istoria
«Κάθε γενική θέαση του ανθρώπου είναι και το γενικό πλαίσιο της εποχής του και συνάγεται απ' το σύνολο και την ποιότητα  των επιλογών του, των παραδοχών και των απορρίψεών του»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 Ι. Οι μεγάλες ανατροπές και η επιστροφή του Λόγου(1-19)                                                           
 ΙΙ. Ο αντίλογος του συντηρητισμού (20 – 30)
 ΙΙΙ. Η ζωή και το έργο του Βολταίρου (31 – 36)
 IV. Φιλοσοφία και μεταφυσική (37 – 91)
 V. Η ανεκτικότητα ( 92 – 102 )
VI. Κοινωνία και κοινωνική ισότητα  
 VII.Ο πολιτισμός136
 VIIΙ. Το αγγλικό πνεύμα στον βολταιρικό λόγο
 ΙΧ. Ο βολταιρικός μύθος ( 103 – 120)
 X. Οι επιστολές (120-130)
 XΙ. O βολταιρικός διάλογος (131-157)
 XΙI. Η βολταιρική ειρωνεία (158-175)        

* ΝΙΚΟΣ ΧΑΡΛΑΣ, ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΕΥΝΗΤΉΣ

Προλεγόμενα στο Διαφωτισμό   

 Ι.ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΝΑΤΡΟΠΕΣ ΚΑΙ Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ                   

Η εντύπωση που σχηματίζει ο σημερινός άνθρωπος για την εποχή του δεν αντιστοιχεί με την πραγματικότητά της. Η μεγάλη πλειοψηφία θεωρεί πως η εποχή μας χαρακτηρίζεται, περισσότερο από κάθε άλλη, απ' την απόλυτη κυριαρχία της λογικής σε όλους τους τομείς και πως τούτη η κυριαρχία είναι ένας δυνάστης που την έχει σφραγίσει βαθιά. Άλλοι πάλι, σαν αντίδοτο, εξυμνούν τις εξωλογικές μορφές ζωής κι αναζητούν τον πρωτογονισμό του διονυσιακού ανθρώπου. Αυτό όμως δεν είναι καινούργιο. Έρχεται από τότε όπου, πράγματι, ο γιγαντισμός της νέας φυσικής επιστήμης και της λογικής που τον διαπερνούσε φαινόταν καταλυτικός κι οι μεταβολές που γίνονταν κιόλας στον τρόπο σκέψης των ανθρώπων φάνταζαν καθολικές.

Τούτες οι ανατροπές απλώνονταν με γρήγορο ρυθμό σ' όλες τις εκφάνσεις της ζωής σαν μια υποχθόνια δαιμονική δύναμη που απειλούσε ν' ανατρέψει τα πάντα. Κι ο τι πίστευαν οι άνθρωποι ως τα τότε, όπως κι ο τρόπος ζωής τους, φαινόταν να ξεκλονίζεται. Η αίσθηση που κυριαρχούσε  ήταν πως όλ' αυτά τα υπόγραφε η λογική. Προσπάθησαν έτσι τότε οι υπέρμαχοι κι απολογητές  των παλιών μεταφυσικών αντιλήψεων να στρέψουν την εποχή τους ενάντια στον εαυτό της και στην ταυτότητά της, χωρίς όμως να συνειδητοποιούν πως η ιστορία, παρά τον παράδοξο βηματισμό της, δεν πάει πίσω. Ήταν τούτο ένας ανώφελος ρομαντισμός που πάσχισε να ξεμακρύνει τον άνθρωπο απ' την πραγματικότητα της εποχής του που του φαινόταν αφόρητη.

Οι άνθρωποι της εποχής εκείνης, ωστόσο, είχαν το δίκιο τους, ένα δίκιο τόσο σκληρό όσο κι η κοσμογονία των αλλαγών που ήταν τότε πρωτοίδωτες και πρωταγρίκητες. Πηγή και μαζί συνοδευτής τούτων των αλλαγών ήταν ο λόγος: Το θετικό πνεύμα, ο νηφάλιος λογισμός, η δύναμη της διάνοιας, η εννοιακή σκέψη. Κι ήταν παράδοξο που, ενώ ο λόγος ακόμη αγωνιζόταν να λάμψει, να φωτίσει ολούθε την ανθρώπινη ψυχή, εμφανίστηκαν εκείνοι που ξεστόμισαν πως δε χρειάζονταν τόσο φως, και νοσταλγούσαν το βίαιο και σκοτεινό παρελθόν της ευρωπαϊκής ζωής. Είχε όμως ήδη φωτίσει τα βάθη της ψυχής μια αστραπή συνείδησης και προμηνούσε την  αλλαγή των καιρών. Ήταν σαν να ξανάνιωνε η ζωή και ν' αποκτά διαφορετικό περιεχόμενο το ιστορικό γίγνεσθαι και να ξεπηδά,  μέσα απ' τις γερασμένες αντιλήψεις ενός σκοτεινού παρελθόντος, ένα αχτιδοβόλημα μπροστά στα έκθαμβα μάτια της εποχής. Κι αυτή τους καλεί τώρα να λογίζονται, να βλέπουν τον κόσμο και τ' αντικείμενά του από ένα άλλο μετερίζι, αυτό της φυσικής πραγματικότητας όπως τη συλλαμβάνει ο λόγος και τη συντάσσει μέσ' τη δική του τάξη. Κι ο άνθρωπος κι ζωή του δεν έχουν απλά μια θέση μέσα σ' ένα σύνολο πραγμάτων αλλά γίνονται κοινωνοί τούτης της τάξης. Τα πράγματα κι οι ιδέες δεν ήταν πια δυνάστες που τον κατάτρεχαν.

Αλλά κάθε γενική θέαση του ανθρώπου είναι και το γενικό πλαίσιο της εποχής του και συνάγεται απ' το σύνολο και την ποιότητα  των επιλογών του, των παραδοχών και των απορρίψεών του. Σε τούτη την εικόνα ανήκουν τα πανώρια αναστήματα των σκαπανέων της επιστημονικής γνώσης που με τη σκέψη και την πρακτική τους δράση λευτέρωσαν τις δυνάμεις του λόγου. Ο Γαλιλαίος, ο Κοπέρνικος, ο Νεύτων κι οι άλλοι μεγάλοι του Μεγάλου αιώνα με τις ανακαλύψεις τους και πριν οι πρωτοπόροι της Αναγέννησης με το γόνιμο στοχασμό τους, όλοι αυτοί τόλμησαν ν' αντιπαρατεθούν με τις προκαταλήψεις, τα δόγματα το σκοταδισμό και τον αυταρχισμό της εποχής τους. Κι όπως ειπώθηκε, απ' τους στιβαρούς  ώμους αυτών των γιγάντων όλοι οι κατοπινοί αντίκρισαν την ανατολή ενός καινούργιου κόσμου.

Όμως ο Μεγάλος Αιώνας κι η πνευματική του επανάσταση, σφράγισαν, εκτός απ' τη σκέψη, και σκέψη των ανθρώπων κι άνοιξαν τους ψυχικούς τους ορίζοντες. Έχοντας σαν κληρονομιά,  απ' τους δυο τελευταίους αιώνες, την ορμή της αναζήτησης και της κατάκτησης της γνώσης, κυριαρχείται τώρα από αισιοδοξία. Έτσι διαμορφώνεται το πρότυπο μιας μυθιστορηματικής, κι ηρωικής ζωής, ένας αγνός ενθουσιασμός που μόνο η σοφία της αμφιβολίας του Μονταίν και του Καρτέσιου μπόρεσε να μετριάσει. Θεάζονται όμως τον κόσμο απ' το μετερίζι του λόγου. Λένε πως η ποιότητα του ανθρώπου, από δω και πέρα, εδράζεται σ' άλλες βάσεις πια, σταθερές κι ακλόνητες. Και θα είναι ιδανικό τούτης της πανώριας γενιάς, η μεγαλοφροσύνη του Καρτέσιου, ο ήρωας του Κορνήλιου, ο ιπποτικός, τολμηρός κι ευγενικός αυθέντης. Τα πάθη τώρα είναι υποταγμένα στο λόγο χωρίς όμως να ευτελίζονται απ' αυτόν. Είναι χαρακτηριστικό πως ο ποιητής Κορνήλιος εκφράζει πανηγυρικά την πίστη της εποχής του και τη δική του, προς τα ευγενή πάθη της ανθρώπινης φύσης. Κάνει, στην ουσία, κάτι πολύ περισσότερο: προδιαγράφει μια πολύ διαφορετική στάση ζωής που εμπνέεται απ' την αισιοδοξία για ένα καλύτερο κόσμο. Διακρίνεται μάλιστα τούτο απ' το γεγονός πως μεγάλοι δημιουργοί, σαν το Μολιέρο και  τον Λαφονταίν, κόβουν κάθε δεσμό με ιδεολογίες σαν το στωικισμό που αποπνέουν απαισιοδοξία κι απραξία. Ό τι επιδιώκουν τώρα είναι να σκέφτονται και να δημιουργούν πάνω στην ανθρώπινη φύση. Και σκέψη σημαίνει γι' αυτούς να στέκονται μ' ειλικρίνεια απέναντι σ' αυτό που θεωρούν με το λόγο σαν φυσικά και λογικά ορθό. ''Ο πιο δυνατός λόγος είναι πάντα ο καλύτερος'', λέει ο Λαφονταίν. Κι ο Μολιέρος προσθέτει: '' Ο τέλειος λόγος είναι ένα όριο \ και πρέπει να έχει σοφία με μέτρο''.

Όλα σε τούτη την εποχή χαρακτηρίζονται απ' τον ενθουσιασμό για το νέο, μα κι η ψυχή είναι πολύ δεκτική στο να πασχίζει να βρει τ' απάτητα και μακρινά ακόμη μονοπάτια που οδηγούν σ' αυτό. Κι αν  ο λόγος είναι ένα θεωρητικό όριο για το πνεύμα, θα ήταν ωστόσο ανενεργός και ξαρμάτωτος έξω απ' την πρακτική του επιβεβαίωση, απ'  την ανεύρεση ενός οδικού χάρτη, μιας πυξίδας που θα τον οδηγούσε ν' αγγίξει τούτο το όριο και να τον κάνει άξιο του ονόματός του. Η πυξίδα είναι η μέθοδος,  organum, όπως την ονομάζουν τώρα, κάθε αναζήτησης που θέλει ν' ακολουθεί το σωστό δρόμο τόσο στη ζωή όσο και στην επιστήμη. Είναι μια έννοια η μέθοδος που ενώ αναδείχθηκε τόσο σαν διαλεκτική, και σαν επιστήμη η ίδια, απ' τους αρχαίους, έφτασε κακοτυχισμένη απ' το σχολαστικισμό κι αλλοιωμένη στον αιώνα της επιστήμης. Χρειάστηκαν αναστήματα με τιτανική βούληση σαν τον Βάκωνα και το Καρτέσιο ώστε ν' αποκαταστήσουν τη μέθοδο και το λόγο στο θρονί τους και να τ' απελευθερώσουν απ' την κάθε παρεπίδημη αυθεντία, αρχαία ή νέα ώστε να εμπιστεύονται μόνο το προφανές. Ήδη η Αναγέννηση είχε μιλήσει για την ελεύθερη κριτική εξέταση των πραγμάτων, μακριά από αλύγιστα κι ακίνητα δόγματα. Ο Λεονάρδος ντα Βίντσι, ο Κέπλερ, ο Γαλιλαίος είχαν θέσει το αίτημα για την ανανέωση της γνώσης και διατύπωσαν φιλοσοφικά τις αρχές και την νομιμότητά του.

Είναι χαρακτηριστικό πως ο Καρτέσιος, για να μπορέσει να εξηγήσει την ανακάλυψη της μεθόδου του, αναθυμιέται κι ομολογεί τη στείρα σχολαστικότητα που είχαν τα σπουδάγματα της νιότης του: Τα ξερά γράμματα, την ιστορία, τα μαθηματικά, τη μεταφυσική, την ηθική. Όμως το ακατανίκητο πάθος του να ξεχωρίσει την αλήθεια απ' το ψέμα τον παρωθεί στο ν' αποκτήσει την  εμπειρία μελετώντας, όπως λέει, ''το μεγάλο βιβλίο του κόσμου'' και μέσα απ' αυτό να γνωρίσει και τον ίδιο του τον εαυτό. Τις προθέσεις του τις φανερώνει κι ο τίτλος του βασικού έργου του όπου συνυπάρχουν ο λόγος κι η μέθοδος: Θέλει να είναι κατανοητός ''απ' αυτούς που δεν χρησιμοποιούν παρά μόνο το φυσικό, καθαρό τους Λόγο''. Η μέθοδος όμως της κριτικής αμφιβολίας δεν μπορεί να ιδωθεί μόνο απ' τη φιλοσοφική σπουδαιότητά της. Το ίδιο σημαντική είναι και για τη λογική κι επιστημονική σημασία της, αν βέβαια η αμφιβολία της δεν φτάσει στα άκρα. Εξίσου όμως σημαντικό είναι και το ο τι συμπλήρωσε με λογική συνέπεια τη γνωστή διαρχία πνεύματος κι ύλης που είχε ξεκινήσει ήδη απ' τον Παρμενίδη. Αλλά  ακόμη κι η ασυνέπειά του τον έκαμε νερομάνα δυο σημαντικών αλλά και διαφορετικών σχολών φιλοσοφίας.   

