Τον Ιούλιο του 1974 η πολιτική κρίση που αντιμετωπίζει η στρατιωτική δικτατορία οξύνεται. Το χρόνιο πρόβλημά της, η αδυναμία νομιμοποίησης της εξουσίας της, δείχνει τον Ιούλιο του ’74 τα όρια της αντοχής της. Η εθνική κρίση (τουρκική επέμβαση στην Κύπρο, ορατό ενδεχόμενο ελληνοτουρκικού πολέμου και η καταφανής αδυναμία του ελληνικού στρατού να υπερασπιστεί την Κύπρο) θα οδηγήσει το δικτατορικό καθεστώς σε κατάρρευση. Όμως, παρά την κρίση που αντιμετώπιζε η χούντα, παρά την εμφανή επιθυμία των στρατιωτικών να παραδώσουν την κυβερνητική εξουσία σε πολιτικά πρόσωπα, τίποτα δεν εγγυόταν ότι ο στρατός θα αποσυρόταν πραγματικά από το πολιτικό σύστημα ή ότι θα απεμπολούσε την ειδική θέση που κατείχε στη δομή της εξουσίας της μεταπολεμικής Ελλάδας. Για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε τη δυναμική των γεγονότων που οδήγησαν στη μεταπολίτευση του 1974 θα πρέπει να μεταφερθούμε στο διάστημα που προηγήθηκε και οδήγησε στην αποκατάσταση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος.
Η αντίδραση της χούντας στην επιχείρηση Αττίλας
Όταν στις 20 Ιούλη οι ένοπλες δυνάμεις της Τουρκίας αποβιβάζονται στην Κύπρο, η Ελλάδα απαντά με επιστράτευση. Η πράξη αυτή είχε μια ιδιαίτερη σημασία και δυναμική. Αφενός αποτέλεσε ευκαιρία να γίνει αντιληπτό ως ποιό σημείο η χούντα είχε αποσαρθρώσει, όχι μόνο τον κρατικό μηχανισμό αλλά και το στρατό στις ιδιαίτερες λειτουργίες του. Η στρατιωτική δικτατορία είχε καταστήσει τον ελληνικό στρατό όργανο εσωτερικής επιβολής, απαράσκευο και αδύναμο να φέρει εις πέρας οποιαδήποτε εθνική αποστολή. Είχε γαλουχήσει τους πιστούς σε αυτήν αξιωματικούς ότι τα εθνικά μέτωπα ήταν στο εσωτερικό οι κομμουνιστές και οι «συνοδοιπόροι» τους, στην Κύπρο ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος και οι υποστηρικτές του.
Βέβαια, για ουσιαστική πολεμική αντίδραση δε μπορούσε να γίνει λόγος, κάτι που γνώριζαν οι αρχηγοί των ενόπλων δυνάμεων και των τριών όπλων. Ουσιαστικά επρόκειτο για κάποια απάντηση/αντίδραση προκειμένου ο στρατός να δικαιολογήσει την ύπαρξή του και το ρόλο του μέσα στο κράτος. Ταυτόχρονα αποτελούσε και σχέδιο με ουσιαστικό στόχο την απομάκρυνση των επίστρατων από τα αστικά κέντρα σε περίπτωση λαϊκών κινητοποίησεων κατά του καθεστώτος και τον εγκλεισμό τους σε στρατόπεδα σε όφελος του καθεστώτος.
Αφετέρου, η επιστράτευση προκάλεσε μια βαθύτατη μεταβολή, καθοριστικά στοιχεία της οποίας ήταν: η αλλαγή της ισορροπίας δυνάμεων μέσα στο στράτευμα και ο αυστηρός σεβασμός στην ιεραρχία που εξουδετέρωσε το ρόλο του «αφανή» δικτάτορα ταξίαρχου Ιωαννίδη και των αξιωματικών της ομάδας του.
Ως αποτέλεσμα, λαμβάνουν χώρα στρατιωτικά τεκταινόμενα, τόσο εκτός, όσο και εντός Αθηνών. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της πρώτης περίπτωσης αποτελούσε η «επαναστατική διακήρυξη» της 20ης Ιουλίου των 250 αξιωματικών του Γ’ Σώματος Στρατού, σύμφωνα με την οποία οι αξιωματικοί του μεγαλύτερου σώματος στρατού της Ελλάδας ζητούσαν κατάργηση του στρατιωτικού καθεστώτος, επάνοδο του βασιλιά και ανάληψη της διακυβέρνησης από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Πότε δεν αποδείχθηκε ότι το κείμενο αυτό ήταν αυθεντικό. Πιθανόν να πρέπει να αποκλειστεί η γνησιότητά του. Αποτελούσε, ωστόσο, μια προσπάθεια να πειστεί η ελληνική κοινή γνώμη πως ο στρατός μπορούσε ακόμα να παίξει ρόλο και μάλιστα θετικό. Πάντως η μετάδοσή του ενέτεινε τις αποσυνθετικές τάσεις μέσα στο δικτατορικό καθεστώς και συνετέλεσε στην κατάρρευσή του.
