τσάρλι κερκ
Η δολοφονία του Τσάρλι Κερκ έφερε στην επιφάνεια την αβυσσαλέα υποκρισία και των δύο πολιτικών στρατοπέδων.

Στη θέα της, πολλοί αριστεροί/προοδευτικοί ξέσπασαν σε πανηγυρισμούς, ενώ έσπευσαν να τονίσουν τον ακροδεξιό, έως και φασιστικό χαρακτήρα των θέσεων του.

Η αντίδρασή τους, ωστόσο, έχει δύο βασικά προβλήματα: ένα πραγματολογικό και ένα ιδεολογικό.

Η εκτίμηση ότι ο Κερκ ήταν φασίστας βασίζεται σε επιλεκτικές και αποσπασματικές δηλώσεις του, εκτός πλαισίου, που εύκολα διαψεύδονται με μια απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα η δήθεν δήλωσή του ότι οι γκέι πρέπει να λιθοβολούνται, την οποία την ανέβασε και ο συγγραφέας Στίβεν Κινγκ, για να την κατεβάσει λίγες ώρες μετά, ζητώντας συγγνώμη από τους οικείους του.

Ο Κερκ, απλώς, επικαλέστηκε μια φράση από τη Βίβλο, απαντώντας σε μια αριστερή ινφλουένσερ η οποία έκανε το ίδιο (αγάπα τον πλησίον σου) για να δείξει ότι ο χριστιανισμός δεν είναι κατά των γκέι.

Αντίστοιχα διαψεύδεται σχεδόν κάθε «ακροδεξιά» δήλωσή του από τη λίστα που κυκλοφόρησε πλατιά στο αριστερό echo chamber, την οποία χρησιμοποίησε μέχρι και η Γιάμαλη σε βίντεο της, για να δείξει πόσο μισαλλόδοξος ήταν ο Κερκ.

Στην πραγματικότητα οι θέσεις του Κερκ ήταν οι κλασικές συντηρητικές – περιορισμός της μετανάστευσης, κατά των εκτρώσεων, υπέρ της οπλοχρησίας, τα φύλα είναι δύο, υπέρ της πυρηνικής - ετεροκανονικής οικογένειας, κατά των φυλετικών και έμφυλων ποοστόσεων και υπέρ και της επιθετικής αντιμετώπισης τους εγκλήματος.

Αυτά υπερασπιζόταν δημόσια και όχι τον λιθοβολισμό των γκέι ή ότι οι μαύροι και οι γυναίκες είναι διανοητικά κατώτερες.

Μπορεί βέβαια κανείς να ισχυριστεί ότι και αυτές οι απόψεις είναι ακροδεξιές και όταν εκφέρονται δημόσια προκαλούν αληθινή βλάβη σε ευάλωτες ομάδες (τρανς, μαύροι, γκέι, γυναίκες, μετανάστες κλπ.).

Αυτό επικαλούνται, εμμέσως πλην σαφώς, πολλοί αριστεροί και αριστερές. Εδώ ερχόμαστε στο ιδεολογικό πρόβλημα. Πώς απόδεικνύεται αυτός ο ισχυρισμός;

Με μια αλυσίδα συλλογισμών, ιδιαίτερα δημοφιλή, στην φιλελεύθερη, ταυτοτική αριστερά, η οποία, με τη σειρά της, εδράζεται σε έναν γλωσσικό ιδεαλισμό.

Η γλώσσα, υποστηρίζουν, δεν περιγράψει, απλώς, την πραγματικότητα, κάνει κάτι πολύ περισσότερο: την κατασκευάζει.

Όταν κάποιος λέει ότι τα φύλα είναι μόνο δύο, τότε διαγράφει τα τρανς και μη δυαδικά άτομα, διαπράττει βία – συμβολική γενοκτονία σε βάρος τους, η οποία μπορεί πολύ εύκολα να οδηγήσει και σε φυσική βία – στη βιολογική εξόντωσή τους.

Αν λοιπόν, η γλώσσα - η εκφορά κάποιων απόψεων είναι βία - τότε, όχι απλώς δικαιολογείται, αλλά επιβάλλεται ο αυστηρός έλεγχος ή και η απαγόρευσή τους. Δικαιολογείται, επίσης, η φυσική βία ως απάντηση, καθότι είναι αμυντική βία – αν η γλώσσα είναι βία, τότε και η (φυσική) βία είναι δεν είναι παρά γλώσσα, ομόλογη της πρώτης.

