Από το 1982, τότε που με το ν.1304/1982 αναχαιτίστηκε αυτό που έχουμε ονομάσει «επιθεωρητισμό», παρακολουθώ μέχρι και σήμερα, με ειδικό ακαδημαϊκό και πολιτικό ενδιαφέρον, τα επεισόδια, τις ρήξεις, τις παλινωδίες, τις συγκρούσεις, τις διαπραγματεύσεις, τις ρυθμίσεις, τις αναστολές, τους διαλόγους, τις αντιστάσεις, τα κείμενα, τις προτάσεις, τους νόμους, τις δηλώσεις, τις άτολμες εφαρμογές, τις υπαναχωρήσεις.
Όλα όσα, τέλος πάντων, συγκροτούν την πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία αυτού του ιδιότυπου ανταρτοπόλεμου, ανάμεσα στον κυβερνητικό εξουσιαστικό μηχανισμό από τη μια και στις συνδικαλιστικές ομοσπονδίες και παρατάξεις των εκπαιδευτικών από την άλλη, με σημείο αναφοράς αυτό που συνήθως αναφέρεται ως «αξιολόγηση του εκπαιδευτικού».
Και μια και είμαστε στην αρχή, ας διευκρινίσουμε ότι έχει επικρατήσει να γίνεται αναφορά στην «αξιολόγηση του εκπαιδευτικού», αν και αυτό δεν αποδίδει την πραγματικότητα. Ουσιαστικά, πρόκειται για αξιολόγηση όλων των συντελεστών της εκπαιδευτικής διαδικασίας (των δασκάλων της τάξης, των συντονιστών, των διευθυντών των σχολικών μονάδων, των διευθυντών εκπαίδευσης και άλλων στελεχών), με την εφαρμογή αντίστοιχων κριτηρίων και αξιολογικών διαβαθμίσεων.
Όπως διαβάζουμε, «Βασική αρχή είναι ότι κανείς δεν αξιολογεί, εάν δεν έχει αξιολογηθεί και ο ίδιος». Είναι αυτό που προβάλλεται ως δήθεν «ηθικό πλεονέκτημα» τη στιγμή που το όλο σύστημα επιδιώκει να εγκαταστήσει στην εκπαίδευση τη βαρβαρότητα ενός κύκλου κάθετης και οριζόντιας αδιάλειπτης επιτήρησης και ασφυκτικού ελέγχου, ώστε η εκπαίδευση να διεκπεραιώνει όσο το δυνατό αποτελεσματικότερα τις κοινωνικές λειτουργίες της διευρυμένης αναπαραγωγής στις ιστορικά διαμορφωμένες κάθε φορά συνθήκες.
Είναι αυτό ονομάζουμε ολοκληρωτική και κατασταλτική αξιολόγηση, με ενδείξεις ενός υφέρποντος «ολοκληρωτισμού», που επιδιώκει ώστε να εκμηδενίζει σχεδόν τα όποια όρια «σχετικής αυτονομίας» σχολείων και εκπαιδευτικών.
Ο ιδιότυπος αυτός ανταρτοπόλεμος που ήταν και ασύμμετρος έχει κρατήσει περίπου 40 χρόνια, τώρα. Οι εκπαιδευτικοί, με τους αγώνες τους, πιστώνονται το γεγονός ότι η εκπαίδευση δεν έγινε πεδίο «ασκήσεων αξιολόγησης-επιτήρησης» που είχαν ως στόχο τη συρρίκνωση της σχετικής τους αυτονομίας και την καθυπόταξή τους στα κελεύσματα δραστικών αναδιαρθρώσεων, με σαφή ταξικό χαρακτήρα, στη μορφή και στο περιεχόμενο της εκπαίδευσης.
Κι όλα αυτά, κάτω από συγκεκριμένες κάθε φορά συνθήκες και στις δεδομένες κάθε φορά κοινωνικοπολιτικές συγκυρίες. Με λίγα λόγια, οι εκπαιδευτικοί πιστώνονται κάτι πολύ σημαντικό: το γεγονός ότι η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού δεν «πέρασε» στην ελληνική πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, κι έτσι δεν έγινε ένα επιπλέον εργαλείο στην άσκηση κοινωνικού ελέγχου. Αυτό δε σημαίνει, βέβαια, ότι δεν ασκούνταν έλεγχος στην εκπαίδευση.
