Η αποχή από την αξιολόγηση και το παράδειγμα της Κύπρου
Γράφει ο Κώστας Προμπονάς Μέλος Δικτύου Εκπαιδευτικών, Προϊστάμενος Νηπιαγωγείου Μαστιχοχώρων

 

«Κύπριοι και Έλληνες εκπαιδευτικοί πιασμένοι στα δίχτυα των θεών» 

Το παρόν άρθρο συνιστά μια μποτίλια στο πέλαγο. Ίσως προειδοποίησει για τα επικίνδυνα νερά, γεμάτα αχαρτογράφητους υφάλους, που περιμένουν την Ελληνική εκπαιδευτική κοινότητα μετά την πρόσφατη απόφαση των συνδικάτων ΔΟΕ & ΟΛΜΕ για λευκή απεργία. Ο γράφων θα υποστηρίξει ότι επιδέξιος πλοηγός σε παρόμοιες δυσκολίες αποδείχθηκε το συνδικάτο των Κύπριων δασκάλων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και οφείλουμε να αντλήσουμε διδάγματα από την Κυπριακή εκπαιδευτική κρίση του όχι τόσο μακρινού 2018.

Στο πρώτο μέρος του άρθρου θα εξεταστεί κριτικά η πρόταση για λευκή απεργία της ΔΟΕ & ΟΛΜΕ και το νομικό υπόβαθρο που υποθάλπεται από την γνωμοδότηση του Δικηγορικού Γραφείου Μαρίας-Μαγδαλινής Τσίπρα και συνεργατών. Στο δεύτερο μέρος θα περιγραφεί η νικηφόρα στρατηγική του Κυπριακού Συνδικάτου Εκπαιδευτικών.

Τα αιρετά Διοικητικά Συμβούλια της ΔΟΕ & ΟΛΜΕ αποφάσισαν την  αποχή των εκπαιδευτικών από το συγκεκριμένο καθήκον της αξιολόγησης ερειδόμενα στην γνωμοδότηση της νομικής συμβούλου. Η νομική σύμβουλος κατηγοριοποίησε την  αποχή από το διοικητικό έργο της αξιολόγησης ως «ποσοτική μείωση της απόδοσης» που αποτελεί μια σχετικά εξωτική μορφή απεργίας, την λευκή ή κατ’ άλλους άγρια απεργία. Σύμφωνα με την εργατολόγο,  «κατά τη μάλλον κρατούσα σήμερα άποψη, η λευκή απεργία αποτελεί νόμιμη μορφή απεργίας, με κάποιες ιδιομορφίες σε σχέση με την κλασσική μορφή απεργίας

Προς επίρρωση, η Εργατολόγος επιστρατεύει την αθωωτική απόφαση 486/1995 του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς για τους σε λευκή απεργία καθηγητές οι οποίοι επέλεξαν, ως μορφή απεργιακού αγώνα, να παραδώσουν εκπρόθεσμα την βαθμολογία των γραπτών δοκιμίων (διαγωνισμάτων) του Γ’ τριμήνου 1990. Για το δικηγορικό Γραφείο Τσίπρα και Συνεργατών η ηθελημένη επιβράδυνση της διόρθωσης των διαγωνισμάτων η οποία έγινε συλλογικά «συνεπάγεται ποσοτική μείωση της απόδοσής τους η οποία αποτελεί την λευκή μορφή απεργίας».

Η πρόταση για λευκή απεργία θέτει μια σειρά επίδικων ζητημάτων που θα μπορούσαν δυνητικά να βυθίσουν το επαγγελματικό σώμα σε ανυποληψία. Η πείρα του ελληνικού εργατικού κινήματος δείχνει ότι μέχρι τις αρχές του ’90 που συμπίπτει με την κατάρρευση των γραφειοκρατικών κομμουνιστικών κρατών στην Ανατολική Ευρώπη οι απεργίες ήταν κλασσικού τύπου. Έως τότε  η διεκδίκηση μισθών ή «η πάλη για κοινωνικές παροχές» ήταν τα αιτήματα που θεωρούνταν κρίσιμα και για τα οποία τα συνδικάτα θα μπορούσαν να έχουν λόγο.

