Τα τελευταία χρόνια, τα Οικονομικά μαθήματα έχουν υποστεί σοβαρές μειώσεις και καταργήσεις, χωρίς να υπάρχουν ισχυρά παιδαγωγικά ή επιστημονικά επιχειρήματα που να το δικαιολογούν.
Παρά τις δεσμεύσεις της πολιτείας για την επαναφορά του μαθήματος, η υλοποίηση υπήρξε αποσπασματική και προσχηματική, με αποτέλεσμα η ουσιαστική διδασκαλία του να παραμένει αβέβαιη.
Η Ένωση Οικονομολόγων Εκπαιδευτικών τονίζει ότι το πραγματικό κόστος δεν είναι μόνο λογιστικό, αλλά αφορά την έλλειψη οικονομικού εγγραμματισμού, που στερεί από τους μαθητές κρίσιμες γνώσεις για τον προϋπολογισμό, τη φορολογική συνείδηση και τη σωστή λήψη οικονομικών αποφάσεων.
Γι’ αυτό ζητά τη συστηματική και συνεκτική ένταξη της Οικονομικής Παιδείας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με στόχο οι νέοι να αποκτήσουν τα εφόδια που απαιτεί η εποχή.
Αναλυτικά η ανακοίνωση της Ένωσης Οικονομολόγων (ΕΟΕΔΕ):
Τα τελευταία 20 χρόνια, τα Οικονομικά μαθήματα, όπως και εκείνα των υπόλοιπων Κοινωνικών Επιστημών, έχουν υποστεί αλλεπάλληλες μειώσεις ωρών και καταργήσεις αντικειμένων. Αναζητώντας τους λόγους για αυτήν την εξέλιξη στα Οικονομικά, δεν συναντούμε ισχυρά παιδαγωγικά ή επιστημονικά επιχειρήματα, ούτε σαφείς εκπαιδευτικές ή οικονομικές πολιτικές. Δυστυχώς, πίσω από τις αποφάσεις για το τι θα διδάσκονται τα παιδιά μας, βρίσκονται κυρίως οι συσχετισμοί δυνάμεων μεταξύ ειδικοτήτων στις θέσεις εξουσίας, καθώς και η διαχείριση του διαθέσιμου εκπαιδευτικού προσωπικού.
Ως Οικονομολόγοι, αναγνωρίζουμε τη σημασία της ορθής διαχείρισης ανθρώπινων πόρων και του κόστους που αυτή συνεπάγεται. Ωστόσο, σε μια περίοδο όπου η χώρα, βγαίνοντας από μια μακρά κρίση και ύφεση, επιβαρυμένη επιπλέον από τις συνέπειες της πανδημίας, επιχειρεί να θεμελιώσει σταθερές βάσεις ώστε να προστατευθεί από μελλοντικούς οικονομικούς κλυδωνισμούς, το ζήτημα του οικονομικού εγγραμματισμού του πληθυσμού δεν μπορεί να εξετάζεται αποκλειστικά με τα στενά χρηματοοικονομικά κριτήρια του εμφανoύς, λογιστικού κόστους. Είναι απαραίτητο να συνυπολογίζεται και το ευρύτερο οικονομικό κόστος, το οποίο περιλαμβάνει το αφανές, δηλαδή το πραγματικό κόστος.
