Οι Πανελλαδικές Εξετάσεις εμφανίζονται ως αντικειμενικός και αξιόπιστος θεσμός. Όμως πίσω από την πρόσοψη της αξιοκρατίας κρύβεται ένα σύνθετο σύστημα ρύθμισης – ένας μηχανισμός που παράγει κατανομές.
Η σκηνή επαναλαμβάνεται κάθε Ιούνιο. Μαθητές βγαίνουν από τις εξετάσεις, κοιτάζουν ο ένας τον άλλον και λένε: «Δεν είχαμε διδαχτεί ποτέ έτσι». Καθηγητές εξαντλούνται σε επεξηγήσεις, γονείς νιώθουν αμήχανοι. Και όλοι προσπαθούν να κατανοήσουν γιατί τα θέματα των Πανελλαδικών μοιάζουν –όλο και περισσότερο– αποκομμένα από τη σχολική αίθουσα.
Η λογική των διαβαθμισμένων θεμάτων, τα «αφύσικα» ερωτήματα και οι μεταβλητές βαθμολογικές κατανομές εγείρουν σοβαρά ερωτήματα:
Τι ακριβώς αξιολογούν οι εξετάσεις;
Ποιον εξυπηρετεί η επιλογή της κατασκευασμένης αποτυχίας;
Έχει αυτό σχέση με τη μάθηση που πραγματώνεται στη σχολική αίθουσα;
Ας το δούμε αναλυτικά
Η κρυφή ατζέντα της διαβάθμισης – Ρυθμιστικός μηχανισμός, όχι παιδαγωγική διαβάθμιση
Η διαβάθμιση των θεμάτων (Α έως Δ) υποτίθεται ότι εξυπηρετεί τη διαβάθμιση της δυσκολίας. Όμως τα θέματα υποτάσσονται στη λογική να χωριστούν οι μαθητές σε κατηγορίες, έτσι ώστε να “χωράνε” στην προσφορά θέσεων εισακτέων. Πρόκειται για στρατηγική κατηγοριοποίησης.
Με θέματα σωστά ή λάθος, εύκολα ή υπερ-φυσικά, σύμφωνα ή όχι με τους διακηρυγμένους στόχους των αναλυτικών προγραμμάτων, θεωρητικά ή πρακτικά, έξυπνα ή ηλίθια, πονηρά ή παπαγαλίστικα, για το ΥΠΑΙΘΑ ο πραγματικός στόχος των εξετάσεων είναι «να παρουσιάζουν οι επιδόσεις των υποψηφίων ορθολογική κλιμάκωση στη διάκριση άριστα, καλά, μέτρια έτσι ώστε η κλιμάκωση αυτή να βοηθήσει να γίνει πιο αντικειμενική η επιλογή όσων θα εισαχθούν στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση».
Παράδειγμα Φυσικής 2024:
Το Δ4 απαιτούσε συνδυασμό εννοιών από διαφορετικά κεφάλαια, με προσομοιώσεις μη προβλεπόμενες, τις οποίες ούτε οι καλύτεροι μαθητές δεν είχαν επεξεργαστεί στην τάξη.
Το αποτέλεσμα: μονοψήφιο ποσοστό άριστων (18–20) και μια «flat» κατανομή άνω του 10, χωρίς φυσιολογική καμπύλη.
Η μαθήτρια Δ.Κ. από Λύκειο των Αθηνών σημειώνει: «Διαβάζαμε μεθοδικά, κάναμε ασκήσεις από παντού, αλλά το Δ4 μας βρήκε απροετοίμαστους. Δεν είναι θέμα “μη μελέτης”. Είναι θέμα ότι δεν διδάχτηκε ποτέ έτσι.»
Αφύσικα ή «τεχνητά εξεζητημένα» θέματα – Σχολείο χωρίς αντίκρισμα
Πολλά ερωτήματα, ιδίως στα Μαθηματικά ή τη Χημεία, ξεφεύγουν εντελώς από τη λογική της διδακτικής προσέγγισης. Πρόκειται για μια εξεταστική φυσική επιλογή τύπου survival of the trickiest, που συχνά υπονομεύει την εκπαιδευτική διαδικασία.