Έτσι δικαιολογήθηκε η «παρέμβαση» στο τραπεζάκι του Μωβ στο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ – τι είναι μερικές φωνές (και κλωτσιές) εναντίον εκείνων που αρνούνται ολόκληρη τη (συμβολική) υπόσταση μιας ομάδας ανθρώπων; Όχι μόνο δυσανάλογη δεν ήταν η αντίδραση τους, αλλά ήταν πολύ κατώτερη της βλάβης που τους προκάλεσαν.

Ο (αυτόματος) χαρακτηρισμός «ακροδεξιές» για κάποιες απόψεις δεν είναι περιγραφικός, αλλά επιτελεστικός. Δεν χρησιμοποιείται για να δείξει τι είναι στ αλήθεια αυτές οι απόψεις, αλλά για να τις στιγματίσει και να τις θέσει εκ των προτέρων εκτός δημόσιου διαλόγου.

Όπως δεν θα κάτσουμε να συζητήσουμε ότι οι μαύροι και οι γυναίκες είναι βιολογικά κατώτεροι από τους λευκούς και τους άντρες, έτσι δεν θα συζητήσουμε και για τον αν τα φύλα είναι δύο ή αν πρέπει να μπουν περιορισμοί στη μετανάστευση. Και όχι απλά δεν θα τις συζητήσουμε, αλλά θα τις διώξουμε και ποινικά.

Έτσι, πριν μερικές μέρες, πέντε Βρετανοί αστυνομικοί συνέλαβαν τον κωμικό Γκάρι Λίνεαν για τρεις αναρτήσεις που έλεγαν ότι οι τρανς γυναίκες δεν πρέπει να έχουν πρόσβαση στις γυναικείες τουαλέτες. Και πριν δυο χρόνια, η Λούσι Κόνελι καταδικάστηκε σε 31 μήνες φυλακή και μπήκε μέσα, για ένα ξενοφοβικό τουίτ, το οποίο κατέβασε λίγες ώρες μετά.

Ο χαρακτηρισμός «ακροδεξιές» ή «φασιστικές» χρησιμοποιείται από την αριστερά για να περιορίσει (ακόμα και νομοθετικά/ποινικά) το λεγόμενο παράθυρο του Όβερτον, το τι δηλαδή επιτρέπεται να συζητιέται δημόσια.

Ωστόσο, όταν ξεχειλώνει τόσο πολύ ώστε να περιλαμβάνει και απόψεις που μέχρι χθες ήταν οι μέινστριμ συντηρητικές ή ακόμα χειρότερα, απόψεις που τις πιστεύει το 60% με 70% της κοινωνίας, τότε αναπόδραστα γυρίζει μπούμερανγκ.

Γιατί όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που συμμερίζονται αυτές τις απόψεις δεν θα εξαφανιστούν ως δια μαγείας, ούτε θα τις εγκαταλείψουν επειδή η αριστερά τις χαρακτηρίζει ακροδεξιές. Πιο πιθανό είναι ότι θα στηλώσουν ακόμα περισσότερα τα πόδια και θα τις υποστηρίζουν πιο φανατικά και πιο ακραία.

Αν λες σε έναν παραδοσιακό συντηρητικό ότι είναι ακροδεξιό να πιστεύει ότι τα φύλα είναι δύο, τότε, αντί να ντροπιαστεί, θα αρχίσει να χρησιμοποιεί τον χαρακτηρισμό «ακροδεξιός» ως τίτλο τιμής.

Μάλιστα, θα αισθάνονται (δικαίως εν μέρει) ότι εξεγείρονται απέναντι στις ελίτ και το κράτος, υποστηρίζοντας αυτές τις απόψεις.

Η αριστερά δηλαδή, συμβάλλει στο να γίνει αυτό που ακριβώς ήθελε να αποφύγει – να δημιουργηθεί μια μαζική ακροδεξιά που θα αισθάνεται το underdog θύμα της εξουσίας. Αλλά αυτό συμβαίνει όταν μπερδεύεις την ηγεμονία με την (ιδεολογική) αστυνομία…

Μα, ξεχνάς το παράδοξο της ανοχής, του Πόπερ, θα αντιτείνει ο πονηρός φιλελεύθερος. Δεν μπορούμε να είμαστε ανεκτικοί στις μη ανεκτικές απόψεις γιατί αν επικρατήσουν θα καταργήσουν εντελώς τον διάλογο και τον πλουραλισμό. Η ανεκτικότητα στις μη ανεκτικές απόψεις οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια, στην πλήρη εξάλειψη της ανεκτικότητας.