Η κοινωνιολογική μελέτη των απεργιών κλασσικού τύπου έχει δείξει ότι μέχρι το ΄90 οι κινητοποιήσεις στις ανεπτυγμένες οικονομίες της Δύσης υπάκουαν σε μια στερεότυπη εξελικτική πορεία: H κλασσική απεργία, κατεβάζοντας τους εργαζομένους στο πεζοδρόμιο, τους εκτονώνει, ασκεί έλλογους περιορισμούς στις διεκδικήσεις τους, κι έτσι ενισχύει το κύρος της συνδικαλιστικής ιεραρχίας. Το πρώτο πράγμα που γινόταν κατά τις διαπραγματεύσεις, ήταν η εγκατάλειψη των διεκδικήσεων πάνω στις συνθήκες εργασίας, για τις οποίες ακριβώς είχε κηρυχτεί η απεργία. Ένα προπαγανδιστικό πυροτέχνημα που προοριζόταν για τη βάση του συνδικάτου γινόταν συνήθως  δεκτό απ’ όλους. Η συζήτηση κι όλη η δημοσιότητα  στρεφόταν αποκλειστικά, μετά τον εκδημοκρατισμό του σχολείου το 1982,  γύρω απ’ τα μισθολογικά θέματα και τη μείωση της ηλικίας σύνταξης.

Οι Έλληνες εκπαιδευτικοί  βαθμιαία άρχιζαν ως μέλη της ΔΟΕ και ΟΛΜΕ να γίνονται όλο και πιο απαθείς καθώς τα παράπονα τα σχετικά με ζητήματα που δεν αφορούν τους μισθούς, είτε αγνοούνται είτε χάνονται μέσα στο λαβύρινθο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Ο κυνισμός των εκπαιδευτικών δεν ήταν σπάνιος, κυρίως για όσους γνώρισαν τις εξωφρενικές συνθήκες εργασίες σε κάποια ιδιωτικά σχολεία και το ποτήρι ξεχείλιζε όταν στην δημόσια εκπαίδευση έρχονταν σε επαφή με στελέχη, Σχολικούς συμβούλους, Διευθυντές/τριες, Προϊσταμένους/ες, που ασκούσαν καταχρηστική διοίκηση.  Οι υφιστάμενοι παρακολουθούσαν, σε άγνωστη έκταση, προϊσταμένους τους να εμπλέκονται σε εχθρικές συμπεριφορές, λεκτικές ή μη λεκτικές, εξαιρουμένης της φυσικής επαφής.

Δεν ήταν η πλειοψηφία αλλά ακόμα και στα σχολεία των εκσυγχρονισμένων αστικών κέντρων υπήρχαν συμπεριφορές καταχρηστικής διοίκησης. Είναι μακρύς ο κατάλογος ανάρμοστων συμπεριφορών οι οποίες είναι ευκαιρία σήμερα, με την σύνταξη εσωτερικού κανονισμού Σχολείου, να απαγορευθούν ρητά: Aς αναφέρουμε επιγραμματικά: Δημόσιος χλευασμός, παραβίαση της ιδιωτικότητας, αγένεια,  πράξεις που είχαν σκοπό να ντροπιάσουν και να ταπεινώσουν, εκφράσεις που έδειχναν προκατάληψη (ρατσιστική, σεξιστική), θορυβώδεις εκρήξεις θυμού, εκφοβισμός,  απόκρυψη χρήσιμων πληροφοριών, επιθετικά βλέμματα και σωματικές στάσεις, λεκτικές ταπεινώσεις και εξευτελισμοί ενώπιον τρίτων που κατέληγαν σε στεντόρειες επιπλήξεις.

Η αλληλεπίδραση του Συλλόγου διδασκόντων με τέτοιους τοξικούς, ή αναποτελεσματικούς  ηγήτορες δημόσιας εκπαίδευσης, ειδικά αν υπήρχαν ευάλωτοι υφιστάμενοι, είχε μακροχρόνιες συνέπειες για τον σχολικό οργανισμό. Τα καταστροφικά αποτελέσματα κορυφώθηκαν με την ελληνική αντιμεταρρύθμιση του 2013 που εισήγαγε την τιμωρητική αξιολόγηση. Η διαδικασία της καταστροφικής ηγεσίας, αν πριν διέθετε κάποια ψήγματα επιρροής, πειθούς και δέσμευσης περιλάμβανε πια μόνο κυριαρχία, καταναγκασμό και χειραγώγηση εστιάζονταςμόνο στις ανάγκες του στελέχους Εκπαίδευσης και στον εγωιστικό προσανατολισμό της διάσωσής του στον επί θύραις αξιολογητικό Τιτανικό, παρά στις ανάγκες της μαθητικής κοινότητας.