Ως κοινωνία, οφείλουμε να υπολογίσουμε ποιο είναι το πραγματικό κόστος της έλλειψης γνώσεων στη λήψη σωστών οικονομικών αποφάσεων. Πόσο μας κοστίζει το γεγονός ότι οι πολίτες δεν είναι εξοικειωμένοι με ζητήματα καταναλωτικής συμπεριφοράς, οικονομικού και ψηφιακού χρηματοοικονομικού εγγραμματισμού; Πιο συγκεκριμένα: ποιο είναι το κόστος όταν τα παιδιά δεν ασκούνται από μικρή ηλικία στην κατάρτιση προσωπικού προϋπολογισμού, όταν δεν καλλιεργείται στο σχολείο η κουλτούρα της αποταμίευσης και η φορολογική συνείδηση, όταν αγνοούν τις συνέπειες του χρέους και του υπερδανεισμού ή δεν γνωρίζουν πώς να αξιολογούν τον κίνδυνο μιας ψηφιακής συναλλαγής; Πόσο μας κοστίζει, ως κοινωνία, να μη γνωρίζουμε τον τρόπο που η εργασία μας συνδέεται με τον δημόσιο προϋπολογισμό, ποιος είναι ο ρόλος των φόρων και της μείωσης της παραοικονομίας, ποιο είναι το κόστος των πολιτικών επιλογών; Και ως πολίτες, πόσο μας κοστίζει να μην μπορούμε να «διαβάσουμε» τα μακροοικονομικά μεγέθη, ώστε να αξιολογούμε την οικονομική διαχείριση της εκάστοτε κυβέρνησης και να απαιτούμε λογοδοσία; Η υπευθυνότητα των πολιτών χτίζεται με γνώσεις που οξύνουν την κρίση και ενισχύουν την ικανότητα επίλυσης προβλημάτων. Αν θέλουμε μια κοινωνία ικανή να σταθεί όρθια απέναντι στις προκλήσεις του μέλλοντος, πρέπει να επενδύσουμε σήμερα σε αυτή τη γνώση.
Ο Πρωθυπουργός και ο πρώην Υπουργός Παιδείας, αναγνωρίζοντας την αναγκαιότητα του οικονομικού εγγραμματισμού, δεσμεύτηκαν τον Ιούνιο του 2024 να επαναφέρουν, από το σχολικό έτος 2025-2026, το δίωρο μάθημα Οικονομικών στην Α΄ Λυκείου. Η Ένωσή μας χαιρέτισε με ικανοποίηση αυτή τη δέσμευση. Ωστόσο, η απόφαση αυτή δεν συνοδεύτηκε από νομοθετικό πλαίσιο ούτε από την απαραίτητη υπηρεσιακή ετοιμότητα. Παρά το γεγονός ότι υπήρχε χρονικό περιθώριο ενός ολόκληρου έτους για τον απαραίτητο εκπαιδευτικό σχεδιασμό, πέρα από τη δημόσια δήλωση, δεν προγραμματίστηκε ή οργανώθηκε η επαναφορά του μαθήματος. Το θέμα παραμερίστηκε, πιθανότατα με την ελπίδα να ξεχαστεί, ώστε να αποφευχθούν οι αντιδράσεις. Είναι γνωστό, βέβαια, ότι όταν το Υπουργείο έχει πραγματική βούληση να αυξήσει τις ώρες ενός μαθήματος, προχωρά άμεσα σε αλλαγές, χωρίς να λαμβάνει υπόψη το οικονομικό ή πολιτικό κόστος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η κατάργηση και η μείωση των ωρών μαθημάτων Κοινωνικών Επιστημών προς όφελος των Λατινικών και των Ξένων Γλωσσών (ΦΕΚ 2338/15-06-2020). Η νέα Υπουργός, βρέθηκε στη δύσκολη θέση, να διαχειριστεί μια σύνθετη υπόθεση. Η επιλογή της εισαγωγής μονόωρου μαθήματος στη Γ΄ Γυμνασίου προκρίθηκε ως συμβιβαστική επιλογή που, θεωρητικά, ικανοποιεί όλους δεδομένου ότι καμία ειδικότητα δεν χάνει ώρες και οι Οικονομολόγοι θεωρητικά κερδίζουν μια επιπλέον ώρα. Όλα καλά λοιπόν ή μήπως όχι;
Στην πραγματικότητα, η κοινότητα των Οικονομολόγων εκπαιδευτικών αισθάνεται βαθιά δυσαρέσκεια και απογοήτευση, καθώς η λύση που προωθήθηκε είναι αποσπασματική και προσχηματική. Συγκεκριμένα:
- Το δίωρο μάθημα περιορίστηκε σε μονόωρο,
- αντί να ενταχθεί στη Α΄ Λυκείου εντάσσεται στη Γ΄ Ημερήσιου Γυμνασίου,
- στα Καλλιτεχνικά και Μουσικά Γυμνάσια το μάθημα δεν θα διδάσκεται καν σε ετήσια βάση, αλλά μόνο στο δεύτερο τετράμηνο.
