Thumbnail
Ανεξάρτητη Ριζοσπαστκή Πρωτοβουλία του Συλλόγου ΠΕ "η Αθηνά"

Το σχολείο ενάντια στο σκοτάδι του φασισμού,

του ρατσισμού, των διακρίσεων 

του Παναγιώτη Μανιάτη

Παρουσιάζουμε σε αυτό το δελτίο, στο  οποίο παραθέτουμε

  και αφίσα της ΕΛΜΕ Ρεθύμνου,

την εισήγηση του συναδέλφου Παναγιώτη Μανιάτη, δασκάλου στο 25Ο Δ.Σ Αθηνών και διδάσκοντα στο ΠΤΔΕ Αθήνας,  στην εκδήλωση του συλλόγου «Αθηνά» ενάντια στο φασισμό και το ρατσισμό, που έγινε τον Απρίλη του 2013

 στη Γκράβα και συνδιοργανώθηκε με τη

Γ΄ ΕΛΜΕ Αθήνας και το σύλλογο «Αριστοτέλη».

Παρακαλούμε  να τεθεί υπόψη των συναδέλφων, είτε ηλεκτρονικά είτε με εκτύπωση και αναπαραγωγή,

πιστεύοντας πως μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη πρακτικών, μέσα στις σχολικές αίθουσες,  ενάντια στο φασισμό, το ρατσισμό, τις διακρίσεις και τον κοινωνικό αποκλεισμό, στα πλαίσια ενός ρεύματος αμφισβήτησης και απελευθερωτικής εκπαίδευσης

απέναντι στο σκοτάδι του φασισμού και  της κοινωνικής βαρβαρότητας

(Ανεξάρτητη Ριζοσπαστική Πρωτοβουλία του συλλόγου «Αθηνά»)

Το σχολείο ενάντια στο σκοτάδι του φασισμού,

του ρατσισμού, των διακρίσεων

του Παναγιώτη Μανιάτη

1. Το κοινωνικό πλαίσιο

Αντιγράφω από άρθρο στην ιστοσελίδας της Χρυσής Αυγής στις 3-4-2013:

Στόχος του σημερινού εκπαιδευτικού συστήματος όπως αυτός εκφράζεται εκ της δράσεως των εκπαιδευτικών, καθίσταται η πλήρης υποταγή του νέου στα πλαίσια της σύγχρονης πολυφυλετικής οντότητας, η οποία ελέγχεται πλήρως και διοικείται από τον παγκόσμιο σιωνιστή αφέντη.

.........................

Μπορεί το εκπαιδευτικό σύστημα του μεταπολιτευτικού καθεστώτος να παράγει ημιμαθείς ανέργους και αμόρφωτους δημοσίους υπαλλήλους- η πλειοψηφία των οποίων ανήκει κατά διαβολική σύμπτωση στην Αριστερά-, όμως οι συνδικαλιστικές ενώσεις των καθηγητάκηδων και των δασκαλάκων της συμφοράς, σπεύδουν να εκφράσουν τη συμπαράστασή τους σε κάθε αριστεριστή, αναρχικό και τρομοκράτη, σε κάθε λαθροεισβολέα, σε κάθε αντιρατσιστικό και αντιεθνικιστικό - κρατικά επιχορηγούμενο- πανηγυράκι.
                                                                      ..............................

Γι’ αυτό και θα αντικαταστήσουμε αυτό το σιωνιστικό τερατούργημα με την αρχέγονα όμορφη και απαστράπτουσα Ελληνική Λαϊκή Κοινότητα της Φυλετικής Περηφάνιας και του Αίματος. Ούτε Χασάν, ούτε Σαλί, ούτε ασιάτες, ούτε αφρικανοί! Έλληνες δημιουργοί του Πολιτισμού, πρωτοπόροι μεταξύ των συγγενικών μας λευκών ευρωπαϊκών φυλών.

.........................

Από τις φάλαγγες του Εθνικιστικού μας Κινήματος, ξεπηδά αγέρωχη και ανελέητη η Ελληνική Νεολαία του Μέλλοντος. Όσα ανθελληνικά μέτρα και να λάβει το καθεστώς που καταρρέει, η εκδίκηση της Ιστορίας θα είναι σκληρή.

