60 χρόνια πριν από σήμερα ο αντάρτικος στρατός μπαίνει στην Αβάνα, ανοίγοντας ένα μεγάλο ιστορικό κεφάλαιο γι' αυτό την χώρα και τον λαό της Ο δικτάτορας Μπατίστα πέφτει και οι αντάρτες του Φιντέλ, του Τσε, του Καμίλο κάνουν έφοδο τον ουρανό
Στην Κούβα εκτός από την 1η Ιανουαρίου θα δει κάποιος να αναγράφεται παντού και η 26η Ιουλίου του 1953 όπου θεωρείτε η έναρξη της επανάστασης. Τότε ο νεαρός Φιντελ εξαπέλυσε επίθεση κατά του στρατοπέδου Μοντάδα.
Το καθεστώς Μπατίστα τον καταδίκασε σε φυλάκιση 15 ετών. Το 1955 αμνηστεύτηκε και κατέφυγε στις ΗΠΑ, όπου και προσπάθησε εκεί να μυήσει στην επανάσταση εξόριστους Κουβανούς. Η αμερικάνικη κυβέρνηση αντέδρασε κι ο Κάστρο αναγκάστηκε να διαφύγει στο Μεξικό. Στις αρχές Ιουλίου του 1955 ο Φιντέλ Κάστρο συνάντησε για πρώτη φορά τον γιατρό Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, που εξελίχθηκε σε μία από τις ηγετικές μορφές του κουβανικού αγώνα.
Αυτό που προκαλεί ρίγος και εντύπωση είναι πως στις 25 Νοεμβρίου του 1956, συνολικά 82 επαναστάτες, μεταξύ αυτών ο Φιντέλ Κάστρο, ο αδελφός του Ραούλ και ο Τσε Γκεβάρα, ταξίδεψαν με το πλοιάριο Γράνμα, από τον ποταμό Τούξπαν του Mεξικoύ με προορισμό την Κούβα, όπου έφτασαν στις 2 Δεκεμβρίου μόλις 18 άτομα
Και όμως οι συντριπτικές αυτές απώλειες δεν έκαμψαν τους αντάρτες οι οποίοι κατάφεραν να ανασυνταχθούν και να καταφύγουν στα βουνά της Σιέρα Μαέστρα, στο νότιο μέρος του νησιού. Με σημείο εκκίνησης την επίθεση αυτή, ο Τσε Γκεβάρα έλαβε ενεργό μέρος στις ένοπλες δραστηριότητες τον επαναστατών και υπήρξε ο πρώτος επαναστάτης στον οποίο δόθηκε το αξίωμα του Διοικητή (Κομαντάντε) του Επαναστατικού Στρατού της Κούβας, στις 21 Ιουλίου 1957. Κατά τους επόμενους μήνες ο ανταρτοπόλεμος στην Σιέρρα Μαέστρα εναντίον των κατά πολύ ισχυρότερων δυνάμεων του Μπατίστα, ήταν ιδιαίτερα εκτεταμένος. Τα καθεστωτικά στρατεύματα τύγχαναν και της ενεργής υποστήριξης των Ηνωμένων Πολιτειών σε πολεμικό υλικό και τεχνογνωσία, παρ'όλα αυτά το επαναστατικό κίνημα σταδιακά εδραιώθηκε στον νότο της χώρας και ιδιαίτερα στην ύπαιθρο.
Από τις πιο αποφασιστικές συγκρούσεις του αγώνα υπήρξε αυτή που κατέληξε στην κατάκτηση της Σάντα Κλάρα στις 29 Δεκεμβρίου 1958. Με την κατάκτηση της Σάντα Κλάρα, ο δρόμος για την πρωτεύουσα Αβάνα ήταν πλέον ελεύθερος και την 1η Ιανουαρίου του 1959, ο δικτάτορας Μπατίστα εγκατέλειψε την Κούβα, με προορισμό την Δομινικανή Δημοκρατία.
Φωτογραφικό αφιέρωμα
Πολιτοφύλακες στην Αβάνα
Ο Μπατίστα έφυγε
Μιλάει ο Φιντέλ
Αβάνα Λίμπρε – Το Στρατηγείο της Επαναστατικής Κυβέρνησης
Στον δρόμο για την Αβάνα
Καμίλο και Κάστρο
Santa Klara
Οι τελευταίες μέρες της τυραννίας από την πένα του Τσε
Ερνέστο Γκεβάρα δε λα Σέρνα, γνωστός και ως «Τσε»
Ολόκληρο το Κίνημα της πεδιάδας προετοίμαζε πυρετώδικα την πραγματοποίηση μιας γενικής επαναστατικής απεργίας. Συγκροτήθηκε κι ένας οργανισμός: Το Εθνικό Εργατικό Μέτωπο που διευθυνόταν από την «26η του Ιούλη» που ’πεσε από την αρχή θύμα της αρρώστιας του σεχταρισμού. Οι εργάτες έδειξαν κάποια ψυχρότητα γι’ αυτή τη νεότευκτη όργάνωση που ήταν βαμμένη ολοκληρωτικά με τα χρώματα της 26ης του Ιούλη και της οποίας οι αντικειμενικοί σκοποί ήταν υπερβολικά ριζοσπαστικοί για τις συνθήκες της στιγμής. Ό Φιντέλ Κάστρο, λίγες μέρες πριν από τις 9 του Απρίλη, είχε γράψει ένα καινούργιο μανιφέστο όπου εκστομίζονταν απειλές εναντίον όλων εκείνων που δε θα ’παιρναν το δρόμο της επανάστασης. Δεν άργησε να στείλει κι ένα άλλο μανιφέστο στους εργάτες καλώντας τους σ’ ενότητα, στους κόλπους του Εθνικού Μετώπου ή κι έξω απ’ αυτό, γιατί είχε καταλάβει καλά πώς μόνο το Μέτωπο θα ήταν ανίκανο να εξαπολύσει μιαν απεργία...