Αλλά και εντός Αθηνών έλαβαν χώρα στρατιωτικά τεκταινώμενα που επίσπευσαν την πτώση του Ιωαννίδη. Με την επιστράτευση, ο διοικητής της Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης Εσωτερικού και Νήσων, στρατηγός Γκράτσιος απέκτησε πραγματικό στρατιωτικό έλεγχο της πρωτεύουσας. Μόνη της η ΕΣΑ δε μπορούσε να διατηρήσει τον ταξίαρχο Ιωαννίδη στη θέση του.
Οι δύο αυτές εξελίξεις προκάλεσαν ανακατατάξεις στην ηγεσία της δικτατορίας. Σύσσωμη η στρατιωτική ηγεσία (ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας στρατηγός Μπονάνος, ο αρχηγός του ΓΕΣ στρατηγός Γαλατσάνος, ο αρχηγός της πολεμικής αεροπορίας αντιπτέραρχος Παπανικολάου και ο αρχηγός ΓΕΝ αντιναύαρχος Αραπάκης) καθώς και ο πρόεδρος της δημοκρατίας στρατηγός Γκιζίκης αποφάσισαν τη μεταβίβαση της κυβερνητικής εξουσίας στον πολιτικό κόσμο.
Πρόσωπο- κλειδί αποτέλεσε ο Α/ΓΕΝ Πέτρος Αραπάκης, ο οποίος από τη νύχτα της 21ης προς την 22α Ιουλίου είχε πάρει όλες τις πρωτοβουλίες για ανακωχή με την Τουρκία, τις συνεννοήσεις με τους Αμερικανούς, κ.λπ., αντιπροσωπέυοντας τόσο την κυβέρνηση-φερέφωνο του Ιωαννίδη (κυβέρνηση Ανδρουτσόπουλου), όσο και την αμήχανη στρατιωτική ηγεσία. Όπως αναφέρει ο ίδιος, τόσο ο «πρωθυπουργός» Αδρουτσόπουλος, όσο και ο «υπουργός εξωτερικών» Κυπραίος ήθελαν να διαφύγουν από τις διαπραγματεύσεις και δεν ήθελαν να αναλάβουν ευθύνες, έστω και αν ήταν εξορισμού αρμόδιοι και υπεύθυνοι. Ήταν ο ίδιος που έπεισε τους Γκιζίκη και Γαλατσάνο να ανακαλέσουν τις παραιτήσεις τους: «Αμέσως αντέδρασα λέγοντας ότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για παραιτήσεις. Έπρεπε, όπως τους είπα, να εμφανιστούμε στον ελληνικό λαό ενωμένοι και να τον πείσουμε ότι η αλλαγή στην πολιτική ηγεσία γινόταν με πρωτοβουλία των Ενόπλων Δυνάμεων στο σύνολό τους, προκειμένου να μη δημιουργηθεί κοινωνική αναταραχή. Με την άποψη αυτή συμφώνησαν τελικά όλοι. Και οι δύο που είχαν υποβάλλει παραίτηση την ανακάλεσαν.» Αποτελούσε αναγκαιότητα το να παραμείνει ο στρατός ενωμένος και η έξοδος από την κρίση να εμφανιστεί σαν πρωτοβουλία της ηγεσίας του.
Οι συνθήκες στις ένοπλες δυνάμεις
Οι συνθήκες στο πολεμικό ναυτικό και την αεροπορία ήταν ευνοϊκές για την υιοθέτηση της πολιτικής λύσης. Το πολεμικό ναυτικό, όντας στελεχωμένο (και) από διωγμένους από τη χούντα αντιδικτατορικούς δεξιούς αξιωματικούς, θεωρούνταν «στήριγμα της δημοκρατίας» απέναντι στο στρατό ξηράς. Για την αεροπορία ήταν γνωστό ότι εκεί ελάχιστοι αξιωματικοί συμπαθούσαν τη χούντα.
Στο στρατό ξηράς η κατάσταση ήταν πιο αστάθμητη. Η κίνηση των αρχηγών των ενόπλων δυνάμεων και του στρατού ξηράς κατά του Ιωαννίδη δε σήμαινε αυτόματα και την παράδοση του ελέγχου από το στρατό στο σύνολό του. Πολλοί αξιωματικοί (ιωαννιδικοί και μη) είχαν γαλουχηθεί από ιδεώδη που όριζαν το στρατό όχι απλώς ως ελεγκτή του πολιτικού συσήματος, αλλά ως τον κύριο θεσμό του κράτους. Παρ’ όλα αυτά ακολούθησαν και εκείνοι την επιλογή της ανώτατης ηγεσίας τους.
