Γιώργος Σαραντάρης
Ο Οδυσσέας Ελύτης μνημονεύει τον αδικοχαμένο στρατιώτη-ποιητή Γιώργο Σαραντάρη

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ

 

Θ' ανάψω δάφνες να φλομώσει ο ουρανός

Μήπως και μυριστείς πατρίδα και γυρίσεις

Μέσ' απ' τα δέντρα που σε γνώριζαν και που γι' αυτό

Τη στιγμή του θανάτου σου άξαφνα τινάξανε άνθος

 

Εμάς τους γύφτους άσε μας

Τους «οικούντας εν τοις κοίλοις»

Τι δε νογάμε από γιορτή

 

Και τα πουλιά δε βάνουμε προσάναμ-

Μα στον ύπνο μας καθώς μας είχες μυήσει

Δώθε από τη φθορά πλέκουμε τους κισσούς

Μακριά σου πιο κι απ' το Α του Κενταύρου

 

«Ως εν τινι φρουρά εσμέν»

Μαργωμένοι μες στο χρόνο

Κι από τραγούδι αμάθητοι

 

Μόνος εσύ ο αιρετικός της ύλης αλλ'

Ομόθρησκος των αετών το ύστερο άλμα

Τόλμησες. Κι οι ποιμένες σ' είδανε της Πρεμετής

Μες στης άλλης χαράς το φως να οδοιπορείς πιο νέος

 

Τι κι αν ο κόσμος μάταιος

Έχεις μιλήσει ελληνικά

Ως «εις τον έπειτα χρόνον»

 

Κι από την ομιλία σου ακόμη

Βγάνουν θυμίαμα οι θαλασσινοί κρίνοι

Και κάποιες θρυλικές κοπέλες κατά σε

Μυστικά στρέφουνε τον καθρέφτη του ήλιου.

1955

Οδυσσέας Ελύτης, Τα ετεροθαλή, Αθήνα, Ίκαρος, 1974

 

Το κείμενο αφιερώνεται σαν ταπεινό αντίδωρο στην ιερή μνήμη όλων όσοι πίστεψαν σ’ έναν κόσμο καλύτερο και πάλεψαν γι’ αυτόν με τρόπο σωστό ή σφαλερό.

 

Κάθε που ξημερώνει η 28η του Οκτώβρη ταξιδεύει η μνήμη μας στον καιρό του πολέμου και μένει ν’ αναθυμάται, ίσα για λιγάκι, κάτι μακρινούς ανθρώπους, χαμένους πια. Θάφτηκαν τα χρόνια εκείνα οι ζωές τους κάτω απ’ το φουρτουνιασμένο ποτάμι του θανάτου. Τα ίχνη που κατέλιψαν είτε τα εσκέπασε βαριά η πλάκα της λήθης είτε τα περιέβαλαν συγκαιρινοί και μεταγενέστεροί τους με τ’ άγιο ένδυμα της μνήμης. Της μνήμης που δεν εννοεί να λησμονήσει. Κάπως έτσι επέζησαν τα ονόματά τους κι οι περιπέτειες του βίου τους. Φανερά ή μισοκρυμμένα, για να μας υπενθυμίζουν πως υπάρχει -σε πείσμα του ανεπίστρεπτου θανάτου- μια ρανίδα αθανασίας. Τούτους τους νεκρούς θα τους ανταμώνουμε ξανά και ξανά· αρκεί να ξέρουμε ν’ αναγνωρίζουμε. Σ’ έναν δρόμο βαφτισμένο με τ’ όνομα ενός που δεν εδείλιασε μπρος στον ανεπίστρεπτο θάνατο. Απαθανατισμένη τη μορφή τους, σαν εξαυλωμένη πια, σε φωτογραφίες, πίνακες και γραμματόσημα. Σε μουσικές και στίχους. Σε μια πλατεία κάπου στην Ελλάδα, όπου τιμής ένεκεν έστησαν τον αδριάντα ενός ήρωα. Τούτος μαρμάρινος ατενίζει μ’ ακούραστα μάτια την ελεύθερη πατρίδα του να ταξιδεύει αέναα ίδια καράβι, διασχίζοντας καιρούς άφιλους και φιλικούς. Φυλαγμένη ασφαλής η μνήμη τους σ’ ένα βιβλίο που, για να μην είναι πια εξαντλημένο, τυπώθηκε εκ νέου. Μόνο που τυχαίνει συχνά να είναι απών ο δημιουργός. Δε μπορεί να χαρεί τη χαρά για το έργο που ξαναζωντανεύει. Όπως εκείνη η Διδώ που έκλαψε για μια περήφανη Ηλέκτρα κι έκανε τα πάθη της βιβλίο κοφτερό, να μας ξυπνάει απ’ το λήθαργο της λησμονιάς. Ταξίδεψε, λοιπόν, η Διδώ έναν Σεπτέμβριο του 2004, αφού πρώτα ψήθηκε μες στο καμίνι του 20ου αιώνα. Ένας άλλος Οκτώβριος θα τις έφερνε κοντά της ανθρώπους που αγάπησε βαθιά. Μια αδερφή που ήξερε να μην σκύβει το κεφάλι, κάνοντας την κρύα φυλακή αισιόδοξη φωλιά πνευματικής δημιουργίας κι έναν ανηψιό που τόλμησε να ξεσκεπάσει τις αυταπάτες της σιγουριάς, χαράζοντας τον δικό του δρόμο. Μακριά απ’ το βάρος του ονόματός του.