Τούτη η γενιά του μεγάλου αιώνα είχε τότε βαθιά τη συνείδηση πως η ρίζα της έφτανε ως την αρχαιότητα  και την Αναγέννηση. Αλλά σήμερα μπορούμε να λέμε πως οι ιδέες τους σημάδεψαν έντονα και την κατοπινή σκέψη. Ο Καρτέσιος, που πολλοί τον χαρακτηρίζουν πατέρα της νεότερης φιλοσοφίας, έχει μεγάλη συμβολή στις υψηλές επιστημονικές πτήσεις  της εποχής του.  Και δεν είναι διόλου τυχαίο πως αυτές συνέπεσαν με την πρόοδο των μεθόδων της αστρονομίας και της φυσικής κι ο τι αποκαλούμε αστρονομική επανάσταση τις ανακαλύψεις του Κοπέρνικου, του Γαλιλαίου, του Νεύτωνα και του Κέπλερ. Απ' αυτούς ο πρώτος ανήκει στο δέκατο έκτο αιώνα, που ήταν ακόμη πιο κοντά στο μεσαίωνα, μιας και εξακολουθούσε να καταδυναστεύεται απ' τη θεολογία. Έτσι η επιρροή των θεωριών του φάνηκε στον επόμενο αιώνα, αυτόν απ' όπου αρχίζει κι η νεότερη γνώση για τη φύση και τον άνθρωπο. Η πιο χαρακτηριστική πτυχή της Κοπερνίκειας επανάστασης ήταν ότι η γη έχασε τη θέση της σαν το κέντρο του ηλιακού συστήματος, θεωρία που αποτέλεσε το περιεχόμενο του πιο σημαντικού έργου του ''Περί της περιστροφής των ουρανίων σφαιρών''. Ο Κοπέρνικος ανήκει στους πρωτοπόρους εκείνους που ήταν προικισμένοι σε μεγάλο βαθμό με σπάνια δώρα: Την ακριβή κι υπομονετική παρατήρηση απ' τη μια, και την τόλμη να διατυπώνουν με θάρρος τις θεωρίες και τις υποθέσεις τους. Προχώρησε στην έρευνά του με τα ατελή μέσα που υπήρχαν στις μέρες του και θεμέλιωσε τη νέα αστρονομία έχοντας την τόλμη ν' αναγνωρίσει πως ο τι πίστευαν οι αρχαίοι θα μπορούσε ν' αποδειχτεί πλάνη. Αλλά κι ο τι πίστευε για τις αλήθειες της επιστήμης, πως δηλαδή αυτές μπορούν να ελέγχονται μέσα απ' την παρατήρηση των γεγονότων σαν μάλιστα συμπορεύονται με τη φαντασία, στάθηκε καίριο για τη συναγωγή νόμων που συνδέουν τούτα τα γεγονότα.

Η τόλμη του χρειάστηκε σύντομα στον Κοπέρνικο όταν η ιδέες του μαθεύτηκαν απ' τον  κλήρο, τόσο τον καθολικό όσο και τον προτεσταντικό. Κι οι δυο όντας εξίσου φανατισμένοι ένοιωσαν οργή όταν γνώρισαν τη θεωρία του πως η γη περιστρέφεται κι όχι ο ήλιος ή η σελήνη. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Καλβίνος χρησιμοποίησε σαν επιχείρημά του ένα χωρίο απ' τους Ψαλμούς. Τις αντιδράσεις της εκκλησίας όμως τις δυνάμωσε και το ο τι ο Κοπέρνικος δεν είχε μπορέσει ν' αποδείξει πειστικά τότε τη θεωρία του και για τούτο αντιμετώπισε και τις αντιδράσεις των συντηρητικών αστρονόμων. Ο θρησκευτικός σκοταδισμός εδώ έφτασε στα άκρα όταν η Ιερή Εξέταση προχώρησε στην καταδίκη του Γαλιλαίου αναγκάζοντάς τον ν' απαρνηθεί τη θεωρία του και να υποσχεθεί πως ποτέ πια δεν θα ισχυριστεί ότι η γη περιστρέφεται γύρο απ' τον άξονά της και γύρο απ' τον ήλιο. Και τρομοκράτησε τόσο τον κόσμο της επιστήμης ώστε πίστεψε πως της κατάφερε το τελειωτικό χτύπημα. Αλλά το πελώριο ποτάμι των αστρονομικών ανακαλύψεων δεν μπορούσε να στραφεί προς τα πίσω γιατί η ηλιοκεντρική θεωρία είχε γίνει πια γενικά αποδεκτή. Αντίθετα, η καταδίκη του Γαλιλαίου, στράφηκε ενάντια στο θρησκευτικό σκοταδισμό και ζημίωσε πλατειά την Εκκλησία. Και δεν μπόρεσε να εμποδίσει ώστε όλοι οι αυτοί οι σκαπανείς να πάνε παραπέρα ο ένας τις ιδέες του άλλου, σαν κρίκοι της μεγάλης αλυσίδας της γνώσης.

Ο Γαλιλαίος υπήρξε μεγάλος σαν αστρονόμος αλλά εξίσου σημαντικός σαν φυσικός, ιδρυτής της δυναμικής, μιας και διατύπωσε πρώτος αυτός ποια είναι η σχέση της με την επιτάχυνση. Πρώτος ο Γαλιλαίος διατύπωσε το νόμο των ''πιπτόντων σωμάτων'' και τον πρώτο ''νόμο για την κίνηση'' που τον γνωρίζουμε και σαν νόμο ''της αδράνειας''. Με τούτον ο Γαλιλαίος έλυσε ένα πρόβλημα που δεν είχε μπορέσει να λύσει το σύστημα του Κοπέρνικου. Συμμεριζόταν όμως απόλυτα την  ηλιοκεντρική θεωρία και, μάλιστα, μπόρεσε να φτιάξει κι ένα τηλεσκόπιο απ' όπου παρατήρησε τις φάσεις της Αφροδίτης. Αυτές είχαν σημειωθεί απ' τον Κοπέρνικο αλλά δεν ήταν ορατές με γυμνό μάτι. Το γεγονός πως η συντηρητικοί κατηγόρησαν το Γαλιλαίο, εξαιτίας του τηλεσκοπίου του, για μαγεία κι αρνήθηκαν σ' αυτό κάθε επιστημονική σημασία έδειξε πόσο τραχύς ήταν ο δρόμος που ακολουθούσαν τούτοι οι πρωτοπόροι αλλά και πόσο ήταν γελοία τα επιχειρήματα των σκοταδιστών.                 

Ο Κέπλερ είχε όλες τις αρετές εκείνες που ταίριαζαν στον αστρονόμο της εποχής του. Δεν είχε την ιδιοφυία του Κοπέρνικου αλλά διέθετε αλύγιστη υπομονή, κριτικό ένστικτο και ικανότητα ακριβούς παρατήρησης. Κατάλαβε νωρίς τη σπουδαιότητα της θεωρίας του Κοπέρνικου, αν και κάτω απ' την επιρροή του Πυθαγορισμού που τον έστρεψε απ' τα νιάτα του προς τη λατρεία του ήλιου. Τούτο όμως λειτούργησε θετικά για τις αναζητήσεις του κι ιδίως για την κατανόηση της ηλιοκεντρικής θεωρίας. Στον Πυθαγορισμό και στη μελέτη του πλατωνικού ''Τίμαιου'' οφείλει ο Κέπλερ τη διατύπωση των τριών νόμων απ' τους οποίους οι δυο πρώτοι αναφέρονται στην κίνηση των πλανητών. Την πιο μεγάλη όμως σπουδαιότητα έχει ο τρίτος νόμος επειδή συγκρίνει τις κινήσεις των πλανητών, μιας κι οι δυο πρώτοι αναφέρονταν μεμονωμένα σε διάφορους πλανήτες. Αλλά τούτος ο νόμος  έβαλλε ένα λιθαράκι για την κατοπινή επαλήθευση του νόμου της παγκόσμιας έλξης του Νεύτωνα.

Όλοι τους όμως ήταν πρόδρομοι της μεγαλοφυίας του Νεύτωνα. Με αφετηρία τους τρεις νόμους του Κέπλερ,ο Νεύτων εξήγησε με βάση την επιτάχυνση προς τη γη και τον ήλιο, την κίνηση της σελήνης κι ότι η επιτάχυνση της πτώσης των σωμάτων πάνω στην επιφάνεια της γης, έχει άμεση σχέση με την επιτάχυνση της σελήνης. Η δύναμη για το Νεύτωνα είναι η αιτία της μεταβολής της επιτάχυνσης. Τα συμπεράσματα τούτα του άνοιξαν διάπλατα το δρόμο για τη διατύπωση του νόμου για την παγκόσμια έλξη που συμποσώνεται σ' έναν κρίσιμο για την αστρονομία ορισμό, όντας πια έτοιμος να κάνει τις απαραίτητες γενικεύσεις για την ηλιοκεντρική θεωρία, εντάσσοντας σ' αυτήν  τις κινήσεις των πλανητών, και των δορυφόρων τους, των κομητών, όπως και τις ελλειπτικές τροχιές των πλανητών. Αλλά η δυναμική της θεωρίας του Νεύτωνα δεν ήταν μόνο αποφασιστική για την αστρονομία. Αποδείχτηκε εξίσου αποφασιστική και για πολλούς άλλους τομείς που σχετίζονταν με την επιστήμη κι ακόμη με τη φιλοσοφία, την ηθική και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις.

Παρά τα προσκόμματα που όρθωναν μπροστά τους οι παλιές προλήψεις και προκαταλήψεις, ο θρίαμβος της γνώσης είχε αλλάξει ριζικά τη στάση σκέψης και δράσης του συνειδητοποιημένου κόσμου που την παρακολουθούσε. Οι θεωρίες για την ψυχή, όπως κι η μαγεία και τα ξόρκια, αρχίζουν να εγκαταλείπονται κάτω απ' την καταλυτική πια παρουσία των νόμων της φυσικής. Κι ήδη, με τους πρώτους νόμους για την κίνηση,  ο τι πίστευαν ως τότε οι άνθρωποι για την ψυχή και τη σχέση της με την ύλη και την κίνηση, ανήκε στο παρελθόν των ιδεών. Αποδείχτηκε πως το ηλιακό σύστημα έχει τους δικούς του νόμους, τη δική του κίνηση. Έτσι, όμως, αποκλείστηκε η επέμβαση ενός δημιουργού θεού στην κίνηση των πλανητών, αν κι ο Νεύτων αρχικά δεχτεί πως οι πλανήτες οφείλουν την ύπαρξή τους σε θεϊκή επενέργεια. Ωστόσο τούτη η παραδοχή ξεκλωνίστηκε ακόμη πιο πολύ με τη θεωρία του Λαπλάς κι άρχισε ν' αχνοφαίνεται πια στον ορίζοντα η αμφιβολία αν τούτος ο κόσμος είχε την αρχή του στο χρόνο ή αν υπήρχε επ' άπειρον. Το τελευταίο τούτο, που πρόκυψε σαν αναπότρεπτη, λογική πια συνέπεια όλης αυτής της νέας θέασης του κόσμου, αντάριασε κι ανεμοζάλισε τους πιστούς κι ιδίως τους θεολόγους. Γιατί οι συνέπειες δεν θα μπορούσαν να μείνουν μόνο στο φιλοσοφικό πεδίο. Η ηλιοκεντρική θεωρία άλλαξε ο τι πίστευαν ως τότε για τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο. Κι ο άνθρωπος έπαψε να θεωρείται σαν σκοπός και κέντρο των πάντων. Αντίθετα, καταπώς έλεγαν οι νέες θεωρίες, τα νέα κοσμοείδωλα, ο πλανήτης γη δεν ήταν παρά ένας δορυφόρος κάποιου απλανούς, κι ίσως δυσδιάκριτου.

Έτσι η παλιά αντίληψη για τον κόσμο ξεθώριασε για τα καλά κι ήταν αδύνατο πια να ξεγερέψει. Και την ανθρώπινη ματαιοδοξία που πλήγωσε η ηλιοκεντρική θεωρία, την αντικατάστησε μια διαφορετική περηφάνια για τα επιτεύγματα της αστρονομίας. Αλλά πέρα απ' αυτό, ήλθε στο Μεγάλο αιώνα κι η κυριαρχία της Ευρώπης σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο, παλιό και νέο. Ήταν τούτο γεγονός που έκανε τον ευρωπαίο να νοιώθει ισχυρός και ξεχωριστός, σε αντίθεση με το μεσαιωνικό πρόγονό του που πίστευε πως αμαρτάνει σε κάθε του βήμα, ζητούσε συνεχώς το έλεος του θεού κι αισθανόταν ανάξιος κι αμαρτωλός και φοβισμένος. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Βολταίρος αναφέρεται στη γενιά του Μεγάλου αιώνα με τον περίφημο λόγο του: '' Ο περασμένος αιώνας ήταν ο αιώνας της μεγαλοφυίας. Στο δικό μας αιώνα απλά μελετάμε τούτη τη μεγαλοφυία''. Δεν είναι μόνο πρόδρομοι του Διαφωτισμού, άνθρωποι σαν τον Φοντενέλ, τον Μπέϊλ, τον Μονταίν, αλλά μαζί με τους μεγάλους αστρονόμους και φυσικούς, ξάνοιξαν πλατιούς ορίζοντες στην ευρωπαίκή και την παγκόσμια σκέψη.
        