Αυτό που δεν έχουν επαρκώς εξερευνήσει οι κοινωνιολόγοι και οι Ιστορικοί της Εκπαίδευσης είναι ότι τότε ακριβώς είδαμε τι σημαίνει άγρια, λευκή απεργία! Η βάση του σχολείου, αναπληρωτές και  νεοδιόριστοι κυρίως αλλά και οι ευρισκόμενοι σε ηλικία συνταξιοδότησης, έδειχνε να έχει εξεγερθεί  ενάντια στους ίδιους της τους διευθυντές και, από πολλές απόψεις, ενάντια στην ίδια την κοινωνία.

Οι νεώτεροι έκφραζαν την αγανάκτησή τους μέσω της συστηματικής κοπάνας κάνοντας αφειδώς χρήση αναρρωτικών αδειών αλλά και με ένα υψηλότατο turnover, την προχειροδουλειά με άσχημα εκτελεσμένες όσες εργασίες δεν αφορούσαν δείκτες δήθεν «καινοτόμων» προγραμμάτων που χρειάζονταν οι σχολικοί Σύμβουλοι για τις πανηγυρικές εκθέσεις τους. Ως αποτέλεσμα, την αδιαφορία, την αποπροσωποποίηση και τον κυνισμό  πλήρωναν τα ευάλωτα παιδιά, ειδικά τα μικρότερα: oι έμπειρες/οι δασκάλες/οι μικρών παιδιών γνωρίζουν πολύ καλά ότι η παραμικρή ένδειξη έλλειψης αφοσίωσης και άγρυπνου βλέμματος «τιμωρεί» τον εκπαιδευτικό με έκρηξη, σαν γκέυζερ,  παιδικής ανομίας.

Μέχρι πρόσφατα οι αιρετοί των ΔΟΕ&ΟΛΜΕ καλούσαν τους εργαζομένους των σωματείων τους στον θεσμοποιημένο τρόπο διεκδίκησης, τις απεργιακές κινητοποιήσεις κλασσικού τύπου και αδιαφορούσαν, μάλλον καταδίκαζαν τις άγριες και λευκές απεργίες. Η αλλεργία των διοικητικών συμβουλίων για τις τελευταίες είναι μέρος της πείρας του εργατικού κινήματος λενινιστικού τύπου που απεχθάνεται τον αναρχοσυνδικαλισμό και αφουγκράζεται ότι στην άγρια, λευκή απεργία οι εργαζόμενοι καταγγέλλουν ταυτόχρονα και τα επίσημα συνδικάτα τους.

Όσο και να ψάξει ο/η ερευνητής/τρια στην προϊστορία των κοινωνικών αγώνων δεν πρόκειται να βρει αξιόλογη αριθμητικά αναρχοσυνδικαλιστική ομάδα στους κόλπους της ΔΟΕ & ΟΛΜΕ.  Στην πραγματικότητα, οι τελευταίοι αναρχοσυνδικαλιστές σκοτώθηκαν στα Δεκεμβριανά του 1944 από τους σταλινικούς κομμουνιστές. Έκτοτε, στο μεταπολεμικό ιστορικό μονοπάτι,  λευκές απεργίες έχουν πραγματοποιήσει μόνον επαγγελματικές ομάδες οι οποίες έχουν ταυτιστεί με τον λούμπεν πολίτικο αμοραλισμό και την προπετή αλαζονεία αλά «L'État, c'est moi», (το Κράτος είμαι Εγώ).

Οι συγκεκριμένες συντεχνίες, τα ρετιρέ όπως τα ονόμαζε ο πολιτικός Ανδρέας Παπανδρέου, είχαν αποκτήσει απίστευτες προσοδοθηρίες και η όποια προσπάθεια εξορθολογισμού στο μισθολογικό κόστος συναντούσε ακαριαία αντίδραση η οποία κατέληγε σε απεργίες φιλισταϊκού τύπου, πρωτοφανέρωτες για τα περισσότερα ελληνικά συνδικάτα,  δεκαετίες στοιχημένα στην εργατική Διεθνή. Ας θυμηθούμε τις άγριες απεργίες των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας, οι οποίοι είχαν βρει ευφυώς ως μέθοδο την επίδειξη υπερβολικού, πλην όμως φαινομενικού ζήλου, στην σχολαστική τήρηση των τυπικών κανονισμών που όμως οδηγούσαν σε διακοπή της λειτουργίας του αεροδρομίου.

