Η αξιολόγηση, όταν εφαρμόζεται ως μηχανισμός πειθάρχησης, αποδυναμώνει τους εκπαιδευτικούς, υπονομεύει την παιδαγωγική ελευθερία και δημιουργεί ένα κλίμα φόβου και ανασφάλειας. Αντί να ενισχύει τη δημόσια εκπαίδευση, την καθιστά εργαλείο νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης και κοινωνικού ελέγχου. Απέναντι σε αυτήν τη λογική, είναι απαραίτητο να διεκδικηθεί μια δημοκρατική, συμμετοχική και υποστηρικτική προσέγγιση της διδασκαλίας, που να βασίζεται στην εμπιστοσύνη και την ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών, και όχι στον έλεγχο και την επιβολή πειθαρχίας.
Ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα στην εκπαιδευτική πολιτική των τελευταίων δεκαετιών είναι η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Παρότι προβάλλεται ως εργαλείο βελτίωσης της ποιότητας της εκπαίδευσης και επαγγελματικής ανάπτυξης, στην πράξη λειτουργεί συχνά ως μηχανισμός πειθάρχησης, συμμόρφωσης και ελέγχου. Αντί να στηρίζεται στη συνεργασία, την εμπιστοσύνη και την ενίσχυση του παιδαγωγικού έργου, μετατρέπεται σε μια διαδικασία που καλλιεργεί τον φόβο, την ανασφάλεια και την αυτολογοκρισία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι εκπαιδευτικοί δεν αντιμετωπίζονται ως επιστήμονες της εκπαίδευσης με παιδαγωγική αυτονομία, αλλά ως υπάλληλοι που οφείλουν να συμμορφωθούν με προδιαγεγραμμένες νόρμες και στόχους, αποστειρωμένους από τις πραγματικές ανάγκες των μαθητών και της κοινωνίας.
Ο έλεγχος και η επιτήρηση μέσω της αξιολόγησης δεν είναι ένα νέο φαινόμενο. Συνδέεται με μια βαθύτερη ιστορική και πολιτική διαχείριση της εκπαίδευσης ως μηχανισμού κοινωνικής πειθάρχησης. Ο Michel Foucault, στο έργο του Επιτήρηση και Τιμωρία, ανέλυσε τον τρόπο με τον οποίο οι σύγχρονοι μηχανισμοί εξουσίας δεν βασίζονται αποκλειστικά στην καταστολή, αλλά κυρίως στην επιτήρηση και τη διαρκή αξιολόγηση της συμπεριφοράς. Το πανοπτικό του Bentham αποτελεί ένα κλασικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο η εξουσία επιβάλλεται χωρίς άμεση καταστολή, αλλά μέσω του συνεχούς αισθήματος ότι κανείς βρίσκεται υπό παρακολούθηση. Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών λειτουργεί με έναν παρόμοιο τρόπο: δεν χρειάζεται να υπάρχουν συνεχώς αξιολογητές μέσα στις σχολικές αίθουσες. Αρκεί η αίσθηση ότι η απόδοσή τους μπορεί ανά πάσα στιγμή να ελεγχθεί και να κριθεί αυστηρά με βάση αμφισβητούμενα κριτήρια, γεγονός το οποίο τους οδηγεί σε μία αίσθηση υπαρξιακής και επαγγελματικής απειλής.
Αυτό το καθεστώς επιτήρησης μετατρέπει τη σχολική κοινότητα σε έναν χώρο αυστηρής ιεραρχίας, όπου οι εκπαιδευτικοί βρίσκονται σε μια διαρκή κατάσταση άγχους και ανασφάλειας. Αντί η διδασκαλία να βασίζεται στην επιστημονική γνώση και την παιδαγωγική ελευθερία, εγκλωβίζεται σε μια διαδικασία συνεχούς συμμόρφωσης προς εξωτερικά επιβεβλημένους στόχους από άτομα, διαμορφωτές πολιτικής και ομάδες συμφερόντων που δεν γνωρίζουν την κοινωνιολογία της τάξης και το παραπρόγραμμα του τεχνικού πυρήνα της εκπαίδευσης. Οι εκπαιδευτικοί καλούνται να εστιάσουν όχι στην ουσία της εκπαιδευτικής διαδικασίας, αλλά στην ικανοποίηση ποσοτικών δεικτών απόδοσης, οι οποίοι συχνά δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές παιδαγωγικές ανάγκες των μαθητών. Η εκπαιδευτική διαδικασία απομακρύνεται από την κριτική σκέψη και τη δημιουργικότητα και μετατρέπεται σε μια αποστειρωμένη τεχνοκρατική προσέγγιση, όπου η συμμόρφωση με τις αξιολογικές νόρμες γίνεται αυτοσκοπός.
