασε σήμερα η Διδασκαλική Ομοσπονδία της Ελλάδας σε συνεργασία με την ΟΛΜΕ και τη διεθνή ένωση εκπαιδευτικών, παρουσία της υφυπουργού Παιδείας Σοφίας Ζαχαράκη και του πρώην υπουργού Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου.
Οπως προκύπτει απο τα αποτελέσματα της έρευνας "Το δημόσιο σχολείο στην Ελλάδα-Όψεις και τάσεις μιας αναδυόμενης ιδιωτικοποίησης", στη χώρα μας εμφανίζεται τα τεκλευταία χρόνια όλο και εντονότερα μια "σκιώδης" ιδιωτική εκπαίδευση, που τείνει να υποκαταστήσει τη δημόσια εκπαίδευση, παρά τη σημαντική μείωση των ιδιωτικών δαπανών εκπαίδευσης που είχαμε τα τελευταία χρόνια λόγω της κρίσης. Παρόλα αυτά, το ποσοστό των δαπανών αυτής της σκιώδους εκπαίδευσης (υπηρεσίες φροντιστηρίων, ιδιαίτερα, ξένες γλώσσες, παιδαγωγοί, μπειμπι σίτερς, φροντιστήρια μαθητών δημοτικού, κλπ) αποτελούν ποσοστό 34,7% επι των δαπανών για δημόσια εκπαίδευση, ενώ το σύνολο των ιδιωτικών δαπανών σκιώδους εκπαίδευσης στην Ελλάδα, αποτελεί το 40,1% των συνολικών δαπανών της ιδιωτικής εκπαίδευσης.
Οι εκπαιδευτικοί, λέει η έρευνα, ανησυχούν σοβαρά πλεόν για τη διαφαινόμενη "αποικιοποίηση" της δημόσιας εκπαίδευσης από κοινωνικές πρακτικές που εδραιώνουν διαρκώς μια τάση προς την ιδιωτικοποίηση.
Προκύπτει λοιπόν ότι στην Ελλάδα η δημόσια δαπάνη για την εκπαίδευση είναι διαχρονικά χαμηλότερη (κατά Μ.Ο. 20% περίπου) από την αντίστοιχη άλλων χωρών τής Ε.Ε. Είναι σαφές πως το χαμηλό επίπεδο δημόσιας δαπάνης προκαλεί υψηλότερο επίπεδο ιδιωτικών δαπανών. Πράγματι, στην Ελλάδα η ιδιωτική δαπάνη για την εκπαίδευση είναι κατά πολύ υψηλότερη (σχεδόν τριπλάσια) από την αντίστοιχη άλλων χωρών τής Ε.Ε. Η δαπάνη για τη σκιώδη εκπαίδευση ως ποσοστό της δαπάνης για τη δημόσια εκπαίδευση ανέρχεται στο 34,7% και για την ιδιωτική εκπαίδευση στο 40,1% (2014). Στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση τα ποσοστά ανέρχονται σε 18,3% και 34,4% αντίστοιχα, ενώ είναι πολύ υψηλότερα για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αφού ανέρχονται σε 67,9% και 69,7% αντίστοιχα (2014). Αυτό σημαίνει ένα δυσβάσταχτο οικονομικό κόστος για την ελληνική οικογένεια.
Σε ό,τι αφορά την εξέλιξη της δημόσιας δαπάνης για την εκπαίδευση στην Ελλάδα κατά την τελευταία εικοσαετία, κατά την περίοδο 2000–2010 παρουσιάστηκε αύξηση της εν λόγω δαπάνης για την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αλλά, εξαιτίας της κρίσης, το 2016 επανήλθε στα επίπεδα της αρχής της δεκαετίας τού 2000 ως ποσοστό του ΑΕΠ και
ως ποσοστό της συνολικής δαπάνης της Γενικής Κυβέρνησης. Αξιοσημείωτο είναι πως κατά τη διάρκεια της κρίσης έγινε μετατόπιση της δημόσιας δαπάνης από τη δευτεροβάθμια στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Ενώ, δηλαδή, το 2009 στον επιμερισμό των δαπανών ως προς τη συνολική δημόσια δαπάνη για την εκπαίδευση το μερίδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ήταν 37% έναντι του 31% της πρωτοβάθμιας, το 2016 έπεσε στο 30% έναντι του 32% της πρωτοβάθμιας.