Ας θυμηθούμε, (όχι πολύ πρόσφατες αφού πια άλλαξε το εταιρικό καθεστώς), κινητοποιήσεις υπαλλήλων στις πανίσχυρες ΔΕΚΟ, κυρίως στην ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ, που «κατέβαζαν διακόπτες», με κοινό χαρακτηριστικό την ιδιότυπη ομηρεία που υφίσταντο ολόκληρες κοινωνικο-επαγγελματικές ομάδες. Έκτοτε έχει υπάρξει μια ολόκληρη νομολογία που εξετάζει κατά πόσο μια μορφή απεργίας μπορεί να χαρακτηριστεί ως καταχρηστική ή όχι.Τα δικαστήρια σε θέματα απεργίας, εκτός από τη συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων που προβλέπονται από το ν.1264/1982 ούτως ώστε να χαρακτηριστεί μια απεργία ως νόμιμη, ελέγχουν ταυτόχρονα (στα πλαίσια της εξουσίας που παρέχεται σε αυτά από τη διάταξη του άρθρου 22§4 του ν.1264/1982, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 1915/1990), αν το δικαίωμα της απεργίας έχει ασκηθεί κατά τρόπο που υπερβαίνει την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος.

Ας θυμηθούμε τις  σχετικές προϋποθέσεις της άσκησης του δικαιώματος της απεργίας. Οι σημερινοί  νόμοι  δεν προσπαθούν να δυσκολέψουν την ελεύθερη επιλογής μας για απεργία αλλά αποβλέπουν στη λύση της σχετικής απόφασης με περίσκεψη, αφού η επιδίωξη της προαγωγής των εργασιακών συμφερόντων με συλλογική δραστηριότητα πρέπει να λαμβάνει παράλληλα υπ’ όψιν και την εξυπηρέτηση του κοινού συμφέροντος. Εδώ ας κάνω μια απαραίτητη διευκρίνηση: Τάσσομαι παντού και πάντοτε υπέρ όλων των απεργιακών και λοιπών κινητοποιήσεων ως αρχή του έσχατου μέσου (ultima Ratio), πολύ περισσότερο όταν το επιτελείο του σημερινού Υπουργείου Παιδείας όχι απλώς δεν άφησε εύλογα χρονικά περιθώρια για διαπραγματεύσεις αλλά ούτε και αποδέχθηκε κάποια διαβούλευση.

Όμως αρκετά ερωτήματα για τους εκλεπτυσμένους τακτικισμούς των διοικητικών Συμβουλίων της ΔΟΕ & ΟΛΜΕ παραμένουν εκκρεμή. Ο καλόπιστος παρατηρητής θα απορήσει με τον τσαρλατάνικο ισχυρισμό περί «χορτάτου σκύλου και πίτας σωστής κι ολόκληρης» που υπόσχονται τα Διοικητικά Συμβούλια, για απεργία με μηδενικό οικονομικό αντίχτυπο στα πορτοφόλια μας.

 Ένα δεύτερο ερώτημα που τίθεται είναι αν η αποχή από το καθήκον της αξιολόγησης μπορεί, όπως ισχυρίζεται η εργατολόγος της ΟΛΜΕ, να χαρακτηριστεί ποσοτική μείωση του ρυθμού εργασίας. Η καταστρατήγηση της προθεσμίας για την διόρθωση των γραπτών συνιστά ποσοτική μείωση αλλά η διαρκής αποχή από διοικητικά καθήκοντα που απορρέουν από πρόσφατη νομολογία θα ελεγχθεί πιθανότατα ως παράνομη από τα διοικητικά δικαστήρια καθώς  η ρύθμιση τους  ανήκει στο διευθυντικό δικαίωμα της εκλεγμένης κυβέρνησης, το οποίο της παρέχει την εξουσία να αποφασίζει για την οργανική δομή και διάρθρωση της εκπαίδευσης. Η νομολογία έχει κρίνει σε πολλές περιπτώσεις ότι συγκεκριμένες απεργίες πάσχουν από καταχρηστικότητα λόγω  ύπαρξης αιτημάτων προδήλως παρανόμων.

