Η λέξη «νέηλυς» προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει κάποιον που μόλις ήρθε ή νεοφερμένο.
Αναλύεται ως εξής:
- νέος (νέος, καινούριος)
- ἥλυς (από το ρήμα ἔρχομαι, που σημαίνει έρχομαι ή φθάνω).
Η λέξη συχνά χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάποιον που έχει πρόσφατα φτάσει σε έναν τόπο ή σε μια κατάσταση. Στη λογοτεχνία και τα αρχαία κείμενα, μπορεί να εμφανίζεται για να περιγράψει ταξιδιώτες, ξένους ή καινούριους κατοίκους. Σήμερα σπανίως χρησιμοποιείται στην καθημερινή γλώσσα και έχει περισσότερο λόγιο ή ποιητικό χαρακτήρα.
Παράδειγμα
«Ο νέηλυς ταξιδιώτης στάθηκε διστακτικά στην είσοδο του χωριού, κοιτάζοντας γύρω του με περιέργεια και θαυμασμό.»
Εδώ, η λέξη υποδηλώνει κάποιον που μόλις έφτασε σε έναν νέο τόπο.
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
Black Friday σε μοριοδοτούμενα σεμινάρια και Πιστοποιήσεις Ξένων Γλωσσών για έξτρα 20 μόρια
Παν.Πατρών: Tο 1ο στην Ελλάδα Πανεπιστημιακό Πιστοποιητικό ΤΕΧΝΗΤΗΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ για εκπαιδευτικούς
Πανεπιστήμιο Αιγαίου: Το κορυφαίο πρόγραμμα ειδικής αγωγής στην Ελλάδα - Αιτήσεις έως 24/11
Μοριοδοτούμενο σεμινάριο Ειδικής Αγωγής Πανεπιστημίου Πατρών με μόνο 60 ευρώ
Alfavita Newsroom