Με μια πιο προσεκτική ανάγνωση του ΦΕΚ 4416/18-08-2025 γίνεται σαφές ότι εφόσον στα Καλλιτεχνικά και Μουσικά Γυμνάσια το μονόωρο μάθημα μοιράζεται σε δύο αντικείμενα: στο πρώτο τετράμηνο στην Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή και στο δεύτερο τετράμηνο στα Οικονομικά, οι ειδικότητες ΠΕ80 (Ενοποιημένος κλάδος Οικονομίας) και ΠΕ78 (Κοινωνιολόγοι, Νομικοί και Πολιτικοί Επιστήμονες) θα έχουν από κοινού πρώτη ανάθεση το νέο μάθημα. Επομένως, καθώς η πλειονότητα των Οικονομολόγων υπηρετεί σήμερα στα Λύκεια, είναι προφανές ότι το μονόωρο μάθημα θα ανατεθεί κυρίως σε άλλες ειδικότητες που βρίσκονται ήδη στα Γυμνάσια, υπονομεύοντας έτσι τον στόχο ενίσχυσης του οικονομικού εγγραμματισμού.
Συνοψίζοντας, η «βέλτιστη» λύση που επέλεξε το υπουργείο για την ενίσχυση της Οικονομικής Εκπαίδευσης περιορίζεται σε μια ώρα εβδομαδιαία στα Ημερήσια Γυμνάσια και σε μια ώρα μόνο για το μισό σχολικό έτος στα Καλλιτεχνικά & Μουσικά Γυμνάσια, οργανώνοντας τις αναθέσεις με τρόπο που στην πράξη αποτρέπει την ουσιαστική διδασκαλία του από Οικονομολόγους!!!
Η Ένωση Οικονομολόγων Εκπαιδευτικών διεκδικεί την ουσιαστική ένταξη της οικονομικής παιδείας στο σχολείο, με στόχο οι μαθητές να αποκτήσουν τα εφόδια που απαιτεί η εποχή. Δεν επιζητούμε συντεχνιακά «λίγες παραπάνω ώρες διδασκαλίας», αλλά μια συνεκτική και ουσιαστική παρουσία της Οικονομικής Επιστήμης στην εκπαίδευση. Ζητούμε να διασφαλιστεί η συνέχεια και η σπειροειδής ανάπτυξη των αναλυτικών προγραμμάτων, ώστε τα Οικονομικά να διδάσκονται με την ίδια συστηματικότητα και σε βάθος όπως όλα τα υπόλοιπα μαθήματα. Για τον λόγο αυτό, όταν ανακοινώθηκε η πρόθεση εισαγωγής του μαθήματος στο Γυμνάσιο, καταθέσαμε στο υπουργείο και το ΙΕΠ ολοκληρωμένη πρόταση (Αρ. πρωτ.: 33/11-08-2025) η οποία προβλέπει την άμεση εισαγωγή- επαναφορά οικονομικών μαθημάτων στη δευτεροβάθμια, χωρίς να θίγεται το ωράριο κανενός κλάδου.
