αυτισμός
Γεννήθηκα διαφορετικός, ακούγοντας τον Θεό όχι με λόγια αλλά με σιωπή — μια ψυχή που μαθαίνει να βλέπει το φως εκεί όπου οι άλλοι ακούν μόνο θόρυβο

1. Η Γέννηση μέσα στη Σιωπή

Γεννήθηκα μέσα σε ένα φως που με τύφλωνε. Όλοι χάρηκαν τότε, μα εγώ ένιωσα να γεννιέμαι όχι μέσα σε μια αγκαλιά, αλλά μέσα σε μια καταιγίδα. Οι ήχοι χτυπούσαν γύρω μου σαν σφυριά, οι φωνές των ανθρώπων σαν σειρήνες που δεν ήξερα πώς να σταματήσω. Μου φόρεσαν το όνομα του παιδιού, μα εγώ ένιωθα ήδη ξένος· σαν να ‘χα έρθει από άλλον τόπο, όπου η ησυχία ήταν γλώσσα και η αγάπη δεν πονούσε. 

Θυμάμαι τα πρόσωπα να πλησιάζουν. Άκουγα το γέλιο τους, μα το γέλιο με τρόμαζε· είχε μέσα του αιχμές, σαν να ήθελε να με κόψει. Έτσι άρχισα να αποσύρομαι· να βρίσκω ασφάλεια στα δικά μου μοτίβα. Έστριβα ένα μικρό σκοινί στα δάχτυλα ξανά και ξανά, ώσπου ο κόσμος έσβηνε. Έφτιαχνα ρυθμούς με τα πόδια, με τα χέρια, για να μην πνιγώ στο χάος των ήχων. Ήταν η πρώτη μου προσευχή — ένας ρυθμός που κρατούσε το σύμπαν μακριά.

Οι άλλοι έλεγαν πως δεν τους κοιτάζω στα μάτια. Μα δεν μπορούσα· τα μάτια τους ήταν πολύ φωτεινά. Μέσα τους έβλεπα πράγματα που δεν άντεχα: αγωνία, βιασύνη, φόβο, προσδοκία. Όλα αυτά τα ένιωθα να ξεσπούν πάνω μου σαν κύμα. Κι έτσι έστρεφα το βλέμμα αλλού, όχι από αδιαφορία, αλλά από υπερβολική αγάπη που δεν ήξερα πώς να αντέξω.

Δεν μιλούσα. Οι λέξεις μέσα μου πάλευαν, μα δεν έβρισκαν δρόμο να βγουν. Κάθε φορά που προσπαθούσα, το στόμα μου γέμιζε σιωπή, κι όχι φωνή. Οι μεγάλοι έλεγαν “πες κάτι”, κι εγώ ήθελα να τους πω “όλα είναι πολύ δυνατά, δεν ακούω την ψυχή μου”. Μα δεν είχα τις λέξεις γι’ αυτό. Έτσι έμαθα να επικοινωνώ αλλιώς· με σιωπές, με βλέμματα που δεν συναντούσαν το βλέμμα τους, με κινήσεις μικρές, επαναλαμβανόμενες, που έλεγαν “είμαι εδώ, μην με φοβάστε”.

Όταν με άφηναν μόνο, το δωμάτιο μεταμορφωνόταν. Το φως έπαιζε στα τείχη σαν να ‘χε ψυχή· κάθε σκιά είχε όνομα, κάθε ήχος είχε ρίζα μέσα μου. Μπορούσα να κάθομαι ώρες κοιτώντας ένα στίγμα στον τοίχο, μέχρι να γίνει κόσμος ολόκληρος. Εκεί μέσα δεν ήμουν παιδί με πρόβλημα — ήμουν άγγελος που αναπνέει το φως, ψυχή που δεν έχει μάθει ακόμα τη βαρύτητα της γης.

