Πείρα: 1. το σύνολο των γνώσεων που αποκτά κάποιος καθώς ασκεί ορισμένη δραστηριότητα 2. συσσωρευμένη γνώση και εμπειρία, χρήσιμη στον άνθρωπο για την αντιμετώπιση προβλημάτων, καταστάσεων κτλ.
Εμπειρία: 1.η γνώση που προέρχεται από την πρακτική ενασχόληση με κτ., από την άσκηση έργου ή από την αντιμετώπιση καταστάσεων και προβλημάτων, σε αντιδιαστολή προς τη γνώση από θεωρητική σπουδή, από μελέτη: Οι εμπειρίες της ζωής.
Οι λέξεις πείρα και εμπειρία δεν είναι ταυτόσημες και κακώς χρησιμοποιείται η λ. εμπειρία αντί της λ. πείρα. Η λ. εμπειρία έχει πληθυντικό, ενώ η λ. πείρα όχι. Η πείρα είναι μία γενική έννοια και σημαίνει τη γνώση που αποκτάται από πολλές εμπειρίες, ενώ η εμπειρία είναι το προσωπικό βίωμα. Σε αρκετές περιπτώσεις η σημασιολογική διαφορά είναι λεπτή ανάμεσα στις δύο λέξεις, συνεπώς απαιτείται προσοχή κάθε φορά στην επιλογή της σωστής.
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
«Κανόνι» σε μεγάλη ασφαλιστική στην Ελλάδα - Χιλιάδες οδηγοί χωρίς κάλυψη από 1η Ιουλίου!
Νηπιαγωγεία - Δημοτικά: Αυτό είναι το νέο μάθημα τον Σεπτέμβριο
Παν.Πατρών: Tο 1ο στην Ελλάδα Πανεπιστημιακό Πιστοποιητικό Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς
Πανεπιστήμιο Αιγαίου: Το κορυφαίο πρόγραμμα ειδικής αγωγής στην Ελλάδα - Αιτήσεις έως 18/6
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