Πίσω από αυτή τη συστηματική αδιαφορία δεν βρίσκεται απλώς μια αδυναμία διαχείρισης ή έλλειψη κονδυλίων, αλλά μια πιο συνειδητή μακροπρόθεσμη-μακροσκοπική πολιτική επιλογή: η σταδιακή απαξίωση των δημόσιων υπηρεσιών ώστε να ενισχυθεί η στροφή των πολιτών προς ιδιωτικούς φορείς και να περιοριστούν μακροπρόθεσμα οι κρατικές δαπάνες.
Οι εκπαιδευτικοί και οι γιατροί εργάζονται υπό καθεστώς εξουθενωτικού φόρτου. Οι πρώτοι καλούνται να αντεπεξέλθουν σε υπεράριθμα τμήματα, αλλεπάλληλες αλλαγές προγραμμάτων σπουδών, τιμωρητικές αξιολογήσεις χωρίς ουσιαστική παιδαγωγική στήριξη και συχνά με εξοπλισμό ή υλικοτεχνική υποδομή που δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εποχής. Οι δεύτεροι, στους δημόσιους νοσοκομειακούς οργανισμούς, βρίσκονται αντιμέτωποι με συνεχείς εφημερίες, ελλείψεις προσωπικού και υγειονομικού υλικού, καθώς και υποδομές που δεν επαρκούν για τον πληθυσμό που εξυπηρετούν. Όλα αυτά οδηγούν σε αυξημένη επαγγελματική εξουθένωση και απομάκρυνση-διαρροή των πιο ικανών στελεχών από τον δημόσιο τομέα.
Ωστόσο, η επίμονη άρνηση της πολιτείας να αναβαθμίσει τις συνθήκες εργασίας και τις αμοιβές αυτών των κρίσιμων λειτουργών δεν είναι απλώς αποτέλεσμα αδυναμίας. Είναι μια στρατηγική υποτίμηση, ώστε να καταστεί το δημόσιο σύστημα τόσο δυσλειτουργικό και αναποτελεσματικό στα μάτια των πολιτών, που αυτοί να στραφούν εκούσια και πρόθυμα προς τον ιδιωτικό τομέα. Εκεί ακριβώς εντάσσεται η πολιτική των voucher: τα κουπόνια δεν ενισχύουν το δημόσιο σύστημα, αλλά αντιθέτως, χρηματοδοτούν τη φυγή προς ιδιωτικές υπηρεσίες, μετατρέποντας τον πολίτη από δικαιούχο σε καταναλωτή, και το κράτος από εγγυητή της κοινωνικής προστασίας σε χορηγό του ιδιωτικού τομέα.
Με την παροχή voucher στην ιδιωτική αλλά και τη δημόσια εκπαίδευση (π.χ. φροντιστήρια, ιδιωτικά νηπιαγωγεία, εκπαιδευτικά προγράμματα κατάρτισης, βαθμίδες τυπικής εκπαίδευσης) το κράτος επιδοτεί τις ιδιωτικές επιχειρήσεις με δημόσιο χρήμα, αντί να ενισχύει τις δικές του δομές (έχει εκφραστεί πολλές φορές από κυβερνητικά πρόσωπα πρώτης γραμμής η σκέψη της πολιτικής επιλογής των κουπονιών στην εκπαίδευση). Το αποτέλεσμα είναι διπλά επιζήμιο: αφενός, οι δημόσιοι φορείς αποδυναμώνονται ακόμη περισσότερο λόγω έλλειψης επένδυσης αλλά και προσωπικού (βλ. δημόσια νοσοκομεία και κέντρα υγείας), αφετέρου, η ποιότητα των υπηρεσιών μετατρέπεται σε προϊόν που εξαρτάται από την αγοραστική δυνατότητα του κάθε πολίτη.
Με αυτό τον τρόπο, σταδιακά εγκαταλείπεται η αρχή της καθολικής και ισότιμης πρόσβασης στην παιδεία και την υγεία. Ο πολίτης αναγκάζεται να πληρώνει από την τσέπη του ή να συμβιβαστεί με μια υποβαθμισμένη δημόσια υπηρεσία. Παράλληλα, η πολιτεία μειώνει τις μόνιμες και ανελαστικές δαπάνες για μισθούς, υποδομές και επενδύσεις στον δημόσιο τομέα, μεταφέροντας το βάρος στον ιδιωτικό, αλλά και στην κοινωνία.
Αυτή η τάση δεν είναι ουδέτερη ούτε «τεχνική». Αποτελεί πολιτική επιλογή: αντί να ενδυναμώσει η πολιτεία τον ρόλο του κράτους ως ρυθμιστή και προστάτη των θεμελιωδών κοινωνικών αγαθών, τον αποδομεί, με πρόσχημα την «ευελιξία», τον «εκσυγχρονισμό» ή την «αποτελεσματικότητα». Στην πραγματικότητα, όμως, δημιουργεί έναν νέο τύπο ανισότητας, όπου η πρόσβαση σε αξιοπρεπή παιδεία και υγεία εξαρτάται από το αν έχεις να πληρώσεις ή έστω, να συμπληρώσεις το voucher.
Χωρίς γενναίες αποφάσεις για αύξηση μισθών, προσλήψεις και ενίσχυση των δημόσιων δομών, χωρίς μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και χωρίς πολιτική βούληση να ανακοπεί η στροφή των πολιτών προς τον ιδιωτικό τομέα με δημόσιο χρήμα, οι εργαζόμενοι στους βασικούς πυλώνες του κράτους θα συνεχίσουν να φθείρονται, και οι πολίτες να απομακρύνονται από κάθε έννοια κοινωνικού κράτους. Δυστυχώς, το τίμημα το πληρώνουμε ήδη όλοι, στα σχολεία, στα νοσοκομεία και, εν τέλει, στη συνοχή της κοινωνίας.