Από τη βιβλιογραφία προκύπτει ότι οι αξίες, το περιεχόμενο των προγραμμάτων σπουδών και τα σχολικά βιβλία αποτελούν «συμβολικά πεδία» όπου ασκούνται πολιτικές επιρροές από ιδιωτικούς και δημόσιους φορείς και εντάσσονται στην εκπαιδευτική πολιτική (Thomas, 1983; Πασιάς, 2006). Η διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής επηρεάζεται σε εθνικό επίπεδο από την κυβέρνηση, τα πολιτικά κόμματα, τις εκπαιδευτικές ομοσπονδίες και τις ομάδες ειδικών συμφερόντων (Βεργίδης & Υφαντή, 2011). Επομένως, όσοι ασκούν την εκτελεστική εξουσία, τη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, καθώς και όσοι εκπροσωπούν τη νομοθετική εξουσία —δηλαδή τα πολιτικά κόμματα— πρέπει να έχουν λόγο στο ποιες γνώσεις πρέπει να αποκτούν οι μαθητές. Οι εμπλεκόμενοι φορείς, δημόσιοι, ιδιωτικοί και μη κερδοσκοπικοί, όπως το ΙΕΠ, τα Πανεπιστήμια, το Οικονομικό Επιμελητήριο, το Κέντρο Προγραμματισμού Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), η θεματική επιτροπή για ζητήματα εκπαίδευσης στο πλαίσιο της Εθνικής Στρατηγικής Χρηματοοικονομικού Εγγραμματισμού, οι Ενώσεις Γονέων, Εργαζομένων και Καταναλωτών, οφείλουν να συμμετέχουν στη συζήτηση πώς θέλουμε να είναι οι Πολίτες του μέλλοντος. Οι γονείς που επιθυμούν το δημόσιο σχολείο να παρέχει ολοκληρωμένη, συστηματική και ισότιμη πρόσβαση σε εκπαίδευση υψηλής ποιότητας, πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη. Τέλος, οι μαθητές, φυσικά, έχουν τον πρώτο λόγο, δεδομένου ότι σε ένα μαθητοκεντρικό σχολείο το περιεχόμενο, οι στόχοι, η διδασκαλία και η αξιολόγηση επικεντρώνονται στις ανάγκες, τα ενδιαφέροντα και τις δυνατότητές τους. Και το 40% των μαθητών επιλέγουν Προσανατολισμό Οικονομίας και Πληροφορικής εκδηλώνοντας ως ζήτηση το ενδιαφέρον τους.
Προσκαλούμε τον Πρωθυπουργό, την Υπουργό, την κυβέρνηση, τα πολιτικά κόμματα και όλους τους αρμόδιους φορείς να ανοίξουν άμεσα έναν ουσιαστικό και διαφανή διάλογο, για το αν και με ποιον τρόπο θα ενισχυθεί ο οικονομικός εγγραμματισμός στη χώρα μας. Παρακαλούμε το ζήτημα να μη μετατραπεί σε αντικείμενο κομματικής εκμετάλλευσης. Στόχος της πρωτοβουλίας να είναι η διαμόρφωση μιας κοινά αποδεκτής και βιώσιμης στρατηγικής για το μέλλον της Οικονομικής Παιδείας, που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας και των μαθητών. Απαιτείται ένας επιστημονικά και παιδαγωγικά τεκμηριωμένος σχεδιασμός, τον οποίο θα δεσμευτούν όλοι να υλοποιήσουν, με συνέπεια, ανεξάρτητα από πολιτικές εναλλαγές. Μόνο έτσι η Οικονομική Εκπαίδευση θα αποκτήσει τη θέση που της αξίζει στο ελληνικό σχολείο.
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
Νέο Προσκλητήριο Προσλήψεων Εκπαιδευτών Ενηλίκων: Αφορά όλα τα πτυχία ΑΕΙ-ΤΕΙ - Πιστοποιηθείτε άμεσα
Παν.Πατρών: Tο 1ο στην Ελλάδα Πανεπιστημιακό Πιστοποιητικό ΤΕΧΝΗΤΗΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ για εκπαιδευτικούς
Πανεπιστήμιο Αιγαίου: Το κορυφαίο πρόγραμμα ειδικής αγωγής στην Ελλάδα - Αιτήσεις έως 22/8
Μοριοδοτούμενο σεμινάριο Ειδικής Αγωγής Πανεπιστημίου Πατρών με μόνο 60 ευρώ