Σε ό,τι αφορά την εσωτερική κατανομή των δαπανών για τη δημόσια πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, το ποσοστό που κατανέμεται στην αποζημίωση των εργαζομένων είναι συντριπτικά υψηλό σε σχέση με το ποσοστό που κατανέμεται στην ενδιάμεση ανάλωση (υποδομές, εξοπλισμός κ.ά.), ενώ αυξήθηκε κατά την περίοδο της κρίσης, με αποτέλεσμα
τη συνεχή υποβάθμιση των υποδομών. Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση δε τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα σε σχέση με την πρωτοβάθμια. Πιο συγκεκριμένα, ενώ το 2009 στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση τα ποσοστά για την αποζημίωση των εργαζομένων και την ενδιάμεση ανάλωση ήταν 97,1% και 2,9% αντίστοιχα, το 2016 τα ποσοστά ήταν 98,4% και 1,5%
αντίστοιχα. Για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, τα ποσοστά για το 2009 ανέρχονταν σε 97,5% και 2,5% αντίστοιχα, ενώ το 2016 σε 99,9% και 0,1% αντίστοιχα. Τέλος, σε ό,τι αφορά την εξέλιξη της δαπάνης για την ιδιωτική εκπαίδευση, εδώ σημειώθηκε μεγάλη μείωση, αφού για το 2009 η εν λόγω δαπάνη ανερχόταν σε €3,3 δις, ενώ το 2016 έπεσε στα €2,1 δις, ποσοστό μείωσης δηλαδή 33,3%.
Η ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης αποτελεί ένα ιδιαίτερα ακανθώδες ζήτημα σε μια εποχή που οι δημόσιες πολιτικές και τα δημόσια αγαθά εν γένει αμφισβητούνται ολοένα και περισσότερο. Η διεθνής πραγματικότητα στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, σε συνάρτηση με τις κρίσεις χρέους και τις πολιτικές λιτότητας που διεθνώς επιβλήθηκαν, επηρέασε ευθέως το πεδίο της εκπαιδευτικής πολιτικής σε εθνικό επίπεδο, γεγονός που, στην περίπτωση της Ελλάδας, έγινε άμεσα αντιληπτό από το 2008 και έπειτα με πολλαπλές συνέπειες. Αναμφίβολα, η περίοδος της παρατεταμένης κρίσης διαμόρφωσε αρνητικούς όρους για το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, με συνέπεια πλευρές της ιδιωτικοποίησης να επαναπροσδιοριστούν και, επιπροσθέτως, να αναδυθούν νέες προκλήσεις στο τοπίο της εκπαιδευτικής πολιτικής. Στοιχεία όπως οι δαπάνες των νοικοκυριών για αγορά αγαθών και υπηρεσιών εκπαίδευσης, η απορρύθμιση του τοπίου στην ιδιωτική εκπαίδευση, η τάση για επέκταση του θεσμού των βιομηχανιών πιστοποίησης, η διαρκής φροντιστηριοποίηση της εκπαίδευσης κ.ά. συνθέτουν το σκηνικό μιας νέας πραγματικότητας επηρεάζοντας ευθέως τη φύση, τον ρόλο και την αποστολή του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος.