Ποιος όμως ορίζει ποιες είναι οι ανεκτικές και η μη ανεκτικές απόψεις και με ποιον τρόπο; Πόσο μάλλον όταν η έννοια του λόγου μίσους, της βίας και της βλάβης έχει επεκταθεί τόσο πολύ, όπως σήμερα.

Όσοι επικαλούνται το παράδοξο του Πόπερ υποθέτουν άρρητα ότι θα είναι μονίμως εκείνοι οι κριτές του ποιες απόψεις είναι ανεκτικές και ποιες μισαλλόδοξες. Αμ δε!

Δείτε τι συμβαίνει αυτή την εποχή σε όλη τη Δύση, όπου οι κυβερνήσεις - το ακραίο κέντρ, μαζί με την άκρα δεξιά, αξιοποιούν πλήρως τη λογική του «καμία ανοχή στους οπαδούς της μη ανοχής» για να καταστείλουν όσους διαδηλώνουν για τη Γάζα, βαφτίζοντάς τους αντισημίτες.

Πώς γκένεν αυτό (, που θα έλεγε και ο ηγέτης της Σχολής της Φρανκφούρτης, Πίτερ Ογκουνσότο!)

Ταυτόχρονα, είναι κομματάκι αντιφατικό, άτομα που πρωταγωνίστησαν στη θέσπιση του αντιρατσιστικού νόμου, να διαμαρτύρονται τώρα ότι η κυβέρνηση της δεξιάς, τον «εργαλειοποιεί» για να διώξει όσους διαδηλώνουν υπέρ της Παλαιστίνης.

Έλα ντε, πού ακούστηκε κράτος να στρέφει τα εργαλεία αστυνόμευσης και περιορισμού του λόγου, που απλόχερα του προσέφερε η αριστερά, εναντίον της αριστερά όταν το βολεύει; Κυριολεκτικά, δεν έχει ματαγίνει!

Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στον Κερκ. Αλήθεια, όσοι πανηγύρισαν και έσπευσαν να καταγγείλουν τις ακροδεξιές απόψεις του, τη στιγμή του φόνου του, αντιλαμβάνονται τι πολιτικό μήνυμα στέλνουν;

Το να επιχαίρεις για την ον κάμερα δολοφονία ενός ανθρώπου που απλώς μιλούσε σε ένα πανεπιστήμιο, φαίνεται κάπως. Πόσο μάλλον, όταν, ταυτόχρονα, κηρύττεις την ενσυναίσθηση και τη συμπερίληψη της διαφορετικότητας. Επιτελεστική αντίφαση, που λένε και στο χωριό μου.

Ακόμα χειρότερα, όταν αυτός ο άνθρωπος είναι ο Κερκ. Κάποιος δηλαδή που ήταν γνωστός (καλώς ή κακώς) για την επιμονή του στον διάλογο, επειδή έστηνε ένα μικρόφωνο στα πανεπιστήμια και συζητούσε με τον οποιονδήποτε. Prove me wrong (απόδειξε ότι κάνω λάθος) έγραφε η μπλούζα του όταν δολοφονήθηκε.

Όταν, επομένως πανηγυρίζεις για τη δολοφονία ενός τέτοιου ανθρώπου, το μήνυμα που στέλνεις είναι ότι είσαι ένας εχθρός του διαλόγου και οπαδός της δολοφονικής βίας σε βάρος των αντιπάλων σου.

Ακόμα και αν πιστεύεις ότι ο Κερκ ήταν ένας επικίνδυνος ακροδεξιός, ίσως αυτή δεν ήταν η καλύτερη στιγμή να το διαλαλήσεις. Για καθαρά λόγους πολιτικής τακτικής, αν μη τι άλλο.

Ο Κερκ έχτισε ένα ολόκληρο κίνημα γιατί συζητούσε ανοικτά με τους πολιτικούς του αντιπάλους, στους χώρους, μάλιστα, της ιδεολογικής τους ηγεμονίας – τα πανεπιστήμια. Και συνήθως τους κέρδιζε.

Μη στέκεστε στα αποσπάσματα που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο με κλικ μπέιτ τίτλους «Ο Τσάρλι κατατροπώνει γουόκ φοιτήτρια», αναζητήστε στο YouTube τα βίντεο από την εμφάνισή του στην Οξφόρδη και το Κέιμπριτζ – τα δύο κορυφαία πανεπιστήμια της Ευρώπης - στα οποία αντιμετώπισε επί ώρες, δεκάδες φοιτητές (και καθηγητές) και κατάφερε να βγει νικητής.

Τους κέρδιζε, όχι μόνο γιατί αρκετές από τις απόψεις τους είναι, λογικά και φιλοσοφικά, αντιφατικές. Αλλά και γιατί, έχοντας απαγορεύσει τον οποιοδήποτε αντίλογο σε αυτές τις απόψεις (ως βία και λόγο μίσους), δεν είχαν κανένα κίνητρο και καμία πίεση να ακονίσουν τα επιχειρήματά τους.

Ο Κερκ ήταν ένας πολύ καλός ντιμπέιτερ, αλλά δεν είχε θεωρητικό βάθος, αυτά που έλεγε για το μεταμοντέρνο και τον «πολιτισμικό μαρξισμό» δεν ήταν παρά τα ρητορικά πυροτεχνήματα της δεξιάς στην προσπάθειά της να συνδέσει τις πολιτικές των ταυτοτήτων με τον επάρατο μαρξισμό/ κομμουνισμό, ώστε να τις απονομιμοποιήσει.

Ακόμα και έτσι όμως, κέρδιζε γιατί οι αντίπαλοί του ήταν ακόμα πιο ρηχοί – η ιδεολογική ομοφωνία που έχουν επιβάλλει στα πανεπιστήμια οι φιλελεύθεροι τις τελευταίες δεκαετίες, έχει απονεκρώσει την κριτική σκέψη και τους έχει καταστήσει ιδεολογικούς τεμπέληδες.

Ναι, ο Κερκ είχε ισχυρούς χρηματοδότες και τη στήριξη του Τραμπ, από το 2016, αλλά τα χρήματα από μόνα τους, δεν χτίζουν μαζικά κινήματα.

Η Κάμαλα Χάρις συγκέντρωσε πάνω από 1 δισεκατομμύριο δολάρια οικονομική ενίσχυση προεκλογικά - υπερδιπλάσια από όσα μάζεψε ο Τραμπ, και είχε τη στήριξη πολλών περισσότερων δισεκατομμυριούχων και των περισσότερων ΜΜΕ. Αλλά έχασε πανηγυρικά.

Κάποτε η αριστερά ήταν στην αιχμή της κριτικής σκέψης. Από τότε που εγκαθιδρύθηκε στα πανεπιστήμια, αναμασά τα ίδια θεωρητικά σχήματα, που τα έχει ανάγει σε δόγματα και αναλώνεται σε ηθικολογία και επίδειξη αρετής, στο όνομα των καταπιεσμένων.

Μέχρι τη δεκαετία του 1970, η αριστερά στη Δύση ήταν ο κύριος υπέρμαχος της ελευθερίας του λόγου.

Αυτό άρχισε να αλλάζει σταδιακά, όταν οι φοιτητές του Μάη του 68 έγιναν καθηγητές και οι αριστερές απόψεις – η μάλλον, η φιλελεύθερη, ταυτοτική εκδοχή τους – άρχισαν να κυριαρχούν στα πανεπιστήμια και τα ΜΜΕ.

Έκτοτε, όχι μόνο δεν υπερασπίζονται την ελευθερία του λόγου, αλλά έγιναν θιασώτες του περιορισμού της.

Τη δικαιολόγηση αυτής της στάσης τη δίνει ο Μαρκούζε σε ένα κείμενό του από το 1969, με τίτλο «Καταπιεστική Ανεκτικότητα».

Εκεί υποστηρίζει ότι η σύγχρονη καπιταλιστική εξουσία ανέχεται την ελευθερία του λόγου διότι δεν απειλείται από αυτή, αφού καταφέρνει, μέσω της πανίσχυρης πολιτισμικής βιομηχανίας, να αποχαυνώνει τις μάζες – εξ ου και η καταπιεστική ανεκτικότητα.

Οι υποτελείς έχουν από πριν συναινέσει στην καταπίεσή τους, άρα η ελευθερία του λόγου είναι κενή περιεχομένου.

Απέναντι στη νέα, αυτή, πραγματικότητα, ο Μαρκούζε πρότεινε να εγκαταλειφθεί η αρχή της καθολικής ανεκτικότητας απέναντι σε κάθε άποψη και να αντικατασταθεί από τη λεγόμενη «απελευθερωτική ανεκτικότητα», δηλαδή την πλήρη ανοχή απέναντι στον λόγο της αριστεράς, αλλά τη μηδενική ανοχή απέναντι σε εκείνον της δεξιάς.