Τα στρατεύματά μας ρίχτηκαν σε συμπλοκές και ο Καμίλο Σιενφουέγος, λοχαγός της φάλαγγας 4 εκείνη την εποχή, κατέβηκε στις πεδιάδες του Οριέντε, από τη μεριά του Μπαγιάμο όπου δεν άργησε να σπείρει τη σύγχυση και το θάνατο στις εχθρικές γραμμές. Ωστόσο έφτασε η 9 του Απρίλη κι όλος ο αγώνας πήγε στα χαμένα: η Εθνική Διοίκηση του Κινήματος, κάνοντας ένα τεράστιο σφάλμα στις αρχές του μαζικού αγώνα, προσπάθησε να εξαπολύσει την απεργία χωρίς προηγουμένως να την αναγγείλει αιφνιδιαστικά με πυροβολισμούς. Όπως θα ’πρεπε να το περιμένει κανείς οι εργάτες αρνήθηκαν τη συμμετοχή τους κι ένας αριθμός θαρραλέων συντρόφων σκοτώθηκε για το τίποτα σ’ ολόκληρη τη χώρα. Η 9η του Απρίλη ήταν μια τρομερή αποτυχία που δεν κλόνισε ούτε για ένα δευτερόλεπτο τη σταθερότητα του καθεστώτος. Κάτι χειρότερο ακόμα: μετά από αυτή την τραγική ημερομηνία ή κυβέρνηση μπόρεσε να αποσύρει στρατεύματα και να τα εγκαταστήσει λίγο - λίγο στο Οριέντε φέρνοντας την καταστροφή μέχρι το εσωτερικό της Σιέρρα. Χρειάστηκε να ενισχύουμε διαρκώς την άμυνά μας και να διεισδύσουμε βαθύτερα στα δάση. Η κυβέρνηση από τη μεριά της αύξησε τον αριθμό των συνταγμάτων πού αντιπαράτασσε στις θέσεις μας μέχρι τη μέρα που ’φτασε να διαθέτει 10.000 άντρες επί τόπου. Τότε άρχισε και η επίθεση της 25ης του Μάη, στο χωριό Λας Μερσέντες που ήταν η πιο προχωρημένη θέση μας.
Η φτώχεια των εφοδίων μας ήταν κραυγαλέα: 200 ντουφέκια σε καλή κατάσταση ενάντια σε 10.000 όπλα όλων των τύπων, τί τεράστια διαφορά! Από την άλλη μεριά μπορέσαμε να διαπιστώσουμε, σ’ αυτή την περίπτωση, την αδιαφορία που έδειχνε στη μάχη ο μπατιστάνικος στρατός. Τα παιδιά μας πάλεψαν σαν λιοντάρια δύο μέρες, ένας ενάντια σε δέκα ή και δεκαπέντε. Ο εχθρός χρειάστηκε να ρίξει όλες του τις δυνάμεις –τανκς, όλμους, αεροπορία– για να τους αναγκάσει να εγκαταλείψουν το χωριό. Η μικρή ομάδα των δικών μας είχε διοικητή το λοχαγό Άνχελ Βερντέσια που θα σκοτωνόταν ένα μήνα αργότερα με το όπλο στο χέρι.
Εκείνη την εποχή, ο Φιντέλ έλαβε ένα γράμμα από τον προδότη Εουλόχιο Καντίγιο που, πιστός στις μηχανορραφίες του δόλιου πολιτικάντη, έγραφε, σαν αρχηγός των εχθρικών επιχειρήσεων στον αντάρτη αρχηγό, αναγγέλλοντάς του πως η επίθεση θα συνεχιζόταν με κάθε τρόπο, αλλά πως θα ’σωζαν τον «Άνθρωπο» (τον Φιντέλ), περιμένοντας το τελικό αποτέλεσμα. Και πραγματικά, η επίθεση εξακολούθησε την πορεία της. Μέσα σε δυόμισι μήνες συνεχών αψιμαχιών, ο εχθρός είχε χάσει περισσότερους από χίλιους νεκρούς, τραυματίες, αιχμαλώτους και λιποτάκτες. Είχε εγκαταλείψει στα χέρια μας 600 όπλα, ανάμεσα στα όποια ένα τάνκ, 12 όλμους, 12 πολυβόλα με τρίποδα, κάμποσες εικοσάδες μυδράλια κι έναν εντυπωσιακό αριθμό αυτόματων, χώρια οι απίστευτες ποσότητες εξαρτύσεων κι εφοδίων κάθε είδους, συν 450 αιχμαλώτους που παραδώσαμε στον Ερυθρό Σταυρό στο τέλος της εκστρατείας.
Η περίφημη αυτή τελική επίθεση στη Σιέρρα Μαέστρα τσάκισε τα πλευρά του μπατιστάνικου στρατού που δεν είχε πει ωστόσο την τελευταία του λέξη. Ο αγώνας ξανάρχιζε. Βάλαμε μπροστά λοιπόν το τελικό στρατηγικό μας σχέδιο. Αποφασίστηκε να χτυπήσουμε σε τρία σημεία: στο Σαντιάγο της Κούβας που θα το περισφίγγαμε σ’ έναν ελαστικό κλοιό, στο Λας Βίλιας που θα πήγαινα εγώ και στο Πινάρ ντελ Ρίο, στην άλλη άκρη του νησιού που θα ’πρεπε να πάει ο Καμίλο Σιενφουέγος, Επί κεφαλής της φάλαγγας 2, που λεγόταν «Αντόνιο Μασέο». Ο Καμίλο δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει το δεύτερο μέρος του προγράμματός του γιατί οι επιτακτικές ανάγκες του πολέμου τον υποχρέωσαν να μείνει στο Λάς Βίλιας.
Αφού εξουδετερώσαμε τα στρατεύματα που έκαναν έφοδο στη Σιέρρα Μαέστρα, αποκαταστήσαμε το μέτωπο στα φυσικά του όρια, δυναμώσαμε τις μονάδες μας σ’ άντρες και ηθικό, αποφασίσαμε να βαδίσουμε εναντίον του Λας Βίλιας, στην κεντρική επαρχία. Από στρατηγική άποψη είχα αναλάβει τη δουλειά να κόβω συστηματικά όλες τις γραμμές επικοινωνίας ανάμεσα στις δυο άκρες του νησιού. Είχα πάρει διαταγή, εξάλλου, ν’ αποκαταστήσω επαφές μ’ όλες τις πολιτικές ομάδες που ήταν δυνατό να βρίσκονται στους ορεινούς όγκους της περιοχής. Είχα τέλος και εκτεταμένες δικαιοδοσίες για να διοικώ στρατιωτικά τον τομέα για τον όποιο ήμουν υπεύθυνος. Γι’ αυτό κι υπολογίζοντας να κάνω τη διαδρομή σε τέσσερις μέρες, σχεδιάζαμε να ξεκινήσουμε με καμιόνια στις 30 Αυγούστου του 1958, όταν ένα τυχαίο γεγονός ήρθε να μας χαλάσει τα σχέδια. Εκείνη τη νύχτα έφτασε μια ατμάκατος φέρνοντας στολές και βενζίνα που χρειαζόμαστε για τα φορτηγά που ήταν κιόλας έτοιμα γι’ αναχώρηση. Ταυτόχρονα όμως προσγειώθηκε σ’ ένα αεροδρόμιο κοντά στο δρόμο κι ένα αεροπλάνο φορτωμένο όπλα. Το αεροπλάνο επισημάνθηκε τη στιγμή της απογείωσής του παρά τη σκοτεινή νύχτα, και το αεροδρόμιο άρχισε να βομβαρδίζεται εντατικά από τις 10 η ώρα το βράδυ ως τις 5 το πρωί. Τότε ακριβώς βάλαμε φωτιά στο αεροπλάνο για να μη πέσει στα χέρια του εχθρού και για να μη συνεχιστεί ο βομβαρδισμός και την ημέρα με χειρότερες συνέπειες για μας. Τα εχθρικά στρατεύματα βάδισαν προς το αεροδρόμιο, έπιασαν την ατμάκατο καθώς και το φορτίο της βενζίνας. Ξαναβρισκόμασταν πάλι με μόνα τα πόδια μας.
Έτσι άρχισε η πορεία, στις 31 Αυγούστου, χωρίς καμιόνια και άλογα. Ελπίζαμε ωστόσο να ξαναβρούμε οχήματα αφού θα διασχίζαμε το δρόμο από το Μανσανίγιο μέχρι το Μπαγιάμο. Πραγματικά τα βρήκαμε, άλλα την 1η του Σεπτέμβρη ένας τρομερός κυκλώνας χτύπησε την περιοχή αχρηστεύοντας όλες τις γραμμές επικοινωνίας εκτός από την Καρετέρα Σεντράλ, μοναδική ασφαλτοστρωμένη αρτηρία αυτής της περιοχής της Κούβας. Έπρεπε λοιπόν να εγκαταλείψουμε την ιδέα της μεταφοράς με καμιόνια... Από κείνη τη στιγμή δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε παρά με άλογο ή με τα πόδια. Περπατούσαμε, βαριά φορτωμένοι με εφόδια, ένα μπαζούκας με 40 οβίδες και με όλα τα απαραίτητα για μια μεγάλη πορεία και το γρήγορο στήσιμο ενός στρατοπέδου.
Ήρθαν δύσκολες μέρες στο φιλικό, ωστόσο, έδαφος του Οριέντε. Χρειάστηκε να διασχίσουμε ποτάμια πλημμυρισμένα, ρυάκια κι αυλάκια που είχαν μεταβληθεί σε ποτάμια, να παλεύουμε αδιάκοπα για να μη μουσκέψουν τα εφόδια, τα όπλα, οι οβίδες, να ψάχνουμε για άλογα και ν’ αφήνουμε τα κουρασμένα, ν’ αποφεύγουμε τις κατοικημένες περιοχές όσο απομακρυνόμασταν από την επαρχία του Οριέντε. Προχωρούσαμε επίπονα στο πλημμυρισμένο έδαφος, υποφέροντας από τις επιθέσεις από σμήνη κουνουπιών που ’καναν ανυπόφορες τις ώρες της ανάπαυσης. Τρώγαμε λίγο και άσχημα, πίναμε νερό από ρυάκια που σούρνονταν μέσα στα έλη ή ακόμα και νερό από τα ίδια τα έλη. Σερνόμασταν αξιοθρήνητα ολόκληρες τρομερές μέρες. Μια βδομάδα μετά την αναχώρησή μας, όταν περνούσαμε το Χαμπάμπο, στα όρια του Καμαγκουέυ και του Οριέντε, είμασταν φοβερά εξουθενωμένοι. έξω απ’ αυτό, η ομάδα μας υπόφερε από έλλειψη παπουτσιών και πολλοί σύντροφοι προχωρούσαν ξυπόλητοι στα λασποτόπια τού Νότιου Καμαγκουέυ.
Τη νύχτα της 9ης του Σεπτέμβρη, μπαίνοντας στο μέρος που λέγεται «Ομοσπονδία», η μπροστοφυλακή μας έπεσε σε εχθρική ενέδρα και δυο θαρραλέοι σύντροφοι βρήκαν το θάνατο. Αλλά το χειρότερο ήταν που επισημανθήκαμε από τις εχθρικές δυνάμεις που απ’ αυτή τη στιγμή μάς ενοχλούσαν διαρκώς και δεν μας άφηναν ούτε λεπτό ησυχία. Μετά από μια σύντομη μάχη, η μικρή φρουρά που βρισκόταν εκεί υποχώρησε με απώλειες από μέρους μας τέσσερις αιχμαλώτους. Χρειάστηκε να διπλασιάσουμε την επαγρύπνηση πολύ περισσότερο τώρα που η αεροπορία ήξερε πάνω - κάτω το δρομολόγιό μας.
Μια - δυο μέρες αργότερα φτάσαμε στο μέρος πού λέγεται «Μεγάλος Βάλτος» ταυτόχρονα με τον Καμιλό και τη φάλαγγά του –σε καλύτερη κατάσταση από μας. Το μέρος είναι αξιομνημόνευτο: ήταν κυριολεκτικά πνιγμένο στα κουνούπια σε σημείο πού χωρίς κουνουπιέρα –και πολύ απέχαμε από το να ’χουμε όλοι– ήταν αδύνατο να βρούμε ένα λεπτό ανάπαυσης.
Ακολούθησαν μέρες εξαντλητικής πορείας μες’ από έρημες εκτάσεις όπου δεν υπάρχει παρά νερό και λάσπη. Πεινασμένοι, διψασμένοι, ανίκανοι να περπατήσουμε άλλο, με πόδια μολύβι, προχωρούσαμε κουβαλώντας τα όπλα μας που βάραιναν τρομερά. Τελικά πήραμε τα καλύτερα άλογα πού μάς άφησε ο Καμίλο για να πάρει καμιόνια αλλά σε λίγο αναγκαστήκαμε να τα εγκαταλείψουμε γύρω στο κεντρικό εργοστάσιο ζάχαρης «Μακαρένιο». Οι οδηγοί που ’πρεπε να μας στείλουν δεν έφταναν κι έτσι ριχτήκαμε στην περιπέτεια. Η μπροστοφυλακή μας πέφτει σ’ ένα εχθρικό πόστο που λέγεται οι «Τέσσερις Σύντροφοι» κι εκεί γίνεται η αρχή μιας εξαντλητικής μάχης. Ξημέρωσε. Καταφέραμε, όχι χωρίς κόπο, να συγκεντρώσουμε το μεγαλύτερο μέρος της μονάδας μας στο πιο αδιαπέραστο σημείο τού δάσους σ’ εκείνο το μέρος, αλλά ο εχθρός προχωρούσε παράπλευρα και χρειάστηκε να αγωνιστούμε πολύ για να δώσουμε την ευκαιρία στους καθυστερημένους να περάσουν από μια σιδηροδρομική γραμμή προς το λόγγο. Τότε ακριβώς μας επισήμανε η αεροπορία. Τα Β26, C47, μεγάλα αναγνωριστικά C3, άλλα μικρά αεροπλάνα άρχισαν να ξερνούν φωτιά σε μια περίμετρο 200 μέτρων, ίσως και λιγότερο. Μετά απ’ αυτόν τον κατακλυσμό, φύγανε. Χάσαμε έναν άντρα από τις βόμβες. Μεταφέραμε και κάμποσους τραυματίες, ανάμεσα στους οποίους ήταν κι ο ταγματάρχης Σίλβα που ’λαβε μέρος σ’ όλη την υπόλοιπη εκστρατεία με κάταγμα στον ώμο.
Την άλλη μέρα τα πράματα πήγαιναν καλύτερα, γιατί έφτασαν μερικοί από τους αργοπορημένους και μπορέσαμε να συγκεντρώσουμε ολόκληρη τη μονάδα έξω από δέκα άντρες που μπήκαν στη φάλαγγα του Καμίλο κι έφτασαν μαζί του μέχρι το Βόρειο Μέτωπο της επαρχίας του Λας Βίλιας, στο Γιαγουαχάυ.
Μέσα σ’ όλες αυτές τις δυσκολίες η υποστήριξη των χωρικών δεν μας έλειψε ποτέ. Υπήρχε πάντα κάποιος για να μας χρησιμέψει σαν οδηγός ή για να μη μας αφήσει να πεθάνουμε της πείνας. Οπωσδήποτε την υποστήριξη αυτή δεν μας την πρόσφερε ομόφωνα όλος ο πληθυσμός του Οριέντε, ωστόσο όμως, υπήρχαν πάντοτε άνθρωποι πρόθυμοι να μας βοηθήσουν. Συνέβη κάποτε και να μας προδώσουν ενώ περνούσαμε από ένα τσιφλίκι. Δεν επρόκειτο για συμφωνημένη ενέργεια των χωρικών εναντίον μας, αλλά πρέπει να καταλάβουμε πώς οι συνθήκες της ζωής είχαν μεταβάλει αυτούς τους ανθρώπους σε σκλάβους. Τρομοκρατημένοι στη σκέψη πως μπορούσαν να χάσουν το καθημερινό τους ξεροκόμματο ειδοποιούσαν τ’ αφεντικό τους για το πέρασμά μας από την περιοχή κι αυτός πήγαινε στη στιγμή να ειδοποιήσει τις στρατιωτικές αρχές
Ένα απόγιομα, ακούσαμε από το μικρό ραδιόφωνό μας εκστρατείας, μια αναφορά του στρατηγού Φρανσίσκο Ταμπερνίγια Ντόλς που δινόταν μ’ όλη τη χαρακτηριστική του αλαζονεία. Ανάγγελλε την καταστροφή των ορδών του «Τσε» Γκουεβάρα, και παρουσίαζε έναν κατάλογο νεκρών, τραυματιών και σώων συντρόφων... Όλα αυτά προέρχονταν από χαρτιά που είχαν βρεθεί μέσα στους γυλιούς μας μετά την καταστροφική μας αναμέτρηση με τον εχθρό κάμποσες μέρες πιο πριν, ανακατεμένα με λαθεμένες πληροφορίες πού είχε μαζέψει το Γενικό 'Επιτελείο του Στρατού. Η είδηση του θανάτου μας προκάλεσε μια αντίδραση ευθυμίας στη μικρή μας ομάδα. Λίγο - λίγο, ωστόσο, οι άντρες μας άρχισαν να καταλαμβάνονται από απαισιοδοξία: η πείνα, η δίψα, η κούραση, η αίσθηση της αδυναμίας απέναντι στις εχθρικές δυνάμεις που μας περικύκλωναν όλο και πιο σφιχτά και προπαντός η τρομερή αρρώστια των ποδιών, γνωστή στους χωρικούς σαν «βραστό καλαμποκάλευρο» που έκανε μαρτύριο κάθε βήμα μας, είχαν μεταβάλει την ομάδα μας σε στρατό σκιών. Μέρα με τη μέρα, η φυσική κατάσταση της μονάδας μας χειροτέρευε και το φαΐ –μια μέρα ναι, μια μέρα όχι, την άλλη ίσως – δεν ήταν τέτοιο ώστε να καλυτερέψει τις συνθήκες. Τις χειρότερες μέρες τις περάσαμε περικυκλωμένοι στα περίχωρα της κεντρικής ζαχαροποιίας Μπαραγουά, μέσα στα έλη χωρίς σταγόνα πόσιμο νερό, κάτω από τα πυρά της αεροπορίας, χωρίς ούτε ένα άλογο να βοηθήσει τους πιο αδύνατους να περάσουν αυτό τον εχθρικό λασπότοπο, με τις αρβύλες εντελώς καταστραμμένες από το υφάλμυρο και βορβορώδικο νερό το γεμάτο φυτά που πλήγιαζαν τα γυμνά πόδια. Όταν σπάσαμε τον κλοιό για να φτάσουμε στήν περίφημη αρτηρία από το Χούκαρο στο Μορόν –μέρος ιστορικό, που υπήρξε το θέατρο αιματηρών μαχών ανάμεσα σε πατριώτες και Ισπανούς στη διάρκεια του πολέμου της Ανεξαρτησίας– βρισκόμασταν πραγματικά σ’ αξιοθρήνητη κατάσταση. Δεν είχαμε καν τον καιρό να πάρουμε μιαν ανάσα γιατί οι ραγδαίες βροχές (σκληρότητα του κλίματος μαζί κι επιθέσεις του εχθρού) μας υποχρέωναν να ξαναρχίσουμε την πορεία. Η μονάδα όσο πήγαινε κι αποθαρρυνόταν περισσότερο. Ωστόσο, στην πιο κρίσιμη στιγμή, όταν πια δεν μπορούσαμε να κάνουμε τους εξαντλημένους άντρες να προχωρήσουν παρά με βρισιές, παρακαλετά ή χαστούκια, ένα μακρινό όραμα έφτασε για να δώσει καινούρια πνοή στους αντάρτες: μια γαλάζια κηλίδα στα Δυτικά, η γαλάζια κηλίδα του ορεινοί όγκου του Λας Βίλιας που οι άντρες μας αντίκριζαν για πρώτη φορά. Από κείνη τη στιγμή οι στερήσεις φάνηκαν πολύ περισσότερο υποφερτές, κι όλα έμοιαζαν ευκολότερα. Γλυτώσαμε τον τελευταίο κλοιό διασχίζοντας κολυμπώντας τον Χούκαρο που χωρίζει τις επαρχίες του Καμαγκουέυ και του Λας Βίλιας· είχαμε την εντύπωση πως είχαμε ξεφύγει από την Κόλαση.
Οκτώβρης - Το Δημοψήφισμα
Δυο μέρες αργότερα βρισκόμασταν στην καρδιά της οροσειράς Τρινιδάδ - Σάνκτι Σπίριτους, προφυλαγμένοι, έτοιμοι να μπούμε στο καινούριο στάδιο του πολέμου. Ξεκουραστήκαμε δυο μέρες αργότερα, γιατί έπρεπε να συνεχίσουμε το δρόμο μας αμέσως και να Εμποδίσουμε τις εκλογές που θα γίνονταν στις 3 του Νοέμβρη. Είχαμε φτάσει στήν ορεινή ζώνη του Λας Βίλιας στις 16 του Οκτώβρη. Διαθέταμε ελάχιστο χρόνο για ένα τεράστιο έργο.
Με την άφιξή μας στη Σιέρρα του Εσκαμπράι. έπρεπε να σμπαραλιάσουμε τη στρατιωτική μηχανή της δικτατορίας και ιδιαίτερα τις επικοινωνίες της. Ο άμεσες στόχος μας ήταν να εμποδίσουμε τη διενέργεια των εκλογών. Δύσκολη δουλειά, εξ αίτιας του ελάχιστου χρόνου που διαθέταμε καθώς και των διαφωνιών μέσα στους κόλπους του επαναστατικού κινήματος, που κατάληγαν να στοιχίζουν πολύ ακριβά, ακόμα και σ’ ανθρώπινες ζωές.
Έπρεπε να χτυπήσουμε τα κοντινά χωριά για να εμποδίσουμε τις συγκεντρώσεις. Καταστρώσαμε ένα σχέδιο ταυτόχρονης επίθεσης στο Καμπαϊγουάν, στο Φομέντο και το Σάνκτι Σπίριτους, στις πλούσιες πεδιάδες του κέντρου του νησιού, ενώ παραδινόταν η μικρή φρουρά του Γκουινία ντε Μιράντα –στα βουνά– και στη συνέχεια χτυπούσαμε εκείνη του Μπανάο, χωρίς μεγάλα αποτελέσματα. Στη διάρκεια των ημερών πριν από τις 3 του Νοέμβρη αναπτύξαμε μια δραστηριότητα καταπληκτική: οι μονάδες μας ξεχύθηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις, μειώνοντας κατά τρεις φορές τη συρροή στις κάλπες σ’ αυτά τα μέρη. Οι δυνάμεις του Καμίλο Σιενφουέγος, στα βόρεια της επαρχίας, παράλυσαν την εκλογική φάρσα. Όλα, από τη μεταφορά των στρατιωτών του Μπατίστα, μέχρι την εμπορική κίνηση, σταμάτησαν.
Στο Οριέντε, μπορεί να πει κανείς πως δεν έγινε καθόλου ψηφοφορία. Στο Καμαγκουέι, το ποσοστό ήταν λίγο μεγαλύτερο, και στη δυτική ζώνη σημειωνόταν μαζική αποχή. Η αποχή έγινε αυθόρμητα στο Λας Βίλιας, γιατί δεν είχαμε αρκετό καιρό να οργανώσουμε ταυτόχρονα την παθητική αντίσταση των μαζών και τη δράση του αντάρτικου.
Ο πολλαπλασιασμός των επιθέσεων στις γραμμές επικοινωνίας έκανε την κατάσταση στο Λας Βίλιας πολύ κρίσιμη. Φτάνοντας, αλλάξαμε ριζικά το σύστημα του αγώνα μας στις πόλεις, αφού σε κάθε μετακίνηση μεταφέραμε τους καλύτερους αγωνιστές των πόλεων σε κέντρο εκπαίδευσης για να μάθουν την τακτική του σαμποτάζ που απόδωσε καρπούς στα περίχωρα.
Νοέμβρης - Το τέλος πλησιάζει
Στη διάρκεια των μηνών Νοέμβρη και Δεκέμβρη 1958, οι δρόμοι κλείσανε σιγά - σιγά. Ο λοχαγός Σίλβα μπλοκάρισε ολότελα το δρόμο από το Τρινιδάδ στο Σάνκτι Σπίριτους και η κεντρική αρτηρία έπαθε σοβαρή ζημιά όταν κόψαμε τη γέφυρα στο Τουινουκού, χωρίς ωστόσο να καταφέρουμε να την ανατινάξουμε. Ο κεντρικός σιδηρόδρομος κόπηκε σε πολλά σημεία. Η κυκλοφορία στο Νότο διακόπηκε από το 2ο Μέτωπο καί ή κυκλοφορία στο Βορρά από τις δυνάμεις του Καμίλο Σιενφουέγος. Έτσι το νησί βρέθηκε χωρισμένο σε δυο μέρη. Μονάχα η πιο ταραγμένη περιοχή, το Οριέντε, λάβαινε, από τον αέρα και τη θάλασσα, κυβερνητική βοήθεια που γινόταν, ωστόσο, όλο και πιο αβέβαιη. Τα συμπτώματα της αποσύνθεσης του εχθρού πολλαπλασιάζονταν.
[Δεκέμβρης - Η γέφυρα Φαλκόν]
Puente de Falcón, derribado por el Ejército Rebelde. Η γέφυρα του Φαλκόν (Πηγή)
Από τις 16 του Δεκέμβρη, η συστηματική ανατίναξη των γεφυριών και άλλων γραμμών επικοινωνίας είχαν βάλει τη δικτατορία σε μεγάλους μπελάδες. Πώς να υπερασπίσουν τα προχωρημένα φυλάκιά τους κι ακόμα εκείνα της κεντρικής αρτηρίας κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες; Την αυγή της 16ης, ανατινάχτηκε η γέφυρα του Φαλκόν, πάνω στον κεντρικό δρόμο και οι συγκοινωνίες μεταξύ της Χαβάνας και των πόλεων στ’ Ανατολικά της Σάντα Κλάρα ουσιαστικά διακόπηκαν. Ακόμα οι δυνάμεις μας πολιόρκησαν και χτύπησαν μια σειρά χωριά –ανάμεσα στα οποία το Φομέντο ήταν το πιο μεσογειακό. Ο τοπικός αρχηγός αμύνθηκε αρκετά καλά για κάμποσες μέρες, αλλά παρά το σφυροκόπημα της αεροπορίας πάνω στον αντάρτικο στρατό μας, τα στρατεύματα της δικτατορίας, αποθαρρυμένα, δεν προχωρούσαν καθόλου για να βοηθήσουν τους συντρόφους τους. Διαπιστώνοντας τη ματαιότητα κάθε αντίστασης παραδόθηκαν και περισσότερα από 100 όπλα πέρασαν με το μέρος της Λευτεριάς.
Χωρίς ν’ αφήσουμε τον εχθρό να πάρει ανάσα, αποφασίσαμε να παραλύσουμε αμέσως την κεντρική αρτηρία και στις 21 τού Δεκέμβρη χτυπήσαμε ταυτόχρονα το Καμπαϊκάν και το Γκουάγιος. Σε λίγες ώρες το Γκουάγιος παραδινόταν και δυο μέρες αργότερα ακλούθησε το Σαμπαϊγκουάν και οι 90 στρατιώτες του. Στο Καμπαϊγουάν διαπιστώθηκε ολοφάνερα η ανικανότητα της δικτατορίας που δεν έστειλε καθόλου ενισχύσεις στους πολιορκημένους.
Ό Καμίλο Σιενφουέγος χτύπησε μια σειρά χωριά στα βόρεια του Λας Βίλιας, και περικύκλωσε το Γιαγκουαχάυ, το τελευταίο προπύργιο των στρατευμάτων της δικτατορίας, κάτω από τις διαταγές ενός λοχαγού κινέζικης καταγωγής που αντιστάθηκε έντεκα μέρες, ακινητοποιώντας τις επαναστατικές δυνάμεις του τομέα, ενώ οι δικοί μας είχαν κιόλας βάλει μπρος για την κεντρική αρτηρία, προς τη Σάντα Κλάρα, πρωτεύουσα της επαρχίας.
Μετά την πτώση του Καμπαϊγουάν επιτεθήκαμε στο Πλασέτας, που παραδόθηκε σε μια μέρα. Το Επαναστατικό Διευθυντήριο μας έδωσε σημαντική βοήθεια. Μετά την κατάληψη του Πλακέτας απελευθερώσαμε πολύ γρήγορα το Ρεμέδιος και το Καϊμπαριέν (σημαντικό λιμάνι) στη Βόρεια ακτή. Τα πράματα σκούραιναν για τη δικτατορία. Νικούσαμε συνέχεια στο 'Οριέντε, το Μέτωπο του Εσκαμπράι ανάγκαζε σε υποχώρηση τις μικρές φρουρές κι ό Καμίλο Σιενφουέγος είχε τον έλεγχο του Βορρά.
[29-30 Δεκέμβρη. Σάντα Κλάρα: Η κρίσιμη αναμέτρηση]
Το θωρακισμένο τρένο (Πηγή)
Όταν ο εχθρός αποχώρησε από το Καμαχουανί, χωρίς την παραμικρή αντίσταση, ήμασταν πια έτοιμοι για την τελική επίθεση στήν πρωτεύουσα του Λας Βίλιας. (Η Σάντα Κλάρα είναι ο άξονας της κεντρικής πεδιάδας τού νησιού. Πόλη 160.000 κατοίκων, σιδηροδρομικό κέντρο, και σημαντικός κόμβος επικοινωνιών. Περιβάλλεται από γυμνούς λοφίσκους που τα στρατεύματα της δικτατορίας κατείχαν από πρώτα).
Την ώρα της επίθεσης είχαμε αυξήσει σημαντικά τον αριθμό των όπλων μας· είχαμε ακόμα και βαριά όπλα... αλλά χωρίς εφόδια. Είχαμε ένα μπαζούκα χωρίς οβίδες κι έπρεπε να πολεμήσουμε ενάντια σε μια δεκάδα τανκς. Αλλά ξέραμε πως το καλύτερο μέσο να τα αποκρούσουμε ήταν να μπούμε στις πυκνοκατοικημένες συνοικίες, όπου η αποτελεσματικότητα αυτών των μηχανών μειώνεται σημαντικά...
Ενώ τα στρατεύματα του Διευθυντηρίου είχαν αναλάβει να πάρουν το στρατώνα Νο 31 της Αγροτικής Φρουράς, εμείς ετοιμαζόμασταν να περικυκλώσουμε όλα τα οχυρά σημεία της Σάντα Κλάρα. Παράλληλα συγκεντρώναμε τις προσπάθειές μας ενάντια στους υπερασπιστές ενός θωρακισμένου τραίνου στήν είσοδο τού δρόμου τού Καμαχουανί, θέση που υποστηριζόταν σταθερά από το στρατό.
Στις 29 του Δεκέμβρη άρχισε η μάχη. Το Πανεπιστήμιο είχε αρχικά χρησιμέψει σα βάση επιχειρήσεων. Στη συνέχεια εγκαταστήσαμε το Γενικό Επιτελείο μας πιο κοντά στο κέντρο της πόλης. Οι άντρες μας μάχονταν ενάντια σε τμήματα που υποστηρίζονταν από μονάδες θωρακισμένων και τα έτρεπαν σε φυγή, άλλα πολλοί ήταν αυτοί που πλήρωσαν με τη ζωή τους αυτά τα κατορθώματα. Νεκροί και τραυματίες άρχισαν να γεμίζουν τα νεκροταφεία και τα αυτοσχέδια νοσοκομεία.
Θυμάμαι ένα επεισόδιο πολύ χαρακτηριστικό της ψυχικής κατάστασης του στρατού μας στη διάρκεια αυτής της τελευταίας επίθεσης. Είχα επιπλήξει ένα στρατιώτη που κοιμόταν την ώρα της μάχης. Μου απάντησε πως τον είχαν αφοπλίσει γιατί του είχε ξεφύγει ένας πυροβολισμός. Του είπα, με το συνηθισμένο ξερό μου τρόπο: «Πήγαινε στήν πρώτη γραμμή με γυμνά χέρια και βρες εκεί όπλο... αν είσαι ικανός». Στη Σάντα Κλάρα ενώ είχα πάει στο στρατιωτικό νοσοκομείο να δώσω κουράγιο στους λαβωμένους, ένας ετοιμοθάνατος μ’ άγγιξε στο χέρι και μου είπε: «Θυμάσαι, ταγματάρχη; Μ’ έστειλες να βρω όπλο στο Ρεμέντιος... και το πήρα». Ήταν ο ίδιος αγωνιστής, που πέθανε λίγα λεπτά αργότερα. Μου φάνηκε ευτυχισμένος που είχε αποδείξει το θάρρος του. Τέτοιος είναι ο αντάρτικος στρατός μας.
30 Δεκέμβρη: Ολοήμερη μάχη
Οι λόφοι τού Κάπιρο εξακολουθούσαν ν’ αντιστέκονται και η μάχη βάσταξε ολόκληρη τη μέρα –30 τού μηνός. Ταυτόχρονα πιάναμε διάφορα σημεία της πόλης. Ήδη είχαν κοπεί οι επικοινωνίες ανάμεσα στο κέντρο της Σάντα Κλάρα και το θωρακισμένο τραίνο. Οι αμυνόμενοι, βλέποντας πως είχαν περικυκλωθεί πάνω στους λόφους του Κάπιρο, προσπάθησαν να ξεφύγουν από τη σιδηροδρομική γραμμή κι έπεσαν μαζί με το πλούσιο φορτίο τους στη διακλάδωση που είχαμε φροντίσει ν’ ανατινάξουμε. Η μηχανή και πολλά βαγόνια Εκτροχιάστηκαν. Έγινε τότε μια πολύ ενδιαφέρουσα μάχη: οι άντρες του θωρακισμένου τραίνου διώχτηκαν με τα κοκτέιλ Μολότοφ. Παρά τη θαυμάσια προστασία τους, δεν ήταν διατεθειμένοι να πολεμήσουν παρά από απόσταση, από θέσεις ευνοϊκές κι εναντίον ενός εχθρού ουσιαστικά άοπλου, σε άψογο στυλ αποίκων εναντίον των Ινδιάνων του Αμερικάνικου Γουέστ. Βαλλόμενο από τους άντρες που από γειτονικές θέσεις και διπλανά βαγόνια έριχναν μπουκάλια μ’ αναμμένη βενζίνα, το τραίνο μεταβλήθηκε –χάρη στις λαμαρίνες της θωράκισης – σε πραγματικό φούρνο για τους στρατιώτες. Μέσα σε λίγες ώρες ολόκληρο το πλήρωμα παραδινόταν μαζί με τα 22 βαγόνια του, τα αντιαεροπορικά του κανόνια, τα πολυβόλα D.CA. και τις μυθικές ποσότητες των εφοδίων του (μυθικές για μας, βέβαια).
[«Ο Μικρός Γελαδάρης» και η «Ομάδα Αυτοκτονίας»]
Ρομπέρτο Ροντρίγκες - El Vaquerito
Λας Βίγιας,7 Ιουλ. 1935 - 30 Δεκ. 1958, Σάντα Κλάρα (Πηγή)
Καταφέραμε να καταλάβουμε τον κεντρικό ηλεκτρικό σταθμό κι ολόκληρο το Βορειοδυτικό τμήμα της πόλης. Αναγγείλαμε από το ραδιόφωνο πως η Σάντα Κλάρα βρισκόταν σχεδόν ολόκληρη στα χόρια της Επανάστασης. Στη διάρκεια αυτής της αναγγελίας που έκανα σαν ανώτερος διοικητής των Ενόπλων Δυνάμεων του Λας Βίλιας έκανα με θλίψη γνωστό στο λαό της Κούβας το θάνατο του λοχαγού Ρομπέρτο Ροντρίγκες, του «Μικρού Γελαδάρη» μικρού στο ανάστημα και στην ηλικία, αρχηγού της «Ομάδας Αυτοκτονίας» που είχε διακινδυνέψει τη ζωή του χίλιες φορές στον αγώνα για τη λευτεριά.