"Είναι σαφές πως οι διαστάσεις αυτές σε καμία περίπτωση δεν καλύπτουν το εύρος και το βάθος της ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης στη σύγχρονη Ελλάδα. Διαμορφώνουν, ωστόσο, το περίγραμμα μιας ανερχόμενης τάσης η οποία πλήττει ευθέως την εκπαίδευση ως δημόσιο και κοινωνικό αγαθό σε μια εποχή που ακόμα και διεθνείς οργανισμοί, ενώσεις και συνδικάτα κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την περαιτέρω ανάγκη προστασίας της δημόσιας εκπαίδευσης ως αναφαίρετου ανθρώπινου δικαιώματος. Αναμφίβολα, η εποχή της κρίσης όξυνε και μεγέθυνε ακόμα περισσότερο ήδη υπάρχουσες και προβληματικές διαστάσεις του φαινομένου της ιδιωτικοποίησης, με συνέπεια την ένταση των εκπαιδευτικών και κοινωνικών ανισοτήτων, τη διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα σε «προνομιούχους» και «μη», την αύξηση του εκπαιδευτικού και κοινωνικού αποκλεισμού. Είναι σαφές πως, περισσότερο από ποτέ, η θωράκιση του δημόσιου και κοινωνικού χαρακτήρα της εκπαίδευσης συνδέεται ευθέως με τις αξιακές παρακαταθήκες της δημοκρατίας, της ισότητας, της αλληλεγγύης, της κοινωνικής δικαιοσύνης. Επιπροσθέτως, η θωράκιση αυτή απαιτείται να ιδωθεί ως θεμελιώδης στρατηγική του δημοκρατικού μας πολιτεύματος ενισχύοντας, με τον τρόπο αυτόν, κάθε εγχείρημα που συμβάλλει στην ανάπτυξη, στην ευημερία και στην κοινωνική συνοχή του τόπου.
Οι κυβερνήσεις διαδραματίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής, κυρίως μέσα από την κατανομή των οικονομικών πόρων για την κάλυψη των εκπαιδευτικών δαπανών. Οι εκπαιδευτικές δαπάνες αποτελούν συνήθως μια ιδιαίτερα υπολογίσιμη και σημαντική κατηγορία δαπανών στον κρατικό προϋπολογισμό, ενώ αυξημένη είναι και η βαρύτητα των δημόσιων επενδύσεων στην εκπαίδευση. Η αναγκαιότητα για κρατική παρέμβαση στην παροχή της εκπαίδευσης οφείλεται στην ύπαρξη των λεγόμενων θετικών εξωτερικοτήτων ή/και
στην αποτυχία της αγοράς. Στην περίπτωση της θετικιστικής προσέγγισης τόσο το επίπεδο της χρηματοδότησης όσο και η ποιότητα της δημόσιας εκπαίδευσης προκύπτουν από την αλληλεπίδραση των δυνάμεων της αγοράς και των πολιτικών αποφάσεων που αφορούν στην εκπαίδευση.
Η θεώρηση της εκπαίδευσης ως συνδεόμενης με οφέλη που διαχέονται και στα άλλα μέλη της κοινωνίας, δηλαδή με τις θετικές εξωτερικότητες (externities ή external benefits of education), είναι πολύ σημαντική για τις αναλύσεις και κυρίως για ζητήματα που αφορούν στη χάραξη εκπαιδευτικής πολιτικής. Κι αυτό γιατί η ύπαρξη των θετικών εξωτερικοτήτων, όπως η μεγαλύτερη ισότητα και δικαιοσύνη σε ζητήματα που αφορούν στην κατανομή του εισοδήματος, η αύξηση του αριθμού των ερευνών και των εφευρέσεων καθώς και η διεύρυνση της ποικιλίας των τρόπων αξιοποίησης της τεχνολογίας για όλο και περισσότερα μέλη της κοινωνίας, τα διαγενεακά οφέλη, η βελτίωση της υγείας και ευημερίας του πληθυσμού, η ανάπτυξη οικολογικής συνείδησης, η προώθηση της κοινωνικής συνοχής και της άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων μέσα από την παροχή ίσων ευκαιριών στην εκπαίδευση, επιβάλλει την κρατική-κοινωνική χρηματοδότηση των σπουδών.
Με σκοπό να απαντήσουμε στα ερωτήματα της μελέτης, εντάξαμε στην προσπάθειά μας τη διενέργεια ποσοτικής ερευνητικής προσέγγισης η οποία είχε ως στόχο την αποτύπωση των νοηματοδοτήσεων και των πρακτικών των εκπαιδευτικών ως κοινωνικών υποκειμένων υπό το πρίσμα των εξελίξεων και των επιπτώσεων που η οικονομική κρίση έχει επιφέρει. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης μελέτης, η έρευνα εντάσσεται στην ευρύτερη ευρωπαϊκή συζήτηση για την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους απέναντι στην κυνική ηγεμονία της αγοράς, με τελικό διακύβευμα τη θωράκιση της εκπαίδευσης ως δημόσιας πολιτικής και τη διασφάλιση της παιδείας ως κοινωνικού και δημόσιου αγαθού που θα παρέχεται ελεύθερα και ανεμπόδιστα χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς", τονίζουν οι ερευνητές.
Οι 17 παράγοντες που οδηγούν στην ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης- Τι πιστεύουν και πως τους κατατάσσουν οι εκπαιδευτικοί
Σε ερωτηματολόγιο που περιλαμβάνει η έρευνα προς τους εκπαιδευτικούς, μπορεί να ανιχνεύσει κανείς τη γνώμη τους για το ποσο πολύ οδηγούν οι διάφορες καταστάσεις της δημόσιας εκπαίδευσης στην ανάδυση μιας ευρύτερης ιδιωτικοποίησης. Οπως θα δείτε, τα βασικότερα στοιχεία που οι περισσότεροι εκπαιδυτικοί "δείχνουν" ως αιτίες της ιδιωτικοποίησης είναι η υποχρηματοδότηση της δημόσιας εκπαίδευσης και η αδυναμία της πολιτείας να καλύψει επαρκώς τις ανάγκες της, η "φετιχοποίηση" της εισαγωγής στα ΑΕΙ, η δυσκολία των πανελλαδικών, η ανεπάρκεια της δημόσιας εκπαίδευσης σε ξένες γλώσσες, πληροφορική και καλλιτεχνικά, και η αποδυνάμωση της ενισχυτικής διδασκαλίας και της πρόσθετης διδακτικής στήριξης. κολουθούν τα ποσοστά των θετικών και αρνητικών απαντήσεων σε 17 ερωτήσεις.
Αρχικά, «η ποσότητα της διδακτέας ύλης» και «η δυσκολία της διδακτέας ύλης» δεν φαίνεται να αποτελούν σημαντικούς παράγοντες ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης για τους εκπαιδευτικούς που αποτέλεσαν το δείγμα μας. Συγκεκριμένα, η θέση ότι η ποσότητα της διδακτέας ύλης στα Προγράμματα Σπουδών αποτελεί σημαντικό παράγοντα ιδιωτικοποίησης βρίσκει απόλυτα σύμφωνους μόνο το 8,5% των εκπαιδευτικών. Συμφωνεί ακόμη το 27,6%, ενώ δεν παίρνει θέση το 22,8% των συμμετεχόντων. Αντίθετα, οι εκπαιδευτικοί διαφωνούν σε ποσοστό 23,4%, ενώ διαφωνούν απόλυτα σε ποσοστό 17,7%
Ανάλογες είναι και οι απαντήσεις αναφορικά με τη θέση ότι η δυσκολία της διδακτέας ύλης στα Προγράμματα Σπουδών αποτελεί παράγοντα που οδηγεί στην ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Ποσοστό 8,3% των εκπαιδευτικών δήλωσαν πως συμφωνούν απόλυτα, ενώ ποσοστό 28,2 δήλωσε ότι συμφωνεί. Διαφωνεί ποσοστό 25,6%, ενώ ποσοστό 16,8% των εκπαιδευτικών δήλωσε πως διαφωνεί απολύτως. Δεν είχε άποψη σχετική ποσοστό 21,1%