Για να καταλάβουμε το Διαφωτισμό είναι αναγκαίο ν' ακολουθήσουμε θαρραλέα κι ανενδοίαστα στη ζωή μας το ριζοσπαστικό κι αναθεωρητικό του χαρακτήρα. Είναι τούτα τα γνωρίσματά του που έκαναν την εποχή του χρυσό αιώνα του γαλλικού κι ευρύτερα ευρωπαϊκού στοχασμού και την ταύτισαν με το φως, αυτό που διαλύει τα παλιά και νέα σκοτάδια στη ζωή και στο πνεύμα κι είναι αυτό που του έδωσε τ' όνομά του. Αρχέγονες και κακοτυχισμένες απ' το σχολαστικισμό έννοιες της φιλοσοφίας και της πνευματικής ζωής, ξαναβρίσκουν την  ευκρασία του περιεχομένου τους που είχε υποστεί τη θολούρα και τη στέγνα του σχολαστικισμού κι ιδωμένες πια με παρθενική ματιά, φαίνονται ν' αποκτούν νέο και πλατύτερο περιεχόμενο. Κοινωνία, παιδεία, πολιτική, θρησκεία, άνθρωπος, πολίτης, νόμος, είναι κάποια μόνο απ' τα μεγέθη της ζωής που τοποθετούνται σε καινούργια, διαφορετική βάση ώστε ν' αλλάξει ο τρόπος θέασης των πραγμάτων, κι η εποχή κι ο κόσμος ν' ανανοηθούν πως τίποτε δεν χάθηκε απ' όσα πρωταγάπησε ή και μίσησε. Γιατί η φεγγοβολιά της αρχαίας Ελλάδας σκίζοντας την καταχνιά του πρώιμου και μέσου μεσαίωνα, έφτασε, έστω κι αχνά, να καρπίσει τα πνεύματα εκείνα όπου οι ευαισθησίες κι αγωνία για το νέο, σιγοκαίγοντας για πολλούς αιώνες σαν τη σπίθα κάτω απ' τη στάχτη.

Η κοινωνία, η διαιρεμένη για πολλούς αιώνες σε προνομιούχους ευγενείς και στον εξαθλιωμένο λαό, αποκτά και μια άλλη τάξη, στη διάρκεια των χρόνων απ' την Αναγέννηση κι ύστερα. Τούτη η τάξη θρέφεται κι αντρώνεται με τα νέα ιστορικά δεδομένα. Κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί τότε, πόσες και ποιες καταστάσεις θ' ακολουθούσαν τα μεγάλα ταξίδια και τις ανακαλύψεις των θαλασσοπόρων της εποχής. Κι ελάχιστοι θα μπορούσαν να καταλάβουν που θα οδηγούσε τούτος ο νέος κι άσωτος πλούτος που ήλθε και πλημμύρισε την Ευρώπη, που δημιουργούσε μια νέα οικονομία, μια διαφορετική κοινωνία. Όμως, ανάδειξε κι ένα νέο τύπο ανθρώπου: ο έμπορος, ο τραπεζίτης, ο καραβοκύρης, ο διανοούμενος, ο αστός, μ' ένα λόγο, η αστική τάξη, είναι μια κατηγορία ανθρώπων της δράσης,  της προόδου που είχε διαφορετική αντίληψη για την αλήθεια. Κι η βάση της αλήθειας δεν ήταν πια η εξουσία αλλά η πρόοδος. Και πρόοδος σήμαινε  επιστροφή του ανθρώπου στη λογική της φύσης, μια δυναμική πορεία προς τα μπρος με σκοπό την ευτυχία του που, όπως πίστευαν, δεν θα μπορούσε ν' αντιστραφεί. Αλλά η τόλμη των ταξιδιών κι η σπουδαιότητα των ανακαλύψεων, ο πλούτος και το λούσο που έφεραν όλ' αυτά στην τάξη των αστών, δεν θα μπορούσαν να κρύψουν, στο πέρασμα του χρόνου το γεγονός, πως οι αστοί έμεναν στο περιθώριο της πολιτικής ζωής. Παραγνωρισμένοι κι αχειραφέτητοι πολιτικά έβλεπαν πως βρίσκονταν έξω απ' τα κέντρα αποφάσεων που τους αφορούσαν, πως αποφάσιζε γι' αυτούς η παλιά ολιγαρχική τάξη των τίτλων και των προνομίων. Και φάνταζε σαν ιστορική ειρωνεία πως τούτη η φεουδαρχία, οι άπληστοι χωροδεσπότες που είχαν αρπάξει τη γη απ' τους φυσικούς κατόχους της, είχαν στα χέρια τους και την εξουσία, όταν πια η κοινωνία κι η οικονομία γιγάντωνε απ' το εμπόριο και τις επιχειρήσεις των αστών. Κι ενώ αυτοί βρίσκονταν στο επίκεντρο της οικονομικής ζωής, την ίδια στιγμή ήταν στην άκρη της εικόνας. Καταπώς, βέβαια, μαρτυρούν οι πηγές, συνειδητοποιούσαν, με το πέρασμα του χρόνου, τη δύναμή τους. Κι άρχισαν πια ν’ ατσαλώνονται απ’ την επιτακτική ανάγκη ν' αψηφήσουν μια κατάσταση πραγμάτων παρασιτική που είχε στην κορυφή της ένα μονάρχη, τον πιο μεγάλο φεουδάρχη απ' όλους και προστάτη των άλλων ομοίων του.

Δεν θα πρέπει να μας σαστίζει πως μια κοινωνία με τέτοιες αντιφάσεις εύρισκε τρόπο να επιβιώνει, ίσαμε το τέλος του Μεγάλου αιώνα στην Αγγλία κι ως το τέλος του επόμενου στη Γαλλία. Και κάτω από δεδομένα που άλλαζαν δραματικά το κοινωνικό τοπίο, τούτο φάνταζε σαν  μια αφόρητη πρόκληση. Οι συνθήκες όμως ήταν αρκετά περίπλοκες και τούτη η Τρίτη Τάξη έπρεπε να υπάρξει και να εκφραστεί ιστορικά, μέσα απ' τις δικές της ιδέες, να διαμορφώσει την κοσμοθεωρία της, μ' ένα λόγο, την ταυτότητά της. Μια ανθολογία απ' τις γραπτές πηγές τούτων των αναζητήσεων θ' αποτελούσε ένα μεγάλο μέρος τούτης της πραγμάτευσης. Κι αναφερόμαστε στις σελίδες των στοχαστών της, των φιλοσόφων που πήραν στους στιβαρούς ώμους τους το έργο να φανερώσουν ποια είναι τούτη η τάξη, η τάξη των αστών . Έγιναν έτσι ανάδοχοι μιας πολύπλευρης δυναμικής πραγματικότητας που η παλιά παρασιτική τάξη κι οι απολογητές της καμώνονταν πως τους ήταν άγνωστη αν και είχαν αρχίσει να φοβούνται τη δύναμή της.

Είναι χαρακτηριστικό πως στα τελευταία διακόσια χρόνια πριν τη Γαλλική Επανάσταση η τάξη των ευγενών είχε κι αυτή αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα. Τους ήταν συνήθεια να μονοπωλούν δικαστικές και διοικητικές θέσεις, όντας μέλη των τοπικών κοινοβουλίων και μάλιστα σε βαθμό που τα αξιώματα τούτα είχαν καταντήσει κληρονομικά. Αγοράζοντας σ' εξευτελιστικές τιμές τα χωράφια των μικρών αγροτών βλέπουν τη κτηματική τους περιουσία να γίνεται τεράστια. Μαζί τους κι οι δικαστές αποκτούν περιουσία ανάλογη μ' αυτήν των φεουδαρχών. Η ασυδοσία τους φαίνεται καλύτερα στη διοίκηση. Δεν διστάζουν μάλιστα ν' αντιμάχονται και τον ίδιο τον προστάτη τους, το μονάρχη για να εξιλεώνονται για τα εγκλήματά τους απέναντι στο λαό, καταγέλλοντας δήθεν τις σπατάλες και τις καταχρήσεις του. Αλλά κι ο κλήρος που θα μπορούσε ν' αντισταθεί σ' όλα τούτα, όντας πιστός στον Πάπα, ολοένα επικαλούνταν το θείο δίκαιο, θεμελιώνοντας έτσι κάθε δεσποτισμό. Ισχυριζόταν πως κάθε εξουσία, ο τι κι είναι αυτή, έχει τη συριά της απ' το Θεό κι οι άνθρωποι δεν μπορούν να της βάλλουν  όρια. Τούτη η άμετρη διαφθορά ωστόσο αποδείχνει πως όλα αυτά τα χρόνια η Γαλλία ήταν σε πλήρη κρατικό μαρασμό. Σύνταγμα δεν υπήρχε. Νόμος ήταν το θέλημα του βασιλιά. Κι επειδή ούτε έλεγχος ούτε καμμιά εποπτεία ούτε κάποιος συντονισμός υπήρχε, ξοδεύονταν εκατομμύρια χωρίς κανείς να το γνωρίζει.

Αλλά, παράλληλα, η αστική τάξη ακολουθεί μια φρενήρη άνοδο. Οι έμποροι μπορούν πια ν' αγοράζουν τη γη των ξεπεσμένων ευγενών, να διαθέτουν καλύτερα και πιο πολυτελή σπίτια απ' αυτούς. Μεγάλες περιουσίες ήδη δημιουργούνται, σχηματίζονται μετοχικές εταιρείες, ενώ οι τράπεζες πολλαπλασιάζονται και το Χρηματιστήριο γίνεται πεδίο κερδοσκοπίας με τίτλους των μετοχών κοντά στα κρατικά χρεώγραφα. Οι πιο πλούσιοι ευγενείς βρίσκουν μπροστά τους τους δυναμικούς και σοφούς οικονομολόγους που εμπιστεύονται ακόμη κι οι οικονομικές υπηρεσίες του βασιλιά. Όμως η ευμάρεια των αστών τους δημιουργεί την ανάγκη της όλο και πιο ουσιαστικής μόρφωσης. Και μπορεί να μην έχουν τα πολιτικά κι άλλα δικαιώματα και τα προνόμια των φεουδαρχών, ωστόσο νοιώθουν κιόλας δικαιωμένοι ηθικά, αντιπροσωπεύονται από τολμηρούς και καινοτόμους συγγραφείς που ασκούν δριμύτατη κριτικη ενάντια στο παλιό καθεστώς κι ιδιαίτερα απέναντι στην Εκκλησία. Κι είναι χαρακτηριστικό πως ο ίδιος ο κλήρος για να μη θεωρείται πίσω απ' τις εξελίξεις, αρχίζει και παριστάνει τον ανεξίθρησκο και, κάποιες φορές, και τον άθεο. Το ίδιο μάλιστα συμβαίνει και με πολλούς πολιτικούς αξιωματούχους, στηρίγματα του παλιού καθεστώτος, που από έναν κούφιο πνευματικό νεοπλουτισμό, ασπάζονται τις νέες ριζοσπαστικές ιδέες.

Απ' την άλλη, ο αμόρφωτος, οικονομικά εξαθλιωμένος λαός συνεχίζει να ζει μέσα στο σκοτάδι της θρησκοληψίας. Ακόμη είναι μακριά απ' τις ιδέες των εγκυκλοπαιδιστών και των πρωτοπόρων φιλοσόφων. Η φτώχεια του λαού είναι μεγάλη κι ιδίως στα χωριά όπου οι αγρότες κουβαλούν το βάρος ολάκερης της κοινωνίας. Ο Βολταίρος στον ''Άνθρωπο των σαράντα εκιού'', μ' αφορμή τους αγρότες του Φερμύ, μας δίνει μέσα απ' την ειρωνεία του, την τραγικότητα της ζωής της αγροτικής τάξης: ο φόρος της δεκάτης, άλλοι φόροι που εξανέμιαν το εισόδημά του, οι αγγαρείες, η άθλια τροφή, οι αχυροσκέπαστες καλύβες τους, η καταστροφή των σπαρμένων στα χωράφια σαν περνούσαν απ' αυτά οι φεουδάρχες κι οι άνθρωποι του βασιλιά για να πάνε στο κυνήγι. Απ' τους αγρότες ελάχιστοι είναι εκείνοι που μπορούν ν' αγοράσουν ένα μικρό κομμάτι γης. Όλοι οι άλλοι, μέσα στην εξαθλίωσή τους, βλέπουν τους φεουδάρχες να κατέχουν τα καλύτερα κτήματα και ν' απαγορεύουν την ελεύθερη βοσκή. Ωστόσο ο λαός, λίγο - λίγο αρχίζει κι αφυπνίζεται από κάποιους συνειδητοποιημένους κληρικούς που, γνωρίζοντας πρόσωπα και καταστάσεις, ξέρουν τι συμβαίνει γύρω τους όσο κι από τους εξαθλιωμένους, ομοιοπαθείς διανοούμενους που κι αυτοί υποφέρουν τα ίδια δεινά.

Τα προβλήματα της αποδυνάμωσης του συστήματος άρχισαν να γίνονται αισθητά στα ανώτατα κλιμάκια του. Μια δεκαετία πριν την Επανάσταση, ήταν τέτοιος και τόσος ο εκφυλισμός της μοναρχίας που δεν είχε πια καμιά επιρροή. Ο βασιλιάς έβλεπε τη δύναμη και την αίγλη του να γίνονται σκιές απ' το παρελθόν κι ο ίδιος να φαντάζει πρόσωπο διακοσμητικό, φορέας ενός θεσμού που είχε πια χάσει το περιεχόμενό του. Είναι η εποχή που γίνεται αισθητή η δύναμη της κοινής γνώμης περιφρονημένης κι αγνοημένης ως τα τότε. Κι ο λαός που ως τότε λογιαζόταν σαν κάτι αμελητέο, αρχίζει να γνωρίζει λίγο- λίγο πως έχει δικαιώματα και να ζητά να πάρει μέρος κι αυτός στην διακυβέρνηση της χώρας του. Έχει αρχίσει, ωστόσο, να την επηρεάζει, να νοιάζεται για τις πράξεις της και να τις ελέγχει. Τούτο όμως το δικαίωμα του ελέγχου της εξουσίας, εντέλει, έγινε δικαίωμα συμμετοχής στην εξουσία αυτής της τρίτης τάξης.                         

