Από το "Cancel subscription" μέχρι το "Cancel culture", η λέξη cancel είναι παντού. Μπορεί να ξεκίνησε ως κουμπί στις οθόνες, αλλά εξελίχθηκε σε κοινωνικό φαινόμενο, σε μορφή απόρριψης, διαγραφής, ακόμα και εκδίκησης. Πώς θα μπορούσαμε, όμως, να την αποδώσουμε ουσιαστικά στα ελληνικά, χωρίς να χάνεται το νόημα και η συναισθηματική της φόρτιση;
- Ετυμολογικά: Η λέξη cancel έρχεται από το λατινικό cancellare (=σβήνω, διαγράφω με γραμμές), συνδεδεμένο με το cancer (=κάγκελο), καθώς οι διαγραφές παλιότερα γίνονταν με χιαστί γραμμές.
- Σημασιολογικά: Η λέξη μπορεί να σημαίνει:
- Τεχνικά: Ακυρώνω (ραντεβού, συνδρομή, παραγγελία)
- Κοινωνικά: Ακυρώνω έναν άνθρωπο (τον διαγράφω από το δημόσιο λόγο λόγω ηθικής αποδοκιμασίας)
- Προτεινόμενες ελληνικές αποδόσεις: Ακύρωση (γενική, ουδέτερη) Κατάργηση (π.χ. ενός θεσμού ή μιας δράσης) Διαγραφή (όταν πρόκειται για ψηφιακή ή κοινωνική απόρριψη)
- Ηθικός αποκλεισμός (ειδικά για το φαινόμενο του cancel culture) Αποκαθήλωση (ποιητικός, συμβολικός όρος για πρόσωπα ή ιδέες)
Παράδειγμα χρήσης:
«Το live ακυρώθηκε λόγω καιρού.» → Η συναυλία ακυρώθηκε. «Ο ηθοποιός ακυρώθηκε μετά τις αποκαλύψεις.» → Ο ηθοποιός αποκαθηλώθηκε κοινωνικά. «Το κοινό τον διέγραψε — ήταν ένα πολιτιστικό cancel.»
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
2ος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Η ύλη για 47.000 υποψήφιους ως 7/6 με τις λύσεις
Παν.Πατρών: Tο 1ο στην Ελλάδα Πανεπιστημιακό Πιστοποιητικό Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς
Πανεπιστήμιο Αιγαίου: Το κορυφαίο πρόγραμμα ειδικής αγωγής στην Ελλάδα - Αιτήσεις έως 7/6
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