Η απαίτηση να μην επαναληφθεί το Άουσβιτς ήταν η πρώτη και κύρια απαίτηση που τέθηκε στη μεταπολεμική εκπαίδευση, διεθνώς, μετά την εμπειρία της θηριωδίας του ναζισμού. Προηγήθηκε δε τόσο πολύ κάθε άλλης απαίτησης, που δεν χρειάστηκε περαιτέρω αιτιολόγηση. Αντίθετα, κάθε προσπάθεια αιτιολόγησης κρίθηκε τότε ότι θα αποτελούσε τερατώδες ατόπημα, εξαιτίας του ίδιου του εύρους της θηριωδίας που είχε πρότερα διαπραχθεί από τον ναζιστικό μηχανισμό.
Ωστόσο, το γεγονός της περιορισμένης συνείδησης από πολλούς της συγκεκριμένης απαίτησης, αποδεικνύει τελικά ότι η εμπειρία της θηριωδίας δεν έγινε κτήμα των ανθρώπων και, άρα, υπάρχει πάντα ανοικτό το ζήτημα και ο κίνδυνος της επανάληψής της.
Έτσι, παρ’ όλο που η εκπαίδευση ως θεσμός θα έπρεπε να εναντιώνεται διαχρονικά στη βαρβαρότητα, η τελευταία εξακολουθεί να υφίσταται, όσο διαρκούν οι συνθήκες ουσιαστικά που την γέννησαν.
Σήμερα, η βασική δομή της κοινωνίας παραμένει η ίδια με εκείνην που υφίστατο κατά το διάστημα του μεσοπολέμου και των χρόνων του δεύτερου μεγάλου πολέμου. Η κοινωνική πίεση συνεχίζει να βαραίνει και να ωθεί τους ανθρώπους στο ανείπωτο, το οποίο κορυφώθηκε στο Άουσβιτς. Θα έλεγε κανείς ότι ο πολιτισμός παράγει ο ίδιος τη βαρβαρότητα και εναντιώνεται ολοένα περισσότερο προς τον εαυτό του. Αναδύεται στις μέρες μας μια σκοτεινή συζήτηση αμφισβήτησης και επαναπροσδιορισμού του αριθμού των θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας και του Ολοκαυτώματος, ένα, θα λέγαμε, παζάρεμα όσον αφορά στην απεικόνιση της συγκεκριμένης ιστορικής πραγματικότητας, γεγονός που αποτελεί συλλήβδην προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των βασικών αρχών του ανθρώπινου πολιτισμού.
Προσπερνιέται με καταπληκτική ευκολία η αλλοτινή βεβαιότητα ότι η μαζική εξόντωση ανθρώπων κατόπιν σχεδίου από έναν ολόκληρο κρατικό μηχανισμό, αποτελεί έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, συνωμοσία κατά της ειρήνης και απόρροια ενόςεξαιρετικά επικίνδυνου «επιθετικού εθνικισμού/μεγαλοϊδεατισμού»1. Η ευρύτητα, ωστόσο, της αλλοτρίωσης του σύγχρονου κόσμου αντανακλάται στην περιοδική επανάληψη διαφόρων εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, με κορωνίδα το κατά συρροή έγκλημα κατά των Παλαιστινίων που συντελείται διαχρονικά και, μάλιστα, από τους απογόνους των θυμάτων της απίστευτης θηριωδίας του ναζισμού.
Αποδείχθηκε, επομένως, ότι οι προσπάθειες αποτροπής της επανάληψης του Άουσβιτς δεν ευδοκιμούν όταν αναλίσκονται σε νουθεσίες και επικλήσεις σε αιώνιες και αφηρημένες αξίες. Οι ρίζες των θηριωδιών, έλεγε ο Adorno, θα πρέπει να αναζητούνται στους ίδιους τους θύτες. Χρειάζεται να γίνουν γνωστοί εκείνοι οι μηχανισμοί που μετατρέπουν τους ανθρώπους σε θηρία και τούτη η γνώση να αποτελέσει τον πυρήνα μιας εκπαίδευσης που θα αποβλέπει στον κριτικό αναστοχασμό και την εσωτερική πειθαρχία και, φυσικά, θα εστιάζει στα πρώτα παιδικά χρόνια, αφού οι χαρακτήρες διαπλάθονται στην πρώιμη παιδική ηλικία2.
Ο ίδιος στοχαστής θεωρούσε πολύ επιφανειακή την εξήγηση της ναζιστικής θηριωδίας με αναφορές στο δήθεν πειθήνιο γερμανικό πνεύμα, παρ’ όλο που στη συγκεκριμένη χώρα, όπως και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, επιβιώνουν με πολύ πιο επίμονο τρόπο από όσο θα έπρεπε σε συνθήκες τυπικής δημοκρατίας, αυταρχικές συμπεριφορές υποταγής σε αυθεντίες. Μάλλον, θα πρέπει να εστιάσει κανείς στο ότι οι άνθρωποι στις χώρες αυτές, και ιδιαίτερα στη Γερμανία, δεν αποδείχθηκαν έτοιμοι να διαχειριστούν την ελευθερία τους και να αυτοπροσδιοριστούν μετά την κατάρρευση των καθιερωμένων παλιών αυθεντιών (δηλ., των βασικών όρων της σαδιστικής-αυταρχικής φρικαλεότητας) στα πλαίσια της παλιάς Αυτοκρατορίας.