Παρά τις διακηρύξεις για μια αξιολόγηση με «διαμορφωτικό» χαρακτήρα, στην πράξη συνδέεται άμεσα με τιμωρητικούς μηχανισμούς, όπως μειώσεις μισθών, αποκλεισμό από προαγωγές και, σε ακραίες περιπτώσεις, απολύσεις. Στις χώρες όπου εφαρμόστηκαν αυστηρά αξιολογικά μοντέλα, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες, η αξιολόγηση μετατράπηκε σε εργαλείο εκκαθάρισης εκπαιδευτικών, βασιζόμενο σε μετρήσεις που παραβλέπουν τη σχολική πραγματικότητα και τις κοινωνικές ανισότητες. Στην Ελλάδα, αν και δεν έχουμε φτάσει ακόμα σε αυτό το επίπεδο, η τάση για σύνδεση της αξιολόγησης με διοικητικές κυρώσεις είναι υπαρκτή. Όταν οι εκπαιδευτικοί αισθάνονται ότι η απόδοσή τους δεν αξιολογείται με όρους παιδαγωγικής προόδου, αλλά με κριτήρια που επιβάλλονται από τη διοίκηση για λόγους ελέγχου και συμμόρφωσης, η διαδικασία χάνει κάθε εκπαιδευτική αξία.
Ένα ακόμα κρίσιμο ζήτημα είναι ότι η αξιολόγηση δεν αντιμετωπίζει τα βαθύτερα προβλήματα της εκπαίδευσης, αλλά αντιθέτως λειτουργεί ως μέσο μετάθεσης ευθυνών στους εκπαιδευτικούς. Η νεοφιλελεύθερη εκπαιδευτική πολιτική προωθεί την αντίληψη ότι η ποιότητα της εκπαίδευσης εξαρτάται αποκλειστικά από την ατομική ευθύνη του εκπαιδευτικού και όχι από τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, την υποχρηματοδότηση, την έλλειψη επιμόρφωσης, τις ανισότητες του εκπαιδευτικού συστήματος και τον κακό πολιτικό σχεδιασμό του. Αντί να δίνονται λύσεις σε θεμελιώδη προβλήματα, όπως η έλλειψη προσωπικού, οι ανεπαρκείς πόροι και οι δυσκολίες των μαθητών από ευάλωτα κοινωνικά στρώματα, η αξιολόγηση έρχεται να επιβάλει ένα καθεστώς διαρκούς πίεσης στους εκπαιδευτικούς, αποσιωπώντας τις πραγματικές αιτίες της εκπαιδευτικής κρίσης.
Η συνολικότερη τάση της αξιολόγησης εντάσσεται σε ένα διεθνές πλαίσιο εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων που ακολουθούν τη νεοφιλελεύθερη λογική της ανταγωνιστικότητας και της εμπορευματοποίησης της εκπαίδευσης. Σε πολλές χώρες, η αξιολόγηση συνδέεται με την κατηγοριοποίηση των σχολείων, όπου τα «καλά» σχολεία προσελκύουν περισσότερους πόρους και μαθητές, ενώ τα «κακά» οδηγούνται σε συρρίκνωση και υποχρηματοδότηση. Το σχολείο, αντί να λειτουργεί ως χώρος συλλογικής μάθησης και ισότητας, μετατρέπεται σε έναν χώρο άγριου ανταγωνισμού, σε μία οιονεί αγορά όπου οι εκπαιδευτικοί δεν συνεργάζονται, αλλά διαγκωνίζονται μεταξύ τους για την καλύτερη αξιολογική επίδοση.
Σε αυτό το σημείο, πρέπει να επισημάνουμε ότι η αξιολόγηση περιορίζει τον επαγγελματισμό των εκπαιδευτικών, καθώς μειώνει τη διακριτική τους ευχέρεια ως επαγγελματίες και υποβαθμίζει την εκπαιδευτική τους αυτονομία. Σύμφωνα με την κοινωνιολογία των επαγγελμάτων, τα κύρια χαρακτηριστικά ενός πλήρως ανεπτυγμένου επαγγέλματος είναι η εξειδικευμένη γνώση, η αυτονομία στη λήψη αποφάσεων και η επαγγελματική ηθική. Ωστόσο, η αυστηρή και ιεραρχικά επιβαλλόμενη αξιολόγηση των εκπαιδευτικών περιορίζει αυτές τις διαστάσεις, μετατρέποντας τη διδασκαλία από ένα δυναμικό και δημιουργικό επάγγελμα σε μια διαδικασία εκτέλεσης έξωθεν προκαθορισμένων οδηγιών και κατευθυντηρίων γράμμων.