Η ανεπάρκεια σε διδακτικό προσωπικό είναι ένα από τα σημαντικά προβλήματα τα οποία οξύνθηκαν κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, εξαιτίας των απολύσεων, των συνταξιοδοτήσεων και ταυτόχρονα του περιορισμού των νέων προσλήψεων. Ποσοστό 31,5% συμφωνεί και ποσοστό 17,9% συμφωνεί απόλυτα πως ο παράγοντας «ανεπάρκεια σε διδακτικό
προσωπικό» οδηγεί στην ιδιωτικοποίηση. Με την άποψη αυτή διαφωνεί ποσοστό 18,8% των ερωτηθέντων εκπαιδευτικών, ενώ ποσοστό 9,7% διαφωνεί απολύτως. Ποσοστό 22,2% δεν εκφέρει σχετική άποψη
Η ανεπάρκεια υλικοτεχνικής υποδομής, εξάλλου, είναι κοινός τόπος για όσους ασχολούνται και συμμετέχουν στη δημόσια εκπαίδευση. Στο πλαίσιο αυτό, οι εκπαιδευτικοί απάντησαν πως συμφωνούν με τη δήλωση σε ποσοστό 41,3%, ενώ ποσοστό 25,1% συμφωνεί απόλυτα. Διαφωνεί, αντίθετα, το 11,7%, ενώ διαφωνεί απόλυτα το 3,4%. Δεν γνωρίζει ποσοστό 18,5%
Στη δήλωση για τη σημασία της λειτουργίας των Κέντρων Δημιουργικής Απασχόλησης (ΚΔΑ) ως παράγοντα που οδηγεί στην ιδιωτικοποίηση, ποσοστό 12,6% απάντησε πως διαφωνεί πόλυτα και ποσοστό 20,9% πως διαφωνεί. Αντίθετα, ποσοστό 21,8% των εκπαιδευτικών δήλωσε πως συμφωνεί, ενώ ποσοστό 5,2% απάντησε πως συμφωνεί απόλυτα
Ο θεσμός των πανελλαδικών εξετάσεων αποτελεί ένα από τα σημαντικά λειτουργικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν το ελληνικό εκπαιδευτικό οικοδόμημα. Στη δήλωση για τη σημασία της λειτουργίας των πανελλαδικών εξετάσεων ως παράγοντα που οδηγεί στην ιδιωτικοποίηση ποσοστό 27,36% απάντησε πως συμφωνεί απόλυτα και ποσοστό 33% πως συμφωνεί. Αντίθετα, ποσοστό 13,1% δήλωσε πως διαφωνεί, ενώ ποσοστό 6% διαφωνεί απόλυτα με τη θέση πως η λειτουργία των πανελλαδικών εξετάσεων αποτελεί παράγοντα που οδηγεί στην ιδιωτικοποίηση
Η σχέση με τους γονείς αποτελεί, όπως ήδη έχει αναφερθεί, έναν ακόμη σημαντικό παράγοντα της ιδιωτικοποίησης της ελληνικής εκπαίδευσης. Ποσοστό 36,9% και 20,5% συμφωνούν και συμφωνούν απόλυτα πως η έλλειψη εμπιστοσύνης των γονέων στα δημόσια σχολεία ανήκει στους παράγοντες που οδηγούν στην ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Αντίθετα, με την παραπάνω θέση διαφωνεί το 14,5%, ενώ το 6,5% διαφωνεί απολύτως. Ποσοστό 21,6% δήλωσε πως ούτε συμφωνεί ούτε διαφωνεί