Αργότερα, όταν προσπάθησαν να με “μάθουν” να είμαι όπως τα άλλα παιδιά, άρχισε ο φόβος. Μου κρατούσαν τα χέρια, μου μιλούσαν δυνατά, με ρωτούσαν τι νιώθω. Μα πώς να τους πω; Ό,τι ένιωθα δεν είχε λέξεις ανθρώπινες. Το νερό που έπεφτε στο ποτήρι ήταν ποίημα, η κίνηση της κουρτίνας προσευχή, ο ήχος του ρολογιού χτύπος καρδιάς. Ζούσα μέσα σ’ έναν κόσμο υπερπραγματικό, όπου το πιο μικρό πράγμα μπορούσε να γίνει Θεός.

Δεν ήμουν δυστυχισμένος· απλώς ήμουν διαφορετικός. Ο χρόνος δεν είχε αρχή και τέλος. Η μητέρα μου με κοιτούσε με μάτια γεμάτα δάκρυα, νομίζοντας πως δεν την καταλαβαίνω. Μα εγώ την αγαπούσα μ’ έναν τρόπο που ούτε εκείνη ούτε εγώ μπορούσαμε να εξηγήσουμε — βαθιά, μέσα από τη σιωπή. Κάθε φορά που ακουμπούσε το κεφάλι της στον ώμο μου, ένιωθα να με βαφτίζει ξανά.

Έτσι μεγάλωσα. Μέσα σε φως που πονούσε, μα και μέσα σε σιωπή που θεράπευε. Δεν ήξερα ακόμη πως ο κόσμος με ονομάζει “διαφορετικό”. Εγώ ήξερα μόνο ότι κάθε μέρα ήταν ένας αγώνας να υπάρχω χωρίς να χαθώ. Να κρατήσω το νήμα ανάμεσα σε μένα και Εκείνον που με έπλασε έτσι.

Και κάθε βράδυ, πριν κοιμηθώ, ψιθύριζα μέσα μου:
“Κύριε, αν Εσύ με βλέπεις, τότε δεν είμαι χαμένος”.
Κι Εκείνος απαντούσε όχι με λόγια, αλλά με φως που απλωνόταν σ’ όλο το σκοτάδι μου.

Έτσι άρχισε η ζωή μου: όχι σαν ιστορία παιδιού που δεν μιλά, αλλά σαν ιστορία ψυχής που ακούει τον Θεό μέσα από τη σιωπή Του.

2. Η Εφηβεία της Σκιάς

Η σιωπή μου μεγάλωνε μαζί μου. Στην αρχή ήταν κουκούλι· με φύλαγε. Μα στην εφηβεία έγινε βάρος. Οι άλλοι άρχισαν να γελούν δυνατά, να λένε ιστορίες, να ονειρεύονται. Εγώ τους άκουγα πίσω από ένα αόρατο γυαλί. Έβλεπα τα χείλη τους να κινούνται, τα μάτια τους να αλλάζουν, και ήξερα ότι μιλούσαν μια γλώσσα που δεν είχα ποτέ μάθει. Όσο κι αν ήθελα, δεν έβρισκα το κλειδί. Ήμουν έξω από τον κόσμο, κι ο κόσμος δεν το ήξερε.

Έλεγαν πως είμαι “ήσυχος”, μα μέσα μου φώναζα. Ένας θυμός άρχισε να γεννιέται, όχι εναντίον τους, μα εναντίον της απόστασης. Γιατί να είμαι έτσι; Γιατί να νιώθω τα πάντα δέκα φορές πιο δυνατά; Όταν γελούσαν, πονούσαν τα αυτιά μου. Όταν θύμωναν, το δέρμα μου έκαιγε. Και όταν έκλαιγαν, ήθελα να τρέξω κοντά τους, μα φοβόμουν ότι θα με αποδιώξουν. Έτσι έμενα ακίνητος, σαν να ήμουν φτιαγμένος από γυαλί.

Οι ήχοι έγιναν εχθροί μου. Κάθε φωνή χτυπούσε στο κεφάλι μου σαν καμπάνα που δεν σταματά. Τα φώτα, τα αγγίγματα, τα βλέμματα — όλα πιο έντονα, όλα πιο βαθιά απ’ όσο αντέχει άνθρωπος. Έκλεινα τα μάτια και έβλεπα τον κόσμο σε άλλες αποχρώσεις, σαν μέσα σε φωτιά. Δεν ήθελα να τον καταστρέψω· ήθελα μόνο να μπορώ να τον αντέξω.

Μια φορά, στο σχολείο, κάποιος με ρώτησε: “Γιατί δεν μιλάς ποτέ;”. Δεν ήξερα τι να του πω. Αν μιλούσα, θα έλεγα: “Γιατί κάθε λέξη είναι μαχαίρι που πρέπει να το περάσω απ’ το σώμα μου για να βγει.” Μα απλώς χαμογέλασα — εκείνο το άτοπο, άβολο χαμόγελο που μοιάζει με αμηχανία αλλά είναι προσευχή να μην πληγωθώ άλλο.

Το σπίτι μου έγινε καταφύγιο και φυλακή μαζί. Εκεί μπορούσα να κινούμαι όπως ήθελα, να ξαναβρίσκω τα μοτίβα μου, να χαϊδεύω το φως στον τοίχο, να παίζω με το νερό, να σβήνω και να ανάβω τα φώτα ώσπου η καρδιά μου να ηρεμήσει. Κανείς δεν το καταλάβαινε, μα κάθε τέτοια κίνηση ήταν μια μάχη με το χάος. Έπρεπε να κάνω τον κόσμο να υποχωρήσει λίγο, να πάρει σχήμα, να γίνει πιο ανθρώπινος.

Κάποτε πίστεψα πως ο Θεός με είχε ξεχάσει. Έβλεπα τα παιδιά να μεγαλώνουν, να αγαπούν, να φεύγουν απ’ τα σπίτια τους, κι εγώ έμενα πίσω, δεμένος με τις ρουτίνες μου. Έκανα μικρές επαναλήψεις για να θυμηθώ πως υπάρχω — τρία βήματα, ένα βλέμμα στο παράθυρο, δύο λέξεις που ψιθύριζα πάντα: “είμαι εδώ”. Μόνο που δεν ήμουν σίγουρος αν κάποιος τις άκουγε.

Μα κάποιες νύχτες, όταν όλοι κοιμόντουσαν, άνοιγα το παράθυρο και έβλεπα τον ουρανό. Τότε ένιωθα κάτι παράξενο — σαν ο Θεός να μου ψιθύριζε κι εκείνος πίσω: “κι Εγώ εδώ είμαι.” Δεν ήταν φωνή, ήταν παρουσία. Μια ζεστασιά που απλωνόταν χωρίς λέξεις. Τότε ήξερα πως δεν ήμουν χαμένος. Ήμουν απλώς πλασμένος αλλιώς, για να βλέπω το αόρατο.

Κι άρχισα να γράφω. Όχι για να εξηγήσω, αλλά για να θυμάμαι. Οι λέξεις έβγαιναν αργά, σαν να άρχιζαν να ζουν. Ήταν άτσαλες, αλλά αληθινές. Έγραφα για τα φώτα, για τους ήχους, για τα βλέμματα. Για το πώς είναι να ζεις μέσα σ’ έναν κόσμο που δεν ξέρεις αν σε χωράει. Και μέσα απ’ αυτές τις λέξεις, κάτι άλλαζε: το χάος άρχιζε να αποκτά ρυθμό. Ίσως η ψυχή μου να έβρισκε τη δική της μουσική.

Τώρα δεν ήμουν πια μόνο σιωπή. Ήμουν και κραυγή, κι ερώτηση, κι επιθυμία. Είχα καταλάβει πως η διαφορετικότητά μου δεν ήταν τιμωρία — ήταν τρόπος να βλέπω εκεί όπου οι άλλοι περνούν χωρίς να σταθούν. Η σιωπή μου είχε γίνει όργανο — κι αν δεν μπορούσα να μιλήσω στους ανθρώπους, μπορούσα να μιλώ στον Θεό.

