Η Συγκριτική Σπουδή της Εκπαίδευσης και η Κοινωνιολογία των Επαγγελμάτων αναγνωρίζουν ότι οι εκπαιδευτικοί αποτελούν τον θεμέλιο λίθο κάθε κοινωνίας, καθώς είναι οι «παραγωγοί των παραγωγών», εκείνοι που προετοιμάζουν και διαμορφώνουν τις γενιές των επαγγελματιών, των επιστημόνων και των πολιτών. Παρά το γεγονός αυτό, ο θεσμικός και κοινωνικός τους ρόλος, αν και αναγνωρισμένος σε θεωρητικό επίπεδο, εξακολουθεί να παραμένει υποτιμημένος στις περισσότερες χώρες, τόσο από άποψη κύρους όσο και από άποψη υλικής και ηθικής ανταμοιβής. Η αντίφαση αυτή αποκαλύπτει ένα βαθύτατο έλλειμμα εκπαιδευτικής πολιτικής και κοινωνικής συνείδησης: ενώ όλοι παραδέχονται ότι η εκπαίδευση είναι το θεμέλιο της ανάπτυξης, ελάχιστα γίνονται για να στηριχθεί ο άνθρωπος που τη φέρει στις πλάτες του.
Η απαξίωση του εκπαιδευτικού επαγγέλματος ασφαλώς δεν είναι ένα τυχαίο φαινόμενο. Συνδέεται με τη νεοφιλελεύθερη μετατόπιση των εκπαιδευτικών πολιτικών, που αντιμετωπίζουν την εκπαίδευση ως μηχανισμό παραγωγής ανθρώπινου κεφαλαίου και τον εκπαιδευτικό ως απλό τεχνικό της μάθησης. Ο δάσκαλος παύει να είναι διανοούμενος της πράξης και μετατρέπεται σε διαχειριστή οδηγιών, σε εκτελεστή προκαθορισμένων προγραμμάτων, χωρίς ουσιαστική παιδαγωγική αυτονομία και χωρίς δυνατότητα δημιουργικής παρέμβασης. Η απομείωση αυτή του ρόλου του οδηγεί αναπόφευκτα σε χαμηλό κοινωνικό κύρος, περιορισμένο επαγγελματικό κύρος και μειωμένη ελκυστικότητα του επαγγέλματος.
Μια προοδευτική εκπαιδευτική πολιτική οφείλει να αντιστρέψει αυτή την κατάσταση και να επαναθεμελιώσει το επάγγελμα του εκπαιδευτικού πάνω σε τρεις αρχές: αυτονομία, αναγνώριση και επαγγελματική ανάπτυξη. Πρώτον, χρειάζεται ο επαναπροσδιορισμός του επαγγελματικού ρόλου του εκπαιδευτικού ως επιστήμονα της γνώσης και ως κοινωνικού λειτουργού της δημοκρατίας. Η παιδαγωγική αυτονομία δεν είναι προνόμιο, αλλά προϋπόθεση ποιότητας. Χωρίς την ελευθερία να επιλέγει μεθόδους, να σχεδιάζει μαθήματα και να συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωση των αναλυτικών προγραμμάτων, ο εκπαιδευτικός δεν μπορεί να ανταποκριθεί στον ρόλο του ως διαμορφωτή πολιτών με κριτική σκέψη.
Δεύτερον, η Πολιτεία οφείλει να δημιουργήσει ένα συνεκτικό και θεσμικά κατοχυρωμένο σύστημα διαρκούς επιμόρφωσης. Η επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών δεν μπορεί να επαφίεται στην ατομική πρωτοβουλία ή στην αποσπασματική παρακολούθηση σεμιναρίων. Χρειάζεται ένα Εθνικό Σύστημα Συνεχιζόμενης Εκπαίδευσης των Εκπαιδευτικών, το οποίο να συνδέεται οργανικά με τα Πανεπιστήμια και το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, να βασίζεται στην έρευνα και να ενισχύει τη συνεργασία, την καινοτομία και τη διδακτική ανανέωση.
Τρίτον, η οικονομική και θεσμική αναγνώριση του έργου των εκπαιδευτικών είναι ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης και αναπτυξιακής λογικής. Οι αμοιβές και οι συνθήκες εργασίας τους πρέπει να αντανακλούν τη βαρύτητα του ρόλου τους. Η Πολιτεία οφείλει να θεσπίσει αξιοπρεπές μισθολόγιο, επαρκείς πόρους για σχολικές μονάδες και υποστηρικτικές δομές, αλλά και να διασφαλίσει χρόνο για προετοιμασία, συνεργασία και αναστοχασμό. Η επένδυση στους εκπαιδευτικούς δεν είναι δαπάνη· είναι η πιο σταθερή επένδυση στην κοινωνική ανάπτυξη.
Παράλληλα, η κοινωνία χρειάζεται να ανακτήσει την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό προς τους εκπαιδευτικούς. Η εκπαιδευτική πολιτική πρέπει να επιδιώξει την ενίσχυση του κοινωνικού κύρους του εκπαιδευτικού λειτουργού μέσα από δράσεις δημόσιας προβολής, αναγνώρισης του έργου του και ενίσχυσης της σχέσης σχολείου – κοινότητας. Ο εκπαιδευτικός δεν είναι απλώς φορέας γνώσης, αλλά πολιτιστικός μεσολαβητής και θεματοφύλακας αξιών που συγκροτούν τη συλλογική ταυτότητα.
Τέλος, η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών πρέπει να απομακρυνθεί από τη λογική του ελέγχου και να μετατραπεί σε διαδικασία ανατροφοδότησης και ενδυνάμωσης. Μια δίκαιη και παιδαγωγικά προσανατολισμένη αξιολόγηση, συνδεδεμένη με τη συνεχή επιμόρφωση και την επαγγελματική εξέλιξη, θα λειτουργήσει ως εργαλείο βελτίωσης, όχι ως μηχανισμός πίεσης ή πειθαρχίας.
Η εκπαιδευτική πολιτική οφείλει να αναγνωρίσει ότι χωρίς εκπαιδευτικούς με κύρος, αυτονομία και παιδαγωγική ελευθερία, καμία μεταρρύθμιση δεν μπορεί να αποδώσει. Ο εκπαιδευτικός είναι ο φορέας που μετατρέπει τους στόχους της εκπαίδευσης σε πράξη· είναι ο κρίκος που συνδέει τη γνώση με τον άνθρωπο. Αν η Πολιτεία θέλει σχολεία δημιουργικά, μαθητές σκεπτόμενους και κοινωνία δημοκρατική, οφείλει να επενδύσει σε εκείνον που διδάσκει, εμπνέει και μορφώνει. Η αποκατάσταση του κύρους του εκπαιδευτικού δεν είναι πράξη συμβολική, είναι πράξη πολιτικής ευθύνης και προϋπόθεση για κάθε κοινωνία που φιλοδοξεί να είναι μορφωμένη, δίκαιη και ανθρώπινη.
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
Παν.Πατρών: Tο 1ο στην Ελλάδα Πανεπιστημιακό Πιστοποιητικό ΤΕΧΝΗΤΗΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ για εκπαιδευτικούς
Πανεπιστήμιο Αιγαίου: Το κορυφαίο πρόγραμμα ειδικής αγωγής στην Ελλάδα - Αιτήσεις έως 24/10
Μοριοδοτούμενο σεμινάριο Ειδικής Αγωγής Πανεπιστημίου Πατρών με μόνο 60 ευρώ