παρών, -ούσα, -όν: 1. αυτός που παρευρίσκεται (κάπου), που υπάρχει 2. ως απάντηση σε κλήση: ο δάσκαλος φώναξε το όνομά του και αυτός απάντησε «παρών> 3. αυτός που υπάρχει, υφίσταται αυτή τη στιγμή, ο τωρινός: η παρούσα κυβέρνηση
παρόν (το): το τμήμα τού χρόνου κατά το οποίο υπάρχουμε, ομιλούμε ή ενεργούμε, κατ’ αντιδιαστολή προς το παρελθόν και το μέλλον ΣΥΝ. τώρα
Η φράση δίνω το παρών είναι σωστή και σημαίνει ότι ανταποκρίνομαι σε μια πρόσκληση, παρευρίσκομαι, συμμετέχω. Η λέξη (το) παρών, όταν χρησιμοποιείται ως ουσιαστικοποιημένη μετοχή, λαμβάνει τη σημασία της λ. παρουσία, ανεξαρτήτως γένους και αριθμού: οι μητέρες των επιτυχόντων έδωσαν το παρών. Η φράση δίνω το παρόν είναι κυριολεκτική και αναφέρεται σε ουσιαστικό: δίνω το παρόν έγγραφο στον αρμόδιο υπάλληλο.
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
Ρεβεγιόν με χιόνια στην Αττική - Προβλέψεις από Καλλιάνο και Κολυδά
Παν.Αιγαίου: Νέα Μοριοδοτούμενα σεμινάρια για Εκπαιδευτικούς με Υποτροφίες έως 31/12
Alfavita Newsroom