 Μια απεργία μπορεί να είναι καταχρηστική λόγω των αιτημάτων που διεκδικεί. Όταν κάποτε μία απεργία διεκδικεί αιτήματα η ρύθμιση των οποίων ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της πολιτείας και μπορεί να γίνει μόνο με τροποποίηση ισχυόντων κανόνων ή με την θέσπιση νέων κανόνων δικαίου, τότε η απεργία αυτή δεν είναι μία συνηθισμένη διεκδικητική απεργία, αλλά καταλήγει να είναι μία απεργία διαμαρτυρίας.  Κατά την ηγεμονεύουσα συνδικαλιστική άποψη που άκμασε μεταπολιτευτικά ο αγώνας που μας περιμένει  δεν προβλέπεται σύντομος. Θα είναι μια μάχη φθοράς και χαρακωμάτων η οποία θα λήξει, όπως πιθανολογεί η παραπάνω Συνδικαλιστική Σχολή με την εκπαραθύρωση της σημερινής  υπουργού Παιδείας και την απονεύρωση της αξιολόγησης, περίπου με τον τρόπο που απαξιώθηκε ο νόμος Διαμαντοπούλου.

Σε τέτοιες αντιπαραθέσεις ο ρόλος των δικαστών καταλήγει να είναι η ρυθμιστική παράμετρος καθώς, σύμφωνα με τα άρθρα 94 παρ.4 και 95 παρ.5 του Συντάγματος και τον σχετικό εκτελεστικό Νόμο 3068/2002, είναι επιβεβλημένη η συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις και την εκτέλεσή τους. Η τήρηση όμως της συγκεκριμένης υποχρέωσης δεν πρέπει να συγχέεται με τη ρεαλιστική πρακτική κάθε εκλεγμένης Κυβέρνησης για την προάσπιση του νομοθετικού της έργου που ψηφίστηκε δημοκρατικά. Θα το πάει μέχρι τέλους η Συντηρητική Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας;

Κατά τη γνώμη μου ναι, αν έχει διαπιστώσει ότι στο δυσμενές περιβάλλον οικονομικής ύφεσης η μόνη δυνατότητα κομματικής συσπείρωσης είναι το μπαϊράκι της αξιοκρατίας και η πόλωση με ένα επαγγελματικό χώρο που ουδέποτε χάριζε εύκολα ψήφους στην δεξιά παράταξη.  Όπως δείχνει το παρελθόν, οι Κυβερνήσεις τηρούν όλες τις προθεσμίες για δικαστική έφεση ώστε να κατισχύσουν οι νομολογίες που θεωρούν πολύτιμες παρακαταθήκες για την παραταξιακή ιστορία και ασκούνε μέχρι εξαντλήσεως τα ενδεδειγμένα ένδικα μέσα, τουλάχιστον «μέχρι να προκάνουνε» και πριν μπουν σε προεκλογική αποδρομή. Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι στην περίπτωση εμβληματικών μεταρρυθμίσεων, ορισμένες κυβερνήσεις εξάντλησαν τα ένδικα μέσα ώστε να μην καθίστανται τελεσίδικες οι σχετικές αποφάσεις μονομελών, συνήθως, πρωτοδικείων.  Συχνότατα οι Προϊστάμενοι, σε όσες δημόσιες υπηρεσίες αποφασίσει το κυβερνητικό επιτελείο ότι είναι στρατηγικές στον πολιτικό καιρό, λαμβάνουν συνεχείς εγκυκλίους που εντέλλονται  την μη παραίτηση από την άσκηση ένδικων μέσων και την άρνηση δικαστικού συμβιβασμού ή την κατάργηση δίκης εκτός από την περίπτωση που το νομικό ζήτημα έχει κριθεί με απόφαση ανωτάτου δικαστηρίου.