            Τα παραπάνω αποσπάσματα δίνουν μια σαφή εικόνα της επίθεσης που δέχεται το σχολείο και οι εκπαιδευτικοί. Είναι σαφές ότι στο κοινωνικό πεδίο υπάρχει σταδιακός εκφασισμός και άνοδος του ρατσισμού, με το σχολείο να βρίσκεται στο επίκεντρο του προβλήματος. Ζούμε αυτό που ο Balibar ονομάζει πέρασμα στην πράξη δηλαδή μία τάση μετασχηματισμού του «θεσμικού» ρατσισμού (φυσιολογικά εγγεγραμμένου στις δομές του Σύγχρονου Κράτους) σε θεσμοποιημένο ρατσισμό (συγκρότηση ενός «ρατσιστικού» Κράτους μέσω ενός πολιτικού κινήματος ικανού να ηγεμονεύσει). Το ανησυχητικό δηλαδή δεν είναι που μια συμμορία ισχυροποιείται. Το σημαντικό είναι που ο ρατσιστικός και φασιστικός λόγος που αρθρώνεται δημόσια μετατοπίζεται από το περιθώριο στο επίκεντρο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής

            Η οικονομική κρίση αποτέλεσε την αιτία, ή ενδεχομένως και την αφορμή για την ενίσχυση του φαινομένου. Η υποτιμημένη ταυτότητα, οι δύσκολες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες  προκαλούν ως αντίδραση, την εξιδανίκευση της εθνικής παράδοσης, με την οποία σημαντικά τμήματα των ντόπιων πληθυσμών ταυτίζονται φαντασιακά, παρουσιάζοντάς την ως ένα «χαμένο παράδεισο», στον οποίο πασχίζουν να επιστρέψουν. Έτσι, απορρίπτουν οποιονδήποτε διαφέρει από την κουλτούρα του τόπου τους και ιδιαίτερα τους ξένους με τους οποίους πιστεύουν ότι η πολιτιστική επικοινωνία είναι αδύνατη.

            H ελληνική κοινωνία παρουσιάζει μια δυσανεξία στην αναγνώριση της ετερότητας και  μια αρνητική αντιμετώπιση κάθε δημόσιας προβολής της γεγονός που ερμηνεύεται από τον τρόπο πρόσληψης του εθνικού εαυτού και της οριοθέτησης των στοιχείων που τον διαφοροποιούν από τον εθνικό  άλλο. Κυρίως όταν η συζήτηση περί πολυπολιτισμικότητας υπερβαίνει την απλή περιγραφική διάσταση και αρχίζουν να τίθενται ζητήματα αναγνώρισης δικαιωμάτων του “άλλου”.

2. Η εκπαιδευτική πολιτική

Αν τώρα εστιάσουμε την οπτική μας στο εκπαιδευτικό πεδίο θα διαπιστώσουμε ότι το ελληνικό σχολείο παρά τον προφανή πολυπολιτισμικό του χαρακτήρα λειτουργεί ως ένας μηχανισμός επίτευξης εθνικής ομοιογένειας. O μονοπολιτισμικός αυτός προσανατολισμός, εξέφραζε μια εθνική ιδεολογία που ήθελε τους Έλληνες κληρονόμους ενός λαμπρού παρελθόντος, ενώ είχε ως βασική του επιδίωξη την ανάπτυξη μιας αρραγούς εθνικής ταυτότητας αγνοώντας την παρουσία γλωσσικών, θρησκευτικών και πολιτισμικών μειονοτικών ομάδων, αλλά και επιμέρους διαφοροποιήσεις, τοπικές, πολιτισμικές, έμφυλες, ταξικές.

Σε αυτό το πλαίσιο λειτουργίας το ελληνικό σχολείο σήμερα έχει έναν αφομοιωτικό χαρακτήρα. Το σχολικό πρόγραμμα αντανακλά την παράδοση, την ιστορία, τον πολιτισμό της χώρας υποδοχής  και όλοι οι μαθητές, ανεξαρτήτως της εθνικής ή πολιτισμικής τους προέλευσης, επιχειρείται να αποκτήσουν τις ικανότητες εκείνες που θα τους επιτρέψουν να συμμετάσχουν στον κοινό εθνικό πολιτισμό. Η βασική παραδοχή, η οποία δεν δηλώνεται ευθαρσώς αλλά υφέρπει και καθορίζει την ποιότητα και το χαρακτήρα των εκπαιδευτικών μέτρων που λαμβάνονται, είναι η ελλειμματικότητα του πολιτισμικού κεφαλαίου των μεταναστών η οποία ελλειμματικότητα καθιστά την παρουσία τους στο σχολείο πρόβλημα παρά στοιχείου εμπλουτισμού.

Ωστόσο, οι αφομοιωτικές πολιτικές οδηγούν ένα μεγάλο τμήμα αλλοδαπών μαθητών στη σχολική αποτυχία και, δυνητικά, στον κοινωνικό αποκλεισμό, ενώ από την άλλη αναπαράγουν το ρατσισμό μέσω της υποτίμησης του πολιτισμού των άλλων και της αναπαραγωγής των στερεοτύπων. Τα παιδιά με διαφορετικό εθνικό και πολιτισμικό υπόβαθρο βιώνουν την εθνοτική τους καταγωγή ή την πολιτισμική τους παράδοση ως αιτία στιγματισμού, επιχειρώντας να ενταχθούν σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο δεν λαμβάνει υπόψη του το ιδιαίτερο πολιτισμικό τους κεφάλαιο. Το σχολικό περιβάλλον αποτελεί ένα πεδίο που στην πραγματικότητα θεσμοποιεί διακρίσεις σε βάρος τους.

