skylos
Η ιστορία ενός ανθρώπου αυτιστικού και του σκύλου του —
δύο ψυχών που έμαθαν να μιλούν χωρίς λόγια,
κι ενώθηκαν για πάντα μέσα στη σιωπή της αγάπης

Δεν ξέρω αν γεννήθηκα για εκείνον ή αν εκείνος γεννήθηκε για μένα. Ξέρω μόνο πως την πρώτη μέρα που τον είδα, κάτι μέσα μου έπαψε να φοβάται. Ήμουν μικρός, ακόμα μύριζα γάλα και χώμα. Με είχαν βάλει σ’ ένα καλάθι μαζί με τα αδέλφια μου και κάθε τόσο ερχόταν κόσμος, μας κοιτούσε, κι έφευγε. Εγώ δεν ήξερα τι περίμενα. Μόνο ένιωθα πως η καρδιά μου ήθελε κάτι να γνωρίσει πριν προλάβει να το χάσει.

Κι ύστερα μπήκε εκείνος. Δεν ήρθε όπως όλοι οι άλλοι. Δεν έσκυψε να μας χαϊδέψει, δεν μίλησε, δεν γέλασε. Στεκόταν πίσω απ’ τη μητέρα του, με τα μάτια του καρφωμένα στο πάτωμα. Όλα πάνω του μαρτυρούσαν μια βαθιά σιωπή, κι εγώ… εγώ δεν ξέρω γιατί, αλλά ήξερα πως έπρεπε να πάω κοντά του.

Γλίστρησα απ’ το καλάθι, περπάτησα ως τα πόδια του. Η μητέρα του προσπάθησε να τον κάνει να με κοιτάξει, μα εκείνος έμεινε ακίνητος. Τότε κάθισα μπροστά του και τον περίμενα. Δεν ήξερα τι περίμενα — ίσως μια ματιά, μια ανάσα, ένα τίποτα που θα μ’ έκανε δικό του.

Μετά από ώρα, σήκωσε το κεφάλι. Τα μάτια του ήταν μεγάλα και τόσο εκφραστικά, αλλά κοιτούσαν αλλού. Δεν με κοίταξε όπως συνήθως οι άνθρωποι βλέπουν. Με άγγιξε όμως με το βλέμμα του, όχι στο τρίχωμα μου — με άγγιξε βαθιά μέσα μου. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα ότι διάβασε την ύπαρξη μου, όπως κανείς δεν την είχε διαβάσει ποτέ. Κι ύστερα ήρθε το πρώτο του χαμόγελο. Απλό, διστακτικό, σχεδόν φοβισμένο. Αλλά για μένα ήταν πιο φωτεινό από τον ήλιο στο μεσουράνημα.

Η μητέρα του δάκρυσε τότε, ο πατέρας του έστρεψε το πρόσωπο του αλλού για να μη φανεί ο πόνος του. Κι εγώ ήξερα ότι δεν είχα πια άλλο σπίτι να ψάξω για να ζήσω. Μ’ έπιασε απ’ το λουρί ένας ξένος, με έδωσε στο αγόρι, κι εκείνο με κράτησε αμήχανα, σαν να φοβόταν μην πονέσω. Μα εγώ ήξερα ότι ποτέ δεν θα πονούσα κοντά του.

Το βράδυ εκείνο κοιμήθηκα στα πόδια του. Δεν με χάιδεψε, δεν με φώναξε με κάποιο όνομα, δεν έλεγε τίποτα. Μα η ανάσα του δίπλα στη δική μου ήταν σαν να μου έλεγε: “Μη φύγεις.” Κι εγώ δεν έφυγα ποτέ.
Από τότε έμαθα να παρατηρώ τον κόσμο μέσα απ’ τις κινήσεις του. Το πώς έστριβε το κεφάλι, πώς έσφιγγε τα δάχτυλα, πώς χτυπούσε ρυθμικά το πάτωμα όταν κάτι τον τάραζε. Δεν μπορούσα να μιλήσω, μα γνώριζα κάποιες εκφράσεις — και μέσα σ’ αυτές οικοδομήσαμε το πρώτο μας σπίτι.

Ήταν ένα σπίτι φτιαγμένο από σιωπές και αναπνοές. Από βήματα που μετρούσαν το ίδιο πάτωμα ξανά και ξανά, κι από δυο ψυχές που έμαθαν να χωρούν η μία στη σκιά της άλλης.

Εκείνο το βράδυ, πριν αποκοιμηθώ, τον ένιωσα να μου ψιθυρίζει χωρίς να βγαίνει ήχος από τα χείλη του: “Εσύ με βλέπεις.”
Κι εγώ, χωρίς να ξέρω ακόμα να απαντώ, υποσχέθηκα μέσα μου: “Για πάντα”.

Δεν μάθαμε ποτέ να μιλάμε όπως οι άλλοι. Μα δεν μας έλειψε αυτό.
Εκείνος είχε τις σιωπές του κι εγώ είχα τη μουσούδα μου. Έβλεπα πότε έτρεμε το χέρι του, πότε γύριζε τα μάτια του αλλού, πότε ο αέρας γύρω του γινόταν βαρύς, σαν να τον φοβόταν. Ήξερα τότε να ακουμπώ τη μουσούδα μου στα γόνατα του. Δεν έλεγα τίποτα, μόνο άφηνα τη ζεστασιά μου να σταθεί επάνω του. Κι εκείνος ησύχαζε.

Οι άνθρωποι έλεγαν πως “δεν επικοινωνεί”. Μα εγώ ήξερα ότι μιλούσε συνέχεια — απλώς κανείς δεν άκουγε τη γλώσσα του. Ήταν μια γλώσσα γεμάτη από βλέμματα που δεν κοιτούν, από χέρια που επαναλαμβάνουν συνεχώς τις ίδιες κινήσεις, από ανάσες κοφτές και ρυθμικές. Κι εγώ, μέρα με τη μέρα, έμαθα να τις μεταφράζω. Έγινα το αυτί του κόσμου που δεν τον καταλάβαινε.

Όταν ερχόταν ο ήλιος απ’ το παράθυρο και άγγιζε το πάτωμα, εκείνος καθόταν στο φως κι άρχιζε να κάνει κύκλους με το δάχτυλο. Στην αρχή με τρόμαζε — δεν ήξερα τι σημαίνει. Μα κάποια στιγμή κατάλαβα: ζωγράφιζε τη μέρα που δεν ήξερε να περιγράψει.
Κι εγώ καθόμουν πλάι του και του έγλειφα το χέρι κάθε φορά που τελείωνε τον κύκλο. Έτσι γινόταν “ναι”.

Όταν ήταν αναστατωμένος, τα πόδια του χτυπούσαν το πάτωμα με σταθερό ρυθμό. Εγώ δεν πλησίαζα. Μόνο περίμενα. Όταν σταματούσε, έβαζα το κεφάλι μου στα πόδια του και τον κοίταζα, χωρίς απαίτηση. Κι εκείνος τότε, μερικές φορές, γελούσε ξαφνικά. Σαν να θυμόταν πως δεν είναι μόνος.

Οι μέρες μας κυλούσαν χωρίς λόγια, μα ήταν γεμάτες νόημα. Οι άνθρωποι γύρω μάς κοιτούσαν παράξενα — ένα παιδί που δε μιλούσε κι ένας σκύλος που έμοιαζε να καταλαβαίνει τα πάντα.
Μα το σπίτι μας άρχισε να γεμίζει από άλλους ήχους: το τρίξιμο του δαπέδου κάτω απ’ τα πόδια του, τον ήχο της αναπνοής του όταν ηρεμούσε, τον παλμό της καρδιάς του όταν αποκοιμιόταν με το χέρι του πάνω μου.

Μια μέρα, χωρίς λόγο, με φώναξε με μια λέξη που δεν υπήρχε σε καμιά γλώσσα. Κάτι ανάμεσα σε έναν φθόγγο και μια ανάσα. Το είπε διστακτικά, μετά πιο καθαρά, κι εγώ έτρεξα κοντά του. Ήταν το όνομά μου — ή μάλλον, το όνομα που έπλασε εκείνος για μένα.
Από τότε, κάθε φορά που το έλεγε, ήταν σαν προσευχή.
Δεν ήξερα τότε τι σημαίνει “αυτισμός”. Δεν ήξερα τι σημαίνει “διαφορετικός”. Ήξερα μόνο πως η καρδιά του είχε μέσα της μια μουσική που δεν έπαιζε για κανέναν άλλον.
Και ήξερα πως ο Θεός με είχε στείλει για να την ακούσω.

Κι έτσι η σιωπή έγινε γλώσσα.
Ένας ήχος που δεν περνούσε απ’ τα χείλη, αλλά απ’ την πίστη πως αν μείνεις αρκετά κοντά σε μια ψυχή, τη μαθαίνεις.
Δεν χρειάζεται να σου μιλήσει — αρκεί να ανασαίνει.
Κι εγώ ήμουν εκεί, πάντα στο ρυθμό της αναπνοής του.

Δεν είχαμε ποτέ μέρες ίδιες, μα κάθε μέρα είχε κάτι μικρό που έμοιαζε με θαύμα.
Την πρώτη φορά που βγήκαμε έξω μαζί, θυμάμαι τις φωνές του κόσμου — τόσο δυνατές που εκείνος έβαλε τα χέρια του στα αυτιά του. Δεν άντεχε τον ήχο του κόσμου, τα βήματα των άλλων, τα φτερουγίσματα των πουλιών. Κι εγώ τότε μπήκα μπροστά του, να κόψω τον δρόμο, να του προσφέρω μια σκιά. Μετά από ώρα, ακούμπησε το χέρι του στη ράχη μου. Ένα απλό άγγιγμα — κι ήταν σαν να μου έλεγε “μπορώ”.

Από εκείνη τη μέρα περπατούσαμε κάθε απόγευμα στο ίδιο μονοπάτι. Δεν αλλάζαμε ποτέ πορεία, δεν βιαζόμασταν. Ήξερα πότε να σταματήσω για να μαζέψει λουλούδια, πότε να συνεχίσω για να μην χάσει το ρυθμό του. Έτσι μάθαμε να περπατάμε μαζί, με την ίδια καρδιά.

Μερικές φορές, τα βράδια, τον έβλεπα να κάθεται μπροστά στο τζάμι και να παρακολουθεί το φεγγάρι. Εγώ καθόμουν πίσω του, κι ένιωθα την ανάσα του να αλλάζει. Ήταν οι στιγμές που δεν φοβόταν. Που το φως του κόσμου δεν τον πλήγωνε.
Μια τέτοια νύχτα, γύρισε και μου χαμογέλασε. Μικρό χαμόγελο, σχεδόν ανύπαρκτο, αλλά για μένα ήταν θρίαμβος.

Άρχισε να μου αφήνει ζωγραφιές στο πάτωμα. Γραμμές, κύκλους, σχήματα χωρίς λογική. Μα εγώ ήξερα τι ήταν: οι μέρες μας. Ένα σχήμα για κάθε βήμα, μια γραμμή για κάθε ανάσα που ανασαίναμε μαζί. Στο τέλος, σχεδίασε κάτι που έμοιαζε με εμένα — ένα περίγραμμα με τέσσερα πόδια και μια ουρά που υψωνόταν προς τα πάνω. Κι όταν τελείωσε, με κοίταξε και είπε καθαρά:
«Φίλος».

Η μητέρα του έκλαψε τότε, κι εγώ έβαλα το κεφάλι μου στα γόνατα του για να μην τρομάξει απ’ τον ήχο. Ήταν η πρώτη του λέξη που δεν ήταν επανάληψη, που δεν του την είχαν μάθει. Την είχε βγάλει απ’ την ψυχή του — για μένα.

Οι μέρες πέρασαν και το σπίτι μας γέμισε ρυθμούς και τελετουργίες. Το φαγητό έπρεπε να είναι στην ίδια θέση, το ποτήρι πάντα δεξιά, το παράθυρο μισάνοιχτο. Κι εγώ, ο φύλακας αυτής της τάξης, στεκόμουν σαν στρατιώτης της ηρεμίας του. Όταν κάτι άλλαζε, τον προειδοποιούσα με ένα απαλό γρύλισμα, κι εκείνος με κοίταζε ευχαριστημένος.

Δεν ήξερα αν προχωρούσαμε ή απλώς μαθαίναμε να αντέχουμε. Μα ήξερα ότι κάθε μικρή του νίκη ήταν και δική μου.
Όταν για πρώτη φορά άφησε να τον αγκαλιάσουν χωρίς να τραβηχτεί, ένιωσα σαν να είχε ανοίξει ο ουρανός.
Όταν για πρώτη φορά κοιμήθηκε με το κεφάλι του πάνω μου, ένιωσα πως αν πέθαινα εκείνη τη στιγμή, θα ήμουν ευτυχισμένος.

Οι άνθρωποι τον έλεγαν “παιδί με δυσκολίες”. Εγώ τον έβλεπα σαν θαύμα που πάλευε να χωρέσει στον κόσμο.
Και κάθε φορά που τον έβλεπα να χαμογελά, ένιωθα πως νικούσαμε — όχι τον κόσμο, αλλά τον φόβο.
Γιατί κάθε χαμόγελο του ήταν ένα “ευχαριστώ” στη σιωπή που δεν πρόδωσε ποτέ.

Οι χρόνοι μας δεν μετριούνταν όπως των άλλων. Δεν είχαμε ημερολόγιο ούτε γιορτές, μόνο συνήθειες που γίνονταν προσευχές. Κάθε πρωί εκείνος σηκωνόταν πριν απ’ όλους, καθόταν στο ίδιο σημείο στο πάτωμα κι εγώ δίπλα του, να φυλάω τη σιωπή του. Έπειτα άνοιγε το παράθυρο κι άφηνε τον ήλιο να μας αγγίζει. Δεν τον κοιτούσε ποτέ κατευθείαν — απλώς σήκωνε το πρόσωπο του και έμοιαζε να λέει: “είμαι ακόμα εδώ”.

Την άνοιξη όλα μύριζαν διαφορετικά. Τον έβλεπα να τρέμει κάθε φορά που φυσούσε δυνατά, να σφίγγει τα χέρια του στα αυτιά του για να διώξει τους ήχους. Έσκυβα τότε κοντά του και ακουμπούσα τη μουσούδα μου στην πλάτη. Είχε μάθει πως όταν το έκανα, ο κόσμος ήταν ασφαλής. Κι εγώ μάθαινα πως η ειρήνη δεν είναι σιωπή, αλλά είναι παρουσία.

Το καλοκαίρι πηγαίναμε στη θάλασσα. Δεν την άγγιζε ποτέ, μόνο την κοιτούσε. Εγώ έμπαινα λίγο στο νερό, έβγαινα και κουνούσα το τρίχωμα μου να τον βρέξω λίγο. Γελούσε τότε, δυνατά, σαν παιδί που θυμάται ότι υπάρχει ακόμα γέλιο. Εκείνες τις μέρες έτρωγε περισσότερο, μιλούσε με φθόγγους που δεν καταλάβαινα, μα είχαν το χρώμα της χαράς.

Το φθινόπωρο τον έβρισκε ήσυχο, κουρασμένο. Καθόταν ώρες μπροστά στο παράθυρο και έβλεπε τα φύλλα να πέφτουν από τα δέντρα. Μερικές φορές μάζευε ένα, το κρατούσε στα δάχτυλα και μου το έδειχνε σαν να μου έλεγε “δες πώς αλλάζει”. Ήταν οι στιγμές που πίστευα πως μεγάλωνε, όχι στο σώμα — στη ψυχή.
Τον χειμώνα κουλουριαζόμασταν κάτω από μια κουβέρτα.

Ο κόσμος έξω γινόταν μικρός, κι εμείς μεγάλοι. Άκουγα το χτύπο της καρδιάς του να αλλάζει, πιο βαριά, πιο βαθιά. Μερικές φορές έβαζε το χέρι του στο κεφάλι μου και ψιθύριζε, τόσο αργά, τόσο διστακτικά, που σχεδόν δεν υπήρχε ήχος: «Μη φύγεις ποτέ».

Και δεν έφυγα. Ακόμα κι όταν άρχισαν τα χρόνια να τον βαραίνουν, ακόμα κι όταν άρχισε να αλλάζει. Έγινε πιο κλειστός, πιο ήρεμος, αλλά μέσα του υπήρχε φως — αυτό που δεν είχαν οι άλλοι.

Μια μέρα με πήρε μαζί του στο σχολείο που δούλευε η μητέρα του. Τα παιδιά μαζεύτηκαν γύρω μου, γελούσαν, φώναζαν. Εκείνος στεκόταν λίγο πιο πίσω, με τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα. Και τότε ένα μικρό αγόρι τον πλησίασε και τον άγγιξε στον ώμο. Εκείνος δεν απομακρύνθηκε. Μόνο γύρισε το κεφάλι, κοίταξε το παιδί κι ύστερα εμένα. Το βλέμμα του έλεγε: «άντεξα».

Δεν είπα τίποτα, μα ήξερα πως είχε περάσει ένα κατώφλι. Είχε συναντήσει τον κόσμο για μια στιγμή, και ο κόσμος δεν τον τρόμαξε.

Το βράδυ, πριν κοιμηθούμε, ήρθε κοντά μου και με αγκάλιασε. Για πρώτη φορά. Όχι τυχαία, όχι επειδή φοβόταν. Με αγκάλιασε όπως οι άνθρωποι που ξέρουν τι σημαίνει πως να αγαπούν. Και καθώς με κράταγε, ένιωσα την καρδιά του να λέει κάτι που τα χείλη δεν θα έλεγαν ποτέ:
«Χωρίς εσένα, δεν θα τα είχα καταφέρει».
Τα χρόνια πέρασαν χωρίς να τα μετρήσουμε. Ξυπνούσα πάντα πριν από εκείνον και περίμενα να ακούσω τα βήματα του στο πάτωμα. Ήταν ο ήχος που σήμαινε ότι η ζωή συνεχίζεται. Μα μια μέρα δεν ήρθε. Ο ήλιος μπήκε στο δωμάτιο, το φως χάραξε τα ίδια σημεία στους τοίχους, κι όμως ο αέρας ήταν διαφορετικός. Βαρύς. Ακίνητος. Σαν κάτι να είχε χαθεί που δεν θα γύριζε ποτέ.

Τον άκουσα από μακριά — ψίθυροι, θόρυβοι, φωνές ανθρώπων που δεν ήξερα. Με πήραν μακριά για λίγο, είπαν πως πρέπει να περιμένω. Μα δεν ήξερα τι σημαίνει “να περιμένεις” όταν το σώμα σου πονάει χωρίς λόγο. Οσμιζόμουν τη λύπη τους, έβλεπα τα μάτια τους να αποφεύγουν το μέρος όπου κοιμόταν εκείνος. Κι ύστερα κατάλαβα. Ο κόσμος είχε σταματήσει.

Όταν με άφησαν να μπω ξανά στο δωμάτιο, τον βρήκα ξαπλωμένο. Ήταν ήρεμος, σαν να είχε απλώς αποκοιμηθεί. Πλησίασα, έβαλα τη μουσούδα μου στο στήθος του, μα η καρδιά δεν τραγουδούσε πια. Τον έσπρωξα, απαλά, δυο, τρεις φορές. Τίποτα.
Τότε ακούμπησα το κεφάλι μου στο χέρι του και έκλαψα χωρίς να βγει ηχώ από τα χείλη μου. Δεν είχα φωνή, μόνο ανάσες που έσβηναν επάνω του.
Έμεινα εκεί ώσπου με πήραν. Δεν ήθελα να φύγω, δεν ήξερα πώς να υπάρχω χωρίς τη σκιά του. Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν άδειες, γεμάτες ήχους που δεν καταλάβαινα. Μιλούσαν για εκείνον, έλεγαν λέξεις όπως “ησυχία”, “λύτρωση”, “παράδεισος”. Μα εγώ ήξερα μόνο πως το σπίτι δεν ανέπνεε πια.
Η μητέρα του μου κρατούσε συντροφιά. Καθόταν δίπλα μου και χάιδευε το κεφάλι μου με εκείνον τον τρόπο που το έκανε κι εκείνος. Κάποιες νύχτες έκλαιγε κι εγώ ανέβαινα στα πόδια της και την άφηνα να με αγκαλιάσει. Ήμασταν δύο σώματα που περίμεναν τον ίδιο άνθρωπο να γυρίσει, ξέροντας πως δεν θα γυρίσει.
Ο χρόνος άρχισε να σβήνει τα πάντα εκτός απ’ τη μυρωδιά του. Έμενε στα σκεπάσματα, στα ρούχα, στους τοίχους. Κι εγώ την κυνηγούσα σαν σκιά, μήπως βρω μέσα της λίγο απ’ τη φωνή του. Όσο κι αν έσβηνε, εγώ τη θυμόμουν.

Μεγάλωσα κι εγώ. Τα πόδια μου βάρυναν, το τρίχωμα μου γκρίζαρε. Μα κάθε βράδυ κοιμόμουν στο ίδιο σημείο — εκεί που κοιμόταν κι εκείνος.
Έμαθα να ζω με τη σιωπή που άφησε πίσω του. Δεν με τρόμαζε πια. Ήταν σαν τη δική του σιωπή, γεμάτη νόημα, γεμάτη αγάπη.

Καμιά φορά, στα όνειρα μου, τον βλέπω να περπατά στο φως. Δεν κλείνει τα αυτιά του πια, δεν φοβάται τους ήχους. Γυρίζει και μου χαμογελά. Κι εγώ τρέχω κοντά του, όχι με τα πόδια μου αλλά με την ανάσα μου, σαν άνεμος. Εκείνος γονατίζει, ανοίγει τα χέρια του και μου λέει με φωνή καθαρή, ανθρώπινη:
«Φίλε, περίμενες πολύ».

Ξυπνάω τότε και ξέρω πως δεν θα αργήσει. Γιατί αν η σιωπή έγινε κάποτε γλώσσα, τώρα θα γίνει δρόμος. Κι εγώ, γερασμένος πια, στέκομαι στην άκρη του κόσμου και περιμένω το κάλεσμα.
Το τελευταίο «έλα».
Τώρα ο κόσμος μου είναι μικρός. Μια κουβέρτα, λίγη ζέστη, και το φως που μπαίνει απ’ το παράθυρο σαν υπόσχεση. Δεν περπατάω πια μακριά. Τα πόδια μου με προδίδουν, μα η ψυχή θυμάται. Κάθε βήμα που κάναμε μαζί, κάθε πέτρα του δρόμου, κάθε ακτίνα του ήλιου που μοιραστήκαμε. Όλα είναι μέσα μου — κι ας μην υπάρχει πια η φωνή του να τα πει.

Οι άνθρωποι γύρω μου ψιθυρίζουν πως “γέρασε”. Μα εγώ δεν γέρασα, απλώς πλησιάζω. Στην αρχή του, όχι στο τέλος του. Εκείνος με φώναζε “φως του”. Κι εγώ τώρα περιμένω να με ξαναδεί μέσα στο δικό Του φως.
Τις νύχτες τον ονειρεύομαι όπως ήταν μικρός. Σκυφτός, με τα χέρια του ακουμπισμένα στα αυτιά του, κι εγώ πλάι του, να του δείχνω πώς να αντέχει. Ξαναζώ τη στιγμή που για πρώτη φορά μ’ άφησε να τον αγγίξω, που είπε το όνομα μου χωρίς φόβο. Ακόμα νιώθω τη ζέστη της παλάμης του στο κεφάλι μου — εκείνο το «σ’ εμπιστεύομαι» που δεν ειπώθηκε ποτέ.

Κάθε πρωί κοιτάζω το σημείο που καθόταν. Ο ήλιος πέφτει στο ίδιο μέρος. Η σκιά του δεν υπάρχει πια, μα το φως θυμάται. Κι εγώ μιλώ στο άδειο δωμάτιο όπως τότε του μιλούσα, χωρίς λόγια, μόνο με την καρδιά. Ίσως να με ακούει. Ίσως να με περιμένει κι αυτός, όπως τον περιμένω εγώ.

Το σώμα μου με εγκαταλείπει, μα κάτι άλλο ξυπνά. Μια ηρεμία παράξενη, σαν ρεύμα που σε τραβά χωρίς φόβο. Δεν πονάω πια, δεν φοβάμαι. Κλείνω τα μάτια μου και βλέπω τα δικά του — εκείνα τα μάτια που κάποτε δεν άντεχαν το φως, εκείνα τα μάτια που τώρα είναι γεμάτα ουρανό.

Τον βλέπω να έρχεται. Δεν περπατά, αιωρείται μέσα στο φως. Κι εγώ σηκώνομαι χωρίς κόπο, νέος πάλι, χωρίς πόνο. Τρέχω κοντά του. Δεν χρειάζομαι ανάσα· έγινα ανάσα. Εκείνος γονατίζει, με παίρνει στην αγκαλιά του, και για πρώτη φορά ακούω τη φωνή του καθαρή, γεμάτη γαλήνη:
«Τελείωσε, φίλε μου. Δεν είσαι μόνος».
Κι εκεί, μέσα σ’ εκείνη τη φράση, χωράει όλη μας η ζωή. Όλα τα χρόνια που φυλάξαμε ο ένας τον άλλον, οι σιωπές μας που έγιναν αγάπη, τα βλέμματα μας που έπλεκαν προσευχές. Δεν υπάρχει πια διαφορά ανάμεσά μας — ούτε άνθρωπος, ούτε σκύλος, μόνο δύο ψυχές ενωμένες με την ίδια ανάσα.

Κάποτε έλεγα πως εκείνος δεν μιλούσε. Τώρα καταλαβαίνω: δεν είχε ανάγκη. Η ψυχή του φώναζε δυνατότερα απ’ όλες τις φωνές, κι εγώ την άκουγα πάντα. Όπως τώρα ακούω τη δική μου καρδιά να χτυπά στον ρυθμό της δικής του.

Ο κόσμος χάνεται πίσω μας, μα δεν με νοιάζει. Ό,τι αγαπήσαμε υπάρχει ακόμα, αλλά είναι πια μεταμορφωμένο. Εκείνος με κρατά απ’ το λαιμό, και περπατάμε μαζί σ’ ένα λιβάδι χωρίς τέλος.
Δεν υπάρχει ήχος, μόνο φως. Δεν υπάρχει χρόνος, μόνο αγάπη.

Κι έτσι τελειώνει η ιστορία μας — όχι με χωρισμό, αλλά με επιστροφή.
Γιατί κανείς δεν χάνεται στ’ αλήθεια, όταν κάποτε τον αγάπησαν τόσο βαθιά, τόσο αληθινά, τόσο πολύ.

Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα

Νέο Προσκλητήριο Προσλήψεων Εκπαιδευτών Ενηλίκων: Αφορά όλα τα πτυχία ΑΕΙ-ΤΕΙ - Πιστοποιηθείτε άμεσα

ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ για Εκπαιδευτικούς - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ μόρια 2ης ξένης γλώσσας

Παν.Πατρών: Tο 1ο στην Ελλάδα Πανεπιστημιακό Πιστοποιητικό ΤΕΧΝΗΤΗΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ για εκπαιδευτικούς

Πανεπιστήμιο Αιγαίου: Το κορυφαίο πρόγραμμα ειδικής αγωγής στην Ελλάδα - Αιτήσεις έως 22/10

Μοριοδοτούμενο σεμινάριο Ειδικής Αγωγής Πανεπιστημίου Πατρών με μόνο 60 ευρώ 

Google news logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Google News Viber logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Viber

σχετικά άρθρα

Σεμινάρια επιμόρφωσης
Εκπαιδευτικοί: Όχι στην «κανονικότητα» των απλήρωτων σεμιναρίων εκτός ωραρίου
«Σεβαστείτε το ωράριο και τον ρόλο μας» - Οι εκπαιδευτικοί λένε «όχι» στις υποχρεωτικές επιμορφώσεις μετά το σχόλασμα
Εκπαιδευτικοί: Όχι στην «κανονικότητα» των απλήρωτων σεμιναρίων εκτός ωραρίου
sxoliki giorti
Αυτή την Παρασκευή και όχι την Δευτέρα ο εορτασμός της 28ης Οκτωβρίου στα σχολεία του Δήμου Θεσσαλονίκης
Γιατί στα σχολεία του δήμου Θεσσαλονίκης η εθνική επέτειος θα γιορταστεί άλλη μέρα
Αυτή την Παρασκευή και όχι την Δευτέρα ο εορτασμός της 28ης Οκτωβρίου στα σχολεία του Δήμου Θεσσαλονίκης
Μαρία Καρυστιανού και Πάνος Ρούτσι
Πάνος Ρούτσι: Άγνωστος επιχείρησε να τον παρασύρει με αυτοκίνητο έξω από το σπίτι του
Ο πατέρας του αδικοχαμένου Ντένις Ρούτσι από τα Τέμπη καταγγέλλει απόπειρα επίθεσης με όχημα και παρακολουθήσεις — «Αν δεν προλάβαινα να κάνω στην...
Πάνος Ρούτσι: Άγνωστος επιχείρησε να τον παρασύρει με αυτοκίνητο έξω από το σπίτι του