Ο αββάς Σεγιές, οιστρήλατος απ' την ιδέα να δώσει στην Τρίτη τάξη το πολιτικό στίγμα, την κοινωνική της ταυτότητα θέτει στο εμβληματικό του μανιφέστο ''Τι είναι η Τρίτη Τάξη'' μια σειρά από κρισιμότατα ερωτήματα: ''Τι είναι η τρίτη Τάξη; Όσο κι αν φαντάζει σήμερα ρητορικό το ερώτημα, απευθυνόταν ωστόσο σ' αυτούς που καμωνόταν πως αγνοούν την σημασία ή και την ίδια την ύπαρξή της, παρά την καταλυτική πια παρουσία της σ' όλες τις διαστάσεις της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Στο ερώτημα τούτο η απάντηση του Σεγιές είναι απόλυτη: ''Είναι τα πάντα''. Και συνεχίζει: '' Τι ήταν ως σήμερα σε πολιτικό επίπεδο; Τίποτε. Τι ζητάει; Να γίνει κάτι. Και τούτη η διαπίστωση δεν είναι παρά μια ελεεινή ασχήμια για όλους τους πολίτες και μια προδοσία για το έθνος. Ποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί πως η Τρίτη Τάξη δεν εμπεριέχει όλα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την εξέλιξη του έθνους; Είναι ο ισχυρός και τολμηρός άντρας που το ένα του χέρι είναι είναι ακόμη αλυσσοδεμένο. Αν καταργούσαμε τους προνομιούχους, το έθνος δεν θα είχε τίποτε να χάσει κι αντίθετα θα κέρδιζε. Τι είναι λοιπόν η Τρίτη Τάξη; Το παν, μα ένα παν περιορισμένο κι υποτιμημένο. Τι θα γινόταν χωρίς τους προνομιούχους; Το παν, μα ένα παν λεύτερο κι ακμαίο. Τίποτε δε θα μπορούσε να γίνει χωρίς αυτή. Όλα θα πορεύονταν καλύτερα χωρίς τους άλλους...''    

Το μανιφέστο αναδείχνει και τους παλιότερους αγώνες της Τρίτης τάξης για πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα που όμως είχαν μείνει αδικαίωτοι γιατί ήταν ακόμη πρόωροι. Η ιστορική στιγμή δεν είχε ωριμάσει. Τώρα όμως στο κατώφλι της Επανάστασης, στις ώρες της Σύγκλησης των τριών Τάξεων υπήρχαν  πια τα πλεονεκτήματα που εξασφάλιζαν την υπεροχή και τη δύναμή της, μιας και μόνο με τη δύναμη αποκτιώνται τα δικαιώματα. Κι όμως η ιστορία μας λέει πως στις εποχές της  φεουδαρχικής τυραννίας η τρίτη τάξη τάχθηκε με το μέρος των μοναρχών για να την αντιμετωπίσουν πιο αποτελεσματικά, και σ' άλλες πάλι εποχές του λεγόμενου ''υπουργικού δεσποτισμού'' τάχθηκε με το μέρος των φεουδαρχών ενάντια στους μονάρχες. Έτσι, οι πολιτικοί αγώνες της γινόταν σε ξένο γήπεδο και, σίγουρα, για συμφέροντα ξένα προς την Τρίτη τάξη. Και μόνο μετά τη συνωμοσία της ''Σφενδόνης'', φεουδαρχία και μοναρχία υπόστηκαν συντριπτική ήττα αλλά κι η Τρίτη τάξη που με τόσο εσφαλμένο τρόπο είχε παλαίψει ως τότε.

Τώρα όμως που τούτη η τάξη αισθάνεται δυνατή με τον πλούτο της και τις ικανότητές της, κάνει το αυτονόητο: Θέλει να σπάσει τα δεσμά της γερασμένης φεουδαρχίας αλλά και την εμπνέει το παράδειγμα της αγγλικής αστικής τάξης και της δείχνει το δρόμο. Όμως ακόμη και στις χειρότερες ώρες της η ταξική υπεροψία των ευγενών δεν μετριάζεται. Κι ως τα τελευταία τους εξακολουθούν να βλέπουν απαξιωτικά τον αστό παραβλέποντας την όποια αξία και ταλέντο είχε. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Βολταίρος, σε νεαρή ηλικία τότε, φυλακίζεται στη Βαστίλλη, επειδή θεωρήθηκε πως πρόσβαλε κάποιον ευγενή. Αναγκάστηκε μάλιστα να καταφύγει στην Αγγλία όπου συνάντησε, όπως λέει στις ''Αγγλικές Επιστολές'', μια ολότελα διαφορετική κοινωνία, χωρίς προκαταλήψεις, ανεκτική κι ανεξίθρησκη:''Ο Άγγλος πηγαίνει στον παράδεισο, γράφει ο Βολταίρος, ακολουθώντας το δρόμο που προτιμά. Γιατί αν υπήρχε μια μόνο θρησκεία στην Αγγλία, είναι βέβαιο πως θα βασίλευε ο δεσποτισμός. Αν υπήρχαν δυο θρησκείες, θ' αλληλοσφάζονταν. Υπάρχουν όμως τριάντα θρησκείες κι όλες ανέχονται η μια την άλλη''. Στις ''Αγγλικές Επιστολές'' μάλιστα που τις εμπνεύστηκε από τούτο το ταξίδι του ο Βολταίρος, μέσα απ' την εμβληματική περιγραφή της αγγλικής πραγματικότητας, ασκεί μια αυστηρή κριτική προς το Παλιό Καθεστώς στη Γαλλία.      

Είχε έλθει η στιγμή που ο αιώνας των αστρονόμων και των φυσικών παράδινε τη σκυτάλη στον αιώνα των φιλοσόφων. Ήδη όμως απ' τις αρχές του μεγάλου αιώνα στην Αγγλία, ονομαστοί πρόδρομοι σαν τον Χομπς και τον Λοκ είχαν εκφράσει τις νέες πολιτικές τους θεωρίες. Ο πρώτος ισχυρίστηκε πως η πολιτική κοινωνία δημιουργείται από ένα συμβόλαιο ανάμεσα στους ανθρώπους, πως αυτό είναι η βάση της κοινωνίας, δηλαδή πως αρχή και γένεση κάθε εξουσίας είναι ο λαός. Τούτες οι ιδέες επιβλήθηκαν γρήγορα παντού. Ανάτρεψαν την μεσαιωνική πατριαρχική θεωρία για την κοινωνία. Δεν άργησε να φανεί ο Λοκ που είπε το μεγάλο λόγο πως κάθε αντίσταση ενάντια σε κακές και διεφθαρμένες εξουσίες δεν είναι απλά δίκαιη μα κι επιβεβλημένη. Ο Λοκ διατύπωσε στην Αγγλία τους νόμους της λογικής με την ίδια ελευθερία κι ενάργεια όπως ο Νεύτων είχε διατυπώσει τους νόμους της βαρύτητας. Κατά τον ίδιο αιώνα, στη Γαλλία,  εμβληματικά πνεύματα, σαν τον Μπέιλ δήλωναν τον έντονο σκεπτικισμό τους απέναντι στη θρησκεία ήδη στα πρώτα λήματα του περιώνυμου ''Λεξικού'' του που προδιάγραφε την εμφάνιση της ''Εγκυκλοπαίδειας''. Ο Μπέιλ διακήρυξε πως θρησκεία και λογική είναι ασυμβίβαστα, διατύπωσε τα δικαιώματα της ελεύθερης έκφρασης και διαχώρισε την ηθική απ' τη θρησκεία.

Όλα λοιπόν γίνονται αντικείμενα μεθοδικής έρευνας κι εξέτασης. Η φιλοσοφική σκέψη ξυπνά και βάζει παντού τη σφραγίδα της: εξουσία, θρησκεία, νόμοι δικαιώματα αντιμετωπίζονται τώρα με τη βαρύτητα που τους έπρεπε. Τα δικαιώματα ήλθαν στο φως, αναδείχτηκαν οι ανάγκες της κοινωνίας όπως κι οι κοινωνικές αδικίες του παλιού καθεστώτος. Σχηματίστηκε, έτσι, η κοινή γνώμη, δυνατή, φωτισμένη τόσο, που απεύθυνε το αμείλικτο κατηγορητήριό της ενάντια σε μια αναχρονιστική εξουσία, αν και τούτη πολλές φορές πάσχιζε να καταπνίξει κάθε λεύτερη φωνή. Αλλά μέσα σ' ενα ήδη διαμορφωμένο κοινωνικό κλίμα ακόμη και σημαίνοντα μέλη της μοναρχίας υιοθετούσαν τις ριζοσπαστικές θέσεις των φιλοσόφων της τρίτης τάξης και μαζί με την κυβέρνηση παραδέχονταν το δίκιο της και κάποια απ' τα πολιτικά της δόγματα. Κι είναι χαρακτηριστικό πως βλέποντας οι φιλόσοφοι, σ' όλη την πορεία του δέκατου όγδοου αιώνα, την εξέλιξη του ανθρώπινου πνεύματος, η πίστη τους κι η αισιοδοξία τους στο λόγο γίνεται ακλόνητη πεποίθηση για την ευτυχία του ανθρώπου. Ο Βολταίρος υπενθυμίζει πως όλοι, ανεξάρτητα από εθνικότητα και αντιλήψεις, έχουν ίσα δικαιώματα στην ευτυχία.

Το παλιό μεσαιωνικό καθεστώς των φεουδαρχών δε στάθηκε τόσο ευέλικτο απέναντι στις εξελίξεις που έρχονταν και σάρωναν. Έχασε την ευκαιρία που του είχε δοθεί να προσεταιριστεί τους φιλοσόφους ώστε να εξασφαλίσει απ' την πλευρά τους κάποια ανοχή, αν και τούτο θα ήταν πολύ δύσκολο για εκείνα τ' ασυμβίβαστα πνεύματα. Αντίθετα, οι φιλόσοφοι με όπλο την ''Εγκυκλοπαίδεια'' διάδοσαν τις ιδέες τους σ' όλη τη χώρα. Στα πρώτα της στάδια ήταν ένα απλό εκδοτικό εγχείρημα που το υποστήριξαν οι εκδοτικοί οίκοι με την κατάλληλη διαφήμιση. Κι εντέλει επέλεξαν τον Ντιντερό, άνθρωπο μ' εξαιρετικές ικανότητες και γνήσια φιλοσοφική διάθεση, για αρχισυντάκτη της. Οι ικανότητές του φάνηκαν στην επιλογή των συνεργατών του: Βολταίρος, Μοντεσκιέ, Ρουσσώ, ντ' Αλαμπέρ. Αρχικά η λογοκρισία του μονάρχη θεώρησε την  ''Εγκυκλοπαίδεια''σαν ένα κοινό λεξικό. Ωστόσο, στην εισαγωγή όσο και στα άρθρα που άρχισαν να βλέπουν το φως φάνηκε πως οι σκοποί των συντακτών δεν ήταν παρά το σάρωμα του μεσαιωνικού τρόπου ζωής και σκέψης κι η αντικατάστασή του μ' αυτόν που δημιούργησαν οι ανακαλύψεις του Νεύτωνα. Κάτω απ' τις συνήθεις πληροφορίες οι προθέσεις κρύβονταν επιμελώς αλλά ο αναγνώστης ξεχώριζε τις καινοτόμες ιδέες: Η ευτυχία στηρίζεται σε νόμους που συντάσσονται με βάση το λόγο, το μεγαλύτερο κακό είναι η κοινωνική ανισότητα, μόρφωση είναι η επιστροφή στη σοφία της φύσης.

Για θέματα εργασίας η ''Εγκυκλοπαίδεια’’ στάθηκε πραγματικό ευαγγέλιο. Αλλά και προδιέγραψε, με ασυνήθιστα τολμηρό τρόπο για εκείνη την εποχή, τους βασικούς οικονομικούς όρους της νέας εποχής της μέσης και κατώτερης τάξης. Διατύπωσε μάλιστα την απαίτηση να δοθεί απεριόριστη ελευθερία στη βιομηχανική παραγωγή και στο εμπόριο. Ήταν αυτά που έγραψε πολύ καιρό αργότερα ο Άνταμ Σμιθ στο έργο του ''Ο Πλούτος των Εθνών'' αλλά κι εδώ η ''Εγκυκλοπαίδεια πρωτοπόρησε. Ο όρος Πολιτική οικονομία ξεκίνησε απ' αυτήν όπως και η διεξοδική ανάπτυξη του επαναστατικού, για την εποχή, περιεχομένου του. Είναι χαρακτηριστικά αυτά που γράφει ο Βολταίρος σε σχετικό άρθρο του: '' Το έθνος κουρασμένο απ' τους στίχους, τις τραγωδίες, τις κωμωδίες, τα μελοδράματα, τα μυθιστορήματα, την ηθικολογία, τις θεολογικές διαμάχες, άρχισαν επιτέλους να μιλούν για σιτηρά. Έγραψαν χρήσιμα πράματα για τη γεωργία, που διαβάστηκαν απ' όλους εκτός απ' τους γεωργούς''. Η μομφή απευθύνεται σε μερικούς ορθόδοξους οικονομολόγους που είχαν μείνει στην καθαρή θεωρία χωρίς ωστόσο τούτο να σημαίνει πως σε πολλά σημεία οι Εγκυκλοπαιδιστές δεν είχαν κι απόψεις όμοιες μ' αυτούς. Έτσι πιστεύουν πως το κεφάλαιο ''δικαιούται νόμιμα τα κέρδη του. Σαν το στάρι που όταν το σπείρουμε πολλαπλασιάζεται, έτσι κι ο κεφαλαιούχος σπέρνει στο εμπόριο τα δικά του χρήματα και των προκατόχων του''.    