Εκείνο, ωστόσο, που προκαλεί ανησυχία, είναι το γεγονός ότι ακόμα και η ύπαρξη παραδοσιακά ισχυρού εργατικού και αγροτικού, πολιτικά συγκροτημένου, προλεταριάτου στη Γερμανία, καθώς και η συνεπακόλουθη σθεναρή αντίστασή του σε κάθε γενικευμένο εθνικό ενθουσιασμό και κάθε διακηρυγμένο σοβινισμό στο δειλινό του 19ου αιώνα, δεν αποτέλεσαν μια ικανή συνθήκη αποτροπής κάθε συσπείρωσης στη ναζιστική εθνικιστική προπαγάνδα και ιδεολογία, μισό περίπου αιώνα αργότερα στην ίδια χώρα3. Ενδεχομένως, να οφείλεται στη διαπιστωμένη, κατά τον Ένγκελς, δεισιδαιμονία των Γερμανών όσον αφορά το κράτος, μια δεισιδαιμονία που θεμελιώθηκε στη φιλοσοφία και μέσω αυτής προσχώρησε στην κοινή συνείδηση της αστικής τάξης και ενός μεγάλου μέρους των εργατών. Το κράτος για τους Γερμανούς αποτελεί διαχρονική αξία, την απόλυτη Ιδέα, την πραγματοποίηση της βασιλείας του Θεού πάνω στη γη, την αιώνια αλήθεια και δικαιοσύνη. Ο δεισιδαιμονικός αυτός σεβασμός προς το κράτος εγείρει αφελείς βεβαιότητες για αποτελεσματική εκπροσώπηση και εξυπηρέτηση των κοινών συμφερόντων στην κοινωνία από αυτό και, βέβαια, απουσία κάθε αμφισβήτησης επί της βασικής του ιδιότητας ως μηχανισμού καταπίεσης μιας τάξης από μία άλλη, ανεξάρτητα από την ποικιλία των ενίοτε ιστορικών μορφών του – αστικής δημοκρατίας ή μοναρχίας4. Ας συμπληρώσουμε στο σημείο αυτό και τον επίσης δημοφιλή ισχυρισμό των υπηρετούντων στη ναζιστική πολεμική μηχανή (υψηλόβαθμών στελεχών, αλλά και κατώτερων στρατιωτών) περί εκτέλεσης άνωθεν διαταγών και επιτέλεσης του καθήκοντός τους. Πρόκειται για την κατ’ εξοχήν γερμανική προοπτική της τυφλής υποταγής στην εξουσία και το κράτος, παρεπόμενο της τυπικής αυταρχικής γερμανικής εκπαίδευσης και ανατροφής, που αποτελούσε το θεμέλιο της γερμανικής ηθικής και ανήγαγε σε αδιαμφισβήτητη αλήθεια το γνωστό «ο νόμος είναι νόμος και η διαταγή είναι διαταγή», το οποίο αποτέλεσε το άλφα και το ωμέγα της γερμανικής αποτελεσματικότητας5.
Παρά τις ενστάσεις, λοιπόν, του Adorno -που θεωρούσε πολύ επιφανειακή την απόδοση της ανάδειξης του εθνικοσοσιαλισμού στο «πειθήνιο» γερμανικό πνεύμα, αφού και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες επιβιώνουν με ανάλογα επίμονο τρόπο αυταρχικές συμπεριφορές και τάσεις τυφλής υπακοής σε αυθεντίες- παραμένει αναμφισβήτητο γεγονός ότι η Γερμανία ήταν μία από τις χώρες που εμφάνιζαν χαρακτηριστικά ιδεαλιστικής προσέγγισης των θεσμών (π.χ. του κράτους), ικανά να περιορίσουν το εύρος μιας κριτικής αποτίμησης της πραγματικότητας. Τη βεβαιότητα αυτή ενστερνίζεται και ο ίδιος (ο Adorno) και σπεύδει να καταδείξει σε άλλο σημείο του έργου του ότι: «βάζοντας κανείς το δίκαιο του κράτους πάνω από εκείνο όσων ανήκουν σε αυτό, έχει θέσει ήδη δυνάμει τους όρους της φρίκης»6. Το διπλό γεγονός ότι ο ναζισμός υπήρξε ιδιαζόντως γερμανικό φαινόμενο και ότι η ιδεολογία του ήταν η φυλετική ιδεολογία, καθόλου δεν σημαίνει ότι ο ρατσισμός αποτελεί καθαρά κληροδότημα των Γερμανών (προηγήθηκαν, άλλωστε, στο θέμα της φυλετικής ιδεολογίας οι Άγγλοι και οι Γάλλοι θεωρητικοί). Δεν αμφισβητείται, ωστόσο, η ύπαρξη ενός καθαρά γερμανικού προβλήματος, στο οποίο η ναζιστική ιδεολογία αποτέλεσε μιαν απάντηση.
Επίσης, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η γερμανική παράδοση στοχασμού δεν ήταν καθόλου ξένη προς τη ναζιστική ιδεολογία7. Δεν σημαίνει, βέβαια, ότι η συγκεκριμένη παράδοση πρέπει συλλήβδην να καταδικαστεί, αφού υπάρχει αβυσσαλέα απόσταση μεταξύ μιας οποιασδήποτε παράδοσης και εκείνης της ιδεολογίας που παρεισφρέει πάντοτε καταχρηστικά στους κόλπους της. Καταδικαστέα είναι μόνον η σκέψη που τίθεται αυτοβούλως -ή εξαιτίας σύγχυσης ή ταραχής- στην υπηρεσία μιας ιδεολογίας και καλύπτεται πίσω από αυτήν, διεκδικώντας οφέλη από την ισχύ της8.
Επίσης, δεν θεωρεί ο Adorno ότι είναι θέμα «δέσμευσης» σε αρχές και ιδανικά, ώστε να αποφευχθεί η παλινδρόμηση στη βαρβαρότητα, αφού οι «δεσμεύσεις» μπορούν πολύ εύκολα να μετατραπούν σε «ταυτότητα φρονήματος», προκειμένου να αποδείξει κανείς ότι είναι αξιόπιστος πολίτης, ενώ παράγουν από την άλλη μοχθηρία και αντίθετα αποτελέσματα από εκείνα που καλούνται να παραγάγουν εξ αρχής και ενισχύουν την ετερονομία και την εξάρτηση9 από άνωθεν εντολές και κοινωνικά κατασκευασμένες, πλην όμως κυρίαρχες, νόρμες10. Η ετοιμότητα, άλλωστε, να συντάσσεται κανείς με την εξουσία και να ανάγει σε κανόνα εκείνο που φαντάζει ισχυρότερο, αποτελεί τον τρόπο ακριβώς της αντίληψης που διακρίνει τον τυραννικό άνθρωπο11, εκείνον δηλαδή τον τύπο ανθρώπου που δεν θα έπρεπε να εμφανιστεί ξανά μετά το γενικευμένο έγκλημα του Β΄ Π.Π. Γι’ αυτό λοιπόν, η επίκληση των «δεσμεύσεων» είναι μοιραία, αφού οι άνθρωποι που τις αποδέχονται περιέρχονται σε μια «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης για διαταγή»12.
Σύμφωνα με τον Giorgio Agamben, το πλέον αξιοσημείωτο στοιχείο της Βαϊμάρης και, βεβαίως, του ναζιστικού πολιτικού συστήματος για την εδραίωσή του, ήταν το γεγονός της ύπαρξης συνεχών πολιτικών διακινδύνευσης που απαιτούσαν τη λήψη έκτακτων μέτρων για την αντιμετώπιση επειγουσών καταστάσεων έκτακτης ανάγκης και, κατ’ επέκταση, καταστάσεων εξαίρεσης που νομιμοποιούσαν την κατ’ επανάληψη καταπάτηση θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών από την εξουσία και τη συμφιλίωση του κοινού με ολοένα συχνότερες και απροκάλυπτες πρακτικές καταστρατήγησης του συντάγματος. Το τέλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης έδειξε ξεκάθαρα ότι μια «προστατευόμενη δημοκρατία» δεν αποτελεί επ’ ουδενί δημοκρατία και ότι το παράδειγμα της συνταγματικής δικτατορίας λειτουργεί περισσότερο ως φάση μετάβασης προς την απολυταρχία. Επομένως, χωρίς την έννοια του κατ’ επείγοντος που ισχύει σε περιόδους μεγάλων κρίσεων (πολέμων, φυσικών καταστροφών, πανδημιών κ.λπ.) καμία περίπτωση επιβολής του ναζισμού και των θηριωδιών του δεν θα ήταν δυνατή.
Για να γίνουμε πιο κατανοητοί, αμέσως μόλις ο Χίτλερ κατέλαβε την εξουσία, εξέδωσε «Διάταγμα για την προστασία του λαού και του κράτους», το οποίο ανέστειλε τα άρθρα του Συντάγματος της Βαϊμάρης που σχετίζονταν με τις ατομικές ελευθερίες και αποτέλεσε μια διαρκή κατάσταση εξαίρεσης για 12 ολόκληρα χρόνια. Μέσω της συγκεκριμένης κατάστασης εξαίρεσης θεσπίστηκε ένας κατά νόμον εμφύλιος πόλεμος που επέτρεψε τη φυσική εξόντωση πολιτικών αντιπάλων και ολόκληρων κατηγοριών πολιτών που θεωρούνταν ότι δεν ενσωματώνονταν στο πολιτικό σύστημα. Οι ναζί νομικοί μιλούσαν ανεπιφύλακτα για μια «ηθελημένη κατάσταση εξαίρεσης» (gewollte Ausnahmezustand), με σκοπό την εγκαθίδρυση του εθνικοσοσιαλιστικού κράτους. Έκτοτε, η σκόπιμη διαμόρφωση διαρκών καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης και η υπερβολή του γενικευτικού προτάγματος περί δημόσιας ασφάλειας, αναδείχθηκαν ως οι πλέον προσφιλείς τεχνικές και πρακτικές διακυβέρνησης των σύγχρονων ολοκληρωτικών κρατών, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων, των νεότερων και ακόμη πιο σύγχρονων, αλλά συνάμα ψευδεπίγραφα δημοκρατικών13.
Ενώ όλα τα παραπάνω αναφέρονται σε παλιότερες δομές αυταρχικών προσωπικοτήτων που προσδένονται στην αυθεντία, η περίπτωση του Άουσβιτς παρήγαγε, σύμφωνα με τον Αντόρνο, έναν καινούριο τύπο προσωπικότητας. Τους ανθρώπους εκείνους που από τη μια ταυτίζονταν με και εντάσσονταν τυφλά σε μια συλλογικότητα, ενώ από την άλλη ήταν ικανοί να χειραγωγούν οι ίδιοι τις μάζες και τις συλλογικότητες –ας σημειωθεί, ότι οι πρωτοκλασάτοι ναζί υπόδικοι μετά το τέλος του πολέμου, ένιωθαν τόσο προστατευμένοι μέσα στη συλλογικότητά τους, που ούτε ένας τους δεν έδειξε τα παραμικρά αισθήματα ενοχής. Πρόκειται για τις λεγόμενες «αυταρχικές προσωπικότητες», τους «χειραγωγικούς χαρακτήρες», που διακρίνονται από οργανωτική μανία, γενική ανικανότητα για άμεση ανθρώπινη εμπειρία και χαρακτηριστικά μη προσβασιμότητας -όμοια με εκείνα των ψυχωτικών/σχιζοειδών χαρακτήρων και μεταιχμιακών προσωπικοτήτων- απουσία συναισθήματος, υπερβολικό ρεαλισμό, παράνοια και απουσία επιθυμίας για αλλαγή, αποθέωση της ενεργητικότητας και της άκριτης παραγωγής εργασίας στα όρια της φετιχοποίησης αυτής και της τεχνολογίας που τη διέπει (πρόκειται για τη λατρεία της τελειοποίησης των μέσων και των ρυθμών παραγωγής από ανθρώπους που δεν μπορούσαν να αγαπήσουν και οι οποίοι όση αγάπη επιζούσε μέσα τους την επένδυαν στα μέσα, δείχνοντας, για παράδειγμα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την τελειοποίηση των σιδηροδρόμων και τη γρηγορότερη μεταγωγή των κρατουμένων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και καθόλου ενδιαφέρον για το τι περίμενε τους δόλιους εκείνους ανθρώπους στον τελικό τους προορισμό)14.