Φαίνεται πως οι γονεϊκές στρατηγικές στην Ελλάδα έχουν ως τελικό διακύβευμα την επιτυχία στις πανελλαδικές εξετάσεις. Η «φετιχοποίηση» της εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα αποτελεί, σύμφωνα με τις απαντήσεις των εκπαιδευτικών έναν σημαντικό παράγοντα που οδηγεί στην ιδιωτικοποίηση. Οι εκπαιδευτικοί του δείγματος, λοιπόν, σε ποσοστό 35,1%, απάντησαν πως συμφωνούν απόλυτα με την παραπάνω θέση. Ομοίως απάντησε πως συμφωνεί ποσοστό 37,6% των ερωτηθέντων. Αντίθετα, ποσοστό 7,2% δήλωσε πως διαφωνεί, ενώ ποσοστό 2,6% απάντησε πως διαφωνεί απόλυτα. Το υπόλοιπο 17,5% των εκπαιδευτικών παρέμειναν ουδέτεροι
Η αδυναμία της πολιτείας να καλύψει με αποτελεσματικό τρόπο τις ανάγκες της δημόσιας εκπαίδευσης αποτελεί έναν ακόμη παράγοντα ιδιωτικοποίησης, θέση με την οποία συμφωνεί ποσοστό 42,7% των εκπαιδευτικών,ενώ ποσοστό 36,7% δήλωσε πως συμφωνεί με τη θέση απολύτως. Στην απέναντι πλευρά, 1,7% και 7,4% των ερωτηθέντων αντίστοιχα φαίνεται να διαφωνεί και να διαφωνεί κάθετα. Ένα 11,5 ούτε συμφωνεί ούτε διαφωνεί
Υψηλή συμφωνία υπήρξε και στη θέση πως η υποχρηματοδότηση αποτελεί παράγοντα που συμβάλλει στην ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Για τη σημασία της υποχρηματοδότησης συμφώνησε απολύτως ποσοστό 50,9% των ερωτηθέντων, ενώ ποσοστό 33% συμφώνησε. Αντίθετα, διαφώνησε απολύτως το 5,1%, ενώ το 1,1% διαφώνησε. Ποσοστό 9,9% δήλωσε πως ούτε συμφωνεί ούτε διαφωνεί
Η θέση πως σημαντικό παράγοντα ιδιωτικοποίησης αποτελεί η έλλειψη καθορισμένων ορίων και κανόνων στη λειτουργία της δημόσιας εκπαίδευσης βρίσκει απολύτως σύμφωνους το 21,7% των εκπαιδευτικών, ενώ το 30,2% επίσης συμφωνεί. Αντίθετα, διαφωνεί απολύτως ποσοστό 8,5%, ενώ ποσοστό 14,5% διαφωνεί. Ποσοστό 25,1% δήλωσε πως ούτε συμφωνεί ούτε διαφωνεί
Η σχέση των κοινωνικών ανισοτήτων με την εκπαίδευση αποτελεί ίσως τον σημαντικότερο πυρήνα των διεπιστημονικών μελετών. Οι εκπαιδευτικοί του δείγματος συμφώνησαν απολύτως με την παραπάνω θέση σε ποσοστό 21,3%, ενώ ποσοστό 32,2 % συμφώνησε επίσης με τη θέση πως οι ανισωτικές λειτουργίες του εκπαιδευτικού συστήματος αποτελούν παράγοντα που οδηγεί στην ιδιωτικοποίηση. Αντίθετα, διαφώνησε απολύτως ποσοστό 4,6%, ενώ ποσοστό 10,9% διαφώνησε. Ποσοστό 31% δήλωσε πως ούτε συμφωνεί ούτε διαφωνεί
Η θέση πως η αποδυνάμωση της ενισχυτικής διδασκαλίας και της πρόσθετης διδακτικής στήριξης αποτελεί παράγοντα προς την ιδιωτικοποίηση βρίσκει σύμφωνους τους εκπαιδευτικούς σε ποσοστό 39,7%. Με τη θέση αυτή συμφωνεί απόλυτα και το 26,7%. Αντίθετα, διαφωνούν ποσοστό 9,5% των ερωτηθέντων εκπαιδευτικών, ενώ ποσοστό 4% δηλώνει πως διαφωνεί απολύτως. Τέλος, το 20,1% δεν εκφράζει κάποια άποψη
Ανάλογες εμφανίζονται και οι απόψεις των εκπαιδευτικών όσον αφορά στην ανάπτυξη των Κέντρων Μελέτης. Ποσοστό 10% συμφωνεί απολύτως με τη θέση πως η ανάπτυξη των εν λόγω κέντρων είναι παράγοντας που οδηγεί στην ιδιωτικοποίηση της ελληνικής εκπαίδευσης. Με αυτό συμφωνεί και το 23,9%. Αντίθετα, οι εκπαιδευτικοί διαφωνούν σε ποσοστό 22,5%,
ενώ το 5,7% δηλώνει πως διαφωνεί απολύτως
Οι ξένες γλώσσες και η πληροφορική αποτέλεσαν ανέκαθεν βασικά εφόδια γνώσης και δεξιότητας, αλλά και σημαντική φροντίδα της οικογένειας ώστε να αποτελέσουν μέρος του μορφωτικού κεφαλαίου του μαθητή. Οι γονεϊκές στρατηγικές επιχειρούν την απόκτηση του εφοδίου-διαπιστευτηρίου αυτού στο πλαίσιο είτε του δημόσιου σχολείου είτε του φροντιστηρίου. Άρα, κάθε πιθανή «ανεπάρκεια της δημόσιας εκπαίδευσης να καλύψει τις εκπαιδευτικές ανάγκες για τη διδασκαλία των ξένων γλωσσών, της πληροφορικής και των καλλιτεχνικών μαθημάτων» μπορεί να αποτελέσει παράγοντα προς την ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης. Οι εκπαιδευτικοί της έρευνας συμφώνησαν απολύτως με την παραπάνω θέση σε ποσοστό 33,1%, ενώ ποσοστό 30,3% συμφώνησε επίσης. Αντίθετα, διαφώνησε ποσοστό 12,9% tων ερωτηθέντων, ενώ ποσοστό 3,7% διαφώνησε απολύτως. Ποσοστό 20% δήλωσε πως ούτε συμφωνεί ούτε διαφωνεί
Η ανεπάρκεια της δημόσιας εκπαίδευσης να δημιουργήσει ένα δυναμικό πλαίσιο αθλητικών δραστηριοτήτων μπορεί να αποτελέσει οδηγό προς την ιδιωτικοποίηση, θέση που αποτέλεσε άξονα απόλυτης συμφωνίας για ποσοστό 25,7% των εκπαιδευτικών του δείγματος, ενώ συμφώνησε επίσης και ποσοστό 30% των εκπαιδευτικών. Αντίθετα, διαφώνησαν απολύτως οι εκπαιδευτικοί σε ποσοστό 5,7%, ενώ διαφώνησε και το 13,1%. Ποσοστό 25,4% των εκπαιδευτικών του δείγματος δήλωσαν πως δεν γνωρίζουν
Τέλος, ανάλογες ήταν και οι απαντήσεις των εκπαιδευτικών στην τοποθέτηση πως η ανάπτυξη της φροντιστηριακής εκπαίδευσης σε πλεονεκτική βάση λειτουργίας αποτελεί παράγοντα που οδηγεί στην ιδιωτικοποίηση την Ελλάδα. Η θέση αυτή βρήκε απολύτως σύμφωνους ποσοστό 28,9% των εκπαιδευτικών του δείγματος, ενώ ποσοστό 38,9% συμφώνησαν. Αντίθετα, διαφώνησε απολύτως το 3,4%, ενώ ποσοστό 9,7% διαφώνησε. Ποσοστό 19,1% δήλωσε πως ούτε συμφωνεί ούτε διαφωνεί
Συντελεστές της έρευνας
Γιάννης Καμαριανός Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστήμιο Πατρών
Αργύρης Κυρίδης Καθηγητής Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Νίκος Φωτόπουλος Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Δημήτρης Χαλκιώτης Σύμβουλος Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής
Δείτε όλη την έρευνα εδώ
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση
Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό
ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)
Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 14/12
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ
2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη