Ζήτημα αξιοπιστίας στη διαδικασία βαθμολόγησης των πανελλαδικών εξετάσεων εγείρει η εμφάνιση σημαντικών αποκλίσεων μεταξύ των βαθμολογητών σε ορισμένα μαθήματα, φαινόμενο που σε ορισμένες περιπτώσεις αγγίζει το ανώτατο επιτρεπτό όριο.
Ο βαθμός κάθε μαθήματος υπολογίζεται στα 100 μόρια και μετατρέπεται στη δεκάβαθμη κλίμακα (π.χ. 17,2). Κάθε μάθημα συνεισφέρει περίπου κατά το ένα τέταρτο στη συνολική μοριοδότηση, με τη διαφορά μίας μονάδας στα 100 να μεταφράζεται σε 40 έως 80 μόρια, ανάλογα με τον συντελεστή βαρύτητας της σχολής.
Σύμφωνα με τα ισχύοντα, όταν η απόκλιση μεταξύ των δύο βαθμολογητών υπερβαίνει τις 12 μονάδες, ορίζεται τρίτος βαθμολογητής και ο τελικός βαθμός προκύπτει από τον μέσο όρο των δύο υψηλότερων βαθμών. Ωστόσο, ακόμη και αποκλίσεις στα όρια του επιτρεπτού, που δεν οδηγούν σε αναβαθμολόγηση, δημιουργούν ενστάσεις ως προς την ακρίβεια της διαδικασίας.
Όπως προκύπτει από πρόσφατα παραδείγματα, διαφορές 12 μονάδων καταγράφηκαν σε μαθήματα με αντικειμενικά κριτήρια βαθμολόγησης, όπως Οικονομία, Βιολογία και Πληροφορική γεγονός που, σύμφωνα με εκπαιδευτικούς κύκλους, δυσκολεύει την αιτιολόγηση τέτοιων αποκλίσεων.
Η διαφορά έξι μονάδων μεταξύ του τελικού βαθμού και ενός εκ των δύο αρχικών βαθμών μπορεί να μεταφραστεί σε απώλεια 240 έως 480 μορίων, επηρεάζοντας τη θέση του υποψηφίου στις σχολές προτίμησης. Αυτό έχει επαναφέρει την πρόταση για αναθεώρηση του πλαισίου, είτε με στενότερη συνεργασία των βαθμολογητών για την εξομάλυνση μεγάλων διαφορών, είτε με διεύρυνση των περιπτώσεων όπου προβλέπεται τρίτος βαθμολογητής.
Καλό θα ήταν το ζήτημα να τεθεί εκ νέου προς εξέταση, καθώς η συνέπεια στη βαθμολόγηση θεωρείται κρίσιμη για τη διασφάλιση ίσων όρων για όλους τους υποψηφίους.
Όλα τα νέα και οι ειδήσεις που αφορούν τις Πανελλήνιες
Πανελλαδικές 2025: Νέα πανωλεθρία για τα επτά Τμήματα Φυσικής
Λεωνίδας Βουρλιώτης