Η σχολική αποτυχία των αλλοδαπών μαθητών ερμηνεύεται με τον ίδιο τρόπο που ερμηνεύεται για τους μαθητές με χαμηλό κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο, ως αποτέλεσμα του διαφορετικού πολιτισμικού κεφαλαίου και όχι της φυσικής αδυναμίας των μαθητών να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του σχολείου. To σχολείο προβάλλει στο παιδί απαιτήσεις (διανοητικές, συναισθηματικές κ.λπ.) στις οποίες πρέπει να ανταποκριθεί. Όμως ο γλωσσικός κώδικας, το αξιακό σύστημα και οι πολιτισμικές αξίες  του σχολείου αντιστοιχούν σε αυτά της κυρίαρχης τάξης, τα παιδιά της οποίας εύκολα προσαρμόζονται και ανταποκρίνονται. Ο Μπουρντιέ το ονομάζει αυθαίρετη πολιτιστική σταθερά, μια έννοια που ενσωματώνει στοιχεία βιωματικά, αισθητικά, εθιμικά κ.λπ. και στην περίπτωση της εκπαίδευσης αποτελεί μια προσαρμοσμένη παραλλαγή της αυθαίρετης πολιτισμικής σταθεράς της κυρίαρχης τάξης.

Επομένως το σχολείο δεν είναι ο χώρος όπου τα παιδιά των μειονοτήτων ή των μεταναστών αποκτούν γνώσεις και δεξιότητες. Είναι ο χώρος όπου επιβεβαιώνεται και νομιμοποιείται η αδυναμία τους να μετατρέψουν το πολιτισμικό τους κεφάλαιο σε οικονομικό και κοινωνικό κεφάλαιο. Αυτό σημαίνει πως το δικαίωμα στην εκπαίδευση των παιδιών των μεταναστών δεν είναι αυτονόητο ούτε δεδομένο καταδεικνύοντας την αντίφαση που ενυπάρχει στη επικρατούσα φιλελεύθερη ρητορική περί ισότητας ευκαιριών η οποία είναι κυρίαρχη μετά τον πόλεμο. Το σχολείο αναπαράγει τις υπάρχουσες άνισες σχέσεις στην κοινωνία. Και αυτό συμβαίνει επειδή αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό του. Ο κλασικές πια μαρξιστικές θεωρίες της αναπαραγωγής μας το λένε από τη δεκαετία του 1960 ότι η σχολική επίδοση είναι σε μεγάλο βαθμό κοινωνικά προσδιορισμένη.

Σε έναν τέτοιο σχολείο που υποτιμά τη διαφορετικότητα είναι φυσικό να αναπτύσσεται ο ρατσισμός ως έκφραση των κυρίαρχων κατηγοριοποιήσεων στο κοινωνικό πεδίο και των αξιολογικών κρίσεων που τις συνοδεύουν.     Ο ρατσισμός στο σχολείο εκφράζεται είτε άμεσα και θεσμικά προσδιορισμένα, μέσω των δομικών στοιχείων του εκπαιδευτικού συστήματος (τα αναλυτικά προγράμματα, τα σχολικά εγχειρίδια, τον τρόπο οργάνωσης και η διοίκησης του σχολείου, τις παιδαγωγικές πρακτικές), είτε έμμεσα μέσω των αποσιωπήσεων ή των παραλείψεων του επίσημου προγράμματος ή την ποιότητα των διαπροσωπικών σχέσεων που συνάπτονται. Μπορούμε να αναφέρουμε το παράδειγμα των αναλυτικών προγραμμάτων και των σχολικών εγχειριδίων τα οποία, στο πλαίσιο ενός εθνοκεντρικού προσανατολισμού, αναπαράγουν στερεοτυπικές εικόνες για τον εθνικό και πολιτισμικό «άλλο». Αυτή η αναπαραγωγή των στερεοτυπικών εικόνων που σχηματοποιούν και κατηγοριοποιούν τον «άλλον» ως κλέφτη, ανεπιθύμητο κ.λπ. αποτελεί στην ουσία μια πράξη βίας, από την πλευρά του σχολείου, η οποία εύκολα μετακυλύεται στους μαθητές.

            Μα θα έλεγε κανείς δεν έχουμε μια διαπολιτισμική εκπαιδευτική πολιτική; Στην Ελλάδα υπάρχει η αντίφαση μιας διαπολιτισμικής ρητορικής από τη μια και μιας αφομοιωτικής πολιτικής από την άλλη.             Τα τελευταία χρόνια, σε μια προσπάθεια εξορθολογισμού της εκπαιδευτικής πολιτικής εντάσσονται στοιχεία του πολιτισμού των άλλων διαμορφώνοντας μια επίφαση διαπολιτισμικής εκπαιδευτικής πολιτικής και αντιρατσιστικής παρέμβασης. Η απλουστευτική συμπερίληψη διαφορετικών πολιτισμικών στοιχείων στην εκπαιδευτική διαδικασία από μόνη της σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί μια διαπολιτισμική προσέγγιση αλλά έχει έναν φολκλορικό χαρακτήρα και συχνά να μεταβάλλει το αίτημα αναγνώρισης του δικαιώματος της διαφοράς σε στοιχείο νομιμοποίησης του αποκλεισμού.

Μια τέτοια προσέγγιση εγκλωβίζεται στην επιδίωξη μιας στατικής διατήρησης της ταυτότητας των μαθητών αυτών. Ο πολιτισμός γίνεται αντιληπτός ως ένα σύνολο στοιχείων σταθερών και διαχρονικών. Μια τέτοια όμως πρόσληψη του πολιτισμού οδηγεί σε εκπαιδευτικές επιλογές που αναπαράγουν μια ταυτότητα εξιδανικευμένη, που δεν έχει πάντα σχέση με τις πραγματικές ανάγκες των παιδιών αυτών.

            Όμως αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα στο πολυπολιτισμικό σχολείο είναι ότι οι ταυτότητες των παιδιών, και όλων μας, εξελίσσονται, μεταλλάσσονται και σε καμία περίπτωση δεν διατηρούν αναλλοίωτα τα χαρακτηριστικά τους. Ο πολιτισμός δεν αποτελεί ένα μονολιθικό σύστημα αξιών και αντιλήψεων, αλλά ένα ζωντανό ερμηνευτικό σχήμα της πραγματικότητας που μεταβάλλεται όταν αλλάζει η πραγματικότητα ή η θέση από την οποία την παρατηρούμε. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση των μεταναστών και των παιδιών τους όπου η κοινωνική πραγματικότητα άλλαξε, εξαιτίας της μεταναστευτικής εμπειρίας, και κατά συνέπεια αλλάζει το ερμηνευτικό εργαλείο ανάγνωσης της πραγματικότητας, ο πολιτισμός.

            Οι μαθητές μας δεν είναι Αλβανοί μαθητές ή τουλάχιστον δεν είναι Αλβανοί της Αλβανίας. Είναι μαθητές αλβανικής καταγωγής που μεγάλωσαν στην Ελλάδα και κατά συνέπεια δεν μπορούν να έχουν το ίδιο πολιτισμικό πλαίσιο με τον πατέρα τους που μεγάλωσε στην Αλβανία πόσο δε μάλλον με τον παππού τους. Στη περίπτωση των μεταναστών διαμορφώνονται υβριδικές ταυτότητες σε μια προσπάθεια συνδυασμού διαφορετικών και, συχνά, αντιφατικών και συγκρουσιακών πολιτισμικών στοιχείων.

            Επιπλέον, συχνά υιοθετείται μια υπεραπλουστευμένη αντίληψη που ισχυρίζεται ότι εάν ο Έλληνας μαθητής γνωρίσει στοιχεία από τον πολιτισμό του αλλοδαπού συμμαθητή του θα καταπολεμηθεί ο ρατσισμός που ενδεχομένως να εκδηλώσει εναντίον. Υπάρχει η αντίληψη ότι η συνύπαρξη και η γνωριμία μπορεί να αμβλύνει προκαταλήψεις και ρατσισμό. Βέβαια όπως φαίνεται στον Αγ. Παντελεήμονα η γειτνίαση και η αλληλογνωριμία μάλλον δεν βοήθησαν. Και αυτό αποδεικνύει ότι πρόκειται για μια αφελή προσέγγιση.

Ο ρατσισμός αναπαράγεται μέσω των δομών του συστήματος και όχι εξαιτίας υποκειμενικών συμπεριφορών οι οποίες μπορούν να εξαλειφθούν με απλές παρεμβάσεις στο επίπεδο των ατομικών στάσεων. Η ισότητα των εκπαιδευτικών ευκαιριών καθορίζεται κυρίως από οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες. Αυτό που χρειάζεται είναι η ανάλυση και εξέταση του θεσμικού ρατσισμού που «θυματοποιεί» τις μειονοτικές ομάδες.

            Η επαφή και η γειτνίαση για να λειτουργήσουν προς την πλευρά της ισότιμης αναγνώρισης και αποδοχής και τη μείωση της προκατάληψης χρειάζονται, κατά τους κοινωνικούς ψυχολόγους  τέσσερις βασικές προϋποθέσεις έτσι: α) τη διασφάλιση της ισότιμης κοινωνικής θέσης μεταξύ των ομάδων, β) την εξασφάλιση της κοινωνικής και θεσμικής υποστήριξης των μέτρων που προωθούν την επαφή των ομάδων,  γ) την ανάπτυξη ενός είδους συνεργατικής αλληλεξάρτησης μεταξύ των ομάδων και τέλος δ) τη διαμόρφωση μια διαδικασίας εξοικείωσης που χαρακτηρίζεται από την επαρκή  διάρκεια, συχνότητα και εγγύτητα της επαφής.