Είναι, λοιπόν, πολύ σημαντικό να καταστεί σαφής ο τρόπος δημιουργίας του χειραγωγικού χαρακτήρα και να μεταβληθούν μέσα από την εκπαίδευση οι συνθήκες, ώστε να αποτραπεί η γένεσή του, ενώ παράλληλα να καλλιεργηθεί ένα πνεύμα αντικομφορμισμού και αποσυλλογικοποίησης, αντίστασης στην άκριτη αποδοχή ακόμη και λαϊκών ηθών και κάθε είδους τελετουργιών -των αποκαλούμενων από τους ναζί, «τοπικών συνηθειών»- που προκαλούν σωματικό ή ψυχικό πόνο, προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποδοχή από τα μέλη της ομάδας ή της συλλογικότητας, μετατρέποντας ταυτόχρονα εαυτούς σε πράγματα και σε εκείνον τον τύπο του αυτοακυρωμένου όντος, γνωστού ως «τύπου πραγμοποιημένης συνείδησης», ενός, με άλλα λόγια, «πειραματικού υποκειμένου»15.
Ολοκληρώνοντας το σκεπτικό του ο Adorno καταλήγει στην πεποίθηση ότι, όσο κι αν επεξεργαστεί κανείς τους όρους της εκπαίδευσης, δεν θα μπορέσει να εμποδίσει τη δημιουργία «δολοφόνων γραφείου» και «ιδεολόγων» στους οποίους θα στηρίζονται ολοκληρωτικά και μισάνθρωπα πολιτικά συστήματα. Θυμίζουμε τη στάση που επέλεξε η διανόηση της Γερμανίας της εποχής του μεσοπολέμου να ενστερνιστεί τις πρακτικές του ναζιστικού καθεστώτος, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης «στάσης ευθυγράμμισης» (Gleichschalltung) με αυτό. Πρόκειται για όρο που εισήγαγε η Άρεντ, επιχειρώντας να αναλύσει τον απόλυτο κομφορμισμό που επέδειξε κατ’ αρχήν η διανόηση στη Γερμανία του μεσοπολέμου, συμβάλλοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, στη γέννηση του ιστορικά νέου είδους ανθρώπου που, σύμφωνα με την ίδια, κλείνεται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης από τους εχθρούς του και σε στρατόπεδα εγκλεισμού από τους φίλους του16. Βέβαια, η ίδια στάση και η αυτή πρακτική υιοθετείται διαχρονικά από τη διανόηση σε όλα τα σύγχρονα αστικοκαπιταλιστικά κράτη17. Ενδιαφέρουσα και ιδιαίτερα καυστική είναι η τοποθέτηση του Τσόμσκι, σχετικά με τη δουλικότητα των σύγχρονών του Αμερικανών διανοούμενων, καθώς και των διαχειριστών των κατεστημένων ΜΜΕ, που απέκρυπταν αμφότεροι τα πραγματικά τους συμφέροντα πίσω από ένα προσωπείο φιλελεύθερης αντικειμενικότητας. Τέτοιοι διανοούμενοι, έλεγε ο Τσόμσκι, απαρτίζουν ένα κοσμικό ιερατείο που προσπαθεί να δικαιολογήσει την απάνθρωπη πολιτική του κράτους, συγκαλύπτοντάς την με ηθικά αποδεκτούς όρους. Είναι αλήθεια ότι αξιοσημείωτος αριθμός εκπροσώπων της ατομικής ιδιοκτησίας και της επιχειρηματικής εξουσίας υποστηρίζουν τις πολιτικές ελευθερίες από τη στιγμή που αυτές αποτελούν πλευρές της υφιστάμενης κοινωνικής πραγματικότητας και συνεπιφέρουν κέρδη για τους ίδιους18. Ορθώς, λοιπόν, καταδίκαζε ο Μοργκεντάου τους υπάκουους διανοούμενους για την «κομφορμιστική δουλικότητά τους στην εξουσία», την υπόκλισή τους στη μεγάλη ψυχή της εξουσίας, παρά το χρέος τους να παρουσιάζονται ως αμύντορες του ορθού και της δικαιοσύνης και να αντιμετωπίζουν την εξουσία και τη φαυλότητα με αδιαπραγμάτευτο κουράγιο και ακεραιότητα19.
Παρ’ όλα αυτά και παρά το γεγονός ότι λίγα μπορεί να κάνει κανείς στους βαθιά αλλοτριωμένους και συνήθως βολεμένους του συστήματος, υπάρχει η δυνατότητα -και αυτό είναι το πιο σημαντικό απ’ όλα- να ζυμωθούν οι άλλοι όλοι, εκείνοι οι υποτελείς που ασύνειδα πριμοδοτούν με τη στάση τους όλα όσα διαιωνίζουν την υποτέλειά τους. Με την παροχή κατάλληλα στοχοθετημένης και συστηματικής εκπαίδευσης, αλλά και διαρκούς προπαγάνδισης προς τις πλατιές λαϊκές μάζες των απαραίτητων αντιφασιστικών και αντιρατσιστικών αξιών, πάντα στη βάση ενός ευρύτερου προβληματισμού όσον αφορά τις υπαρκτές ταξικές αντιθέσεις και συγκρούσεις, είναι δυνατόν να ανασταλεί η βαρβαρότητα. Ως αληθινή δύναμη εναντίον της «αρχής του Άουσβιτς», προτείνεται, λοιπόν, η «αυτονομία» με άλλα λόγια, η δύναμη για αυτοπροσδιορισμό, αναστοχασμό και για μη συμμετοχή στο εκάστοτε συλλογικό ατόπημα. Γιατί, ο κίνδυνος να επαναληφθούν τα πράγματα, έγκειται μεταξύ άλλων και στο ότι δεν τα επιτρέπουμε να πλησιάσουν, να έρθουν σε συνειδητό επίπεδο20.
Συνοψίζοντας, θα συμφωνούσαμε με τον Adorno στα παρακάτω:
- Είναι σημαντικό να υπάρξει ένας προσανατολισμός της εκπαίδευσης ενάντια στη σκληρότητα, την αυταρχικότητα, τον πόνο και την αυστηρή πειθαρχία. Το προσφιλές στον ναζισμό «ιδεώδες της σκληρότητας» και η εκπαίδευση στον πόνο και την πειθαρχία, παραπέμπει ψυχολογικά σε εκείνο το παιχνίδι μεταξύ μαζοχισμού και σαδισμού, κατά το οποίο η εξάσκηση του εαυτού στην αντοχή στον πόνο, εξελίσσεται σε σαδισμό προς τον άλλον, αφού όποιος είναι σκληρός με τον εαυτό του, εξαγοράζει το δικαίωμα να είναι σκληρός και με τους άλλους, εκδικούμενος για τον πόνο που δεν του επιτρεπόταν να δείξει και απαιτούνταν συστηματικά να απωθεί.