Ύστατη προσπάθεια για διατήρηση της ιδιαίτερης θέσης του στρατού
Μέχρι και την τελευταία στιγμή οι στρατηγοί προσπάθησαν να ελέγξουν πλήρως την κατάσταση και να διατηρήσουν τον προσδιοριστικό ρόλο τους. Έτσι ο Μπονάνος θα προτείνει τον Πέτρο Γαρουφαλιά για πρωθυπουργό κυβέρνησης υποχοίριου, ελπίζοντας πως οι ένοπλες δυνάμεις θα διατηρούσαν βαρύνοντα λόγο στις εξελίξεις, κάτι που θα συναντήσει την κατηγορηματική άρνηση του Γκιζίκη. Οι ιωαννιδκοί θα προτείνουν το Χρήστο Ξανθόπουλο-Παλαμά, χωρίς, όμως, αποτέλεσμα. Η ύστατη προσπάθεια για ενεργό παρουσία των στρατιωτικών στην κυβέρνηση θα γίνει στη συζήτηση με τους πολιτικούς αρχηγούς που πραγματοποίηθηκε στις 23 Ιουλίου, με την ανοχή του Ιωαννίδη. Ο Φαίδων Γκιζίκης θα ζητήσει την παραμονή των στρατιωτικών στα υπουργεία εθνικής άμυνας, δημόσιας τάξης και εσωτερικών, αλλά θα συναντήσει την κατηγοριματική άρνηση των πολιτικών προσώπων και θα υποχωρήσει.
Η συζήτηση με τους πολιτικούς αρχηγούς
Η συζήτηση με τα πολιτικά πρόσωπα της 23ης Ιουλίου 1974.
Στο βάθος ο πρόεδρος της δημοκρατίας στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης.
Στη συζήτηση που πραγματοποίηθηκε, ο Αβέρωφ πρότεινε τη λύση Καραμανλή. Αν και η στρατιωτική ηγεσία προτιμούσε τον Καραμανλή, αρχικά ο Γκιζίκης διαφώνησε, με το επιχείρημα ότι η πολιτική κυβέρνηση έπρεπε να σχηματιστεί αμέσως και ότι η αναμονή του Καραμανλή μπορούσε να προκαλέσει προβλήματα σε μία ακυβέρνητη χώρα. Ήταν τόσο πιεστική η ανάγκη αποστολής αντιπροσωπίας στη Γενεύη για συζητήσεις πάνω στο θέμα της ανακωχής, που αρχικά έγινε αποδεκτή η λύση Παναγιώτη Κανελλόπουλου – Γεώργιου Μαύρου.
Η επιλογή της λύσης Καραμανλή
Ωστόσο, εν τέλει, επικράτησε η θέληση των Αραπάκη, Παπανικολάου και Αβέρωφ για υιοθέτηση της λύσης Καραμανλή. Η εξήγηση έγκειται αφενός στα προσόντα του Σερραίου πολιτικού, που περιλάμβαναν ισχυρή θέληση, σκληρότητα και αποφασιστικότητα. Όπως αναφέρει και ο Π. Αραπάκης: «Οι ίδιες στρατιωτικές μονάδες που απομάκρυναν τον Κανελλόπουλο το 1967, ήταν ακόμη εκεί, έτοιμες να ανατρέψουν και τη νέα κυβέρνηση. Επομένως, εκείνη την κρίσιμη στιγμή όταν οι μονάδες αυτές αγκαλίαζαν ασφυκτικά την Αθήνα και όλο το Λεκανοπέδιο της Αττικής, χρειαζόταν μια πολύ ισχυρή πολιτική φυσιογνωμία, ικανή να ανταποκριθεί στις έκτακτες περιστάσεις. Η ισχυρή προσωπικότητα του Καραμανλή ανταποκρινόταν, τις στιγμές εκείνες, στις επιταγές της πραγματικότητας.» Αφετέρου, έγκειται στην πολιτική αποδοχή του από τον ελληνικό λαό αλλά και στις ευρείες συμπάθειες στους κόλπους των στρατιωτικών. Η επιλογή Καραμανλή έχει χαρακτηριστεί ως «τομή» στη «συνέχεια». Τομή, διότι δεν είχε συνεργαστεί με τη στρατιωτική δικτατορία και σηματοδοτούσε την ανάγκη να υλοποιηθούν οι απαραίτητες δομικές αλλαγές στο ελληνικό πολιτικό σύστημα. Συνέχεια, διότι είχε εκφράσει με επιτυχία τα γενικότερα συμφέροντα του αστικού κόσμου από το 1955 ως το 1963. Mε την επιλογή Καραμανλή, που διακρινόταν τόσο από αντικομμουνιμό όσο και από αντιμοναρχική στάση, διατηρούνταν η σχέση ισορροπίας μεταξύ «συνέχειας» και «τομής». Αντιθέτως, η αρχικά προτεινόμενη λύση Κανελλόπουλου, ο οποίος ήταν λιγότερο συντηριτικός, έριχνε το βάρος στην πλευρά της «τομής», πράγμα που μπορούσε να συναντήσει την ενεργή αντίδραση του πιο σκληροπυρηνικού τμήματος των στρατιωτικών.