            Ένα άλλο λάθος που συχνά κάνουμε στην ανάγκη μας να λάβουμε υπόψη τη διαφορετικότητα των μαθητών μας είναι ότι την περιορίζουμε στο πλαίσιο της πολιτισμικής διαφοράς. Η ανάλυσή μας δηλαδή πολλές φορές στην ανάγκη να διαμορφώσουμε μια αντιρατσιστική εκπαιδευτική πολιτική κωδικοποιεί τη «διαφορετικότητα» σε πολιτισμικές διαφορές, παραγνωρίζοντας  άλλες κοινωνικές, ταξικές ή οικονομικές παραμέτρους και εξαντλείται στην ανάγκη διατήρησης αυτών των διαφορών ως την υιοθέτηση και συνέχεια της πολιτισμικής παράδοσης. Μα όμως υπάρχουν και άλλες κοινωνικές διαφοροποιήσεις τεμνόμενες με τις πολιτισμικές διαφορές, όπως είναι για παράδειγμα η τάξη ή το κοινωνικό φύλο, τις οποίες παραβλέποντας τες ενισχύουμε την υιοθέτηση ενός απλουστευτικού σχήματος ερμηνείας της πραγματικότητας στο “εμείς” και οι “άλλοι”. Έτσι οι “ξένοι” παραμένουν διαχρονικά απόλυτα “διαφορετικοί”, παρά τις όποιες αλληλεπιδράσεις με τους αυτόχθονες και η υποκειμενική πραγματικότητα των “αλλοδαπών” παραμένει άγνωστη, επειδή τη θέση της παίρνουν τα στερεότυπα για αυτούς.

            Θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι ο πολιτισμός δεν είναι ούτε ενιαίος και αδιαφοροποίητος ούτε απαλλαγμένος από αντιφάσεις και συγκρούσεις. Αν κατανοήσουμε τον πολιτισμό ως κοινωνική πράξη, τότε πρέπει να αποδεχτούμε ότι οι πολιτισμικές διαφορές εκφράζουν και διαφορές πρόσβασης σε κοινωνικά αγαθά και σε κοινωνικές θέσεις.

3. Προτάσεις

Τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν και το σχολείο μπορεί να έχει έναν αντιρατσιστικό χαρακτήρα μόνο μέσα από τη χειραφετητική δράση των εκπαιδευτικών. Πέρα από την κυριαρχία των δομών υπάρχει και η εμπρόθετη δράση των υποκειμένων. Οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να προχωρήσουμε σε δράση. Όχι ως τεχνοκράτες εκπαιδευτικοί που είμαστε απλώς εφοδιασμένοι με ένα ρεπερτόριο διδακτικών πρακτικών, τις οποίες εφαρμόζουμε κατά περίπτωση, αλλά ως διαπολιτισμικά ικανοί εκπαιδευτικοί οι οποίοι προβληματιζόμαστε για τους σκοπούς και το περιεχόμενο των αναλυτικών προγραμμάτων, τη διαδικασία της μάθησης, τον παιδαγωγικό και κοινωνικό ρόλο του σχολείου, στοχαζόμαστε πάνω στις προσωπικές μας αντιλήψεις και πεποιθήσεις (ως φορείς και εμείς στερεοτύπων), καθώς και στις διδακτικές και μεθοδολογικές μας επιλογές, συνειδητοποιούμε τις συνέπειες των επιλογών μας τόσο για τα άτομα όσο και για την αναπαραγωγή των υπαρχουσών κοινωνικών δομών και σχέσεων.

            Το ζητούμενο είναι να διαμορφώσει ο εκπαιδευτικός μια κριτική οπτική για τον επαγγελματικό και κοινωνικό του ρόλο που θα τον οδηγήσει στη χειραφέτηση έτσι ώστε να λειτουργήσει όπως λέει ο Giroux ως  “border crossers”, ως διανοούμενος που διαπερνά τα όρια που θέτει η εξουσία και οι κοινωνικά κατασκευασμένες σχέσεις, με βασικό στόχο τη διαμόρφωση παιδαγωγικών πρακτικών που θα θέτουν το ιδεολογικό υπόστρωμα των διαφορετικών εμπειριών των μαθητών υπό κριτική ανάλυση και αμφισβήτηση.

