Το φαινόμενο της διάχυσης μεταξύ γλωσσικών ομάδων (language diffusion ή linguistic diffusion), αναφέρεται στη διασπορά γλωσσικών χαρακτηριστικών (όπως λέξεις, ήχοι, γραμματικά φαινόμενα) από μία γλωσσική ομάδα σε μια άλλη. Κατά τη διάρκεια της ιστορίας οι κοινωνίες έρχονται σε επαφή μεταξύ τους, ακόμα και έμμεση και αλληλεπιδρούν η μια στην άλλη.
Τα τελευταία χρόνια λέξεις που έχουν να κάνουν με σύγχρονες πτυχές της ζωής, έχουν εισαχθεί από την αγγλική, ατόφιες ή ελληνοποιημένες ή ακόμα και ωθώντας στη δημιουργία νέων ελληνικών λέξεων (π.χ (φωτο)κόπια, (φωτο)κοπιάρω, φωτοτυπώ). Παρομοίως, στην αγγλική και κυρίως παρελθόντες αιώνες έχουν εισαχθεί ελληνικές λέξεις κυρίως στις επιστήμες.
Πριν από πολλά χρόνια, σε ένα ταξίδι μου στην Αλβανία, είδα μια πινακίδα που έλεγε «πεστρόφ» (δάνειο από τα σλάβικα «pastrva»), ενώ άκουσα έναν ορθόδοξο αλβανόφωνο γέροντα σε κάποιο χωριό της Λυντζουριάς Αργυροκάστρου να δείχνει προς μια εκκλησία αποκαλώντας την «Παναγίσε» (δάνειο από τα ελληνικά). Σήμερα, το πιθανότερο είναι να συναντήσεις πινακίδες που να γράφουν «τρόφτε» (δάνειο από τα λατινικά) και να αναφέρονται σε εκκλησία της Σεν Μαρίσε (δάνειο από τα ιταλικά και την καθολική εκκλησία).
Τι συμβαίνει στην ελληνική γλώσσα; Μπορεί να υπερηφανευόμαστε για την πλούσια και αρχαία γλώσσα μας, αλλά και στην περίπτωσή μας λειτουργεί το φαινόμενο της γλωσσικής διάχυσης. Ο καυτός ήλιος του καλοκαιριού σίγουρα (λατινικά: sīcūrus) θα κάψει μερικούς σβέρκους (παλαιοσλαβική: zvьr- / zvьrъkъ). Παλιά ένα παιδί στην παρέα μου έλεγε συχνά ότι ήταν μάγκας (τουρκική: manga), τσίφτης (τούρκικα: çift ή çiftçi και κυριολεκτικά σημαίνει αγρότης, ζευγάς) και καραμπουζουκλής (τούρκικα: karabucak ή karabucuk). Χωρίς να καταλαβαίνει απόλυτα τι λέει, αυτοχαρακτηριζόταν ως «αλήτης», «διεκδικητικός» και «άγριος»!
Για κάποιον άνθρωπο που δεν είναι εμπιστοσύνης, μπορεί να ακούσουμε ότι «δεν έχει μπέσα». Επειδή η ίδια λέξη χρησιμοποιείται και στην αλβανική, υπάρχει η αίσθηση ότι είναι και αλβανική. Όμως η λέξη έχει αραβικές ρίζες ("baysa" ή "bisa") και σημαίνει «υπόσχεση» ή «δέσμευση». Στη γλώσσα μας ήρθε μέσω της τουρκικής (υπάρχει και η εκδοχή του αντιδανείου: «εμπιστοσύνη»).
Κάποτε είχα ακούσει έναν γείτονα που αναφώνησε αφού είχε καλοφάει: την έκανα μπάκα. Η "μπάκα" θεωρείται ότι ήρθε και αυτή από τα τουρκικά και τη λέξη "bacak", εννοώντας κάτι χοντρό. Όταν την χρησιμοποιούσαμε εννοούσαμε τη γεμάτη κοιλιά από το φαΐ.
Οι γονείς περιμένουν με ανυπομονησία το πότε το μωρό τους θα μπουσουλήσει. H λέξη πιθανόν να έχει σχέση με το τουρκικό "böceklemek" ή το αλβανικό "buzullaq" που είναι λέξεις που εκφράζουν μίμηση κίνησης.