Ο δεξιός δυναμισμός
Ορκωμοσία του νέου Α/ΓΕΝ, αντιναυάρχου Κ. Εγκολφόπουλου. Ο νέος αρχηγός ΓΕΝ,
ο υπουργός Εθνίκης Αμύνης Ευάγγελος Αβέρωφ και ο απερχόμενος αρχηγός ΓΕΝ, αντιναύαρχος Πέτρος Αραπάκης.
Από την ψηφιοποιημένη συλλογή του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου
Αξίζει να αναφερθούμε σε δύο πρόσωπα που πλαισίωναν τον Καραμανλή και υπήρξαν χαρακτηριστικά του δεξιού δυναμισμού: τον Ευάγγελλο Αβέρωφ και το Σόλωνα Γκίκα. Ο πρώτος ανέλαβε το υπουργείο Εθνικής Άμυνας, το οποίο και κράτησε μέχρι το 1981. Ο Καραμανλής πίστευε ότι τα αμέμπτως συντηριτικά και αντικομμουνιστικά του διαπιστευτήρια θα καθησύχαζαν τα σκληροπυρηνικά στοιχεία στις ένοπλες δυνάμεις. Όσον αναφορά το δεύτερο, βασικό κριτήριο της επιλογής του ήταν κυρίως το γεγονός ότι είχε διατελέσει πρώτος επικεφαλής του Ιερού Δεσμού Ελλήνων Αξιωματικών, όταν η οργάνωση αυτή συγκροτήθηκε λίγο πριν τα Δεκεμβριανά (1944) με σκοπό να διεκδικήσει αυτόνομο πολιτικό ρόλο για το στρατό.
Μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας, ο Καραμανλής επικεντρώθηκε στην οριστική απομάκρυνση των στρατιωτικών από την εξουσία και την εδραίωση του κοινοβουλευτικού συστή-ματος, οπότε και προέβη στην αναστολή των ευρείων αρμοδιοτήτων του στρατού και τον καθορισμό των εξουσιών των πολιτικών προσώπων. Μεταξύ άλλων επαναφέρθηκαν στην ενεργό υπηρεσία οι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί του πολεμικού ναυτικού που είχαν διωχθεί για τη συμμετοχή τους στο κίνημα του 1973. Τούτο κατέστησε διαθέσιμο ένα σημαντικό αριθμό ικανών στελεχών των ενόπλων δυνάμεων τα οποία χρησιμοποίηθηκαν για την αντιμετώπιση ενδεχόμενου κινήματος εκ μέρους φιλοχουντικών αξιωματικών. Η κυβέρνηση αναζήτησε κυρίως στο ναυτικό στηρίγματα εναντίον ενδεχόμενων ενεργειών ανατροπής του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Οι κυβερνήτες και οι αξιωματικοί διανυκτεύρευαν στα πλοία και στις υπηρεσίες ενώ υπήρχαν αγήματα σε άμεση ετοιμότητα δράσης. Όπως διηγείται ο Πέτρος Αραπάκης: «Είχα στείλει έξω από τις στρατιωτικές μονάδες των αλεξιπτωτιστών στον Ασπρόπυργο και των καταδρομών στο Μεγάλο Πεύκο από ένα αντιτορπιλικό και τους είχα προειδοποίησει ότι τα αντιτορπιλικά είχαν πάρει διαταγή να αποτρέψουν κάθε απόπειρά τους να κινηθούν πραξικοπηματικά. Άλλα τρία αντιτορπιλικά είχαν αναπτυχθεί στον όρμο του Φαλήρου, απ’ όπου μπορούσαν να ελέγχουν όλο το Λεκανοπέδιο της Αττικής, από το Διόνυσο ως τη θάλασσα.
Στις 11 Αυγούστου οι Καραμανλής και Γκίκας απαίτησαν και πέτυχαν την απομάκρυνση των 163 αρμάτων μάχης που παρέμεναν στην Αττική. Στις 20 του μήνα, εξοργισμένος από τη στρατιωτική αδυναμία της Ελλάδας, ο Καραμανλής απόμπευσε τους Μπονάνο και Γαλατσάνο από τις θέσεις Α/ΓΕΕΘΑ και Α/ΓΕΣ αντίστοιχα. Τις θέσεις τους ανέλαβαν οι στρατηγοί Διονύσιος Αρμπούζης και Ιωάνννης Ντάβος. Η επιλογή του δεύτερου ήταν χαρακτηριστικό δείγμα της μεθόδου Αβέρωφ: αποπομπή όσων συμμετείχαν ενεργά στο σχεδιασμό του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου και παραμονή όσων έφτασαν μεν στην κορυφή της ιεραρχίας επί δικτατορίας, αλλά συμμετείχαν ενεργά στη μεταπολίτευση υπέρ της αλλαγής.