Το μνημείο του Βακερίτο στη Σάντα Κλάρα. (Πηγή)
Η «Ομάδα Αυτοκτονίας» ήταν ένα πρότυπο Επαναστατικής ευψυχίας που αποτελούνταν αποκλειστικά από δοκιμασμένους εθελοντές. Ωστόσο, κάθε φορά που σκοτωνόταν ένας άντρας –πράμα που συνέβαινε σε κάθε μάχη– μέχρι την υπόδειξη του νέου δόκιμου, εκείνοι που αποκλείονταν δεν μπορούσαν να κρύψουν τη θλίψη τους, ούτε να κρατήσουν τα δάκρυά τους. Πόσο παράξενο ήταν να βλέπει κανείς αυτούς τους ευγενικούς πολεμιστές με το ηλιοψημένο δέρμα ν’ αφήνουν να μιλάει ή νιότη τους χύνοντας δάκρυα απελπισίας γιατί δεν είχαν την τιμή να διαλεχτούν για την πρώτη θέση της μάχης και του θανάτου.
Στη συνέχεια έπεσε η Αστυνομική Διεύθυνση παραδίνοντάς μας τα τανκς που την υπεράσπιζαν. Ακολούθησε η γρήγορη παράδοση του στρατώνα No 31 στον ταγματάρχη Κουμπέλα, ενώ η φυλακή, το Δικαστικό Μέγαρο και το Κυβερνείο της επαρχίας παραδίνονταν σε μας, όπως και το «Γκράντ Οτέλ» όπου οι πολιορκημένοι συνέχιζαν να βάλλουν από τον δέκατο όροφο, σχεδόν ως το τέλος των εχθροπραξιών.
[1 Γενάρη 1959 - Los Libertadores de la Historia]
Τη στιγμή αυτή μονάχα ο στρατώνας «Λεόνσιο Βιντάλ», το γοερότερο φρούριο του κέντρου τού νησιού έμενε στα χέρια της δικτατορίας. Αλλά την 1η του Γενάρη τού 1959, τα σημάδια της ασφυξίας των υπερασπιστών του ήταν κιόλας φανερά. Το πρωί της 1ης τού Γενάρη στείλαμε το λοχαγό Νούνες Χιμένες με τον Ροντρίγκες ντε λα Βέγα να διαπραγματευτούν την παράδοση του στρατώνα. Τα νέα ήταν ασυνήθιστα και αντιφατικά: ο Μπατίστα μόλις το ’χε σκάσει προκαλώντας την κατάρρευση της Διοίκησης των Ενόπλων Δυνάμεων... Οι δυο αποσταλμένοι μας ήρθαν σ’ επαφή με τον Καντίγιο με ασύρματο και του ανακοίνωσαν την πρόταση παράδοσης, όμως εκείνος έκρινε πως δεν ήταν δυνατό να τη δεχτεί, γιατί αποτελούσε τελεσίγραφο και πως αυτός είχε αναλάβει τη διοίκηση του στρατού ακολουθώντας κατά γράμμα τις οδηγίες του Φιντέλ Κάστρο. Ήρθαμε αμέσως σ’ επαφή με τον Φιντέλ, και τον ενημερώσαμε δίνοντάς του τη γνώμη μας για την ύποπτη στάση τού Καντίγιο. Η πεποίθησή του ήταν κιόλας ατράνταχτη: είχε κι αυτός τη βεβαιότητα πως ο Καντίγιο ήταν προδότης. (Ο Καντίγιο, σ’ αυτές τις αποφασιστικές στιγμές, επέτρεψε σε όλους τους μεγάλους υπεύθυνους της Κυβέρνησης του Μπατίστα να διαφύγουν. Η στάση του γίνεται ακόμα πιο αξιοκατάκριτη αν σκεφτεί κανείς πως είχαμε έρθει σ’ επαφή μ’ έναν αξιωματικό και πως του ’χαμε δείξει εμπιστοσύνη με την αφελή σκέψη πως ένας στρατιωτικός κρατάει το λόγο του...).
Η συνέχεια είναι γνωστή σε όλους: η άρνηση του Φιντέλ Κάστρο να λάβει υπόψη τη γνώμη του. Η διαταγή του να βαδίσουμε προς τη Χαβάνα, η ανάληψη της διοίκησης του στρατού από τον στρατηγό Μπαρκίν που βγήκε από τις φυλακές του Νησιού των Πεύκων, η κατάληψη της στρατιωτικής πόλης της Κολούμπια [**] από τον Καμίλο Σιενφουέγος, του φρουρίου της Καμπάνια από τη δική μας όγδοη φάλαγγα και λίγες μέρες αργότερα, τέλος, η ανάδειξη του Φιντέλ Κάστρο σε Πρωθυπουργό της Προσωρινής Κυβέρνησης. Όλα αυτά αποτελούν μέρος της σημερινής πολιτικής ιστορίας της χώρας.
Τελευταίο κεφάλαιο (27) από το βιβλίο: Η Επανάσταση στην Κούβα (Άπαντα Τσε Γκουεβάρα, Τόμος 2), Μετάφραση, Φ. Κομνηνού, Επιμέλεια και θεώρηση ύλης, Σ. Σιδεράς (Εκδόσεις Καρανάση, 1981, σελ. 213-225)
Περισότερα για El Vaquerito και για το μνημείο του Tren Blindado βλέπε σε Τσε
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
ΕΛΜΕΠΑ: Το κορυφαίο πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής στην Ελλάδα για διπλή μοριοδότηση
Το 1ο στην Ελλάδα Πρόγραμμα επιμόρφωσης Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς με Πιστοποιητικό
ΑΣΕΠ: Η πιο Εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών για μόρια σε 2 ημέρες (δίνεις από το σπίτι σου με 95 ευρώ)
Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 11/12
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ - ΓΑΛΛΙΚΩΝ - ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ
2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη