Η ελληνική γλώσσα είναι γεμάτη λέξεις με βαθύ πολιτισμικό φορτίο και πλούσιο συναισθηματικό υπόβαθρο. Μία από αυτές είναι η λέξη «μερακλής», που τη συναντάμε σε κουβέντες, τραγούδια, ακόμα και στη γαστρονομία.
Η λέξη προέρχεται από το τουρκικό "merak", που σημαίνει ενδιαφέρον, πάθος ή έντονη επιθυμία. Στα ελληνικά, εξελίχθηκε ώστε να περιγράψει έναν άνθρωπο που βάζει μεράκι σε ό,τι κάνει — δηλαδή φροντίζει, αγαπά και απολαμβάνει με την ψυχή του.
Σημασία
Μερακλής (ουσ.): Άνθρωπος που απολαμβάνει την ομορφιά της ζωής, που νοιάζεται για τις λεπτομέρειες και δίνει ψυχή σε αυτό που κάνει.
Μερακλίδικο (επίθ.): Κάτι που έχει φτιαχτεί με φροντίδα, γούστο και αγάπη.
Χρήση στην καθημερινότητα
«Είναι μερακλής στο μαγείρεμα, ό,τι φτιάχνει είναι πεντανόστιμο.»
«Αυτός ο καφές είναι μερακλίδικος, φαίνεται πως τον έφτιαξε κάποιος που ξέρει.»
«Μας έβαλε μουσική μερακλίδικη και περάσαμε υπέροχα.»
Η έννοια του «μερακλή» συνδέεται με τη φιλοξενία, το καλό φαγητό, τη μουσική και την παρέα. Δεν είναι απλώς η εκτέλεση μιας πράξης, αλλά η εσωτερική διάθεση που βάζει κανείς για να γίνει το αποτέλεσμα ξεχωριστό.
Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα
Παν.Πατρών: Tο 1ο στην Ελλάδα Πανεπιστημιακό Πιστοποιητικό ΤΕΧΝΗΤΗΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ για εκπαιδευτικούς
Πανεπιστήμιο Αιγαίου: Το κορυφαίο πρόγραμμα ειδικής αγωγής στην Ελλάδα - Αιτήσεις έως 18/8
Μοριοδοτούμενο σεμινάριο Ειδικής Αγωγής Πανεπιστημίου Πατρών με μόνο 60 ευρώ