Πρέπει εδώ να σημειώσουμε το γεγονός πως οι Εγκυκλοπαιδιστές, αν κι ομάδα που πίστευε στις ίδιες ιδέες, δεν είχαν και τις ίδιες απόψεις. Αυτό θα ήταν αδιανόητο για τέτοια ελεύθερα και γόνιμα πνεύματα. Κάποιοι αποχώρησαν γρήγορα, άλλοι απλά συμπαραστάθηκαν μ' ενθουσιασμό για ένα σύντομο διάστημα. Το παράδειγμα του ντεϊστή Βολταίρου κι οι διαφωνίες του με τους άθεους συνεργάτες της ''Εγκυκλοπαίδειας'', τον βαρόνο Όλμπαχ και τον Λαμετρί είναι το πιο χαρακτηριστικό. Ο Βολταίρος ήταν αστός, αντικληρικός κι αντικαθολικός. Ήταν όμως ο άνθρωπος της πρακτικής δράσης και, πάνω απ' όλα, πραγματιστής κι αρκετά ευπροσάρμοστος απέναντι στις εξελίξεις. Αλλά κι ο Ρουσσώ ήταν αντίθετος με τον αθεϊσμό που κυριαρχούσε στο περιβάλλον της ''Εγκυκλοπαίδειας'' όπως επίσης με τον ορθολογισμό και την ελεύθερη σκέψη του πρώτου μισού του αιώνα. Δεν υπήρξε ποτέ ο παθιασμένος θαυμαστής, σαν το Βολταίρο και τον Ντιντερό, της φιλοσοφικής αφύπνισης. Αντίθετα, ο Ρουσσώ απόρριπτε τόσο την έλλογη παράδοση της πολιτικής κοινωνίας όσο και τον πολιτισμό της. Οραματιζόταν μια κοινωνία που θ' άρχιζε τη ζωή της μ' ένα κοινωνικό συμβόλαιο που θα επέβαλε σε κάθε συνειδητό πολίτη της να ζει σύμφωνα με τους όρους του που είχαν σαν αφετηρία τους το φυσικό δίκαιο. Όπως συνήθιζε να λέει, δεν μπορούσε να εναρμονιστεί με τους Εγκυκλοπαιδιστές, μιας κι εκείνοι αντιπροσώπευαν την επιστήμη, ενώ αυτός το συναίσθημα, τον ενθουσιασμό και τις συγκινήσεις. Στη θέση του έξυπνου, πνευματώδους ανθρώπου προτιμούσε τον ευαίσθητο άνθρωπο, όπως φαίνεται στη ''Νέα Ελοίζα'', ένα έργο που άσκησε βαθύτατη επίδραση στα ήθη της γαλλικής κοινωνίας των μέσων του αιώνα. Κι ίσως δεν θα ήταν άμετρο να πούμε πως τούτη την εποχή, ως το ξέσπασμα της Επανάστασης, ορθολογισμός και συναισθηματισμός πορεύονται μαζί.

Αλλά και στις περισσότερες απ' τις ιδέες του ο Ρουσσώ υπήρξε ενάντιος στους άλλους Εγκυκλοπαιδιστές κι ιδίως στον Μοντεσκιέ. Ενώ αυτοί θαύμαζαν τις βελτιώσεις και την πρόοδο του αιώνα, ο Ρουσσώ κρατούσε τις αποστάσεις του. Αρνιούνταν  όμως όλοι τους την κοινωνική ανισότητα. Κι όλοι ήταν, από αντίδραση ίσως προς το παρόν της σύγχρονης τους κοινωνίας, αρχαιολάτρες και χαρακτήριζαν μ' έντονα χρώματα τις αρετές της αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης απέναντι στο ευρωπαϊκό παρελθόν και παρόν. Ειδικότερα ο Ρουσσώ, σε πλήρη αντίθεση με το Βολταίρο που θαύμαζε το πολίτευμα της Αθήνας, λάτρευε τη Σπάρτη και τη νομοθεσία του Λυκούργου και, μέσα απ' το ''Κοινωνικό Συμβόλαιό'' του, επηρέασε τα μέγιστα τους συγχρόνους του. Τούτο το έργο -  σύμβολο, πραγματική δεξαμενή επιχειρημάτων, έδωσε τη δυνατότητα ώστε να καταπολεμήσουν οι φιλόσοφοι ένα φεουδαρχικό, ληστρικό καθεστώς που ήταν πια αντίθετο με τα συμφέροντα  του συνόλου σχεδόν της κοινωνίας. Ανταποκρινόταν απόλυτα στο πνεύμα της εποχής για δικαιοσύνη κι ελευθερία. Αρκεί ν' αντιληφθούμε την κύρια ιδέα του, που δεν ήταν παρά αυτή της λαϊκής κυριαρχίας, πως η κοινωνία είναι το αποτέλεσμα ενός συμβολαίου, μιας σύμβασης που βασίζεται πάνω στην ανθρώπινη βούληση. Κι αν η κυβέρνηση σφετεριστεί την κυριαρχία που διασφαλίζεται από τούτο το συμβόλαιο, αυτό παύει να ισχύει κι οι πολίτες επιστρέφουν στη φυσική μορφή της ελευθερίας. Αλλά κι αν ακόμη οι πολίτες υποχρεωθούν να δεχτούν με τη βία την κυβέρνηση των σφετεριστών οφείλουν, ηθικά να το απορρίπτουν και ν' αντισταθούν. Είναι χαρακτηριστική η φράση που αποτελεί την αρχή του ''Κοινωνικού Συμβολαίου'': ''Ο άνθρωπος γεννήθηκε λεύτερος αλλά είναι παντού αλυσσοδεμένος''. Τούτη και μόνη η φράση δείχνει γιατί το ''Κοινωνικό Συμβόλαιο'' έγινε ένα ακαταμάχητο εργαλείο στα χέρια των επαναστατών .  

Παράλληλα όμως τούτη την εποχή άρχισαν να εμφανίζονται οι νέες επιστήμες που ανάδειξαν κι αναδείχτηκαν απ' το πνεύμα του Διαφωτισμού. Κοντά στους φιλοσόφους και τους μορφωμένους ανθρώπους παίρνουν μέρος στην πάλη των ιδεών κι οι οικονομολόγοι, κυρίως μέσα απ' τη φυσιοκρατία που ήταν το κυρίαρχο ρεύμα της εποχής. Γι' αυτούς η οικονομία είναι η επιστήμη της παραγωγής του πλούτου. Κι η βασικότερη πίστη τους, χαρακτηριστική για τούτους τους καιρούς, ήταν πως ο ρόλος της οικονομίας, όπως συνέβαινε και με τη φυσική του Νεύτωνα, ήταν η ανακάλυψη των φυσικών νόμων στην οικονομική ζωή. Τέτοιοι νόμοι ήταν τρεις: η Ιδιοκτησία, η Ασφάλεια κι Ελευθερία. Έτσι το έργο κάθε προοδευτικής κυβέρνησης θα ήταν να τις κάνει απόλυτα νόμιμες και ν' απαλείψει τα εμπόδια που όρθωναν μπροστά τους τα κατάλοιπα του φεουδαρχικού καθεστώτος. Τούτο σήμαινε, πάνω απ' όλα, την ελευθερία του εμπορίου και των οικονομικών πράξεων που διατυπωνόταν με τη φράση:  laissez faire, laissez passer.

Αυτός όμως ο αιώνας κυριαρχείται, γενικότερα, απ' το πάθος των ιδεών. Σε σχέση μάλιστα με το κίνημα των Μοντέρνων στη διαμάχη τους με τους Αρχαίους κατά το Μεγάλο αιώνα, οι συζητήσεις ιδεών, θέσεων και συστημάτων παρασύρουν και τα φιλολογικά είδη αλλά τούτο αποδείχτηκε πως εντέλει έβλαψε τις τέχνες. Απ' την άλλη, στο πολιτικό, ηθικό και θρησκευτικό επίπεδο, ο Μεγάλος αιώνας συνεχόταν ήδη απ' ''την κρίση της ευρωπαϊκής συνείδησης'', όπως ειπώθηκε. Ωστόσο, πάλι οι φιλόσοφοι θα πάνε πιο μακριά. Και θ' απορρίψουν τις θεολογικές, μεταφυσικές λύσεις, όπως και την εξουσία των παραδόσεων, θέλοντας ν' απελευθερώσουν μέσα από μια κριτική αναθεώρησή τους, όλες τις θεμελιακές έννοιες για την ανθρώπινη φύση και την κοινωνική οργάνωση. Χαρακτηρισμένο από μια ακέρια πίστη στον ανθρώπινο λόγο κι αποφασισμένο να εξετάσει τα προβλήματα με αισιοδοξία για την πρόοδο, το φιλοσοφικό  πνεύμα συνιστά πια το νέο ανθρωπισμό. Ανακαλύπτει τα πιο πλήρη εκφραστικά του μέσα στα πρόσωπα των μεγάλων συγγραφέων που μάχονται ενάντια στο φανατισμό και το δεσποτισμό και συμβάλλουν έτσι στην ευτυχία του ανθρώπου.                

Αλλά και στην τέχνη τούτος ο αιώνας διακατέχεται απ' το ίδιο πάθος. Ήδη απ' τη αρχή του, η επιστημονική γνώση ξεκλωνίζει τη μεταφυσική κι ασκεί μια σημαντική επιρροή πάνω στη φιλολογία. Δημιουργούνται στέρεοι δεσμοί ανάμεσα στη φιλολογία και στις καλές τέχνες, όταν η αισθητική του Βολταίρου ενώνει το ιδανικό του με τον εκλεπτυσμένο πολιτισμό. Ο σημαντικότερος ανανεωτής εδώ είναι ο Ντιντερό. Aπ' τα άρθρα του (Salons) ξεκινούν οι αρχές της κριτικής της τέχνης σαν φιλολογικό είδος. Πέρα απ' αυτό διατηρεί τις προσωπικές σχέσεις ανάμεσα στους ζωγράφους Chardin και La Tour, τον χαράκτη Cochin και τον γλύπτη Fαlconet. O πρώτος έχει χαρακτηριστεί σαν ένας απ' τους πιο μεγάλους και πιο  αυθεντικούς Γάλλους ζωγράφους και με το έργο του σημειώνει την εμφάνιση στην τέχνη της μεσαίας αστικής τάξης. Εκφράζει μ' έναν καινοτόμο τρόπο την αρμονία, η γαλήνη κι η τιμιότητα του απλού, κοινού πολίτη. Είχε o Chardin την ικανότητα να δίνει μ' εξαιρετική χάρη τις πτυχές ενός τραπεζομάντηλου, ακόμη και τις απαλές ανταύγειες ενός χάλκινου σκεύους. Οι ζωγράφοι είχαν απομακρυνθεί πια απ' τη ισοπεδωτική μεγαλοπρέπεια του Μεγάλου αιώνα. Η θεατρική θεωρία του Ντιντερό κατάδειχνε πως το θέατρο θα κέρδιζε πολλά αν εμπνεόταν απ' τη ζωγραφική. Ο Ντιντερό ζητούσε μια ηθοπλαστική ζωγραφική. Απ' την άλλη όμως καλλιεργήθηκε μια συναισθηματική ζωγραφική που ανταποκρίθηκε στη συναισθηματική αντίδραση του Ρουσσώ.      

Το πνεύμα του αιώνα αντικαθρεφτίζεται σ' όλες καλές τέχνες. Στο σύνολό τους διακρίνονται από μια εξαιρετική χάρη, αλλά τούτη δεν οφείλεται στη επιρροή της μεγαλειότητας του Λουδοβίκου ΙΔ. Κι η μεγάλη αρχιτεκτονική δεν όφειλε τίποτε σε κανένα ευεργέτη. Ο Gabriel κατασκευάζει το Μικρό Τριανόν, ο Soufflot το ναό της Αγίας Ζενεβιέβης. Την εποχή μάλιστα που πολλοί άνθρωποι των γραμμάτων προτείνουν να εγκαταλειφθεί η ποίηση, φαίνεται πως τούτη καταφεύγει στη ζωγραφική του Vatteau. O Vatteau ήταν σκηνογράφος στα νιάτα του. Έχει ειπωθεί απ' τον Mignet πως ''ο μαγευτικός του κόσμος βρίσκεται στη μέση του δρόμου που χωρίζει το θέατρο απ' τη ζωή. Οι εραστές του ζουν μέσα σε κήπους ομιχλένιους κι αβέβαιους που θυμίζουν τα ονειροπολήματα του Σαίξπηρ''. Η ποίηση ξαναβρίσκει ακόμη στους πίνακες του La Tour την ποιότητα και τη λεπτότητα της εποχής. Αλλά κι οι ηθοπλαστικές αναζητήσεις του Ντιντερό ικανοποιούνται στη ζωγραφική του Greuze που προβάλλει την παθητική ηθικότητα των κοριτσιών, κι έναν  κόσμο από μικροπράγματα που ωστόσο συγκινεί. Τούτη η ζωγραφική που έχει χαρακτηριστεί κοινότοπη, αποφεύγει εντέλει τη μετριότητα μέσα απ' μια αδιόρατη, ασυνείδητη φιληδονία των νεαρών κοριτσιών που απεικονίζει.