Ένα από τα δημοφιλή παραδοσιακά μουσικά όργανα είναι η "φλογέρα". Δεν είναι ξενικής προέλευσης, αλλά την αναφέρω γιατί λαθεμένα, κάποιοι την χαρακτήρισαν ως αλβανική. Πρόκειται για μια σύνθετη λέξη που έχει παραφθαρεί και προέρχεται από τις λέξεις "φθόγγος" και "αέρας".
Τα παιδιά στο χωριό μαζεύανε μπακακάκια (ηχομημιτική) στη λούτσα. Εδώ η λέξη είναι σλαβικής προέλευσης ("luča"), που σημαίνει λακκούβα και κάποιες φορές και μικρό ποτάμι.
Στη Χιμάρα κλείνουνε τα πρόβατα στη μάντρα (αρχαία ελληνική λέξη που τονίζονταν στη λήγουσα και σημαίνει τον περιφραγμένο χώρο).
Τις προάλλες μου δώσανε ντομάτες από ένα μπαξέ. Η πρώτη λέξη προέρχεται από τη γλώσσα Ναουάτλ των Αζτέκων και στην αρχική της μορφή ήταν «tomatl» που σημαίνει τον πλατύ καρπό και μας ήρθε μέσω της ιταλικής γλώσσας. Ο μπαξές έκανε μια αντίθετη διαδρομή: αρχικά στα πέρσικα είναι باغچه (bāghche) και σημαίνει τον μικρό κήπο, στη συνέχεια στα κουρδικά είναι baxçe και στο τέλος στα τούρκικα bahçe.
Μιας και διανύουμε περίοδο πανηγυριών, ας αντισταθούμε στις επιταγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το γνωστό και πολύ νόστιμο κοκορέτσι. Τα αρχαία χρόνια το συγκεκριμένο έδεσμα ήταν γνωστό ως "πλεκτή" και τα βυζαντινά ως "χορδή" (τη λέξη αυτή χρησιμοποιούν σήμερα στη Χιμάρα). Το κοκορέτσι είναι ιδιαίτερα δημοφιλές από όλους τους λαούς της Χερσονήσου μας και της Μικράς Ασίας. Η λέξη που χρησιμοποιείται για να το περιγράψει είναι η ίδια: π.χ. "kukurec" στα αλβανικά, "kokoreç" στα τούρκικα και τα κούρδικα, "kukuruza" στις σλαβικές γλώσσες κλπ.
Για τη λέξη λουλούδι έχουν γράψει πολλοί και αρμοδιότεροι από μένα. Είναι σύνθετη λέξη που είτε μας ήρθε ως αντιδάνειο από τα λατινικά, είτε την δανειστήκαμε από τα αλβανικά. Και στις δύο περιπτώσεις με την κατάληξη -ούδι, που σημαίνει "μικρό". Ασφαλώς, για τη σχέση της λέξης με τα αλβανικά υπάρχει μεγάλη συζήτηση, καθώς απαντάται και σε κείμενα που προέρχονται από περιοχές που δεν είχαν επαφή με αρβανίτες ή Αλβανούς ή εμφανίζεται σε χρόνους πολύ πριν εμφανιστούν οι παραπάνω πληθυσμοί σε αυτές.
Η διάχυση αφορά προφανώς και επώνυμα. Η απόκτηση ενός επωνύμου αφορά κυρίως παλαιότερες εποχές. Στη διάρκεια του χρόνου μπορεί και να άλλαζαν. Και ειδικά στην περίπτωση του λαού μας είναι συχνές οι γλωσσικές επιρροές που οφείλονται στους κατά καιρούς κατακτητές και τους συνεργάτες τους και την ανάγκη ορισμένων πληθυσμιακών ομάδων να καλύψουν την εθνική τους καταγωγή (οι επιρροές αφορούν και όλους τους λοιπούς λαούς που ήρθαμε σε επαφή), τις μετακινήσεις πληθυσμών, το εμπόριο κλπ.
Τα επώνυμα είναι διαφόρων προελεύσεων: πατρωνυμικά, επαγγελματικά, τοπωνυμικά, περιγραφικά (σωματικών ή ψυχικών χαρακτηριστικών), εκκλησιαστικά, προγονικά κλπ. Μερικά από τα περισσότερο εμφανή ξενικά είναι και τα εξής:
- Μπούρας, στην αλβανική γλώσσα η πλησιέστερη λέξη είναι "burë" που σημαίνει «άντρας, γενναίος» και στα σλάβικα "bura" που μεταφορικά σημαίνει δυναμικός.