Η υποχρέωση άσκησης των προβλεπόμενων ένδικων μέσων για την προάσπιση των συμφερόντων του Δημοσίου, όπως την εννοεί η κάθε κυβέρνηση, αναφορικά με το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης είναι μια πολυσυζητημένη στο δημόσιο Δίκαιο νομολογία εδώ και τρεις δεκαετίες που εκκινεί από το άρθρο 53 του Π.Δ 18/1989 «Κωδικοποίηση Νόμων για το ΣΤΕ» (ΦΕΚ8Α) αλλά και γνωρίζει τροποποιήσεις με τις διατάξεις του άρθρου 35 του Ν3772/2009 (ΦΕΚ112Α) και του άρθρου 12 παρ.1 του Ν. 3900/2010. Υπάρχουν αποφάσεις δικαστηρίων που δεν υπόκεινται σε αναίρεση. Εδώ η εκπαιδευτική κοινότητα θα περάσει συμπληγάδες. Η  δικαιϊκή πρόκληση θα είναι υψηλού διακυβεύματος καθώς οι δικαστικές αποφάσεις με τις οποίες ακυρώνονται οι αποφάσεις Της Γενικής Συνέλευσης Σωματείου που αντιβαίνουν στο νόμο (άρθρο 101) υπόκεινται σε αναίρεση.

Ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ’ ἐθέσπισεν: Κυπραίικα γαϊδούρια έναντι δύστροπου αγωγιάτη.

«Είσαι τέτοιο κυπραίικο γαϊδούρι, που δεν σου αλλάζω εύκολα γνώμη» έλεγε ο μέντοράς μου στην ψαροσύνη Γερο-Νούφρης σε ένα ανθεκτικό ναύτη του διχτυάρικου καϊκιού «Γενέσιον της Θεοτόκου». Πεισματάρηδες αλλά και ανθεκτικοί αποδείχθηκαν και οι Κύπριοι εκπαιδευτικοί την δύσκολη χρονιά του 2018. Όχι ακριβώς για την αξιολόγηση. Τα σχολεία της Κύπρου διαθέτουν πλούσια κουλτούρα αξιολόγησης, πιθανώς ως κατάλοιπο του αποικιοκρατικού παρελθόντος. Τον Κύπριο δάσκαλο βαθμολογούν και κρίνουν, όπως και στον πρόσφατο ελληνικό νόμο, τουλάχιστον δύο διαφορετικοί αξιολογητές Επιθεωρητές και ένας τρίτος, ο Διευθυντής του σχολείου. Οι Κύπριοι εκπαιδευτικοί πραγματοποίησαν λευκή απεργία, με τελείως διαφορετική στρατηγική από την τακτική των σημερινών διοικήσεων των Ελληνικών εκπαιδευτικών συνδικάτων και σε μεγάλο βαθμό «έφεραν ήλιο τα μεσάνυχτα».

Η αφορμή ήταν διαφορετική:

Το 2018 ξεσηκώθηκε η Κυπριακή Συνομοσπονδία γονέων απευθύνοντας την κατηγορία στην κυπριακή εκπαιδευτική κοινότητα ότι φιλοξενεί στους κόλπους της «πολλούς δασκάλους με ψυχολογικά», όπως υποστήριξαν αιρετοί εκπρόσωποι γονέων. Η αιτία ήταν ο θανάσιμος τραυματισμός δεκάχρονου αγοριού στο προαύλιο ενώ είχε μάθημα με δάσκαλο ο οποίος γνώριζε δυσμενείς, κάθε χρόνο, μεταθέσεις λόγω ανάρμοστων συμπεριφορών. Την ίδια περίοδο δημοσιεύτηκαν τα αποτελέσματα του διαγωνισμού PΙSA που τοποθετούσε την Κύπρο στην τελευταία θέση, ταυτόχρονα με την διαπίστωση ότι οι Κύπριοι δάσκαλοι δούλευαν τις λιγότερες ώρες στην Ευρώπη απολαμβάνοντας έναν από τους μεγαλύτερους μισθούς (6η η Κύπρος, προτελευταία η Ελλάδα στις εκπαιδευτικές δαπάνες στην Ε.Ε των 25 κρατών).

Αυτό προξένησε την οργισμένη αντίδραση του Υπουργού Παιδείας, ο οποίος αποφάσισε να αυξήσει τις ώρες εργασίας ακόμα και σε όσους επιβαρύνονταν από «τον βιολογικό παράγοντα», όπως ευφημιστικά αποκαλούν οι Κύπριοι το γηράσκον εκπαιδευτικό προσωπικό.

Την ίδια περίοδο, η Τρόικα είχε εντοπίσει δυσανάλογη μισθολογική επιβάρυνση του Υπουργείου Παιδείας Κύπρου από τον υπερβολικό αριθμό αναπληρωτών εκπαιδευτικών λόγω του μειωμένου ωράριου εργασίας που είχε νομοθετηθεί για όσες/ους είχαν αναλάβει Ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά προγράμματα, μαθηματικές Ολυμπιάδες, τηλεκπαίδευση webex, θεατρική αγωγή κ.α. Η σχετική Δημόσια συζήτηση γνώρισε νέα ακμή όταν αποκαλύφθηκε ότι είχαν διαρρεύσει τα θέματα του κυπριακού ΑΣΕΠ για τον διορισμό μόνιμων εκπαιδευτικών.

Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα κοινωνικά δίκτυα της Κύπρου είχαν αρχίσει να ρίχνουν προειδοποιητικές βολές στην εκπαιδευτική κοινότητα  και οι εκπρόσωποι των δασκάλων προσπαθούσαν να υπερασπιστούν το έργο τους. Εδώ ο παρατηρητής διακρίνει εκλεκτικές συγγένειες στην αμυντική γραμμή. Όπως οι Έλληνες, έτσι και οι Κύπριοι συνάδελφοι έδιναν τις ίδιες δικαιολογητικές ερμηνείες ως προς τα απογοητευτικά αποτελέσματα του διαγωνισμού PISA: Έφταιγε η πιθανή έλλειψη ενδιαφέροντος για τον διαγωνισμό, η απουσία «σχετικής κουλτούρας», οι διαφορετικού τύπου ερωτήσεις και προσεγγίσεις των θεμάτων από όσα προβλέπονται από τα Αναλυτικά Προγράμματα του κυπριακού σχολείου.

Όμως οι αναλογίες τελειώνουν δυστυχώς εδώ. Γιατί όταν ήλθε η ώρα της πάλης οι Κύπριοι  δάσκαλοι/ες αποδείχθηκαν πολύ πιο ενωμένοι, εμπεριεκτικοί (χωρίς έριδες, χωρίς μυστικές διπλωματίες και ιεροκρύφιες αντζέντες καρεκλοκένταυρων, χωρίς αναποφασιστικότητα.  Και αποφάσισαν να υλοποιήσουν τα παρακάτω: Κατά την περίοδο της εφαρμογής των μέτρων, οι εκπαιδευτικοί να ασκούν μόνο το διδακτικό,  διοικητικό και παιδαγωγικό τους έργο και να μην αναλαμβάνουν οποιοδήποτε άλλο εξωδιδακτικό καθήκον, ούτε να συμμετέχουν:

·Σε καθήκοντα υπηρεσιακών συμβουλίων

·.Στη διεξαγωγή οποιασδήποτε έρευνας ή επίσκεψης ερευνητή/τριας.

·Στην συνεργασία με Συντονιστές Εκπ/κού Έργου για εκπόνηση  εξωστρεφών σχολικών δράσεων και προγραμμάτων.

·Στη διοργάνωση δειγματικών διδασκαλιών και σε ανταλλαγές επισκέψεων καθηγητών/-τριών σε σχολικές μονάδες.

·Στη διεξαγωγή ενδοσχολικών και εξωσχολικών διαγωνισμών και ολυμπιάδων σε οποιοδήποτε επίπεδο, όταν γίνονται σε εθελοντική βάση.

·Στη διοργάνωση Συνεδρίων, Ημερίδων, Διαλέξεων, κ.ά. (σε ενδοσχολικό και νομαρχιακό αλλά και πανεθνικό  επίπεδο).

·Στη διοργάνωση της Ευρωπαϊκής Ημέρας Γλωσσών και την προετοιμασία δικαιολογητικών για τη διεξαγωγή μη υποχρεωτικών εξετάσεων (ΕCDL κ. α)

·Στη διοργάνωση εθελοντικών δράσεων που προκύπτουν από εγκυκλίους που εκδίδονται από την αρμόδια αρχή και δεν άπτονται θεμάτων ασφάλειας και υγείας.

·Στην οργάνωση και λειτουργία των ελεύθερων δραστηριοτήτων/ ομίλων, εκδρομών  και επισκέψεων, συμπεριλαμβανομένων των νέων Ευρωπαϊκών προγραμμάτων που δεν έχουν ήδη ξεκινήσει.

·Στην εκπροσώπηση του σχολείου σε διάφορες εκδηλώσεις εκτός της σχολικής μονάδας, σε εργάσιμο ή σε μη εργάσιμο χρόνο, όταν γίνονται σε εθελοντική βάση.

