Η έννοια της λέξης
Η λέξη «κελιώτης» προέρχεται από τη νεοελληνική γλώσσα και συνδέεται στενά με τη μοναστική ζωή και τα μοναστήρια της Ορθοδοξίας. Αν και δεν είναι ευρέως διαδεδομένη στην καθημερινή ομιλία σήμερα, παραμένει ζωντανή σε εκκλησιαστικά και ιστορικά κείμενα.
Η έννοια της λέξης
Η λέξη «κελιώτης» χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον μοναχό ή ασκητή που ζει σε κελί – δηλαδή σε μικρό, απομονωμένο χώρο ή καλύβα μέσα σε μοναστήρι ή ερημητήριο. Το κελί αποτελούσε τον προσωπικό χώρο του μοναχού, αφιερωμένο στην προσευχή, τη νηστεία και τη σιωπηλή άσκηση.
Στην καθημερινή χρήση, η λέξη «κελιώτης» δηλώνει:
Τον μοναχό που είναι εγκατεστημένος σε κελί μοναστηριού.
Τον ερημίτη που ζει απομονωμένος, συνήθως σε περιοχή κοντά σε μοναστήρι.
Ετυμολογία
Η λέξη προέρχεται από το ουσιαστικό «κελί» (λατινικής αρχής cella), που σημαίνει μικρό δωμάτιο ή απομονωμένο χώρο. Το επίθημα -ώτης σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν καταγωγή ή σχέση με έναν τόπο (π.χ. «Κρητιώτης»). Έτσι, «κελιώτης» σημαίνει κυριολεκτικά «αυτός που ανήκει στο κελί».
Χρήση στη νεοελληνική γλώσσα
Η λέξη απαντά κυρίως σε: Θρησκευτικά κείμενα, που περιγράφουν τη ζωή μοναχών. Λαογραφικές αφηγήσεις, ιδιαίτερα από το Άγιο Όρος και άλλα μοναστικά κέντρα. Ιστορικές πηγές, όπου αναφέρονται κελιώτες ως αυτόνομες μοναχικές κοινότητες.
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
Προσοχή: Σαρώνει η νέα ηλεκτρονική απάτη με το όνομα της BOOKING – Πώς «ψαρεύουν» τα θύματα
Παν.Πατρών: Tο 1ο στην Ελλάδα Πανεπιστημιακό Πιστοποιητικό Τεχνητής Νοημοσύνης για εκπαιδευτικούς
Πανεπιστήμιο Αιγαίου: Το κορυφαίο πρόγραμμα ειδικής αγωγής στην Ελλάδα - Αιτήσεις έως 4/8
ΕΥΚΟΛΕΣ πιστοποιήσεις ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ - ΙΤΑΛΙΚΩΝ για ΑΣΕΠ - Πάρτε τις ΑΜΕΣΑ