Αργότερα, όταν η πανεπιστημιακή αριστερά μετατοπίστηκε προς την πολιτική των ταυτοτήτων, το δίπολο έπαψε να είναι το αριστερά/δεξιά και αντικαταστάθηκε από το θύματα/καταπιεστές.

Σύμφωνα με μια παραδειγματική διατύπωση της καθηγήτριας, M. Matsuda, αναφορικά με τον ρατσιστικό λόγο, οι ιστορικά καταπιεσμένες ομάδες (γυναίκες, μαύροι, γκέι κλπ.) θα πρέπει να απολαμβάνουν το λεγόμενο «προνόμιο του θύματος» - πλήρη ελευθερία λόγου, ακόμα και όταν αυτός είναι επιθετικός ή και μισαλλόδοξος.

Αντιθέτως, οι ιστορικά κυρίαρχες ομάδες (λευκοί, στρέιτ, άνδρες κλπ.) δεν πρέπει να έχουν καμία ανοχή στην έκφραση και ο λόγος τους θα πρέπει να ελέγχεται και να περιορίζεται αυστηρά, αν θεωρηθεί ότι «τραυματίζει» κάποια από τις υποτελείς ομάδες;

Ποιος όμως θα το αποφασίζει αυτό; Θεωρητικά, τα μέλη των υποτελών ομάδων. Αλλά στην πράξη εκείνοι και εκείνες που ελέγχουν τους αρμούς της συμβολικής παραγωγής/εξουσίας.

Οι ειδικοί και οι ειδικές της κριτικής θεωρίας του φύλου, της φυλής, της σεξουαλικότητας, οι οποίοι θα εξετάσουν – με τα εργαλεία της διαθεματικότητας, – κάθε περίπτωση ξεχωριστά, θα εντοπίσουν πως συναρθρώνονται οι διαφορετικές ταυτότητες των εμπλεκομένων και θα παράξουν το matrix της θυματοποίησης.

Όποιο από τα εμπλεκόμενα μέρη σκοράρει χαμηλότερα σε αυτό το matrix, είναι ο καταπιεστής και πρέπει να λογοκριθεί.

Κάπως έτσι γενικεύτηκε το no platforming – η άρνηση δηλαδή να δοθεί δημόσιο βήμα σε συντηρητικές απόψεις, τα safe spaces (ασφαλείς χώροι) και τα trigger warnings (προειδοποιήσεις «τραυματικού» περιεχομένου), οι αναγνώστες ευαισθησίας που διαβάζουν προληπτικά τα βιβλία για να εντοπίσουν και να αφαιρέσουν περιεχόμενο που μπορεί να «τραυματίσει» κάποια ευάλωτη κοινωνική ομάδα, η κουλτούρα της ακύρωσης απέναντι σε όποιον δεν συμμορφώνεται.

Οι πρακτικές αυτές επικράτησαν πρώτα στα αγγλοσαξωνικά πανεπιστήμια και στη συνέχεια διαχύθηκαν στα ΜΜΕ, τις μεγάλες εταιρείες, τις πολυεθνικές και τις ΜΚΟ μέσω των Τμημάτων Ανθρώπινου Δυναμικού και των Diversity Directors.

Στην πορεία, οι συντηρητικοί και οι απόψεις τους, ιδίως στα λεγόμενα πολιτισμικά/ταυτοτικά θέματα (όχι όμως στην οικονομία) έγιναν εντελώς αποσυνάγωγοι από τα πανεπιστήμια και μεγάλο μέρος των ΜΜΕ.

Αποκλείστηκαν, δηλαδή, από τους βασικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς. Σε μια έρευνα για την πολιτική τοποθέτηση των καθηγητών πανεπιστημίου στις ΗΠΑ, μόλις το 1% δήλωσαν ρεπουμπλικάνοι.

Κινήματα σαν του Κερκ, ήταν μέρος της απάντησης σε αυτόν τον αποκλεισμό. Οι συντηρητικοί βρέθηκαν ξαφνικά υπέρμαχοι της ελευθερίας του λόγου, απέναντι στους δημοκρατικούς/φιλελεύθερους που υπερασπίζονταν τη λογοκρισία. Η πλήρης αντιστροφή δηλαδή.

Αλήθεια, όμως, πόσο ειλικρινείς είναι οι τραμπικοί στη νοφώτιστη σπουδή τους υπέρ της ελεθεροστομίας; Καθόλου, είναι η απάντηση.

Ο Τσάρλι Κερκ μπορεί δημόσια να δήλωνε free speech absolutist (οπαδός της απόλυτης ελευθερίας του λόγου), η οργάνωσή του ωστόσο (TurningPointUSA) που αριθμεί δεκάδες χιλιάδες μέλη σε όλες τις ΗΠΑ, δημιούργησε τη διαβόητη Professor Watchlist, η οποία στοχοποιεί εκατοντάδες καθηγητές σχολείων και πανεπιστημίων για τις… απόψεις τους που διδάσκουν στα παιδιά.

Στο διαδίκτυο θα βρείτε πολλές μαρτυρίες καθηγητών που βρέθηκαν σε αυτή τη λίστα, και θα διαβάσετε για τα μαρτύρια - τις διαδικτυακές και τηλεφωνικές απειλές, τη συνεχή παρενόχληση, ακόμα και φυσική βία που υπέστησαν από τους οπαδούς του Κερκ.

Επιπλέον, τις τελευταίες μέρες απολύθηκαν δεκάδες άνθρωποι γιατί εκδήλωσαν τη χαρά τους για τη δολοφονία του Κερκ.

Ενώ φιλοτραμπικές οργανώσεις ομολογούν ότι έχουν σκανάρει και φακελώσει περισσότερους από 40 χιλιάδες χρήστες των ΜΚΔ που εκφράστηκαν θετικά για τον φόνο και σκοπεύουν να ζητήσουν την απόλυση από τη δουλειά τους ή και την ποινική δίωξή τους.

Αλλά όσο ηθικά αποκρουστικό και αν φαντάζει όταν κάποιοι πανηγυρίζουν δημόσια για μια δολοφονία, οι άνθρωποι αυτοί απλώς άσκησαν το δικαίωμά τους στην ελευθερία του λόγου.

Ελευθερία την οποία ακυρώνει η απειλή της απόλυσης ή της απέλασης. Το ότι κάτι είναι ηθικά κατακριτέο, δεν σημαίνει ότι πρέπει και να απαγορευτεί.

Οι δεξιοί ισχυρίζονται ότι ο Κερκ δολοφονήθηκε γιατί είχε το θάρρος του λόγου, αλλά την ίδια στιγμή θέλουν να στερήσουν το δικαίωμα στον λόγο από τους αντιπάλους τους. Δεύτερη επιτελεστική αντίφαση.

Εδώ φτάνουμε στην αβυσσαλέα υποκρισία των συντηρητικών. Οι τραμπικοί έγιναν υπέρμαχοι της ελευθερίας του λόγου, αναγκαστικά διότι βρέθηκαν στην απέξω. Μόλις πήραν ξανά την κρατική εξουσία, εφαρμόζουν τις ίδιες και χειρότερες λογοκριτικές πρακτικές που κατήγγειλαν μέχρι χθες.

Η κυβέρνηση Τραμπ έχει εξαπολύσει μια τεράστια επιχείρηση εναντίον όσων τοποθετούνται υπέρ της Παλαιστίνης. Υποχρεώνει δε τα πανεπιστήμια να συντάξουν λίστες με φοιτητές και καθηγητές που διαδήλωσαν ή έγραψαν κατά του πολέμου στη Γάζα για να τους επιβληθούν ποινές.

Σε μια τέτοια λίστα φιγουράρει και το όνομα της γνωστής καθηγήτριας, Τζούντιθ Μπάτλερ.

Ο Μασκ αγόρασε το Τουίτερ για να διασφαλίσει την ελευθερία της έκφρασης στο μέσο (την οποία πράγματι περιόριζαν σοβαρά οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες, κάτω και από την πίεση της κυβέρνησης Μπάιντεν), αλλά τώρα λογοκρίνει ακόμα και το δικό του ΑΙ chatbot, το Grok, γιατί αποκαλύπτει τα εγκλήματα του ισραηλινού στρατού στη Γάζα, σε ερωτήσεις των χρηστών.

Τόση ελευθερία του λόγου οι Αμερικάνοι είχαν να δουν από την εποχή του γερουσιαστή Μακάρθι.

Το ενδιαφέρον όμως είναι το πρόσχημα με το οποίο η κυβέρνηση Τραμπ περιορίζει την ελευθερία του λόγου. Ποιο είναι αυτό; Ο αντισημιτισμός, φυσικά!

Με μια εξαιρετικά διασταλτική ερμηνεία του όρου, κατηγορεί τους διαδηλωτές υπέρ της Παλαιστίνης ως αντισημίτες και εγκαλεί τα πανεπιστήμια ότι απέτυχαν να προστατεύσουν μια ευάλωτη, ιστορικά καταπιεσμένη ομάδα – τους Εβραίους φοιτητές.

Την ίδια στιγμή απειλεί τα πανεπιστήμια να καταργήσουν τις ποσοστώσεις (φύλου, φυλής, σεξουαλικότητας κλπ.) στις εισαγωγές φοιτητών και στις προσλήψεις καθηγητών, γιατί παραβιάζει τη συνταγματική ισότητα όλων πολιτών. Τους καταλογίζει δηλαδή ότι εφαρμόζουν διακρίσεις σε βάρος κοινωνικών ομάδων.

Με δυο λόγια, η κυβέρνηση Τραμπ έχει υιοθετήσει και εφαρμόζει όλο το θεωρητικό και θεσμικό πλαίσιο που δημιούργησε η φιλελεύθερη, ταυτοτική αριστερά για να ελέγξει την έκφραση και να επιβάλλει τις θέσεις της. Μόνο που το στρέφει εναντίον της. Πώς γκένεν αυτό - ξανά!

Πολύ απλά, γίνεται διότι τόσο η φιλελεύθερη δυτική αριστερά, όσο και η τραμπική νεοδεξιά είναι ταυτοτικά κινήματα και μάλιστα της ίδιας τάξης – της μορφωμένης, επαγγελματικής, διευθύνουσας τάξης.

Τις πολιτισμικές ταυτότητες θεοποιούν και οι μεν και οι δε, απλώς εκεί που οι μεν βάζουν συν, οι δε βάζουν μείον. Και είναι τόσο σφοδρή η σύγκρουσή τους διότι είναι φετιχιστική.

Οι ταυτότητες εδώ ενέχουν τον ρόλο του φετίχ - το αντικείμενο πάνω στο οποίο επενδύεται η λιμπινιτική ενέργεια για για να μην απιοκλυφθεί ο καταστατικός διχασμός της κοινωνίας - η αντίθεση κεφαλαίου εργασίας.

Αλλά και η προνομιακή θέση (στην υπηρεσία του κεφαλαίου) που έχουν και οι δύο πτέρυγες των μορφωμένων μεσοστρωμάτων – η φιλελεύθερη και η συντηρητική.

Τρεις δεκαετίες ελέγχου των ιδεολογικών μηχανισμών από τους φιλελεύθερους, το μόνο που επετεύχθη είναι η δημιουργία μιας πιο διαφοροποιημένης (συμπεριληπτικής αν προτιμάτε) ελίτ, σε χρώμα, φύλο και σεξουαλικότητα.

Την ίδια στιγμή που διογκώνονταν οι οικονομικές ανισότητες και χειροτέρευε η θέση της μεγάλης πλειονότητας των εργαζόμενων.

Μια γεύση του τι σημαίνει η φιλελεύθερη ουτοπία πήραμε κατά τη διάρκεια του κόβιντ. Όταν, με πρόσχημα τη δημόσια υγεία, ζήσαμε τη μεγαλύτερη καταπάτηση δικαιωμάτων και ελευθεριών, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (σκάστε και ακολουθήστε ευλαβικά τις εντολές των ειδικών).

Αλλά και στα δυτικά πανεπιστήμια, όπου στο όνομα της προστασίας των καταπιεσμένων, επιβλήθηκε ένα γκροτέσκο πανοπτικό σύστημα λογοκρισίας και αυτολογοκρισίας, στο οποίο ο καθένας αστυνομεύει τον λόγο του διπλανού του και τον δικό του, μην τυχόν και του ξεφύγει κάποια μη «ανεκτή» λέξη. Με τα όρια της ανοχής να μετατοπίζονται διαρκώς.

Εν μέρει, ως αντίδραση σε αυτή τη συνθήκη, μαζικοποιήθηκε και εξεγέρθηκε η τραμπική νεοδεξία. Ωστόσο, οι λύσεις που προσφέρει, είναι εξίσου προβληματικές (και περισσότερο) από αυτές των φιλελεύθερων.

Η πλήρης ασυδοσία του κεφαλαίου που εξαπολύει ο Τραμπ δεν θα φέρει οικονομική ευημερία, ούτε θα αναιρέσει τη σχετική υποβάθμιση της Δύσης στον παγκόσμιο καπιταλιστικό ανταγωνισμό.

Ο δε αταβισμός της επιστροφής στις παλιές καλές ημέρες της δεκαετίας του 50, όταν οι εργαζόμενοι μπορούσαν να ζήσουν με αξιοπρέπεια από τη δουλειά τους και είχαν στέρεες αξίες (πατρίς, θρησκεία, οικογένεια), είναι τόσο χίμαιρα, όσο η επίτευξη της ισότητας μέσω των ποσοστώσεων και της γλώσσας που προωθούν οι liberals.

Μια γεύση του τι σημαίνει τραμπική ουτοπία παίρνουμε τους τελευταίους μήνες, με τις απαγωγές ανθρώπων στους δρόμους, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και το κυνήγι μαγισσών στα πανεπιστήμια και στα ΜΚΔ.

Επιπλέον, η σύγκρουση των δύο πτερύγων είναι τόσο σφοδρή γιατί οι ιδεολογίες τους μοιράζονται το ίδιο θρησκευτικό υπόβαθρο. Και οι φιλελεύθεροι και οι συντηρητικοί πιστεύουν ότι η κοινωνία, όταν δεν διευθύνεται από τους ίδιους, ρέπει προς την αμαρτία και την καταστροφή.

Η διαφορά τους είναι στο πώς αντιλαμβάνονται την αμαρτία – οι μεν συντηρητικοί τη βλέπουν ως ηθική κατάπτωση (εκθήλυνση, πορνεία, ομοφυλοφιλία, τρανεσξουαλισμός κλπ.), οι δε φιλελεύθεροι ως διολίσθηση στον ρατσισμό, σεξισμό, εθνικισμό, ομοφοβία, τρανσφοβία κλπ.

Την ίδια μεταδημοκρατική αντίληψη για την πολιτική συμμερίζονται και οι δύο - ως κάτι που πρέπει να αφεθεί στους τεχνοκράτες, τους ειδικούς ή τους νικητές της αγοράς - όπως και μια πατερναλιστική στάση απέναντι στην κοινωνία.

Απλώς ο πατερναλισμός των συντηρητικών είναι ο παραδοσιακός - του πατέρα, του παπά και του χωροφύλακα. Ενώ οι φιλελεύθεροι προτάσσουν τον «θεραπευτικό» πατερναλισμό του κοινωνικού λειτουργού, του ψυχολόγου, της καθηγήτριας σπουδών φύλου.

Το ίδιο αυταρχικοί όμως είναι και οι δύο και κυρίως, αδιάφοροι, για τα συμφέροντα της πλειονότητας.

Παραφράζοντας ένα παλιό αναρχικό σύνθημα: Όσο σου κλέβουν τη ζωή, τόσο σε ντοπάρουν με έθνος, φύλο, σεξουαλικότητα, ψυχοιθεραπεία και φυλή…

Εικόνα: Pulp Fiction, στένσιλ του Μπάνκσι.

Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα

Νέο Προσκλητήριο Προσλήψεων Εκπαιδευτών Ενηλίκων: Αφορά όλα τα πτυχία ΑΕΙ-ΤΕΙ - Πιστοποιηθείτε άμεσα

ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ για Εκπαιδευτικούς - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ μόρια 2ης ξένης γλώσσας

Παν.Πατρών: Tο 1ο στην Ελλάδα Πανεπιστημιακό Πιστοποιητικό ΤΕΧΝΗΤΗΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ για εκπαιδευτικούς

Πανεπιστήμιο Αιγαίου: Το κορυφαίο πρόγραμμα ειδικής αγωγής στην Ελλάδα - Αιτήσεις έως 22/9

Μοριοδοτούμενο σεμινάριο Ειδικής Αγωγής Πανεπιστημίου Πατρών με μόνο 60 ευρώ 

Google news logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Google News Viber logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Viber

σχετικά άρθρα

Γαβριήλ Σακελλαρίδης
Αιχμές Σακελλαρίδη κατά Τσίπρα: «Ο κόσμος δεν χρειάζεται μια πολιτική σούπα απέναντι στον Μητσοτάκη» (Βίντεο)
Όπως σημείωσε, ο πρώην πρωθυπουργός φαίνεται να έχει επιλέξει έναν διακριτό δρόμο από την Αριστερά, με το δικό του πολιτικό rebranding να ξεκινά από...
Αιχμές Σακελλαρίδη κατά Τσίπρα: «Ο κόσμος δεν χρειάζεται μια πολιτική σούπα απέναντι στον Μητσοτάκη» (Βίντεο)