Παράδειγμα Μαθηματικών 2023:
Το Γ θέμα περιλάμβανε συνδυαστική επίλυση με καμπύλη λόγου, σε μορφή μη τυποποιημένη – κάτι που ούτε το σχολικό εγχειρίδιο, ούτε τα φροντιστηριακά βοηθήματα κάλυπταν επαρκώς.
Ο Γ.Σ. Καθηγητής Μαθηματικών σε δημόσιο λύκειο επισημαίνει: «Στην αίθουσα κάνουμε μάθημα, δεν παίζουμε με παγίδες. Η άσκηση του 2023 δεν αξιολογούσε την κατανόηση αλλά το ποιος έτυχε να δει τον ίδιο λαβύρινθο σε κάποιο φυλλάδιο.»
Η μαζική αποτυχία ως επιλογή – Η Ιστορία ως θύμα
Η περίπτωση του μαθήματος της Ιστορίας το 2023 και 2024 είναι ενδεικτική: το 60% των μαθητών έγραψε κάτω από τη βάση.
Τα θέματα απαιτούσαν εκτενέστατη ανάλυση πηγών με λεπτολογική αντιπαραβολή χωρίς σαφή κριτήρια βαθμολόγησης.
Δεν υπήρχε σαφής αντιστοίχιση μεταξύ ύλης, δεξιοτήτων και ζητουμένων.
Να τι είπε ο Γ.Κ. Φιλολόγος σε λύκειο του Πειραιά: «Πώς να πείσεις ένα παιδί να αγαπήσει την Ιστορία, όταν του δίνεις να λύσει πηγή σαν να πρόκειται για ερωτήσεις νομικής ερμηνείας;»
Η ενορχήστρωση της αποτυχίας – Μεταβαλλόμενοι συντελεστές και βάσεις
Η διαδικασία αναδεικνύει έναν μηχανισμό βαθμολογικής προσαρμογής, που θυμίζει υδραυλικό που κρατά τη στρόφιγγα της δυσκολίας. Η Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων (ΚΕΕ) φαίνεται να διαχειρίζεται τη δυσκολία των θεμάτων ανάλογα με:
Τον αριθμό των εισακτέων,
Την ανακατανομή των βάσεων,
Την ανάγκη να προκύψουν «άριστοι, καλοί, μέτριοι και αποτυχημένοι» υποψήφιοι.
5. Η απόσχιση της εκπαίδευσης και τα παιδαγωγικά αδιέξοδα
Το ερώτημα που τίθεται με οξύτητα: Έχουν αυτά τα θέματα σχέση με τη σχολική αίθουσα;
Η απάντηση που δίνεται από εκπαιδευτικούς, μαθητές και ερευνητές είναι αρνητική. Το εξεταστικό σύστημα αξιολογεί με κριτήρια εξωτερικά της σχολικής διαδικασίας και εξαναγκάζει σε εξωσχολική εξάρτηση:
Τα φροντιστήρια δεν προετοιμάζουν για τη γνώση αλλά για τη λογική της Επιτροπής.
Το σχολείο μετατρέπεται σε “σκηνή δεύτερης διαλογής”, χωρίς εμπιστοσύνη.
Η Μ.Κ., μαθήτρια σε ιδιωτικό σχολείο προβάλλει την αναπαράστασή της: «Η τάξη είναι θεωρία. Το φροντιστήριο είναι ο στίβος. Αν θες να πετύχεις, δεν αρκεί να μάθεις – πρέπει να ξέρεις πώς παίζεται το παιχνίδι.»
Είναι φανερό ότι το εξεταστικό σύστημα, όπως λειτουργεί, δεν αξιολογεί τις μαθησιακές δεξιότητες αλλά κατασκευάζει στατιστικές για να εξυπηρετήσει ένα διαχειριστικό μοντέλο: πόσοι θα περάσουν, πού, και με τι βάσεις.
Το ερώτημα που επανέρχεται: Μπορεί μια εκπαιδευτική πολιτική να βασίζεται σε μια μηχανή παραγωγής αποτυχίας;
Η απάντηση είναι ηθική, παιδαγωγική και πολιτική.