Αξίζει να τονιστεί εδώ ότι η υποβάθμιση του εθνικού συστήματος εκπαίδευσης δεν είναι μόνο απόρροια εσωτερικών πολιτικών επιλογών, αλλά εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Η παγκοσμιοποιημένη οικονομία προωθεί τη διάλυση των εθνικών εκπαιδευτικών συστημάτων, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την είσοδο επενδυτικών κεφαλαίων και ιδιωτικών συμφερόντων στην εκπαίδευση.
Εδώ μπορούμε να υπομνήσουμε σχετικά τη μετονομασία του "Υπουργείου Εθνικής Παιδείας" σε απλό "Υπουργείο Παιδείας", το οποίο δεν είναι μια ουδέτερη γραφειοκρατική απόφαση, αλλά αποτυπώνει αυτή ακριβώς την προσπάθεια αποεθνικοποίησης της εκπαιδευτικής πολιτικής. Η λέξη "Εθνικής" αφαιρείται, μαζί και το βάρος που έφερε στην έννοια της συλλογικής ταυτότητας και της εθνικής κυριαρχίας στον σχεδιασμό της παιδείας.
Εξίσου ενδεικτική και ανησυχητική είναι η εισαγωγή του Διεθνούς Απολυτηρίου (International Baccalaureate–IB) σε δημόσια ελληνικά σχολεία, γεγονός που αλλοιώνει το εθνικό πρόγραμμα σπουδών και στρέφει τη νέα γενιά σε πρότυπα και προσανατολισμούς ξένων εκπαιδευτικών μοντέλων. Έμμεσα, αυτό οδηγεί τους μαθητές και τις οικογένειές τους να βλέπουν το εξωτερικό ως φυσική συνέχεια της εκπαιδευτικής τους πορείας, υπονομεύοντας την εγχώρια τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον εντάσσεται και η προσπάθεια θεσμοθέτησης ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα, γεγονός που ενισχύει περαιτέρω την εμπορευματοποίηση της γνώσης και εντείνει τους ταξικούς φραγμούς στην πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση. Το εκπαιδευτικό αγαθό παύει πλέον να αντιμετωπίζεται ως δημόσιο δικαίωμα και μετατρέπεται σε εμπόρευμα με αγοραία αξία.
Πρέπει να εξηγηθεί εδώ ότι στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, η ανάγκη για ομογενοποιημένα συστήματα εκπαίδευσης δεν προκύπτει από μια ανθρωπιστική επιδίωξη για ισότιμη γνώση, αλλά από την απαίτηση των πολυεθνικών εταιρειών για ένα ομογενοποιημένο εργατικό δυναμικό. Οι μεγάλες επιχειρήσεις χρειάζονται εργαζόμενους με συγκεκριμένες δεξιότητες, κυρίως τεχνικές και ψηφιακές, προσαρμοσμένες στις ανάγκες της παγκόσμιας αγοράς και όχι στις κοινωνικές ή πολιτισμικές ιδιαιτερότητες κάθε χώρας. Η εκπαίδευση μετατρέπεται έτσι σε εργαλείο παραγωγής ανθρώπινου κεφαλαίου "κατά παραγγελία", ενώ παραγκωνίζονται η κριτική σκέψη, οι ανθρωπιστικές αξίες και η εθνική ταυτότητα. Μέσω διεθνών προγραμμάτων, όπως το IB ή η εφαρμογή διεθνών προτύπων αξιολόγησης, επιβάλλεται ένα ενιαίο εκπαιδευτικό μοντέλο, το οποίο εξυπηρετεί την ευελιξία της παγκόσμιας εργασιακής κινητικότητας και τις ανάγκες του ιδιωτικού κεφαλαίου, όχι των κοινωνιών.
Η συνολική εικόνα είναι σαφής: η αποδόμηση της δημόσιας εκπαίδευσης δεν είναι τυχαία. Είναι μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής που υπαγορεύεται από τις λογικές της αγοράς και της παγκοσμιοποίησης και προωθείται από Διεθνείς Οργανισμούς, με τελικό στόχο τη μετατροπή του πολίτη σε πελάτη, και της εκπαίδευσης σε υπηρεσία επί πληρωμή.
* Δημήτρης Καλογιάννης
PhD στην Οργάνωση και τη Διοίκηση της Εκπαίδευσης
Διδάσκων στο ΕΚΠΑ και στην ΑΣΠΑΙΤΕ
Επιστημονικός συνεργάτης στο e-learning του ΕΚΠΑ
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
Νέο Προσκλητήριο Προσλήψεων Εκπαιδευτών Ενηλίκων: Αφορά όλα τα πτυχία ΑΕΙ-ΤΕΙ - Πιστοποιηθείτε άμεσα
Παν.Πατρών: Tο 1ο στην Ελλάδα Πανεπιστημιακό Πιστοποιητικό ΤΕΧΝΗΤΗΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ για εκπαιδευτικούς
Πανεπιστήμιο Αιγαίου: Το κορυφαίο πρόγραμμα ειδικής αγωγής στην Ελλάδα - Αιτήσεις έως 22/8
Μοριοδοτούμενο σεμινάριο Ειδικής Αγωγής Πανεπιστημίου Πατρών με μόνο 60 ευρώ