Όσον αφορά τους ανώτατους αξιωματικούς που συμμετείχαν στην αντίσταση, αυτοί δεν επανήλθαν στο στράτευμα, αλλά πολιτεύτηκαν και κάποιοι εξελέγησαν βουλευτές (π.χ. Ι. Μηναίος), άλλοι ανέλαβαν υπουργικά χαρτοφυλάκια εκτός του πεδίου των στρατιωτικών υποθέσεων (π.χ. Κ. Εγκολφόπουλος, Αλ. Παπαδόγγονας, Ι. Κατσαδήμας), ενώ μερικοί ανέλαβαν θέσεις συμβούλων του πρωθυπουργού επί στρατιωτικών θεμάτων (π.χ. Π. Πανουργιάς). Επρόκειτο για τακτική του Καραμανλή, με την οποία προσπάθησε να εμβολιάσει το νεοπαγές κόμμα της Νέας Δημοκρατίας με στελέχη που είχαν δράσει κατά της στρατιωτικής δικτατορίας ως αντιστάθμισμα στο Κέντρο, το ΠΑΣΟΚ και την Αριστερά που προέβαλλαν την αντιστασιακή δράση των μελών τους.
Η αντιμετώπιση των πρωταιτίων
Στις 23 Οκτωβρίου του 1974 συνελήφθησαν οι Παπαδόπουλος, Παττακός, Λαδάς, Μακαρέζος και Ρουφογάλης. Σύμφωνα με κυβερνητική ανακοίνωση είχε επισημανθεί συνωμοτική δραστηριότητά τους. Ενώ, αρχικά το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών εξέδωσε βούλευμα με το οποίο απεφάνθη όι το αδίκημα του πραξικοπήματος ήταν διαρκές, ωστόσο, στη συνέχεια η ολομέλεια του Αρείου Πάγου με απόφασή της συμφώνησε με την αναίρεση που άσκησε ο εισαγγελλέας Ε. Μπλέτσας, ο οποίος χαρακτήρισε το αδίκημα ως στιγμιαίο. Στιγμιαίο μετατράπηκε και το αδίκημα για τους πολίτες που ανέλαβαν δημόσια αξιώματα στη διάρκεια της δικτατορίας. Αυτές οι εξελίξεις απέτρεψαν οποιαδήποτε δίωξη υπουργών του δικτατορικού καθεστώτος και κατ’ επέκταση των υπόλοιπων στελεχών του. Επρόκειτο για καθαρά πολιτική απόφαση προκειμένου να μη δημιουργηθεί βαθύ ρήγμα στη βάση της Δεξιάς (ένα τμήμα της οποίας είχε συνεργασεί με τη στρατιωτική δικτατορία).
Η δίκη των πρωταιτίων πραγματοποίηθηκε τον Ιούλιο του 1975 και είχε τέτοιο δημόσιο αντίκτυπο που προβλήθηκε στην τηλεόραση. Οι συνταγατάρχες Παπαδόπουλος και Μακαρέζος και ο ταξίαρχος Πατακός καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ωστόσο η κυβέρνηση Καραμανλή μετέτρεψε τις θανατικές ποινές σε ισόβια δεσμά. Επρόκειτο, ουσιαστικά, για μια ενέργεια που αποσκοπούσε στην αποφυγή της ταπείνωσης που θα προκαλούσε η αίτηση χάριτος, καθώς η εσπευσμένη μετατροπή της ποινής δεν έδωσε στους καταδικασθέντες αρκετό χρόνο ώστε να φοβηθούν. Θα λεγε κανείς ότι η συντηριτική παράταξη αντιλαμβανόταν το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου ως ενέργεια «ολίγων αφρόνων».