·Σε προγράμματα του Υπουργείου Παιδείας, στα οποία απαιτείται συνοδεία παιδιών.

·Σε καμία εκδήλωση που διοργανώνεται από την Πανελλήνια  Ομοσπονδία Γονέων.

Οι σχολικοί εορτασμοί κατά τη διάρκεια του εκπαιδευτικού αγώνα ήταν  λιτοί και  περιορίζονταν στα απολύτως απαραίτητα με βάση τους Κανονισμούς Λειτουργίας των Σχολείων. Όλες οι συναντήσεις με γονείς  πραγματοποιούνταν αποκλειστικά σε πρωινό χρόνο και στην καθορισμένη εβδομαδιαία ώρα συνάντησης. Τα σχολεία δεν απεύθυναν προσκλήσεις σε αξιωματούχους του Υπουργείου Παιδείας για εκδηλώσεις / δράσεις τους. Κανένα σχολείο δεν εκπονούσε, σύντασσε, απέστελλε εθελοντικά σχέδια δράσης. Οι Κύπριοι εκπαιδευτικοί δεν προσέρχονταν σε συναντήσεις με εκπροσώπους του Υπουργείου Παιδείας σε σχολικό, νομαρχιακό ή κεντρικό επίπεδο. Eπιπρόσθετα αποφάσισαν: α) Νομικές προσφυγές για την ανατροπή των αποφάσεων της Κυβέρνησης β) Καταγγελίες στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για καταστρατήγηση του Κοινωνικού Διαλόγου, καθώς επίσης και στη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ILO) για παραβίαση των Συμβάσεων Εργασίας. γ) Να μην παραστούν οι Διευθυντές/ντριες και οι Προϊστάμενες/οι στα εναρκτήρια Σεμινάρια του Σεπτεμβρίου και να παραμείνουν στις σχολικές τους μονάδες κατά τον χρόνο διεξαγωγής τους. δ)Να μην παραστούν οι εκπαιδευτικοί  στα σεμινάρια Σεπτεμβρίου των Επιθεωρητών και να παραμείνουν στο σχολείο τους κατά τον χρόνο διεξαγωγής των σεμιναρίων ε) Όλοι οι Διευθυντές/-τριες να αποστείλουν επιστολή στο Γραφείο Ασφάλειας και Υγείας του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού και να ζητήσουν έλεγχο για εκτίμηση κινδύνων του σχολικού χώρου. Αν το συγκεκριμένο Γραφείο αδυνατούσε να ανταποκριθεί, τότε  απευθύνονταν στο Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας. στ) Να μη γίνει μεταφορά/καταμέτρηση, διανομή βιβλίων στην έναρξη της σχολικής χρονιάς από τους εκπαιδευτικούς. Οι Διευθυντές των σχολείων  απέστειλαν σχετική επιστολή στις οικείες Σχολικές Εφορείες προκειμένου να αναλάβουν το έργο αυτό.

Οι Κύπριοι δάσκαλοι πραγματοποίησαν τα παραπάνω χωρίς να σταματήσουν ούτε στιγμή το έργο της διδασκαλίας, χωρίς να προδώσουν την πίστη τους στο μορφωτικό ιδεώδες γιατί όπως λέει και μια Χιώτισσα δασκάλα Δημοτικού, η  Άρτεμις Πίττα, «τελικά, τι ενδιαφέρει το σχολείο; Τα φρου-φρου και αρώματα ή η γνώση; Ωραίο να δείξεις στον Συντονιστή το λεύκωμα για την αρχιτεκτονική των σπιτιών στον Κάμπο της Χίου αλλά σήμερα προτεραιότητα είναι να μάθω στα δευτεράκια πρόσθεση με κρατούμενο!»

Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα

ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση

Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό

ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)

Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 14/12

ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ

2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη

Google news logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Google News Viber logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Viber

σχετικά άρθρα

PARASTATIDIS
Παραστατίδης: «Παράταση στην παράταση και τα ξένα πανεπιστήμια δεν έρχονται στην Ελλάδα»
Κριτική του Παραστατίδη στην κυβέρνηση για τις καθυστερήσεις στην Παιδεία και την ενίσχυση των ανισοτήτων
Παραστατίδης: «Παράταση στην παράταση και τα ξένα πανεπιστήμια δεν έρχονται στην Ελλάδα»