ΙΙ.Ο ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΣΜΟΥ                                                     

Η σκέψη γύρω απ' την εποχή των Φώτων δεν αποτελεί παρά στοχασμό γύρω απ' τη σύγχρονη πραγματικότητα. Η εποχή του Διαφωτισμού είναι η εισαγωγή της. Αυτή έδωσε στους αιώνες που ήλθαν, όλην εκείνη την πνευματική και πολιτική αρματωσιά για ν' αντιπαλαίψει η ευρωπαϊκή αλλά και η παγκόσμια κοινωνία  ένα νέο μεσαίωνα, το νέο σκοταδισμό που πάντα παραμόνευε. Και τούτος είχε κιόλας ξεκινήσει απ' τον ίδιο τον αιώνα των Φώτων. Οι εχθροί του Διαφωτισμού, άνθρωποι του ίδιου αιώνα κι αυτοί, είχαν καταλάβει την κοσμοϊστορική σημασία τούτης της εποχής. Είχαν καταλάβει πως ο Διαφωτισμός προδιάγραφε καθαρά την πολιτική και πνευματική ατμόσφαιρα των αιώνων που έρχονταν. Προσπάθησαν λοιπόν να βάλλουν τις προϋποθέσεις για μια διαφορετική νεωτερικότητα. Την εποχή που ο Διαφωτισμός κάνει τις μεγάλες τομές του, οι εχθροί του ορθολογισμού, της ανεκτικότητας, των δικαιωμάτων του ανθρώπου, της δημοκρατίας, εναντιώνονται στη νέα πνευματική και φιλοσοφική πραγματικότητα της εποχής τους. Για ν' ανατρέψουν μάλιστα τούτες τις αρχές της σκέψης του Διαφωτισμού πρόβαλλαν το επιχείρημα πως κάθε γενιά δεν είναι παρά ''ο προσωρινός κι υπεύθυνος διαχειριστής μιας πολύτιμης κληρονομιάς που ήλθε απ' την προηγούμενη γενιά''. Κάθε ανατροπή τούτης της συνέχειας, όπως κάνει ο Διαφωτισμός, αποτελεί στην ουσία εκτροπή κι έγκλημα ενάντια στην ομαλή διαδικασία που διασφάλισε η φύση κι η Θεία Πρόνοια. Οι κοινωνία λένε είναι μια αλυσίδα παραδόσεων όπου ακόμη κι οι προκαταλήψεις κρατούν τη θέση τους. Έτσι δεν χρειάζεται οι φιλόσοφοι των Φώτων να μιλούν για ένα συμβόλαιο όπου πάνω χτίζεται η κοινωνία γιατί αυτό υπάρχει ήδη από παλιά. Γιατί οι γενιές που διαμόρφωσαν η μια την άλλη ακολουθούσαν τη φύση και για τούτο η καλύτερη πολιτική είναι αυτή της διατήρησης της ''φυσικής'' καθεστηκυίας τάξης που μας άφησε το παρελθόν.  

Για τους αντιπάλους του Διαφωτισμού οι νόμοι της φύσης έχουν εντελώς διαφορετική ερμηνεία. Το ίδιο το σύμπαν, ισχυρίζονται, δεν είναι παρά μια μοναρχία. Είναι μια ιεραρχική τάξη που κυβερνιέται απ' τον Παντοδύναμο Θεό και τούτο αποτελεί και το πρότυπο για όλα τα πολιτικά συστήματα. Αλλά η δημοκρατία είναι στον αντίποδα των φυσικών νόμων γιατί αυτοί οι νόμοι θέλουν το λαό να καθοδηγείται απ' τους ευγενείς και τ' ανώτερα πνεύματα. Έτσι η δημοκρατία δεν είναι παρά μια φενάκη, ένα φαινόμενο εκφυλιστικό ενάντια στο σχέδιο του Θεού για τον άνθρωπο. Αλλά κι η ισότητα είναι κάτι το αφύσικο και παράλογο, σε αντίθεση με την ανισότητα που συμφωνεί με τους φυσικούς νόμους. Την ίδια αιχμηρή κριτική ασκούν στην καθολική ψηφοφορία και στην ελεύθερη έκφραση της κοινής γνώμης. Με πολλή οξύτητα στο ύφος μάλιστα ο Χέρντερ ισχυρίζεται πως κάτω απ' την επιρροή των φιλοσόφων και τη δημοκρατία, οι λαοί μεταβάλλονται σε άβουλα κοπάδια. Κι ο τι ονομάζεται δικαίωμα, λέει, δεν είναι παρά κάτι το επιτηδευμένο, το τεχνητό που επινόησαν οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού, αυτοί που έβαλαν σκοπό να εξαφανίσουν τη χριστιανοσύνη και τον πολιτισμό της. Τόσο ο Χέρντερ όσο κι άλλοι αντιδιαφωτιστές αντικρίζουν μ' απόγνωση τον ορθολογισμό, την ευμάρεια, την ελευθερία την κοινωνική ζωή και κυρίως την ισότητα. Κι ο τι πρεσβεύει ο Διαφωτισμός δεν είναι ''παρά διασάλευση της φυσικής τάξης, αφού στη θέση των μεγάλων ανέβηκαν οι ασήμαντοι''. Όλοι οι νεόκοποι μάλιστα συντηρητικοί της εποχής νοιώθουν μια βαθιά αποστροφή προς την ισότητα αλλά με πρόσχημα τη δήθεν αντίθεσή τους προς την ομοιομορφία, ενώ, αντίθετα, καμώνονται πως υπερασπίζονται την πολυφωνία. Τα πιο εμπρηστικά κι ακραία κείμενά τους, ενώ απ' τη μια υποστηρίζουν την πολυφωνία, στρέφονται ενάντια στην κατάργηση ακόμη και των πιο ανυπόφορων προνομίων, ακόμη και της ανισότητας απέναντι στο νόμο και στη φορολόγηση. Σήμερα βλέπουμε, σε τούτα τα κηρύγματα, μια προφανή προσπάθεια να παρουσιάσουν μια εντελώς διαφορετική νεοτερικότητα ώστε να καταπολεμήσουν το Διαφωτισμό κι, όπως ισχυρίζονταν, τον υλισμό,  όρο που έγινε ευρύτερα γνωστός στους δυο τελευταίους αιώνες με το μαρξιστικό του περιεχόμενο. Η απόρριψη μάλιστα της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων του ατόμου σκεπάστηκε με πολλή τέχνη κάτω από τούτο το σύνθημα. Κι είναι χαρακτηριστικό πως οι περισσότεροι αντιδιαφωτιστές εκδήλωσαν την επιθυμία τους για μια κοινωνία λιγότερο υλιστική, πιο κοντά στις μεσαιωνικές της ρίζες, που θα παραδώσει τη μοίρα της στα χέρια Του Θεού γιατί Αυτός μορφοποιεί την ιστορία.

Ωστόσο, τούτος ο αντίλογος του συντηρητισμού που πάσχισε να μαράνει στη γέννα του το Διαφωτισμό, την πανώρια τούτη έκφραση  του ευρωπαϊκού στοχασμού αποτελεί, στην ουσία, μια αντίδραση ενάντια στην οργανική συνέχεια της δυτικής φιλοσοφίας που κρατάει απ' τα δυο πιο δυναμικά της κέντρα: τους Σοφιστές και τον Πλάτωνα. Μια έννοια παλιά, η σχετικότητα, που κρατούσε απ' την προσωκρατική φιλοσοφία και τη σοφιστική, ξαναγεννιέται στο Μεγάλο Αιώνα και στον αιώνα του Διαφωτισμού και γίνεται θεμέλιο της νέας φιλοσοφικής θεώρησης της πραγματικότητας.  Σε σπερματική μορφή οι Σοφιστές είχαν ήδη θέσει τα ίδια προβλήματα, τόσο στο οντολογικό όσο και στο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Ήταν ο ελληνικός Διαφωτισμός του τέταρτου αιώνα π.Χ, αυτός όπου αντιτάχθηκε, στον ίδιο αιώνα, ο Πλάτων και στη συνέχεια οι μαθητές του. Κι όπως τότε με το ''πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος'', ο Πρωταγόρας άρθρωσε λόγο για τη σχετικότητα της γνώσης, και την έλλογη ατομικότητα της γνώμης και της πράξης, έτσι ο Βολταίρος την ξαναφέρνει στο φως με πιο ακέριο το περιεχόμενό της: ''όλα είναι σχετικά και γι' αυτό ανεκτά''. Η κάθε κρίση είναι ατομική αλλά νοείται πάντα σε σχέση με κάτι άλλο: τη διάθεση, τη στιγμή, τη θέση, την εμπειρία. Απέναντι στην απολυτότητα που έκανε τη γνώση δέσμια των μεταφυσικών βεβαιοτήτων και την ''αλήθεια'' δόγμα, η σχετικότητα, αν και φαίνεται πως κατακερματίζει το πεδίο αυτών των βεβαιοτήτων και πως αφήνει τη γνώση ξαρμάτωτη στην υποκειμενική εκτίμηση, είναι ωστόσο γνήσιο παιδί της εμπειρίας, κι όπως έλεγαν οι αρχαίοι σοφιστές, όχι του ''φύσει'' αλλά του ''θέσει''. Κι η συνείδηση που πάντα βίωνε την απέραντη ποικιλία της διαφορετικότητας των καταστάσεων, τώρα βλέπει και τη φιλοσοφική επιβεβαίωσή της. Μπορεί η γνώση κι η ''αλήθεια'' εδώ, να μην έχει την πλανερή ασφάλεια και σιγουριά του αιώνιου, του αναλλοίωτου, του άφθαρτου, είναι όμως η ίδια η τρέχουσα, η καθημερινή ζωή. Ο Βολταίρος με τη σχετικότητα ορθώνει φραγμό στο κρυφό, στο δυσεξήγητο που μπολιάζουν στην ανθρώπινη ψυχή οι αιώνιες αλήθειες κι οι αυθεντίες. Για τούτο η κοινωνική κι η ηθική σημασία της σχετικότητας στο Βολταίρο ξεπερνάει τον στενό λογικό της χαρακτήρα.

Στο ''Φιλοσοφικό Λεξικό'' και στο ''Μικρομέγα'', ο Βολταίρος ανατέμνει βαθιά την έννοια του σχετικού. Στο λ. ''Όμορφο, Ομορφιά'', η προσέγγισή του είναι κυρίως λογική, εννοιολογική. Αλλά ο λόγος μέσα απ' τη σχετικότητα βρίσκει το πραγματικό του περιεχόμενο. Χρησιμοποιεί μάλιστα μια μορφή ερωταποκρίσεων με γνωρίσματα διαλεκτικά, χωρίς ν' απουσιάζει κι η ειρωνεία. Απ' την άλλη, ενώ φαίνεται πως δεν υπάρχει αντίλογος, οι ίδιες οι ερωτήσεις κι οι απαντήσεις συνιστούν τον λόγο και τον αντίλογο. Γράφει στο ''Φιλοσοφικό Λεξικό'': ''Ρωτήστε ένα βάτραχο, τι είναι το όμορφο, το Καλόν! Θα σου απαντήσει πως είναι ο θηλυκός βάτραχος, με τα δυο μεγάλα, ολοστρόγγυλα μάτια στο μικρό της κεφάλι, μ' ένα μούτρο πλατύ, μια κιτρινωπή κοιλιά, καφετιά οπίσθια. Ρωτήστε ένα νέγρο της Γουινέας: το όμορφο γι' αυτόν είναι το μαύρο λιπαρό δέρμα, τα βαθουλωτά μάτια, η πλακουτσωτή μύτη.

''Ρωτήστε το διάβολο. Θα σας πει πως τ' όμορφο γι' αυτόν είναι ένα ζευγάρι κέρατα, τέσσερα γατζωτά νύχια κι ένα μούτρο. Τελικά συμβουλευτείτε τους φιλοσόφους. Θα σας απαντήσουν με ακαταλαβίστικα λόγια. Τους χρειάζεται κάποιο πράγμα για να το βαφτίσουν αρχέτυπο της ιδανικής ομορφιάς.

''Παρακολούθησα κάποια μέρα την παράσταση μιας τραγωδίας μαζί μ' ένα φιλόσοφο.<< ''Ήταν πολύ ωραία, είπε. - Τι ωραίο της βρίσκετε, του λέω. - Είναι φανερό, μου λέει, πως ο συγγραφέας πέτυχε το σκοπό του>>. την άλλη μέρα πήρε ένα φάρμακο κι αισθανόταν καλύτερα. <<Τον πέτυχε το σκοπό του, του λέω. Να ένα ωραίο φάρμακο>>. Κατάλαβε πως δεν θα μπορούσε να πει ότι το φάρμακο είναι ωραίο κι ότι για να δώσει σε κάποιο πράγμα το όνομα της ομορφιάς, τούτο πρέπει να σας προκαλεί το θαυμασμό και την ευχαρίστηση. Συμφώνησε πως αυτή η τραγωδία του είχε εμπνεύσει τούτα τα δυο συναισθήματα, και πως εκεί υπήρχε το Καλόν, το όμορφο.