Ο Andrew Abbott, στο έργο του The System of Professions, επισημαίνει ότι ένα επάγγελμα χάνει την αυτονομία του όταν οι αποφάσεις του υπαγορεύονται από εξωτερικούς παράγοντες και όχι από την εσωτερική του γνώση και ηθική. Στο πλαίσιο αυτό, η αξιολόγηση υπονομεύει τη διακριτική ευχέρεια των εκπαιδευτικών, καθώς επιβάλλει συγκεκριμένες διδακτικές μεθόδους και πρότυπα που δεν λαμβάνουν υπόψη τις πραγματικές ανάγκες της σχολικής τάξης. Η επιβολή αυστηρών δεικτών απόδοσης και η επικράτηση γραφειοκρατικών κριτηρίων αξιολόγησης περιορίζουν την ικανότητα των εκπαιδευτικών να προσαρμόζουν τη διδασκαλία τους στις ανάγκες των μαθητών, μειώνοντας έτσι το περιθώριο για δημιουργικότητα, πειραματισμό και παιδαγωγική καινοτομία.
Η εξέλιξη αυτή έχει ως συνέπεια τη συρρίκνωση του εκπαιδευτικού επαγγέλματος σε ένα ημι-επάγγελμα (semi-profession), όπως περιγράφει η κοινωνιολόγος Etzioni. Τα ημι-επαγγέλματα χαρακτηρίζονται από χαμηλή αυτονομία, περιορισμένη κοινωνική αναγνώριση και ισχυρό εξωτερικό έλεγχο. Οι εκπαιδευτικοί, παρά την υψηλή εξειδίκευσή τους (εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι οι εκπαιδευτικοί στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό είναι οι πιο προσοντούχοι από τους δημόσιους λειτουργούς, ενώ δεν σταματούν να σπουδάζουν, να μορφώνονται και να επιμορφώνονται δια βίου σε τέτοιο βαθμό που πολλοί ξεπερνούν σε ακαδημαϊκά προσόντα πολλούς καθηγητές των ΑΕΙ) υπόκεινται σε ένα καθεστώς συνεχούς επιτήρησης και γραφειοκρατικού ελέγχου που μειώνει το επαγγελματικό και κοινωνικό τους κύρος και αποδυναμώνει τη θέση τους στο εκπαιδευτικό σύστημα. Έτσι, η αξιολόγηση δεν ενισχύει τον επαγγελματισμό, αλλά αντίθετα τον διαβρώνει, υποβαθμίζοντας τον ρόλο των εκπαιδευτικών σε απλούς εκτελεστές οδηγιών άλλων που υποτίθεται ότι «γνωρίζουν» καλύτερα από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς την εκπαιδευτική διαδικασία.
Το μέλλον της εκπαίδευσης εξαρτάται από τη δυνατότητα των εκπαιδευτικών να λειτουργούν με αυτονομία, δημιουργικότητα και επιστημονική ευθύνη. Η επιβολή ενός αυταρχικού πλαισίου αξιολόγησης υπονομεύει αυτή τη δυνατότητα, μετατρέποντας τη διδασκαλία σε μια γραφειοκρατική διαδικασία που εξυπηρετεί στόχους που δεν συνδέονται με τις πραγματικές ανάγκες των μαθητών. Αν πραγματικά επιδιώκεται η βελτίωση της εκπαίδευσης, η απάντηση δεν βρίσκεται στον έλεγχο και την επιτήρηση, αλλά στην ενίσχυση του δημόσιου σχολείου, στη συνεχή επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και στη δημιουργία ενός εκπαιδευτικού περιβάλλοντος που βασίζεται στην αλληλεγγύη, την εμπιστοσύνη και τη δημοκρατική συμμετοχή όλων των εταίρων της εκπαίδευσης και κυρίως των εκπαιδευτικών ως των μόνων πραγματικών ειδημόνων.
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
2ος Πανελλήνιος γραπτός διαγωνισμός: Βγήκε η προκήρυξη - Αιτήσεις από 29/4 έως 14/5
Παν.Πατρών: Tο 1ο στην Ελλάδα Πανεπιστημιακό Πιστοποιητικό Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς
Πανεπιστήμιο Αιγαίου: Το κορυφαίο πρόγραμμα ειδικής αγωγής στην Ελλάδα - Αιτήσεις έως 2/05
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