Σχεδόν, το σύνολο των θεσμοθετημένων μέτρων (προγράμματα, βιβλία, επιμόρφωση, Ωρολόγια Προγράμματα) είναι μια υπόθεση που εγγράφει άσκηση κοινωνικού ελέγχου. Βέβαια, οι κράχτες της αξιολόγησης δεν τους το πιστώνουν στα θετικά. Αντίθετα, χρεώνουν αρνητικά την αντίσταση των εκπαιδευτικών και την εκκρεμότητα της αξιολόγησης για να την κάνουν πυρομαχικά δυσφήμησης και κατασυκοφάντησης.
Αν μπορούμε να χρεώσουμε κάτι στους εκπαιδευτικούς, αυτή τη μακρά περίοδο, είναι ότι δεν εκμεταλλεύτηκαν αυτή την ευκαιρία ώστε μέσα από συγκροτημένες δημοκρατικές συλλογικές διεργασίες να αναπτύξουν στα σχολεία τους εφαρμοσμένες, πειστικές, ολοκληρωμένες, αντίπαλες προτάσεις εσωτερικής εκπαιδευτικής πολιτικής.
Προτάσεις που να τους επιτρέπουν να περιορίζουν τις απώλειες εμπειριών παιδείας και ζωής για τους ίδιους και τους μαθητές/τριες, κάτι που η αξιολόγηση δεν μπορεί να τους προσφέρει. Περίμεναν τα σχέδια του Υπουργείου για να τα απορρίπτουν. Ποτέ δεν είναι αργά για να δρομολογηθεί κάτι τέτοιο. Θα είναι μια ιδέα θετικής αντίστασης σε αυτά που δρομολογούνται.
Όλα αυτά τα χρόνια της αντίστασης, οι εκπαιδευτικοί δυσφημούνταν ότι δήθεν με τις συντεχνίες τους αρνούνται τη λογοδοσία και τον έλεγχο ή τις μεταρρυθμίσεις εν γένει. Ενώ ουσιαστικά υπερασπίζονταν τις δημοκρατικές μεταρρυθμιστικές κατακτήσεις στο υπαρκτό σχολείο για να διεκδικούν πολιτικές εμβάθυνσης και όχι υποβάθμισης σε σχολείο της αγοράς.
Διεκδικούν την περαιτέρω εμβάθυνση του εκδημοκρατισμού στην εκπαίδευση: τη δωρεάν δημόσια εκπαίδευση για όλους, χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς. Διεκδικούν ένα σχολείο με μορφωμένους, ενημερωμένους και στοχαστικούς δασκάλους που αξιοποιούν δημιουργικά στο έπακρο τα προνόμια που τους προσφέρει η άσκηση της παιδαγωγικής και το εν γένει εκπαιδευτικό τους έργο, με όρους αξιοπρέπειας.
Ποτέ δεν ήταν βέβαιο, εάν και κατά πόσο το τέλος των επεισοδίων, θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως η οριστική απαλλαγή της εκπαίδευσης από το φάντασμα και την απειλή της αξιολόγησης. Γι αυτό και το «φάντασμα» ερχόταν στο προσκήνιο κάθε τόσο. Μάλιστα, οι μεταγενέστερες εμφανίσεις ήταν πιο αυταρχικές και πιο συντηρητικές από τις προηγούμενες εκδοχές τους! Απόδειξη τα διαδοχικά σενάρια αξιολόγησης που έχουν κατατεθεί κατά καιρούς.
Ώσπου, στη δεκαετία της μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης και των τριών μνημονίων στη χώρα μας, είχαμε απροσδόκητες συναινέσεις και πολιτικές συνεργασίες διαχείρισης ενός μη βιώσιμου χρέους και μιας σοβαρής ανθρωπιστικής κρίσης.
Το χρέος αξιοποιήθηκε ως ένα πρώτης τάξεως εργαλείο και ευκαιρία για βίαιες μορφές παρέμβασης και στην εκπαίδευση. Η ελληνική εκπαίδευση, κάτω από την άγρυπνη επιτήρηση του ΟΟΣΑ, έπρεπε να εξοικειωθεί βίαια με «κουλτούρα αξιολόγησης».
Είναι γνωστή η απόπειρα του 2012-2014, που μέσα στην καρδιά της κρίσης, είχε ως άμεση και επείγουσα προτεραιότητα την επιβολή μιας ολοκληρωτικής και επιθετικής εκδοχής αξιολόγησης στην εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ, ΠΔ 152/2013).
Αυτή τη φορά το «φάντασμα» της ολοκληρωτικής αξιολόγησης είχε έρθει ως εφιάλτης. Είχε αλλάξει δραματικά και η συγκυρία και η πολιτική αξιολόγησης. Εκπαιδευτικοί και μαθητές/τριες δοκιμάστηκαν, όπως όλοι οι εργαζόμενοι, σε καθεστώς «σοκ και δέους».
Λες και ήταν η ευκαιρία για την πανηγυρική επιβολή της αξιολόγησης στην εκπαίδευση. Ο τότε υπουργός Παιδείας Αρβανιτόπουλος, δεν έχανε την ευκαιρία να θριαμβολογεί και να επαίρεται, καθώς είχε την αυταπάτη ότι το είχε καταφέρει! Μέσα από όλη αυτή τη δοκιμασία έχει γραφεί, ακόμη μια φορά και ένα σημαντικό μάθημα: η άσκηση εκπαιδευτικής πολιτικής δεν είναι υπόθεση νόμων και προεδρικών διαταγμάτων γιατί η εισβολή της κοινωνικής δυναμικής στο νομοθετικό και κανονιστικό την ακυρώνει.
Έτσι, η επιθετική πολιτική αξιολόγησης αναχαιτίστηκε ως ένα βαθμό, μετά την ανάληψη της εξουσίας από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, χωρίς να καταργηθούν τα προπλάσματα «οίκων αξιολόγησης», όπως η ΑΔΙΠ και η ΑΔΙΠΠΔΕ, οι λεγόμενες ανεξάρτητες αρχές με κύρια αποστολή την αξιολόγηση.
Τώρα που έκλεισε, προς το παρόν, η «αριστερή παρένθεση», με την επανάκτηση της εξουσίας από τις συντηρητικές και νεοφιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις της ΝΔ, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, είμαστε αντιμέτωποι με μια πολιτική που εκφράστηκε με τον πιο αποκαλυπτικό τρόπο από τον πρόεδρο του ΙΕΠ, πριν ακόμη εγκριθεί η υποψηφιότητά του από τη Βουλή.
Συγκεκριμένα δήλωσε (7.11.2019): «Όσο κι αν ακούγεται αναχρονισμός, το ρολόι σχετικά με τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις πρέπει να γυρίσει πίσω στο 2014, με την προσθήκη βεβαίως των αναγκαίων διορθώσεων και συμπληρώσεων που ο αναστοχασμός και η συγκυρία δημιουργούν. Με άλλα λόγια πρέπει να ξαναχτιστεί αυτό που γκρεμίστηκε στην τετραετία 2015-2019, βελτιωμένο και ενισχυμένο για να πάμε παρακάτω».
Δηλαδή, για να ξαναχτιστεί (από τώρα κι ύστερα) αυτό που γκρεμίστηκε (το 2015-2019) πρέπει να γκρεμίσουμε (από τώρα κι ύστερα) αυτό που έχει χτιστεί ήδη (το 2015-19). Έτσι, κάπως γράφονται οι ιστορίες «εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων που δε γίνονται».
Άλλες φορές το λέμε ράβε-ξήλωνε. Ετούτη τη φορά μιλάμε με αναφορές σε οδοστρωτήρα ή μπουλντόζα. Το ερώτημα είναι εάν και κατά πόσο, στο νέο πεδίο κατεδάφισης και ολοκληρωτικής επίθεσης που ανοίγεται για μια ακόμη φορά στην εκπαίδευση, με επίκεντρο την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού, θα υπερασπιστούμε τις κατακτήσεις που έχουμε επιτύχει στην υπόθεση του εκδημοκρατισμού της εκπαίδευσης ή θα επιτρέψουμε να κατεδαφιστούν για να υποδεχτούμε τη βαρβαρότητα του σχολείου της αρπακτικής καπιταλιστικής αγοράς.
Το θέμα της σχέσης της νεοφιλελεύθερης ολοκληρωτικής αξιολόγησης με το σχολείο της καπιταλιστικής αγοράς είναι σημαντικό. Σε αυτό θα επανέλθουμε για να το διευκρινίσουμε πληρέστερα με μια άλλη ανάλυση.
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση
Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό
ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)
Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 14/12
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ
2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη