εκπωματίζω < μεσαιωνική ελληνική εκπωματίζω < εκ + πώμα < αρχαία ελληνική πῶμα
εκπωματίζω [ekpomatízo] -ομαι : (λόγ.) αφαιρώ από φιάλη, αγγείο κτλ. το πώμα· ανοίγω, ξεταπώνω.
εκπωματίζω = αφαιρώ το πώμα
Συνώνυμα
ανοίγω
ξεπατώνω
Αντώνυμα
πωματίζω
κλείνω
σφραγίζω
Συγγενικά
εκπωμάτιση
εκπωματιστήρας (σπειροειδές εργαλείο σαν τρυπάνι που μπήγεται στα πώματα από φελλό και βοηθά στον αποπωματισμό, το τιρμπουσόν).
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
Έκτακτο επίδομα έως 1.700 ευρώ σε εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα
Η πιο εύκολη Πιστοποίηση Αγγλικών στην Ελλάδα σε 2 ημέρες στα χέρια σου - Δίνεις από το σπίτι σου
Παν.Πατρών: Tο 1ο στην Ελλάδα Πανεπιστημιακό Πιστοποιητικό ΤΕΧΝΗΤΗΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ για εκπαιδευτικούς
Πανεπιστήμιο Αιγαίου: Το κορυφαίο πρόγραμμα ειδικής αγωγής στην Ελλάδα - Αιτήσεις έως 6/12
Μοριοδοτούμενο σεμινάριο Ειδικής Αγωγής Πανεπιστημίου Πατρών με μόνο 60 ευρώ
Alfavita Newsroom