Η εξάρθρωση του «κινήματος της πυτζάμας»
Καλό είναι να αναφερθούμε και στην εξάρθρωση του λεγόμενου «κινήματος της πυτζάμας» (ονομάστηκε έτσι διότι οι αξιωματικοί που κατηγορήθηκαν για απόπειρα πραξικοπήματος συνελήφθησαν αργά τη νύχτα στο σπίτι τους την ώρα του ύπνου). Τέσσερις δεκαετίες μετά δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως αν επρόκειτο για αποπειρα πραξικοπήματος ή απλά για απειλητική διατύπωση αιτημάτων και αν η κίνηση αυτή οφειλόταν στο ρόλο που επιφύλασσε η πολιτική κυβέρνηση για το στρατό ή αν οι επίδοξοι πραξικοπηματίες θεωρούσαν πως η μέχρι τότε αντιμετώπιση των προσώπων που συμμετείχαν στο στρατιωτικό καθεστώς ήταν επιεικής, οπότε και τα χουντικά στοιχεία που είχαν μείνει στο στράτευμα δεν ένιωθαν δισταγμό για μια νέα απόπειρα. Ενδεχομένως ορισμένοι αξιωματικοί της ομάδας Ιωαννίδη να είχαν δισαρεστηθεί έντονα από τη φυλάκιση του άλλοτε αρχηγού της Στρατιωτικής Αστυνομίας και από τη νομιμοποίηση των κομμουνιστικών κομμάτων και γι’ αυτό το λόγο να παρέμεναν εχθρικοί στη μεταπολιτευτική πραγματικότητα. Όπως και να ‘χει, οι συλλήψεις 37 αξιωματικών, από τους οποίους 21 παραπέμφθηκαν σε δίκη και εκ των οποίων οι 14 καταδικάστηκαν καθώς και η αποστράτευση 140 αξιωματικών αποτέλεσαν το τελευταίο βήμα για την όποια αποχουντοποίηση στο εσωτερικό του στρατού ξηράς.
Συμπεράσματα
Η ομαλή διεξαγωγή των εκλογών της 17ης Νοεμβρίου 1974 και η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος της 8ης Δεκεμβρίου του 1974 ολοκλήρωσαν την περίοδο της μετάβασης από τη δικτατορία στη δημοκρατία. Αυτή η μετάβαση έθεσε ένα δίλημμα: συνολική ρήξη με το προδικτατορικό παρελθόν ή ρήξη μόνο με το παρελθόν της επταετίας; Είναι αλήθεια πως η μετατροπή του αδικήματος από διαρκές σε στιγμιαίο ήρε την έννοια της βαθειάς αποχουντοποίησης και ότι οι ποινές που επιβλήθηκαν για την καταστολή του Πολυτεχνίου μειώθηκαν στη συνέχεια και ότι όσοι από την Ασφάλεια και την ΕΣΑ δικάστηκαν για βασανισμό πολιτών κυκλοφορούσαν ελεύθεροι λίγους μήνες μετά. Είναι, όμως, επίσης αλήθεια ότι η κατάσταση απαιτούσε εξαιρετικά λεπτούς χειρισμούς, δεδομένου ότι αφενός λάμβανε χώρα μια οξύτατη εξωτερική κρίση, αφετέρου, μέχρι τον Αύγουστο του 1974, 163 άρματα μάχης παρέμειναν εντός του Λεκανοπεδίου της Αττικής. Διάχυτη ήταν η εντύπωση πως οι στρατιωτικοί θα επανέρχονταν στην εξουσία, ο φόβος, δε, ενός τέτοιου ενδεχόμενου συνέβαλε στην εκλογική νίκη της Νέας Δημοκρατίας το Νοέμβρη του 1974.
Το γεγονός δε ότι οι κύριοι στρατιωτικοί συνωμότες παρέμειναν στη φυλακή, δείχνει ότι οι ποινές αποσκοπούσαν στο να στείλουν προειδοποίηση σε όποιους άλλους σκέφτονταν να καταλύσουν τους θεσμούς της αστικής νομιμότητας.
Αν κάτι δεν έγινε αντιληπτό με την πρώτη, αυτό ήταν η κλίμακα της τομής που είχε μεθοδευτεί. Η κρατική κρίση στην οποία περιήλθε η χούντα (λόγω της τραγωδίας της Κύπρου, το «κράτος των εθνικοφρόνων» μετατράπηκε σε κράτος εθνοπροδοτών) και η λαϊκή υποστήριξη που απολάμβανε ο Καραμανλής, λειτουργώντας κι ως λαϊκή πίεση, έδωσε στο Σερραίο πρωθυπουργό τη δυνατότητα να επιβληθεί στο στρατιωτικό μηχανισμό σε βαθμό που υπερέβαινε τους σκοπούς του προνουντσιαμέντου που τον έφερε στην εξουσία. Ας μην ξεχνάμε ότι τόσο ο στρατηγός Γκράτσιος όσο και ο στρατηγός Ιωάννης Ντάβος επιθυμούσαν, εκτός από την επιστροφή του Καραμανλή στην πρωθυπουργία, την επάνοδο του βασιλιά και τη διατήρηση της ιδιαίτερης θέσης του στρατού στη δομή της εξουσίας. Τα αιτήματα αυτά περιλαμβάνονταν και στην «Επαναστατική διακήρυξη των 250 αξιωματικών του Γ’ Σώματος Στρατού». Ο Καραμανλής δεν υλοποίησε τα δύο τελευταία αιτήματα, πράγμα που μας επιτρέπει να πούμε πως, παρά την ύπαρξη κάποιοων μετεμφυλιακών καταλοίπων όπως τα Τάγματα Εθνοφυλακής Αμύνης, η μη αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, η διατήρηση της προδικτατορικής σχέσης κυβέρνησης-εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος κ.λπ, επιστροφή στο κράτος εκτάκτου ανάγκης δεν μπορούσε να υπάρξει.