            Σκοπός μας θα πρέπει να είναι όχι απλώς να διαχειριστούμε τη διαφορά για την απλή συμβίωση των παιδιών από διαφορετικούς πολιτισμούς αλλά κυρίως χρειαζόμαστε παιδαγωγικές πρακτικές που να επικεντρώνονται στο πρόβλημα της δικαιοσύνης και της δίκαιης οργάνωσης των κοινωνικών και εκπαιδευτικών θεσμών (π.χ. από ποια οπτική γωνιά είναι γραμμένο το Α.Π./σχολικά εγχειρίδια; κάνει/κάνουμε διαχωρισμούς του τύπου «εμείς» και οι «άλλοι»;)

            Μπορεί να διαμορφωθεί μια εκπαιδευτική πρόταση με αντιρατσιστική διάσταση; Ο ρατσισμός εκπορεύεται από δύο βασικά κίνητρα: το φόβο για τον άλλον και το συμφέρον που συνδέεται με την κυριαρχία και την εκμετάλλευση (δουλεία, αποικιοκρατία, καπιταλισμός). Αυτά τα δύο κίνητρα πρέπει να τα αναδείξουμε και να τα αντιπαλέψουμε με τη συγκρότηση ενός σχεδίου εκπαιδευτικής αλλά και πολιτικής  αντιρατσιστικής δράσης. Ο Taguief θέτει το απλοϊκό ερώτημα γιατί να είμαστε αντιρατσιστές; και καταλήγει σε 6 διαφορετικές απαντήσεις με πολιτικό, επιστημονικό, ηθικό, ακόμα και μεταφυσικό χαρακτήρα. Πρέπει να είμαστε αντιρατσιστές στο όνομα του πολιτισμού, για να εξαφανίσουμε τη βαρβαρότητα από τον κόσμο των ανθρώπων. Στο όνομα της επιστημονικής αλήθειας, στο όνομα του καλού, στο όνομα της ειρήνης και της ισότητας, στο όνομα του δικαιώματος στη διαφορετικότητα. Οι απαντήσεις αυτές μπορούν να αποτελέσουν τη βάση οικοδόμησης εκπαιδευτικών παρεμβάσεων.

            Αυτό που πρέπει να αποφευχθεί είναι ο ηθικισμός και ο διδακτισμός. O ρατσισμός δεν καταπολεμάται επιχειρώντας να πείσεις τους μαθητές για το πόσο κακό πράγμα είναι να είσαι ρατσιστής. Θα πρέπει να φέρουμε τα παιδιά, κυρίως τα μεγαλύτερα, σε κριτική αντιπαράθεση με το θεσμικό ρατσιστικό λόγο ο οποίος υπαγορεύει τις υποκειμενικές-ατομικές ρατσιστικές συμπεριφορές.

            Μα όμως, θα έλεγε κανείς ότι τα παιδιά δεν τα ενδιαφέρει άμεσα το θέμα του ρατσισμού ως μέλη της κυρίαρχης ομάδας. Αυτό που η δική μας διδακτική προσέγγιση θα κάνει είναι να καταδεικνύει ότι οι μειονότητες κατασκευάζονται, διασπώντας τον πληθυσμό σε ομάδες με φαινομενικά αντίθετα συμφέροντα, αναπαράγοντας την ίδια στιγμή τις προϋποθέσεις διατήρησης μιας συγκεκριμένης μορφής εξουσίας. Και αυτή η κατασκευή μειονοτήτων υπαγορεύεται από τις ανάγκες της δεδομένης στιγμής. Ο “άλλος” τον οποίο υποτιμούμε μπορεί να είναι η γυναίκα, ο φτωχός, ο άνθρωπος της τρίτης ηλικίας, ο άρρωστος, ο παχύσαρκος, ο άνθρωπος με ειδικές ανάγκες κ.λπ. Να διαφανεί ότι τώρα δεν απειλούμαστε από το ρατσισμό αλλά ότι είμαστε όλοι εν δυνάμει θύματα ρατσιστικής συμπεριφοράς. Μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να καλλιεργήσει την ενσυναίσθηση και να τους ευαισθητοποιήσει απέναντι στο φαινόμενο το οποίο δε βιώνουν τώρα αλλά μπορεί να το βιώσουν στο μέλλον ως μέλη μιας κοινωνικής ομάδας.

            Το ζητούµενο είναι να άρει κανείς το φυσικό και αυτονόητο περίβληµα του ρατσισμού και του εθνικισµού έτσι ώστε να µπορεί να καταστεί αντικείµενο κριτικής διερεύνησης προσβάλλοντας το αυτονόητο των εθνικιστικών και ρατσιστικών επικλήσεων. Άρα πρέπει να προτάξουμε την ανάπτυξη μιας άλλης αντίληψης για τον εαυτό, πιο κριτικής και αναστοχαστικής για το δικό μας κόσμο και πιο ανοικτή για τους άλλους. Αυτό στην πράξη σημαίνει μια εκπαιδευτική πράξη που τονίζει το ζήτημα της κριτικής θεώρησης των ταυτοτήτων, της κριτικής εμβάθυνσης του καθενός στη δική του ταυτότητα και το δικό του πολιτισμικό χώρο. Μια πολυπροοπτική προσέγγισης στην εκπαιδευτική διαδικασία η οποία επικεντρώνεται στη συμπερίληψη στοιχείων του γηγενούς πολιτισμού, αλλά και των άλλων πολιτισμών σε μια διαλεκτική σχέση, θέτοντας δύο βασικές επιδιώξεις: πρώτον την οικειοποίηση του ξένου, όπου ο μαθητής έρχεται σε επαφή με το άγνωστο, το κάνει γνωστό και οικοδομεί νέα γνώση και δεύτερον την αποστασιοποίηση από το οικείο, μια διαδικασία απο-οικειοποίησης του γνωστού, απαραίτητης ώστε να προσεγγίσουν τα υποκείμενα (γηγενείς και αλλοδαποί, κυρίαρχοι και μειονοτικοί) με κριτική διάθεση ό,τι εθεωρείτο ως δεδομένο, αδιαμφισβήτητο και με αυτονόητη ισχύ. Η επίτευξη αυτού του διπλού στόχου επιτυγχάνεται μέσω της υιοθέτησης διαφορετικών οπτικών κατά τη διδασκαλία

          Αξιοποίηση του γλωσσικού και πολιτισμικού κεφαλαίου των αλλοδαπών μαθητών. Δίνουμε έτσι στο σχολείο μια διπλή υπόσταση ώστε να λειτουργήσει ως καθρέφτης για τους αλλοδαπούς μαθητές για να δουν το πρόσωπό τους, να αντιληφθούν ότι το σχολείο δεν αγνοεί ούτε υποτιμά αυτό που φέρνουν και την ίδια στιγμή να λειτουργήσει ως παράθυρο για τους γηγενείς μαθητές ώστε να αντιληφθούν ότι η δική τους πολιτισμική εκδοχή ανάγνωσης της πραγματικότητας είναι μία από τις πολλές, ούτε καλύτερη ούτε χειρότερη από τις άλλες.

          Απαιτείται να επιδιώξουμε την ανάπτυξη της πολιτικής κοινωνικοποίησης των μαθητών μας, μιας έννοιας που πρέπει να διαπερνά οριζόντια κάθε διδακτική πράξη και να οδηγεί στην ανάδυση  ενός αξιακού συστήματος που προτάσσει την ισότητα και την αναγνώριση του άλλου. Από το μάθημα της Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής ή ως  ως επιμέρους θεματική στα άλλα μαθήματα να επιδιώξουμε την μετατόπιση από την μοντέλο του ενημερωμένου και πληροφορημένου πολίτη στον τύπο του ενεργού πολίτη ο οποίος δρα στο πλαίσιο της κοινότητας, της χώρας ή και ευρύτερα του κόσμου.

            Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στις αλληλεπιδράσεις. Να διαμορφώσουμε συνθήκες θετικής αλληλεξάρτησης. Η  πολυπολιτισμική τάξη να αποτελεί μια κοινότητας μάθησης όπου το σχολικό κλίμα αποδοχής αποτελεί τη βάση για την ανάπτυξη ισχυρών διαπροσωπικών σχέσεων και κατ' επέκταση μιας θετικής αυτοεικόνας. Αυτό σημαίνει τη διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος συνεργατικότητας όπου θα αναπτύσσεται προσπάθεια αποδόμησης των στερεοτύπων και προκαταλήψεων που αναπαράγονται.

            Άρα η τάξη θα πρέπει να αποτελέσει ένα πεδίο εφαρμογής βιωματικών τεχνικών ανάπτυξης της ενσυναίσθησης, τεχνικών που συμβάλλουν στην αναγνώριση των κατασκευασμένων εικόνων του άλλου και οδηγούν στην άρση της αποπροσωποποίησης που επιτυγχάνουν τα στερεότυπα. Θα πρέπει, κατά τη διαδικασία της αλληλεπίδρασης να  ενθαρρύνεται η προσέγγιση του άλλου ως πρόσωπο, με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και όχι ως μέλος μιας κοινωνικής κατηγορίας ώστε να αναδειχθούν οι ομοιότητες μεταξύ των παιδιών. Να καταλάβουν τα παιδιά ότι ο Αχμέντ δεν είναι ο “ξένος” αλλά ένας συμμαθητής τους που του αρέσει η μπάλα, όπως και σ’ αυτούς, και, παρ' όλο που δυσκολεύεται στο μάθημα της γλώσσας, τα καταφέρνει τελικά να μιλά δυο γλώσσες.

            Απαιτούνται πρακτικές βασισμένες στη βιωματική μάθηση, Η αξιοποίηση τεχνικών όπως η δραματοποίηση, ο καταιγισμός ιδεών, το παιχνίδι ρόλων βοηθούν στη γνωριμία με τον άλλο, την αναγνώριση των στερεοτύπων και των προκαταλήψεων, στην ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης και της  έκφρασης συναισθημάτων κ.λπ. Αυτό προϋποθέτει τη διαμόρφωση ενός πλαισίου συναισθηματικής στήριξης και αποδοχής, εντός του οποίου οι μαθητές παρατηρούν δρουν και στοχάζονται.

            Χρεαζόμαστε τη διαμόρφωση ενός δικτύου εκπαιδευτικών που θα μοιράζεται καλές πρακτικές, θα προχωρά σε πρακτικές αυτομόρφωσης και αυτοβελτίωσης. Υπάρχουν συνάδελφοι με σπουδές σε ζητήματα διαπολιτισμικής εκπαίδευσης που θα μπορούσαν να μεταφέρουν τη γνώση τους. Επίσης υπάρχουν συνάδελφοι που πολλά χρόνια τώρα εφαρμόζουν πρακτικές και θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως πολλαπλασιαστές διαχέοντας τις συγκεκριμένες διδακτικές προσεγγίσεις.

            Χρειάζεται να διαμορφώσουμε ένα σχολείο ανοικτό στην κοινωνία, ανοικτό στις κοινότητες των μεταναστών. Αναφέρω ενδεικτικά το παράδειγμα της πρόσκλησης στις εκδηλώσεις που κάνουμε στο σχολείο ποιητών, λογοτεχνών, μουσικών από τις κοινότητες των αλλοδαπών μαθητών. Έτσι, επιτυγχάνεται η ενίσχυση της αυτοεκτίμησης των παιδιών καθώς βλέπουν το σχολείο να περιβάλλει με εκτίμηση ενήλικες από την κοινότητά τους. Οι μαθητές από μειονοτικές κοινότητες θα ενδυναμωθούν στο βαθμό που οι γονείς ενδυναμώνονται μέσα από τις αλληλεπιδράσεις τους με το σχολείο. Το να αναγνωρίζουμε την αξιοπρέπεια του ανθρώπινου όντος σημαίνει να αναγνωρίζουμε την κοινότητα στην οποία ανήκει.

            Το σχολείο εξ' ορισμού θα πρέπει βρίσκεται απέναντι στο φασισμό και το ρατσισμό. Εάν η βασική του αποστολή είναι η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και η χειραφέτηση του παιδιού τότε πρέπει να αντιστέκεται στις άκριτες γενικεύσεις, τη βία, τη μισαλλοδοξία, τον αποκλεισμό. Αυτό σημαίνει ότι το σχολείο θα πρέπει να προτάσσει στην κυρίαρχη φασιστική ρητορική, θεσμική ή εξωθεσμική, μια αντι-ρητορική που θα γίνεται βιωμένη καθημερινή πράξη. Και αυτό μπορεί να έχει αποτέλεσμα μόνο εάν συνδεθεί με ένα ευρύ κοινωνικό και πολιτικό αντιφασιστικό κίνημα.

Αν σήμερα ο κυρίαρχος λόγος και τα ιδεολογικά τοτέμ ενός κράτους ανισότητας και αποκλεισμών υψώνονται στο χώρο του σχολείου, ένα άλλο αντίπαλο ρεύμα αμφισβήτησης και απελευθερωτικής εκπαίδευσης μπορεί να υψώσει τα δικά του λάβαρα.

Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα

Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με 65Є εγγραφή - έως 29 Απριλίου

Μοριοδοτούμενο σεμινάριο Ειδικής Αγωγής (ΕΛΜΕΠΑ) με μόνο 50Є εγγραφή- αιτήσεις ως 29/4

2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη

Proficiency και Lower μόνο 95 ευρώ σε 2 μόνο ημέρες στα χέρια σας (ΧΩΡΙΣ προφορικά, ΧΩΡΙΣ έκθεση!)

ΕΥΚΟΛΕΣ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ και ΙΤΑΛΙΚΩΝ για εκπαιδευτικούς - Πάρτε τις άμεσα

Google news logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Google News Viber logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Viber

σχετικά άρθρα

pistopoiisi agglikwn
Πιστοποίηση Αγγλικών ΑΣΕΠ επιπέδου C2: Ποιο είναι το πιο εύκολο στην Ελλάδα
Το πιο εύκολο online Πιστοποιητικό Αγγλικής Γλώσσας επιπέδου Β2,C1,C2 στην Ελλάδα είναι αυτό που προωθεί η goLearn με ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΙΣΧΥ και πλήρη...
Πιστοποίηση Αγγλικών ΑΣΕΠ επιπέδου C2: Ποιο είναι το πιο εύκολο στην Ελλάδα
γονείς
Υπουργείο Παιδείας: Σχετικά με τις Άδειες Παρακολούθησης Σχολικής Επίδοσης Τέκνου
Η άδεια χορηγείται στο γονέα−υπάλληλο ανεξάρτητα από το αν ο άλλος γονέας εργάζεται ή όχι
Υπουργείο Παιδείας: Σχετικά με τις Άδειες Παρακολούθησης Σχολικής Επίδοσης Τέκνου
alfavita_logo
Το alfavita συμμετέχει στην 24ωρη απεργία που κήρυξαν οι Ενώσεις εργαζομένων στο χώρο του Τύπου και των ΜΜΕ
24ωρη απεργία προκήρυξαν για σήμερα οι Ενώσεις των εργαζομένων στο χώρο του Τύπου και των ΜΜΕ
Το alfavita συμμετέχει στην 24ωρη απεργία που κήρυξαν οι Ενώσεις εργαζομένων στο χώρο του Τύπου και των ΜΜΕ