- Είναι εξαιρετικά μεγάλης σημασίας η προσφορά μιας εκπαίδευσης ενάντια στην ψυχρότητα και την αδιαφορία απέναντι στους άλλους, για μια κοινωνία που να εδράζεται στη διανθρώπινη έλξη και όχι -όπως μέχρι σήμερα- στο προσωπικό συμφέρον, αλλά και στο νεοφιλελεύθερο κοινωνικό συμβόλαιο της κοινωνικής αποστασιοποίησης.
- Είναι ζωτικής σημασίας η προσφορά μιας εκπαίδευσης που να έρχεται σε αντίθεση με αγελαίου τύπου λογικές του «μοναχικού πλήθους» (lonely crowd), που παράγουν ψυχρούς ανθρώπους που δεν αντέχουν ούτε και οι ίδιοι την ψυχρότητά τους, που θεωρούν ότι δεν τους αγαπούν, επειδή οι ίδιοι είναι ανίκανοι να αγαπήσουν.
- Η προσφορά μιας εκπαίδευσης που να αντιστρατεύεται στην παραγωγή δειλών ανθρώπων, πρόθυμων για «σιωπηρή συμπόρευση» με ό,τι πιο απάνθρωπο και τρομοκρατικό, προκειμένου να κατευνάσουν τον φόβο τους και να εξυπηρετήσουν τα προσωπικά τους συμφέροντα ή ακόμη ακόμη τις ατομικές -συχνά πυκνά φρούδες- ελπίδες τους.
- Χρειάζεται μια ευρύτερη «πολιτική αγωγή» που να θεραπεύει συγχρόνως και ζητήματα κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης, αφού δεν αρκεί μονάχα η καλή πρόθεση και η προπαγάνδιση ανθρωπιστικών (ή, αν θέλετε, χριστιανικών) αρχών, όπως η αγάπη και η μη ψυχρότητα απέναντι στον συνάνθρωπο. Εξάλλου, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι το να κηρύττει κανείς την αγάπη σε αλλοτριωμένους ανθρώπους, σημαίνει ότι προϋποθέτει ήδη σε εκείνους στους οποίους απευθύνεται μια διαφορετική χαρακτηροδομή από εκείνη που επιθυμεί να αλλάξει. Χρειάζεται δηλαδή, μια συνεχής κοινωνιολογική παρέμβαση με όρους πολιτικού μαθήματος, στα πλαίσια του οποίου να αναλύονται οι συγκρουσιακές σχέσεις των κοινωνικών δυνάμεων που καθορίζουν τις υφιστάμενες μορφές κοινωνικοοικονομικής συγκρότησης.
- Απαιτείται, επομένως, κριτική διαπραγμάτευση βασικών όρων της πολιτικής οικονομίας, όπως για παράδειγμα εκείνου του «κράτους», το δίκαιο του οποίου δεν πρέπει να αξιώνει να τοποθετείται πάνω από εκείνο των πολιτών, εάν διακυβεύεται στ’ αλήθεια η αποφυγή μιας θεμελίωσης της φρίκης. Απαιτείται, επίσης, η ανάδειξη όλων των δυνατοτήτων αντίστασης και της αποτελεσματικότητάς τους, ακόμη και στις πιο ακραίες και ολοκληρωτικές πολιτικές συνθήκες που γνώρισε η ανθρωπότητα, προκειμένου να εδραιωθεί μια συμπαγής πολιτιστική συνείδηση με βαθιά αίσθηση της παθογένειας και του μισάνθρωπου χαρακτήρα των πρακτικών που συνέθεσαν τη φρίκη του Άουσβιτς21.
Στις μέρες μας, που τα φαντάσματα του ναζισμού και της εξτρεμιστικής ακροδεξιάς ξαναστοιχειώνουν τον διεθνή πολιτικό χώρο, επαναποκτούν τη θεσμική νομιμοποίησή τους μέσα από το αποκαλούμενο «δογματικό σύστημα» -όπου συγκαταλέγονται τα ΜΜΕ και τα σχολεία που από καιρό έχουν προδώσει την αρχική τους αποστολή να κατοχυρώνουν στο κοινό τους όρους της πνευματικής του αυτοάμυνας, καταντώντας μηχανισμοί στυγνούς παραπληροφόρησης- ανεπιφύλακτα μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η εκπαίδευση που τύχαμε όλοι και όλες μας μετά το Άουσβιτς, ήταν ακριβώς εκείνη που, σχεδόν νομοτελειακά, θα ξαναέκανε επίκαιρο το ερώτημα του τι πρέπει να κάνουμε για να αποφύγουμε έναν παρόμοιο τρόμο.
Σχολεία και ΜΜΕ αποδείχθηκαν οι κατ’ εξοχήν μηχανισμοί κατήχησης με θεσμικό ρόλο στο σύστημα ελέγχου και πειθαναγκασμού, επιβολής της πειθαρχίας και μπλοκαρίσματος κάθε πιθανότητας για ανεξάρτητη σκέψη και αποτέλεσαν τους «ειδικούς μηχανισμούς της νομιμοποίησης» των πρακτικών της κυρίαρχης ελίτ.