Συμβαίνει σε τούτο τον απέραντο κήπο της μνήμης, που οικοδομείται με μέσα υλικά και άυλα, να βρίσκονται και κάποια άνθη εκλεκτά, κρυμμένα σε μιαν άκρη. Κάποτε φτάνει η ευωδιά τους απρόσκλητη, για να γνωστοποιήσει την ύπαρξή τους. Κι εμείς, αφού τα περιεργαστούμε, συλλέγουμε ανάλογα με τις δυνάμεις και τις διαθέσεις μας εκείνα που μίλησαν στην ψυχή μας. Όταν πειστούμε απ’ την ομορφιά τους, σπεύδουμε να τα μοιραστούμε και με τους άλλους, γνωστούς κι αγνώστους συνοδοιπόρους μας. Έτσι κι εγώ επέλεξα σήμερα τους στίχους αυτούς, για να σταθούν σα στέγη προστατευτική στην αρχή τούτου του ταπεινού κειμένου της μνήμης. Γράφτηκαν με το αίμα της ψυχής του έφεδρου ανθυπολοχαγού Οδυσσέα Ελύτη στη μνήμη του αδικοχαμένου στρατιώτη-ποιητή Γιώργου Σαραντάρη. Μυρίζουν δάφνη, θυμίαμα και πόνο. Προσπαθούν το ακατόρθωτο, να ξαναζωντανέψουν το ντελικάτο κορμί του Γιώργου Σαραντάρη, απ’ όπου κάποτε ανέβλυζαν όλοι οι θεσπέσιοι ήχοι της ποίησης. Ο τύφος το έλιωσε σ’ ένα νοσοκομείο της κατοχικής Αθήνας, αφού πρώτα παιδεύτηκε στα βουνά της Αλβανίας. Ήταν 33 χρονών και το ημερολόγιο έγραφε 25 Φεβρουαρίου του 1941. Χρόνια μετά θα τον ονειρευόταν τολμηρός ο ποιητής που τον εμνημόνευσε όμορφο να ίπταται στους ουρανούς: Εκείνος καμιά εκατοστή μέτρα πιο μπροστά… τρέχει ανάλαφρος, σχεδόν πετάει πάνω από τα εμπόδια. Η γκαμπαρντίνα του είναι ανοιχτή στον αέρα κι από το κεφάλι του κρέμεται και τινάζεται πάνω στους ώμους μια χαίτη ωραία μακριά μαλλιά σαν κοπέλας.

Σήμερα, έχουν μισέψει κι εκείνος που μνημόνεψε κι εκείνος που μνημονεύτηκε. Έτσι ορίζει ο νόμος της ζωής. Ας τους φέρουμε ευλαβικά για μια στιγμή στη μνήμη μας, ξαναδιαβάζοντας τους στίχους που τους ένωσαν. Αυτήν την φορά σαν προσευχή χαμηλόφωνη.

Ανδρέας Λαμπέτης, μεταπτυχιακός φοιτητής της κλασικής Φιλολογίας, Universität Hamburg/Humboldt-Universität zu Berlin.

28 Οκτωβρίου 2020, Ανατολικό Βερολίνο.

Όλες οι σημαντικές και έκτακτες ειδήσεις σήμερα

Μάθε τι σημαίνει το όνομά σου στα αρχαία ελληνικά

Παν.Πατρών: Μοριοδοτούμενο σεμινάριο ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗΣ με μόνο 65Є εγγραφή - έως 26 Απριλίου

Μοριοδοτούμενο σεμινάριο Ειδικής Αγωγής (ΕΛΜΕΠΑ) με μόνο 50Є εγγραφή- αιτήσεις ως 26/4

2ος Πανελλήνιος Γραπτός Διαγωνισμός ΑΣΕΠ: Τα 2 μαθήματα εξέτασης και η ύλη

Proficiency και Lower μόνο 95 ευρώ σε 2 μόνο ημέρες στα χέρια σας (ΧΩΡΙΣ προφορικά, ΧΩΡΙΣ έκθεση!)

ΕΥΚΟΛΕΣ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ και ΙΤΑΛΙΚΩΝ για εκπαιδευτικούς - Πάρτε τις άμεσα

Google news logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Google News Viber logo Ακολουθήστε το Alfavita στo Viber

σχετικά άρθρα