Κι έτσι η εφηβεία μου τελείωσε όχι με θόρυβο, αλλά με ένα βλέμμα προς τον ουρανό και την πιο ήσυχη ομολογία:
«Δεν ξέρω ποιος είμαι, Κύριε, μα ξέρω πως Εσύ με έπλασες να υπάρχω έτσι — κι αυτό μου αρκεί.»

3. Η Ανάσα της Ενηλικίωσης

Δεν άλλαξα ξαφνικά· κανένα φως δεν έπεσε από τον ουρανό να με θεραπεύσει. Άλλαξε μόνο ο τρόπος που στεκόμουν μέσα στη σιωπή μου. Έμαθα να την κρατώ όπως κρατάς ένα ποτήρι νερό – προσεκτικά, με επίγνωση ότι μπορεί να χυθεί, μα κι ότι μέσα του καθρεφτίζεται το φως.

Οι άνθρωποι γύρω μου συνέχισαν να με κοιτούν περίεργα. Κάποιοι με θαύμαζαν, κάποιοι με λυπόντουσαν, άλλοι με φοβόντουσαν. Εγώ όμως δεν ζητούσα πια να με καταλάβουν· μόνο να με αφήσουν να υπάρχω. Περπατούσα στους δρόμους με το κεφάλι λίγο σκυφτό, όπως πάντα, μα η καρδιά μου κοιτούσε ψηλά. Μέσα στα πλήθη δεν έβλεπα πρόσωπα, έβλεπα ενέργειες — φόβο, κούραση, χαρά, ενοχή. Ο κόσμος για μένα ήταν πίνακας φωτός και ήχου· τίποτα δεν ήταν απλό.

Έμαθα να ζω μ’ αυτό. Να δίνω στο χάος μορφή. Έβαλα ρυθμό στην ημέρα μου, έφτιαξα δικούς μου τρόπους να προσεύχομαι: με τη σειρά των βημάτων μου, με τη θέση των αντικειμένων στο τραπέζι, με τη σιωπή πριν κοιμηθώ. Κάθε πράξη μικρή, μα γεμάτη νόημα. Ό,τι στους άλλους φαινόταν εμμονή, για μένα ήταν λειτουργία — μια ταπεινή λειτουργία επιβίωσης και πίστης.

Κι όταν έρχονταν οι κρίσεις, εκείνες οι στιγμές που όλα έλαμπαν πολύ δυνατά και τα αυτιά μου έκαιγαν από ήχους, έμαθα να μη φοβάμαι. Τώρα ήξερα: δεν ήταν κατάρα. Ήταν η ψυχή μου που άνοιγε απότομα προς το άπειρο. Έκλεινα τα μάτια, ανέπνεα αργά, και έλεγα: “Εδώ είμαι, Κύριε. Είμαι ακόμη μέσα στο σώμα που μου χάρισες.” Και τότε η καταιγίδα υποχωρούσε λίγο, όχι γιατί νικήθηκε, αλλά γιατί με αναγνώρισε.

Κάποιοι μού είπαν ότι είμαι “θαύμα”. Άλλοι ότι είμαι “ατυχία”. Εγώ ξέρω πως είμαι άνθρωπος. Ούτε λιγότερο, ούτε περισσότερο. Ένα πλάσμα που μαθαίνει κάθε μέρα πώς να υπάρξει μέσα σε έναν κόσμο που δεν φτιάχτηκε για τις ευαισθησίες του. Μα ίσως αυτός ο κόσμος να χρειάζεται κι εμάς — τους σιωπηλούς, τους υπερευαίσθητους, για να θυμάται πως υπάρχει και βάθος πίσω από την επιφάνεια.

Κάποτε πίστευα πως η σιωπή μου με χώριζε από τον Θεό. Τώρα ξέρω πως ήταν ο τρόπος Του να με κρατά κοντά. Γιατί μέσα της Τον άκουσα καθαρότερα απ’ ό,τι θα μπορούσα μέσα σε οποιονδήποτε λόγο. Ο Θεός δεν μου μίλησε με φωνή. Μου μίλησε με την ανάσα του ανέμου, με το φως που έπεφτε απρόσμενα στο πρόσωπο της μητέρας μου, με το νερό που κυλούσε από τη βρύση και δεν σταματούσε να λέει “ζω”.

Κάποτε ντρεπόμουν για το φως που είχα μέσα μου. Τώρα το αφήνω να φαίνεται, έστω κι αν τυφλώνει μερικούς. Δεν γεννήθηκα για να τους πείσω· γεννήθηκα για να μαρτυρήσω ότι ακόμα και μέσα στην πιο αλλόκοτη σιωπή υπάρχει Θεός. Κι ότι Αυτός βλέπει και τις ψυχές που δεν μιλούν.

Δεν έγινα όμοιος με τους άλλους. Έγινα όμως και έμεινα αληθινός. Κι ίσως αυτό να είναι το πιο δύσκολο και το πιο όμορφο από όλα.

Κάθε πρωί, πριν βγω στον κόσμο, αγγίζω το φως στο περβάζι και λέω μέσα μου:
“Είμαι εδώ Κύριε. Και Εσύ Κύριε είσαι εδώ.”
Και κάπως έτσι ξεκινά η μέρα μου — με πίστη, με φόβο, με ευγνωμοσύνη.
Γιατί, όσο κι αν παραμένω παιδί μέσα στο σώμα ενός ενήλικου,
ξέρω πια πως αυτή η παιδικότητα δεν είναι ελάττωμα,
είναι ο πιο καθαρός τρόπος να βλέπω το πρόσωπο του Θεού.

Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα

Νέο Προσκλητήριο Προσλήψεων Εκπαιδευτών Ενηλίκων: Αφορά όλα τα πτυχία ΑΕΙ-ΤΕΙ - Πιστοποιηθείτε άμεσα

ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ για Εκπαιδευτικούς - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ μόρια 2ης ξένης γλώσσας

Παν.Πατρών: Tο 1ο στην Ελλάδα Πανεπιστημιακό Πιστοποιητικό ΤΕΧΝΗΤΗΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ για εκπαιδευτικούς

Πανεπιστήμιο Αιγαίου: Το κορυφαίο πρόγραμμα ειδικής αγωγής στην Ελλάδα - Αιτήσεις έως 11/10

Μοριοδοτούμενο σεμινάριο Ειδικής Αγωγής Πανεπιστημίου Πατρών με μόνο 60 ευρώ 

Google news logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Google News Viber logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Viber

σχετικά άρθρα

απθ
«Πώς θα κατοικούμε αύριο;» – Παρουσίαση της Διεθνούς Έκθεσης Αρχιτεκτονικού Έργου της Βιέννης στη Θεσσαλονίκη
Η εκδήλωση αποτελεί μια πρωτοβουλία του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου
«Πώς θα κατοικούμε αύριο;» – Παρουσίαση της Διεθνούς Έκθεσης Αρχιτεκτονικού Έργου της Βιέννης στη Θεσσαλονίκη
Σοφία Ζαχαράκη
Η Έρευνα των ΑΕΙ σε κρίση: 180 Πανεπιστημιακοί ζητούν δράση για το Trust Our Stars
Σήμα κινδύνου από 180 καθηγητές: Το Trust Our Stars πρέπει να στηριχθεί τώρα για να μη χαθεί η καινοτομία στα δημόσια ΑΕΙ
Η Έρευνα των ΑΕΙ σε κρίση: 180 Πανεπιστημιακοί ζητούν δράση για το Trust Our Stars