''Κάναμε ένα ταξίδι σην Αγγλία. Εκεί προτίμησε το ίδιο έργο με την τέλεια μετάφραση. Όλοι οι θεατές χασμουριόνταν. <<Ωχ, ωχ, λέει, το Καλόν δεν είναι το ίδιο για τους Άγγλους και για τους Γάλλους>>. Συμπέρανε λοιπόν, μετά ώριμη σκέψη, πως το όμορφο είναι πολύ σχετικό, σαν αυτό που είναι κόσμιο στην Ιαπωνία αλλά άπρεπο στη Ρώμη, κι αυτό που είναι υπόδειγμα στο Παρίσι, δεν είναι στο Πεκίνο. Έτσι πήρε τον κόπο να γράψει μια μακρά πραγματεία πάνω στο όμορφο''.

Ο καθένας έχει σχηματίσει τη δική του εικόνα για την ομορφιά, ανάλογα με τις προκαταλήψεις του. Ο Βολταίρος στην πορεία του λόγου του μας παρωθεί να συλλογιστούμε, να δούμε τη σχετική αλήθεια της ομορφιάς, μέσα απ' το βάτραχο, το νέγρο, το φιλόσοφο, μέσα απ' τη γνώμη των γάλλων και των άγγλων. Χάρη στα παραδείγματα που παρουσιάζει στο μύθο του, πετυχαίνει να μας πείσει με εμπειρικό, πρακτικό τρόπο παρά με θεωρητικό. Ο μύθος προχωρεί επαγωγικά, απ' το ειδικό στο γενικό, απ' το συγκεκριμένο στο αφηρημένο, με μια γενική ματιά σ' όλο το κόσμο: Ιαπωνία, Ρώμη, Παρίσι, Πεκίνο. Το Καλόν είναι σχετικό αλλά μπορεί να θεωρείται σε διαφορετικά επίπεδα από διαφορετικά έθνη. Το Καλόν δεν υπάρχει. Στο ''Φιλοσοφικό Λεξικό''  μας κάνει ν' αναρωτηθούμε για την ύπαρξη μιας αξίας που πολλοί από μας πιστεύουν σαν απόλυτη, αλλά εδώ στο βολταιρικό μύθο αναφαίνεται σχετική. Απ' την άλλη, την παιδαγωγική άποψη, το δίδαγμα του μύθου είναι το να προσπαθούμε να καταλάβουμε αυτούς που βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά από μας, παρά να τους κρίνουμε αρνητικά. Στο ‘’Μικρομέγα’’ ο Βολταίρος κάνει μια βαθιά ανατομία της έννοιας του σχετικού. Είναι το κατεξοχήν αφήγημα όπου ο Βολταίρος παρουσιάζει την αρχή της σχετικότητας φιλοσοφικά. ‘Ηδη το όνομα του αφηγήματος είναι συσχετισμός δυο αντίθετων εννοιών που όμως συνυπάρχουν στο ίδιο πρόσωπο. Απέναντι στη δογματική παραμόρφωση της ζωής και της ιστορίας, στα πρότυπα, στ’ αρχέτυπα και τα κάθε είδους επιβιώματα του σχολαστικού παρελθόντος, ο λόγος της σχετικότητας αποτυπώνει όλο τον πολυποίκιλο κόσμο της πραγματικότητας, κόσμο συνταιριασμένο με τις αρχές κίνησης του πνευματικού σύμπαντος. Οι φιλόσοφοι όμως, όπου μας παραπέμπει ο Βολταίρος για να μας πουν ‘’τι είναι  το Καλόν’’, αντί να το αναζητήσουν στην πολυεπίπεδη υπαρκτή πραγματικότητα των μορφών της εμπειρίας, προσπαθούν να ορίσουν κάποια ιδανική ομορφιά, πατώντας πάνω σε θολές, μεταφυσικές αρχές.           

Ήδη απ' το κείμενο τούτο του Βολταίρου φαίνεται πως οι δυο αυτές συλλήψεις του κόσμου ήταν αδύνατο να συνυπάρξουν. Ένα τρανό παράδειγμα ήταν κι η εναντίωση των αντιδιαφωτιστών στο φυσικό δίκαιο, που τόσο ανάδειχνε η σκέψη του Διαφωτισμού. Έτσι, προβάλλουν το επιχείρημα πως η επιφανειακή εξέταση του ανθρώπινου ψυχισμού ξεκινάει απ' το φυσικό δίκαιο και τον ορθολογισμό που το χαρακτηρίζει. Αν αποδεσμευθούμε απ' το φυσικό δίκαιο θα μπορέσουμε να φτάσουμε στην αρχή της ατομικότητας, λέει ένα σημαντικό πνεύμα σαν τον Μάινεκε, αρχή τόσο βασική για την ερμηνεία της ιστορίας και των βασικών φαινομένων της. Ο Μάινεκε, ωστόσο, διέβλεπε τη μεγάλη επιρροή που θ' ασκούσε η έννοια της σχετικότητας. Με τον όρο μάλιστα τούτο εννοούσε την κατανόηση της ιστορίας και των χαρακτηριστικών που διέπουν τα επιμέρους γνωρίσματα της. Η σχετικότητα, καταπώς την αντιλαμβάνεται ο Βολταίρος, υπόκειται σε εμφανείς περιορισμούς κι αυτό σημαίνει πως διέπεται από μια μια επιπόλαιη αιτιοκρατία. Αλλά για τον αντιδιαφωτισμό, γενικότερα, η σχετικοκρατία θα μπορούσε ν' αποτελέσει ξώφθαλμη αντίφαση με το φυσικό δίκαιο και τις αρχές του για την ύπαρξη αιώνιων κι αναλλοίωτων κανόνων. Το ότι, άλλωστε, θεμέλιο της διαφωτιστικής σκέψης ήταν η οικουμενική σύλληψη της πραγματικότητας, την είχε ήδη κατευθύνει στη σχετικιστική ερμηνεία του κόσμου, κι ενάντια στον ιστορισμό που τόσα κακά έμελλε να προκαλέσει στους αιώνες που ακολούθησαν.

Ωστόσο ο βασικός διαφορισμός που συναντάμε ανάμεσα στους δυο τρόπους σκέψης, κι ιδιαίτερα όσο αφορά στην  ιστορία, δεν βρίσκεται στο βαθμό κατανόησής της. Θα τον αναζητήσουμε περισσότερο στον τρόπο προσέγγισής της. Οι διαφωτιστές θεωρούν την σχετικότητα στην ιστορία σαν πρόχωμα για την κριτική τους απέναντι στο Χριστιανισμό, ενώ, αντίθετα, ο αντιδιαφωτισμός, με πρωταγωνιστή τον Χέρντερ, χρησιμοποιεί την κατανόηση της ιστορίας για να υπηρετήσει τη θρησκεία. Ενώ οι διαφωτιστές, μ' επικεφαλής το Βολταίρο, καταδικάζουν την εξάρτηση του Χριστιανισμού απ' την ιουδαϊκή παράδοση, ο Χέρντερ στηρίζεται στις διηγήσεις της Βίβλου για να θεμελιώσει το χριστιανικό δόγμα και παράλληλα, πασχίζει να δικαιώσει τις βαρβαρότητες του Μεσαίωνα. Στη θεωρία πάλι του φυσικού δικαίου και των δικαιωμάτων που απορρέουν απ' αυτόν, αντιστρατεύει τη Βίβλο, ενώ επικρίνει με δηκτικό τρόπο, κάθε αναφορά σ' αυτό που ονομάζουν οι διαφωτιστές  ορθολογική καταγωγή της κοινωνίας. Είναι κοινός τόπος του αντιδιαφωτισμού άλλωστε, η αντίθεση στο φυσικό δίκαιο, στην εικόνα του ανθρώπου που βγήκε απ’ τη φυσική κατάσταση μέσα απ’ τον ορθό λόγο, η αντίθεση σε μια κοινωνία των πολιτών που δημιουργείται μέσα απ’ το κοινωνικό συμβόλαιο.

Τούτος ο αντίλογος που επιχείρησε να σκυβαλίσει και να ξεκλωνίσει τον αγώνα του πνεύματος ενάντια στον μεσαιωνικό και θρησκευτικό σκοταδισμό, είχε σαν θεμέλιο του την υποστήριξη της θρησκείας, μιας κι είχε γίνει αντιληπτό πως αυτή ήταν το πιο στέρεο ανάχωμα ενάντια στο σχετικισμό. Έτσι είχε γίνει πεποίθηση, πως ο πόλεμος ενάντια στις ιδέες του Διαφωτισμού δεν σήμαινε, πάνω απ' όλα, παρά τη δικαίωση της θρησκείας. Γι’ αυτό, πρόβαλαν την ιδέα , που και πολλοί εκπρόσωποι των Φώτων υιοθετούσαν, πως κόσμος χωρίς Θεό ούτε υπήρξε ούτε είναι δυνατό να υπάρξει. Και τούτο αποδείχνεται απ’ το ο τι, όσες κοινωνίες έχασαν τις παραδοσιακές θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, αργά ή γρήγορα έπεσαν σε αφάνεια. Έτσι, οι αρετές που προβάλλει ο Διαφωτισμός οδηγούν, για τους αντιδιαφωτιστές, τον κόσμο σε παρακμή. Στην καταστροφή οδηγούν ο ντεϊσμός, το αντιθρησκευτικό πνεύμα, ο ορθός λόγος. Είναι χαρακτηριστικές οι κραυγές του Χέρντερ, όταν επιλέγει ανάμεσα στις ιδέες του αιώνα του και του Μεσαίωνα.     Ωστόσο η προσκόλληση του αντιδιαφωτισμού στην εξύμνηση του Μεσαίωνα, έχει να κάνει με όλες τις πλευρές της ζωής. Γι’ αυτούς, όσοι  πιστεύουν πως το πνεύμα των Φώτων είναι  η αποθέωση του πολιτισμού, είναι άξιοι περιφρόνησης. Εγκωμιάζουν τα Φώτα της εποχής τους που δεν εκφράζουν παρά μόνο την ελαφρότητα και την χαλαρότητά της, την ιδεοληψία της, κι απ’ την άλλη την αδιαφορία της για την πρακτική πλευρά της ζωής. Πρέπει λοιπόν να στραφούμε στο Μεσαίωνα, στις ιδιαιτερότητές του, κι όπως λέει ο Χέρντερ, ‘’στις απολαύσεις του και στους στόχους του’’. Αν μάλιστα, τον προσεγγίσουμε σωστά, θα βρούμε σ’ αυτόν μια σταθερότητα στους θεσμούς του και μια ευγένεια, παρά το γεγονός πως δίνει την εντύπωση της βίας και της αναρχίας. Ο Γερμανός επικριτής του Διαφωτισμού παραδέχεται τη βαρβαρότητα που επικρατούσε στο Μεσαίωνα αλλά δεν παύει να τον εκθειάζει μιας και βλέπει υγιή στοιχεία στην αναρχία, στη σκληρότητά του και στο φεουδαρχικό του σύστημα.

Ένα κοινό σημείο των επικριτών του Διαφωτισμού είναι ότι πασχίζουν να εμφανιστούν σαν οι εισηγητές μιας νέας νεωτερικότητας.  Τόσο ο  Βίκο, όσο κι ο Χέρντερ γράφουν ο πρώτος τη ‘’Νέα Επιστήμη’’ του κι ο δεύτερος το έργο του ‘’Για μια Νέα Φιλοσοφία της Ιστορίας’’. Γι’ αυτούς τούτη η νέα νεωτερικότητα δεν σημαδεύεται από τίποτε άλλο παρά απ’ τον αγώνα ενάντια στις ιδέες του Διαφωτισμού, στις απαξιωτικές κρίσεις και στην απορριπτική τους διάθεση. Όντας οι αντιδιαφωτιστές  ένθερμοι υποστηρικτές της φεουδαρχίας είναι αντίθετοι με το αντιγαιοκτητικό πνεύμα του Βολταίρου και, κυρίως, του Ρουσσώ. Ενώ ο Βολταίρος   αναδείχνει το ρόλο των μεγάλων αστικών κέντρων της Ευρώπης στον πολιτισμό, στην επιστήμη και στην οικονομία, οι Γερμανοί αντιδιαφωτιστές εγκωμιάζουν τον μεσαιωνικό αγροτικό τρόπο ζωής των Γερμανών που ήταν άξεστος αλλά είχε μια πνευματική και ψυχική υγεία.  Ο Χέρντερ, ειδικότερα, στέκεται μ’ επιμονή σ’ ένα μύθο που  θέλει τους βάρβαρους Γερμανούς του Μεσαίωνα σαν ανανεωτές του Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Κι επιμένει πως αυτοί πρέπει να συνεχίσουν αυτό το ρόλο και στο ΧVIII αιώνα, ένα ρόλο εξυγιαντικό του πολιτισμού, αυτού που πήρε στραβό δρόμο μετά την Αναγέννηση κι αποξενώθηκε απ’ το Μεσαίωνα. Θεωρεί την Αναγέννηση, και για τούτο την επικρίνει, σαν  εχθρική προς τη γερμανική υγιή βαρβαρότητα και, βέβαια, σαν φιλική προς την Αρχαιότητα.

Είναι λογική συνέπεια λοιπόν πως ο Χέρντερ θ’ απεχθανόταν κάθε  πεφωτισμένη δεσποτεία που υπήρχε στις μέρες του. Όντας  ένας απ’ τους θεμελιωτές του αντιδιαφωτισμού και της γερμανικής εθνικής συνείδησης στράφηκε ενάντια στο καθεστώς του Φρειδερίκου ΙΙ, γιατί  δεν το θεωρούσε αρκετά εθνικό κι απ’ την άλλη το θεωρούσε  φιλικό προς τις ιδέες του Διαφωτισμού, κοσμοπολιτικό κι ανοιχτό στους φιλοσόφους. Αλλά στρέφεται κι ενάντια στη δημοκρατία γιατί την θεωρεί  εχθρική προς τη φύση του ανθρώπου. Τούτη η ‘’φύση’’ είναι περισσότερο φιλική προς την κοινωνική αλλά και τη φυσική ανισότητα. Έτσι ο άνθρωπος ευνοήθηκε απ’ την ανωτερότητά του απέναντι στη φύση και την έθεσε στην υπηρεσία των αναγκών του. Στ’ αλήθεια, λέει ο Χέρντερ, η ιδέα πως όλοι οι άνθρωποι έχουν τα ίδια δικαιώματα, είναι αντίθετη με την κοινωνική τάξη ούτε μπορούμε να μιλάμε για ένα λαό πειθαρχημένο. Πειθαρχία όμως, όπως την εννοεί ο Χέρντερ, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η υποταγή του λαού στον σοφότερο, στον ικανότερο και στον πλουσιότερο, αυτόν που μπορεί να οδηγεί τους πιο αδύναμους, αυτούς που δεν τους έχει ευνοήσει η φύση. Η επιρροή των ανώτερων φυλών πάνω στις κατώτερες είναι έργο μεγάλης εκπολιτιστικής αξίας κι αποτελεί έργο θεάρεστο κι απαραίτητο για την παγκόσμια τάξη κι εντέλει λειτουργεί για το καλό της ανθρωπότητας. Έτσι κι αλλιώς, λέει ο Χέρντερ,  η φύση έφτιαξε μια φυλή εργατών, τους Κινέζους, μια φυλή αγροτών, τους νέγρους και μια φυλή κατακτητών και πολεμιστών, τους Ευρωπαίους. Κι ενώ καμώνεται πως καταδικάζει τη σκλαβιά των νέγρων  στην Αμερική, απ’ την άλλη τη δικαιολογεί με το επιχείρημα πως αποτελούν στον ελάχιστο βαθμό ανθρώπινα όντα.        

Όπως ο Χέρντερ αντιμάχεται την ισότητα ανάμεσα στις φυλές, μέσα απ’ τη λογική αρματωσιά του ρατσισμού, όμοια κι ο Ρενάν δίνει συνέχεια σ’ αυτή τη μορφή σκέψης απορρίπτοντας την ισότητα των ανθρώπων και των φυλών. Στον αντιδιαφωτισμό, γενικότερα, ο φυλετισμός κι ο ρατσισμός είναι τα κυρίαρχα ρεύματα. Ο φυλετικός παράγοντας έχει, σε κάθε περίπτωση, καθοριστικό ενδιαφέρον και τα χαρακτηριστικά των φυλών δημιουργούν τον πολιτισμό τους και τη φυσική ισότητα ή ανισότητά τους. Τούτη η ανισότητα, λέει ο Ρενάν, είναι η κινητήρια δύναμη του ανθρώπινου πολιτισμού, είναι το καμτσίκι που κάνει τον κόσμο να προχωρεί. Έτσι κι η δημοκρατία που στέκεται απέναντι στην ανισότητα ανθρώπων και φυλών, αρνιέται τον πολιτισμό. Το φυλετικό κι εθνικιστικό δόγμα του Χέρντερ, το υιοθετεί πέρα για πέρα ο Ρενάν απλώνοντάς το και στο χώρο του ενός εθνοτικού – βιολογικού ντετερμινισμού. Επικρίνει μάλιστα, με δηκτικό τρόπο, το είδος της κοινωνίας που οραματίστηκε ο Διαφωτισμός με τη ανάδειξη του φυσικού δικαιώματος και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων: ‘’Κάθε χώρα δεν αποτελείται μόνο από άτομα. Είναι μια ψυχή, μια συνείδηση, ένα πρόσωπο μια ζωντανή πραγματικότητα. Κι έχει ανάγκη από έναν ηγέτη που θα μπορεί να σκέφτεται γι’ αυτήν’’. Με το συλλογισμό τούτο ο Ρενάν θέλησε ν’ αποκλείσει κάθε δημοκρατική διαδικασία, κάθε καθολική ψηφοφορία που τη θεωρεί πιο επικίνδυνη ακόμη κι απ’ την τάξη των ευγενών.  Γιατί τούτη η τάξη οφείλει την ύπαρξή της στη φυλετική της ανωτερότητα που της προσπορίζει κάποια προνόμια ή μια καλύτερη εκπαίδευση. Αλλά, απ’ την άλλη, με την διαδικασία των εκλογών, έχουμε ένα συλλογικό αποτέλεσμα που αντιπροσωπεύει έναν ολόκληρο λαό. Μια  τέτοια όμως χώρα που αποφασίζει μέσα απ’ την καθολική ψηφοφορία είναι, εντέλει, μια οντότητα απρόσωπη κι ανίκανη ν’ αποφασίσει. Για τούτο ο Ρενάν αντιμάχεται τόσο τον δημοκρατικό ορθό λόγο του Μοντεσκιέ και, προ παντός, την έννοια της γενικής βούλησης του Ρουσσώ. Δεν τον ενδιαφέρει το αποτύπωμα τούτης της βούλησης μέσα απ’ τις εκλογές αλλά μόνο ο θρίαμβος του ορθού λόγου του έθνους. Η γενική βούληση εκφράζει μια αριθμητική πλειοψηφία που κανείς δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί πως δεν επιθυμεί την αδικία και την ανηθικότητα και για τούτο είναι η χειρότερη πλάνη. Για τον Μπερκ, η εκλογή απ’ το λαό είναι μεγάλο κακό, και μάλιστα τόσο, που παρά το γεγονός ότι στις πιο πολλές χώρες οι βασιλείς εκλέγονταν, αυτό σήμερα συμβαίνει σε  πολύ μικρό βαθμό. Οι επιπτώσεις των εκλογών είναι ολέθριες και δεν αντιμετωπίζονται εύκολα κι ο τι απομένει είναι να γίνονται όλο και λιγότερο συχνά.

    Το πνεύμα του Ρενάν βρίσκει την πλήρη του ανάπτυξη στο έργο του ‘’Το μέλλον της επιστήμης’’. Εδώ επικρίνει τη δημοκρατία όπως είχε διαμορφωθεί στη Γαλλία της κρίσης μετά την ήττα απ’ τη Γερμανία στα 1870. Όλα τα δυσάρεστα που συμβαίνουν στη χώρα του οφείλονται στην ανεπάρκεια της δημοκρατίας. Έτσι λοιπόν, του κάκου προσπαθεί η χώρα τούτη να κυβερνηθεί καλά. Η δημοκρατία, λέει ο Ρενάν, είναι συνώνυμο της μετριότητας. Κι η καθολική ψηφοφορία είναι η αιτία που  η χώρα έγινε βαθιά υλιστική, έχασε τα ευγενή ενδιαφέροντά της, τον πατριωτισμό της, τον ρομαντισμό της. Όλα αυτά χάθηκαν μαζί με τις ευγενείς τάξεις που ήταν η ψυχή της. Μόνο τούτες οι τάξεις ήταν άξιες να κυβερνήσουν, μιας κι η μάζα, για τον Ρενάν είναι δυσκίνητη, άξεστη και συμφεροντολόγα. Αλλά όσο κι αν φαίνεται αντικειμενικός για την ποιότητα της γαλλικής δημοκρατίας των ημερών του, δεν παύει να χαρακτηρίζει τη φεουδαρχία σαν το ιδανικό κοινωνικό κι οικονομικό σύστημα και τη μοναρχία σαν το φυσικό καθεστώς, όχι μόνο για τη Γαλλία αλλά και για όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Είναι χαρακτηριστικό πως όλοι οι αντιδιαφωτιστές έχουν εδώ την ίδια άποψη. Επικρίνουν κάθε αντίδραση κατά της μοναρχίας και στρέφονται ενάντια στη φιλοσοφία του Διαφωτισμού που ‘’αποθέωσε’’ τ’ ανθρώπινα δικαιώματα, με αποτέλεσμα την πτώση της μοναρχίας, αυτής ‘’της προϋπόθεσης κάθε εθνικού μεγαλείου’’.

Πόσο βαθύ κι επικίνδυνο ήταν τούτο το κοινωνικό και πολιτικό πισωγύρισμα, τούτο το ξεσάλωμα των σκοταδιστικών αντιλήψεων,  φαίνεται στη θεώρηση της ιστορίας και στη θέση του ανθρώπου μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι. Η ιστορία, λέει ο Χέρντερ, είναι  ένα θεατρικό δράμα κι ο σκηνοθέτης του είναι ο Θεός. Πάνω σε τούτη την αντίληψη  επιχειρεί να θεμελιώσει την απόλυτη εξάρτηση του ανθρώπου, όχι απ’ τις ιστορικές και πολιτιστικές συνθήκες αλλά απ’ το επέκεινα. Μια τέτοια  όμως θέση για τη σχέση του ανθρώπου με το σύνολο δεν απέχει απ’ τις ακραίες ιδέες των φασιστικών κι ολοκληρωτικών ιδεολογιών των δυο τελευταίων αιώνων. Ο άνθρωπος θεωρείται έτσι σαν κάτι το μηδαμινό, σαν ένα ‘’απλό όργανο’’ και τούτη η ιδέα γίνεται η σημαία τους ενάντια στο Διαφωτισμό, το φιλελευθερισμό και τη δημοκρατία.

Μ’ όλο τούτο, ωστόσο, το ξεκλώνισμα της νέας ζωής που επιχειρεί να κάνει ο αντιδιαφωτισμός πετυχαίνει άθελά του και κάτι το καλό για τον κόσμο: αυτές καθαυτές οι λέξεις Μεσαίωνας, θρησκεία, προκαταλήψεις, ευγενείς τάξεις, δεν ξεγελούσαν πια κανένα ορθολογιζόμενο άνθρωπο.  Η γαλλική κοινωνία της εποχής οραματιζόταν πια  ένα εντελώς διαφορετικό μέλλον, οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού μιλούσαν όχι για πιστούς αλλά για πολίτες, πολίτες ενεργούς. Κι όλοι αναφτέρωναν τις ελπίδες τους να ξαποστάσουν απ’ την αδικία ενός εκτρωματικού κοινωνικού συστήματος. Όσο περνούσαν οι δεκαετίες φαινόταν πως αυτά που έλεγε ο αντιδιαφωτισμός δεν ήταν μια ψύχραιμη κι έντιμη κριτική με σκοπό να βρει τ’ αδύναμα σημεία του  αντιπάλου αλλά μια διάθεση να πισωγυρίσουν την ιστορία των ιδεών εκεί, όπου η ευρωπαϊκή κοινωνία είχε υποφέρει και ματώσει για το όφελος των αυτοκρατόρων, των Παπών και των φεουδαρχών. Κι αυτό ήταν μόνο η αρχή γιατί με τα δόγματά τους  δημιούργησαν στους επόμενους αιώνες ο τι πιο απαίσιο κι απάνθρωπο, τις πιο ακραίες μορφές ολοκληρωτισμού, τον ρατσισμό και τον πόλεμο. Ιδιαίτερα  ο XX αιώνας απόδειξε με δραματικό τρόπο πως οι ιδέες των αντιδιαφωτιστών δεν εκφράστηκαν για να μείνουν  μόνο στη θεωρητική σφαίρα. Εξετάζοντας μάλιστα προσεκτικά  την κριτική που ασκούν, ιδίως ο Χέρντερ, στον μεγάλο εχθρό τους, το Βολταίρο, διακρίνουμε και τις απώτερες προθέσεις τους: τον αντιοικουμενισμό και τον φυλετισμό. Μιλώντας για το Βολταίρο ο Χέρντερ ξεσπάει σ’ ένα χαρακτηριστικό παραμιλητό,  που θυμίζει φρασεολογία των ιεροεξεταστών: τον  κατηγορεί για αδυναμία, επιπολαιότητα, ασάφεια και ψυχρότητα, επιδερμική σκέψη, ανηθικότητα, έλλειψη συναισθήματος.  Οι κατηγορίες όμως που απευθύνουν στο Βολταίρο τόσο ο Χέρντερ όσο κι άλλοι αντιδιαφωτιστές, όπως κι η γενικότερη κριτική που του ασκούν, έχει να κάνει με το σύνολο του Διαφωτισμού. Αλλά ακόμη και τούτη η μεγάλη εικόνα δεν φανερώνει λιγότερα.  Μαρτυρεί τον αρνητικό δυναμισμό των συντηρητικών ιδεών, μια διαρκή αντιπαράθεσή τους με ο τι πιο  ανατρεπτικό είχε εκφραστεί ως το ΧVΙΙΙ αιώνα. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που έγραψε ο αντιδιαφωτιστής Ζοζέφ ντε Μαιστρ για το Βολταίρο: ‘’Το να θαυμάζει κανείς το Βολταίρο σημαίνει πως έχει μια διεφθαρμένη καρδιά κι αν γητευτεί απ’ τα έργα του, τότε είναι βέβαιο πως δεν τον αγαπά ο Θεός’’.

Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα

ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση

Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό

ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)

Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 11/12

ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ

2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη

Google news logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Google News Viber logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Viber

σχετικά άρθρα