[1] Πολύς κόσμος αναφέρεται στην περίοδο που ακολούθησε την πτώση της δικτατορίας ως την περίοδο της Μεταπολίτευσης. Όμως η μεταπολίτευση του 1974 κράτησε περίπου 1 χρόνο, μέχρι τον Ιούνιο του 1975, όταν ψηφίστηκε το νέο σύνταγμα.
[1] Δημήτρης Χαραλάμπης, Στρατός και Πολιτική εξουσία, η δομή της εξουσίας στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα, 1985, σελ. 268-269
[1] Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, 1967 – 1974, Χούντα – Φάκελος Κύπρου, εκδόσεις Αφών Τολίδη, Αθήνα, 1986, σελ. 285
[1] Αναστάσης Ι. Πεπονής: «Γιατί και πώς», ΙΣΤΟΡΙΚΑ, 22 Ιουλίου 2004, σελ. 49
[1] Σόλων Γρηγοριάδης, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, 1941 – 1974, εκδόσεις Καπόλπουλος, Αθήνα, χ. χ. σελ. 282
[1] Δημήτρης Χαραλάμπης, Στρατός και Πολιτική εξουσία, η δομή της εξουσίας στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα, 1985, σελ. 330
[1] Τάσος Σακελλαρόπουλος, «Η Μεταπολίτευση στο Στρατό», ΑΡΧΕΙΟΤΑΞΙΟ, Σεπτέμβριος 2013, εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 15
[1] Δημήτρης Χαραλάμπης, όπ., π., σελ. 335
[1] Σόλων Γρηγοριάδης, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, 1941 – 1974, τόμος έβδομος, εκδόσεις Καπόπουλος, Αθήνα, χ.χ. σελ. 316
[1] Πέτρος Αραπάκης, Το τέλος τη σιωπής, εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα, 200, σελ. 254
[1] στο ίδιο, σελ. 306
[1] Δημήτρης Χαραλάμπης, όπ., π., σελ. 336
[1] Ο Ιός: «Επίδοξοι πραξικοπηματίες», διαθέσιμο στο διαδικτυακό τόπο: http://www.iospress.gr/ios2007/ios20070722.htm
[1] Σταύρος Ψυχάρης, Τα παρασκήνια της Αλλαγής, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 1975
[1] Τάσος Σακελλαρόπουλος, «Η Μεταπολίτευση στο Στρατό», ΑΡΧΕΙΟΤΑΞΙΟ, Σεπτέμβριος 2013, εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 16
[1] στο ίδο, σελ. 16
[1] Σωτήρης Ριζάς, «Οι διεθνείς διαστάσεις της πτώσης», ΙΣΤΟΡΙΚΑ, 22 Ιουλίου 2004, σελ. 37
[1] Δ. Χαραλάμπης, όπ., π., σελ. 338
[1] Κατά την αφήγησή του ο Αβέρωφ αναφέρει ότι κατά τη διακοπή της συνεδρίασης και αφού είχε αποφασιστεί αρχικά η λύση Κανελλόπουλου – Μαύρου, πήγε για ένα λεπτό στο διπλανό γραφείο για να πιεί νερό, όπου τον πλησίασαν δύο αξιωματικοί της ομάδας Ιωαννίδη. Επρόκειτο για τον ταγμματάρχη Χαράλαμπο Παλαΐνη και το συνταγματάρχη Θωμά Νίκα. Ο τελευταίος είπε στον Αβέρωφ ότι οι στρατιωτικοί έπρεπε να παραμείνουν στα τρία επίμαχα υπουργεία. Ο Αβέρωφ αρνήθηκε, πείθοντας τον Παλαΐνη. Ωστόσο ο Νίκας επέμεινε, με αποτέλεσμα ο Αβέρωφ να μιλήσει ακόμα κατηγορηματικότερα. Το γεγονός αυτό ήταν που, σύμφωνα με τον ίδιο, τον έπεισε να επιμείνει στη λύση Καραμανλή. Γυρνώντας στο γραφείο του Γκιζίκη, αφού αντάλλαξε μερικές λέξεις με τον Αραπάκη, απευθύνθηκε προς τους υπόλοιπους και επέμεινε στη λύση Καραμανλή. Τελικά τον έπεισε. βλ. Κωνσταντίνος Καραμανλής, Αρχείο, Γεγονότα και κείμενα, εκδοτκό ίδρυμα Κωνσταντίνος Καραμανλής – Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1997, σελ. 227