Παρότι υπάρχει, ωστόσο, ένας πολύ μεγάλος αριθμός ανθρώπων που έχουν εμποτισθεί από την αστική εξουσιαστική προπαγάνδα, όταν έρθει η στιγμή της αμφισβήτησης, της κινητοποίησης των ευπρεπών ενστίκτων τους και της βασικής τους ευφυίας, τότε θα αποδειχθεί η επιφανειακότητα της μόλυνσής τους από την κυρίαρχη νόρμα και τον δογματισμό, τότε θα μετατραπούν σε συμπαραστάτες όσων συνεχίζουν να υποφέρουν και να προσκυνούν. Οι άνθρωποι, λέει ο Τσόμσκι, διαθέτουν αποθέματα θάρρους που είναι συχνά δύσκολο ακόμα και οι ίδιοι να τα φανταστούν. Πρωταρχικό, λοιπόν, βήμα προς την απελευθέρωση από την κυριαρχία είναι η αναγνώριση της ίδιας της ύπαρξής της, η βαθιά κατανόηση της αστικής υποκρισίας όσον αφορά την αντικειμενικότητα και ουδετερότητα που δήθεν κυριαρχεί στις αφηγήσεις της σχετικά με την πραγματικότητα. Η ατζέντα αρχίζει με τη συνέργεια και υποστήριξη από όσους ξέφυγαν από τη χειραγώγηση και ενδεχόμενα διατήρησαν τα όποια προνόμια είχαν, τη δύναμη και την ελευθερία -άρα και την ευθύνη- να το κάνουν· από όσους και όσες αποτελούν το «στατιστικό εκείνο σφάλμα» που πολύ θα ήθελαν οι εξουσιαστές να μετατρέψουν σε δημοκρατικό άλλοθι των κατά τα άλλα αυταρχικών κοινωνιών τους22.
Εν τέλει, παρ’ όλο που κανείς δεν θα μπορούσε να προσδιορίσει με σαφήνεια την έλευση μιας ιστορικής συνθήκης με επαναστατικό πρόσημο, αφού ο ιστορικός χρόνος έχει τους δικούς του ρυθμούς και τις δικές του διαστάσεις, ωστόσο, είναι παραπάνω από σημαντικό να συνεχίσουν να ηχούν τα τύμπανα· κάποια στιγμή, είναι σίγουρο πως θα πλαισιωθούν οι τυμπανιστές από πλήθη που θα παρελαύνουν…
Υποσημειώσεις
1 Το παρόν άρθρο αποτέλεσε το κύριο μέρος σχετικής εισήγησής μου στην ημερίδα που διοργανώθηκε από το ΠΤΔΕ/ΑΠΘ, 1 Δεκεμβρίου του 2024, στον Πύργο της Παιδαγωγικής Σχολής, με θεματική: «Μαθήματα Αντιφασιστικής Εκπαίδευσης». Για τα παραπάνω, βλ. Αντόρνο, Β. Τ. (2017). Η εκπαίδευση μετά το Άουσβιτς. Αθήνα: νήσος.
2 Αντόρνο, ό.π.
3 Αντόρνο, ό.π.
4 Βλ. Εισαγωγή του Ένγκελς, στο: Μαρξ, Κ. (2000). Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
5 Βλ. Μπάουερ, στο: Nagorski, A. (2016) (α΄ έκδ.). Οι κυνηγοί των Ναζί. Η καταδίωξη των εγκληματιών του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου (μτφρ.: Γ. Μπαρουξής). Αθήνα: Μεταίχμιο.
6 Αντόρνο, ό.π.: 53.
7 Η ηθική ελευθερία, η αυτοδυναμία του υποκειμένου, η ενσυνείδητη, με άλλα λόγια, υπακοή και συμμόρφωσή του με τον νόμο, αποτελεί μείζον αίτημα, ηθική επιταγή. Η εκπλήρωσή της δε, καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη σε περιόδους εκτεταμένης κοινωνικής κρίσης και διάλυσης του δημόσιου βίου, όπου το άτομο αρχίζει να δυσπιστεί απέναντι στις δικές του δυνάμεις. Άλλωστε, κατά τον Καντ, η ελευθερία δεν αποτελεί φυσική κληρονομιά του ανθρώπου, αλλά μια από τις προοπτικές που κατακτιούνται με τη δράση του. Αν ο άνθρωπος ακολουθούσε απλά τα φυσικά του ένστικτα, θα προτιμούσε την εξάρτηση παρά την κριτική στάση και τον αγώνα για ελευθερία. Σε περιόδους κρίσης, ο άνθρωπος αντιμετωπίζει την προοπτική της ελευθερίας του ως βάρος και όχι ως προνόμιο, από το οποίο προτιμά να απαλλαγεί. Είναι ακριβώς εκείνο το ιστορικό σημείο που κάνουν την εμφάνισή τους τα ολοκληρωτικά κράτη και οι πολιτικοί μύθοι που τα συγκροτούν. Έτσι, αφανίζεται κάθε αίσθημα ελευθερίας, την ίδια στιγμή που απαλλάσσονται οι άνθρωποι από το βάρος της προσωπικής ευθύνης τους. Οι υποσχέσεις σβήνουν τα διλήμματα, οι συλλογικές απαγορεύσεις ανάγονται σε προσωπική απελευθέρωση και αμεριμνησία, το φαντασιακό και το μυθώδες επιβάλλονται στον ορθό λόγο, η μοιρολατρία και η προφητεία του κακού δεσμεύουν συνειδήσεις -βλ., για παράδειγμα, το πρωτοποριακό για τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό έργο του Σπέγκλερ [Cassirer, Ern. (2007). Η τεχνική των σύγχρονων μύθων (μτφρ.: Γ. Λυκιαρδόπουλος). Αθήνα: ΕΡΑΣΜΟΣ]. Επιπλέον, το 1935, ο Μάρτιν Χάιντερ διακήρυττε ότι η Γερμανία, με τη νέα πνευματική ενεργητικότητα που της επαναπροσέδωσε ο ναζισμός, είχε ιστορικό χρέος και αποστολή να σώσει τον κόσμο από την εκμηδένιση που προκαλούσε η αδιάφορη μάζα στα διάφορα μέρη του κόσμου έξω από τα εδαφικά της όρια. Ο Καρλ Σμιτ δε, ο κορυφαίος Γερμανός φιλόσοφος του δικαίου κατά τη διάρκεια της ναζιστικής περιόδου, έσπευδε να παραχωρήσει ασυζητητί την απόλυτη εξουσία στον Φύρερ [βλ. Chomsky, N. (2023). Παρεμβάσεις (μτφρ.: Αρ. Αλαβάνου). Αθήνα: Τα Νέα/Άλτερ Έγκο Α.Ε.]. Άλλωστε, κατά τη γερμανική παράδοση, η εξουσία του αρχηγού του κράτους να αναστέλλει τους νόμους αποτελούσε αδιαμφισβήτητη αρχή, σε αντίθεση με τη γαλλική παράδοση, κατά την οποία η εξουσία αναστολής των νόμων ανήκε αποκλειστικά στην ίδια εκείνην εξουσία που τους εξέδιδε, δηλαδή στο κοινοβούλιο [βλ. Agamben, G. (2021) (6η έκδ.). Κατάσταση εξαίρεσης. Όταν η «έκτακτη ανάγκη» μετατρέπει την εξαίρεση σε κανόνα (μτφρ.: Μ. Οικονομίδου). Αθήνα: Πατάκη]. Επίσης, κατά τον Χάιντεγκερ, το άτομο υποχρεούνταν να αποδεχθεί τους ιστορικούς όρους της ύπαρξής του, αφού δύνατο να κατανοεί και να ερμηνεύει την πραγματικότητά του, αλλά αδυνατούσε να την αλλάξει. Ακόμη και ο Χέγκελ, που διαφοροποιούνταν αρκετά ριζοσπαστικά από τους υπόλοιπους κλασικούς, ωστόσο, δεν απέκλινε ούτε και αυτός από την τελική θεώρηση ότι η φιλοσοφία κατέφθανε πάντοτε πολύ αργά για να διορθώσει τον κόσμο. Επομένως, πρόκειται ακριβώς για το κυρίαρχο ρεύμα της φιλοσοφίας που αφαίρεσε με το ντετερμινιστικό της σκεπτικό κάθε δυνατότητα αντίστασης στους σύγχρονους πολιτικούς μύθους και κατέληξε εύχρηστο όργανο στα χέρια των πολιτικών αρχηγών (Cassirer, ό.π.: 39, 43). Αυτήν ακριβώς τη φιλοσοφία στηλίτευσε ο Μαρξ και, εν τέλει, την ανέτρεψε, τοποθετώντας την -όπως ο ίδιος είπε- με τα πόδια και όχι με το κεφάλι της στη γη, αφού το ζήτημα για εκείνον ήταν να μελετά κανείς τον κόσμο, όχι για να τον κατανοήσει όπως οι φιλόσοφοι, αλλά για να τον αλλάξει [βλ. 11η θέση για τον Φόιερμπαχ, στο: Μαρξ, Κ. (2004). Θέσεις για τον Φόυερμπαχ (μτφρ.: Γ. Μπλάνας). Αθήνα: Ερατώ, σ. 77].
8 Λακού-Λαμπάρτ, Φ., & Νανσύ, Ζ.-Λ. (2008). Ο μύθος του ναζισμού (μτφρ.: Β. Καμχής). Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας»-Ι.Δ.. Κολλάρου & Σία Α.Ε.
9 Αντόρνο, ό.π.
10 Πρόκειται για τη γνωστή «θεωρία της δέσμευσης» του Charles Kiesler, το 1971, σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι δεν ενεργούν σύμφωνα με όσα σκέφτονται και ισχυρίζονται, αλλά έχοντας ως μέριμνα την εκ των υστέρων δικαιολόγηση των όσων έχουν ήδη επιτελέσει. Το μοτίβο συμπληρώνεται από την περαιτέρω χρήση της «προκατάληψης επιβεβαίωσης», στη βάση της οποίας επιλέγονται από τα άτομα αποκλειστικά εκείνες οι πληροφορίες που επιβεβαιώνουν τις αρχικές τους πεποιθήσεις. Για παράδειγμα, εκείνος που έχει ανορθολογικά συναινέσει σε μία αποτρόπαιη ενέργεια, θα δικαιολογήσει στη συνέχεια όλη την προπαγάνδα που του έγινε, ώστε να προχωρήσει στη συγκεκριμένη επιλογή του, προσχωρώντας ακόμη και στην πολιτική τάξη που τον ώθησε στη συγκεκριμένη απόφαση [βλ. KKA (Κίνημα Κοινωνικής Απόσχισης) (2022). Μανιφέστο Συνωμοσίας (μτφρ.: Μ. Ξανθός). Αθήνα: Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων].
11 Σύμφωνα με την Άρεντ, ο τύπος του ανθρώπου που υποτάσσεται στην εξουσία και εκτελεί απροβλημάτιστα τις οποιεσδήποτε ακρότητές της, δεν το κάνει από φόβο ή αδυναμία ή ακραία παθητικότητα, αλλά περισσότερο από μία πεποίθηση ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο πρέπει κανείς να ανταποκρίνεται στις επιταγές της. Με άλλα λόγια, η βούληση για εξουσία και εκείνη για υποταγή είναι αλληλένδετες. Σοβαρά πιστεύουν οι άνθρωποι αυτού του τύπου ότι αποτελεί υποχρέωση του καθενός να υποτάσσεται στην αυθεντία, γι’ αυτό και στη συντριπτική τους πλειοψηφία, μόλις αποκτήσουν μια θέση που τους προσδίδει κύρος και εξουσία, την ασκούν απροκάλυπτα -κάποιες φορές και βιαιότερα- στους υφισταμένους τους. Αντίθετα, εκείνοι που αρνούνται συστηματικά να υπακούσουν, είναι συχνά εντελώς απρόθυμοι και να ασκήσουν οι ίδιοι εξουσία ή να δίνουν διαταγές [βλ. Arendt, H. (2020). Κρίσεις της Δημοκρατίας (εισαγωγή-μτφρ.: Αν. Δαμιανίδη & Δ. Ψυχογιός). Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο].
12 Αντόρνο, ό.π.
13 Agamben, ό.π.
14 Αντόρνο, ό.π.
15 Δίνεται το παράδειγμα του «λαϊκού δικαστηρίου του Χάμπερερ», συνήθεια που επικρατούσε σε περιοχές της Βαυαρίας κατά το 18ο και 19ο αι., κατά την οποία ο κατηγορούμενος για ηθικά κυρίως παραπτώματα δεχόταν νυχτερινή επίσκεψη από οργανωμένες ομάδες που του απάγγελλαν το κατηγορητήριο και διαπόμπευαν τον ένοχο, χωρίς να του αφήνουν περιθώρια απολογίας (βλ. Αντόρνο, ό.π.).
16 Bernstein, J. R. (2019). Γιατί πρέπει να διαβάζουμε Χάνα Άρεντ (Επιμ.: Δ. Ψυχογιός) (μτφρ.: Β. Σουλαδάκη). Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.
17 Για τον ρόλο της διανόησης, επιλέγει να αναφερθεί ο Μπρεχτ στις συνθήκες ακριβώς του Α’ Π.Π., όπου ο εμπορευματικός χαρακτήρας της διανόησης εκδηλώθηκε με όλη την καταστροφική του ισχύ. Η στάση των Γερμανών διανοούμενων, έλεγε, απέδειξε την ιδιαίτερη ροπή τους στο να θέτουν τις ιδέες τους στην υπηρεσία της κυρίαρχης, σε επίπεδο ιδεολογίας, εκάστοτε συνθήκης. Οι επαΐοντες, κατά τον Μπρεχτ, περιφρονούν κατά κανόνα τους αντιφρονούντες, αντί να περιφρονούν τους ίδιους τους εαυτούς τους που τόσο πρόθυμα αποδέχονται τις κίβδηλες διακηρύξεις των κυρίαρχων πολιτικών καθεστώτων περί πνευματικής και πάσης άλλης φύσεως ελευθερίας [Μπρεχτ, Μπ. (1987) (ανατύπωση). Για τη Φιλοσοφία και τον Μαρξισμό (μτφρ.: Β. Βεργωτής). Αθήνα: Στοχαστής].
18 Bλ. Μάρσαλ, στο: Τσόμσκι, Ν. (1997) (έκδ. γ΄). Τα ΜΜΕ ως όργανο κοινωνικού ελέγχου και επιβολής (μτφρ.: Ν. Πάτσαλος). Αθήνα: Ελεύθερος Τύπος.
19 Chomsky, 2023, ό.π.
20 Αντόρνο, ό.π.
21 Βλ. Αντόρνο, ό.π.
22 Βλ. Τσόμσκι, 1997, ό.π. Επίσης, βλ. Chomsky, N. (1995). Τα ΜΜΕ Σαν Καθρέφτης Της Κοινωνίας. Μερικές Σκέψεις Για Τα ΜΜΕ. Η Κατασκευή Της Συναίνεσης. Αθήνα: Ελευθεριακή Κουλτούρα.
Βιβλιογραφία
Αντόρνο, Β. Τ. (2017). Η εκπαίδευση μετά το Άουσβιτς. Αθήνα: νήσος.
Agamben, G. (2021) (6η έκδ.). Κατάσταση εξαίρεσης. Όταν η «έκτακτη ανάγκη» μετατρέπει την εξαίρεση σε κανόνα (μτφρ.: Μ. Οικονομίδου). Αθήνα: Πατάκη.
Arendt, H. (2020). Κρίσεις της Δημοκρατίας (εισαγωγή-μτφρ.: Αν. Δαμιανίδη & Δ. Ψυχογιός). Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.
Bernstein, J. R. (2019). Γιατί πρέπει να διαβάζουμε Χάνα Άρεντ (Επιμ.: Δ. Ψυχογιός) (μτφρ.: Β. Σουλαδάκη). Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.
Cassirer, Ern. (2007). Η τεχνική των σύγχρονων μύθων (μτφρ.: Γ. Λυκιαρδόπουλος). Αθήνα: ΕΡΑΣΜΟΣ.
Chomsky, N. (1995). Τα ΜΜΕ Σαν Καθρέφτης Της Κοινωνίας. Μερικές Σκέψεις Για Τα ΜΜΕ. Η Κατασκευή Της Συναίνεσης. Αθήνα: Ελευθεριακή Κουλτούρα.
Chomsky, N. (2023). Παρεμβάσεις (μτφρ.: Αρ. Αλαβάνου). Αθήνα: Τα Νέα/Άλτερ Έγκο Α.Ε.
KKA (Κίνημα Κοινωνικής Απόσχισης) (2022). Μανιφέστο Συνωμοσίας (μτφρ.: Μ. Ξανθός). Αθήνα: Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων.
Λακού-Λαμπάρτ, Φ., & Νανσύ, Ζ.-Λ. (2008). Ο μύθος του ναζισμού (μτφρ.: Β. Καμχής). Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας»-Ι.Δ.. Κολλάρου & Σία Α.Ε.
Μαρξ, Κ. (2000). Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Μαρξ, Κ. (2004). Θέσεις για τον Φόυερμπαχ (μτφρ.: Γ. Μπλάνας). Αθήνα: Ερατώ.
Μπρεχτ, Μπ. (1987) (ανατύπωση). Για τη Φιλοσοφία και τον Μαρξισμό (μτφρ.: Β. Βεργωτής). Αθήνα: Στοχαστής.
Nagorski, A. (2016) (α΄ έκδ.). Οι κυνηγοί των Ναζί. Η καταδίωξη των εγκληματιών του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου (μτφρ.: Γ. Μπαρουξής). Αθήνα: Μεταίχμιο.
Τσόμσκι, Ν. (1997) (έκδ. γ΄). Τα ΜΜΕ ως όργανο κοινωνικού ελέγχου και επιβολής (μτφρ.: Ν. Πάτσαλος). Αθήνα: Ελεύθερος Τύπος.
* Ο Χρήστος Δ. Τουρτούρας είναι
Αναπληρωτής Καθηγητής Παιδαγωγικής ΠΤΔΕ/ΑΠΘ
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
Έκτακτο επίδομα έως 1.700 ευρώ σε εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα
Η πιο εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών στην Ελλάδα σε 2 ημέρες στα χέρια σου - Δίνεις από το σπίτι σου
Παν.Πατρών: Tο 1ο στην Ελλάδα Πανεπιστημιακό Πιστοποιητικό ΤΕΧΝΗΤΗΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ για εκπαιδευτικούς
Πανεπιστήμιο Αιγαίου: Το κορυφαίο πρόγραμμα ειδικής αγωγής στην Ελλάδα - Αιτήσεις έως 14/12
Μοριοδοτούμενο σεμινάριο Ειδικής Αγωγής Πανεπιστημίου Πατρών με μόνο 60 ευρώ