- Λάγιος. Η λέξη χρησιμοποιείται και από Αλβανούς, αρβανίτες και βλαχόφωνους για να περιγράψει το μαύρο ή το ψαρί χρώμα. Ας μη μας διαφεύγει και η ύπαρξη της αρχαιοελληνική λέξη «λάγω» που με την κατάληξη -ιος σημαίνει ο έντονα επιθυμητός, λαγνός κλπ
- Γκιώνης, παραφθορά του Ιωάννης - Γιάννης. Στα αλβανικά "gjion" λένε και ένα είδος κουκουβάγιας (νυχτοπούλι). Η ίδια λέξη χρησιμοποιείται και στα ελληνικά με το ίδιο νόημα. Σαν επίθετο υπάρχει ανάμεσα σε Έλληνες (αρβανίτες, Ηπειρώτες, Αρκάδες κλπ) και σε Αλβανούς.
- Πλιάκος, είναι πιθανή η σχέση του με το αλβανικό "plak" που σημαίνει "παλιός" που κατά μια εκδοχή αποτελεί αντιδάνειο. Να υπενθυμίσουμε πως χρησιμοποιούμε ακόμα τη λέξη "παλιακός".
- Σιούτος, το επίθετο μπορεί να προέρχεται από τα ιταλικά ή τα σλάβικα ή τα αλβανικά (asciutto, šutu, shyt ). Σαν ανθρωπωνύμιο έχει πολλές σημασίες. Μπορεί να είναι ο ήσυχος, ο σιωπηλός, ο αναίσθητος, ο ανίκανος ερωτικά κλπ. Σε περιοχές όμως με κτηνοτροφία το όνομα αυτό περιέγραφε τον τράγο, το κριάρι, την προβατίνα ή τη γίδα που δεν είχε κέρατα.
- Λάλας, είναι ο "αδερφούλης" στα αλβανικά - σημαίνει και τον δάσκαλο στα τούρκικα. Σαν επίθετο απαντάται σε Έλληνες, Αλβανούς και σε Σλάβους. Όμως, το ίδιο επίθετο (προφανώς με άλλη σημασία) υπάρχει και σε περιοχές που δεν το βάζει ο νους μας (Λιθουανία, Φιλιππίνες, Ινδία, Πακιστάν κλπ)!
- Για το επίθετο Βλάμης είναι πιο ξεκάθαρα τα πράγματα. Vëllam, στα αλβανικά είναι "ο αδερφός μου". Στα ελληνικά χρησιμοποιούμε τη λέξη για να αναφερθούμε σε έναν πολύ κοντινό φίλο που τον έχουμε σαν αδερφό. Ως πρόσφατα υπήρχε και η τελετή της αδελφοποίησης, όπου δύο φίλοι έφερναν σε επαφή τους αιμοραγούντες πήχεις τους, για «να ενωθεί το αίμα τους και να γίνουν αδέρφια».
Η γλώσσα είναι ένα ζωντανό και μεταβαλλόμενο στοιχείο του πολιτισμού κάθε λαού. Συμβαίνει όμως η λεγόμενη "γλωσσική διάχυση". Προφανώς και δεν αμφισβητείται η μοναδικότητα και η αξία της ελληνικής γλώσσας. Όμως, σε καμία περίπτωση, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε (ή να αρνηθούμε) το γεγονός ότι, και η ελληνική γλώσσα και έχει δεχθεί στοιχεία από άλλες, όπως και έχει δώσει.
Κ. Δημητρόπουλος
Κοινωνιολόγος
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
Voucher ΔΥΠΑ 750 ευρώ: - Πότε οι πληρώνεστε και που ξεκινάτε πρώτοι
«Μπάμια»: Πώς λέγεται στα ελληνικά;
Παν.Πατρών: Tο 1ο στην Ελλάδα Πανεπιστημιακό Πιστοποιητικό Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς
Πανεπιστήμιο Αιγαίου: Το κορυφαίο πρόγραμμα ειδικής αγωγής στην Ελλάδα - Αιτήσεις έως 22/7
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