Ο Πέτρος Αραπάκης έχει μια κάπως διαφορετική εξήγηση. Υποστηρίζει ότι ήταν αυτός που πήρε την πρωτοβουλία να επιμείνει για την επιλογή Καραμανλή. Πιάνοντας από το χέρι τον Αβέρωφ και πείθοντάς τον να μεταπείσουν τον Γκιζίκη. Επίσεις αναφέρει ότι ο Αβέρωφ, μεταγενέστερα, επιχείρησε να αλλοιώσει την πραγματικότητα προκειμένου να δημιουργήσει καλές εντυπώσεις γι’ αυτόν. βλ. Πέτρος Αρπάκης, όπ., π., σελ. 312-315
[1] Πέτρος Αρπάκης, όπ., π., σελ. 318
[1] 100 + 6 χρόνια Ελλάδα β’ τόμος, 1950-2006, εκδόσεις Μανιατέα, 2009, σελ. 188
[1] Σπύρος Σακελλαρόπουλος: «Η οργάνωση της κρατικής εξουσίας στην Μεταπολίτευση, φιλολαϊκή τομή στην καπιταλιστική συνέχεια», ΕΚΤΟΣ ΓΡΑΜΜΗΣ, τεύχος 34, Νοέμβριος 2013, σελ. 41
[1] Richard Clogg, Συνοπτική ιστορία της Ελλάδας, 1770-2000, δεύτερη έκδοση, εκδόσεις Κάτοπτρο, Αθήνα, 2003. σελ. 201
[1] Τάσος Σακελλαρόπουλος, όπ., π., σελ. 18
[1] Ευάνθης Χατζηβασιλείου: «Από τη Μεταπολίτευση στις εκλογές του 1981», Ιστορία του ελληνικού έθνους, τόμος ΙΣΤ’, εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 2000, σελ. 294
[1] Ο Ιός: «Επίδοξοι πραξικοπηματίες», διαθέσιμο στο διαδικτυακό τόπο: http://www.iospress.gr/ios2007/ios20070722.htm
[1] Πέτρος Αρπάκης, όπ., π., σελ. 329
[1] Τάσος Σακελλαρόπουλος, όπ., π., σελ. 19-20
[1] στο ίδιο, σελ. 20
[1] Σόλων Γρηγοριάδης, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, 1941 – 1974, εκδόσεις Καπόλπουλος, Αθήνα, χ. χ. σελ. 421
[1] Ηλίας Νικολακόπουλος: «Τα διλήμματα της Μεταπολίτευσης, μεταξύ συνέχειας και ρήξης» ΑΡΧΕΙΟΤΑΞΙΟ, Σεπτέμβριος 2013, εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 11
[1] στο ίδιο, σελ. 23
[1] Σε ανακοίνωση του στο φύλλο του «Ριζοσπάστη» της 25ης Φεβρουαρίου του 1975 το Π.Γ. της Κ.Ε. του Κ.Κ.Ε. κάνει λόγο για «ατιμωρησία των ενόχων της δικτατορίας και μη εκκαθάριση του στρατιωτικού μηχανισμού από τα χουντικά στοιχεία».
Στο πρωτοσέλιδό της η εφημερίδα «Ταχυδρόμος» (εφημερίδα των Ελλήνων της Αιγύπτου) αναφέρει πως τους επίδοξους πραξικοπηματίες αποτελούσαν νεαροί αξιωματικοί που ζητούσαν την απόλυση του Ιωαννίδη και δύο συνεργατών του. Ωστόσο, αναφέρεται, επίσης, ότι αποτελούνταν από παλαιούς οπαδούς του Παπαδόπουλου. Σύμφωνα με τον «Ταχυδρόμο» ο υπουργός Συντονισμού Παναγιώτης Παπαληγούρας έκανε λόγο για κίνηση αφρόνων αξιωματικών.
Η εφημερίδα «Μακεδονία» (εφημερίδα της Θεσσαλονίκης) κάνει λόγο για «ορισμένους αμετανότητους (κατώτερους) αξιωματικούς». Σύμφωνα με τη «Μακεδονία» την κίνηση των επίδοξων πραξικοπηματιών αποκάλυψαν αξωματικοί του ναυτικού και της αεροπορίας.
[1] Ηλίας Νικολακόπουλος: όπ., π., σελ. 8
[1] Σπύρος Σακελλαρόπουλος, Η Ελλάδα στη Μεταπολίτευση, πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις, 1974-1988, εκδοτικός οίκος Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα, 2001, σελ. 17
[1] Richard Clogg, Συνοπτική ιστορία της Ελλάδας, 1770-2000, δεύτερη έκδοση, εκδόσεις Κάτοπτρο, Αθήνα, 2003. σελ. 201
[1] Σύμφωνα με αυτή τη σχέση η κυβέρνηση μπορούσε βάση νόμου να διορίζει τη δίοικηση της ΓΣΕΕ.
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση
Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό
ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)
Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 11/12
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ
2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη